Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Συνέντευξη του Γιώργου Σαλεμή στον Δημήτρη Φύσσα






(δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό Athens Voice)



  1. Πώς θα παρουσιάζατε το βιβλίο σας σε 50 λέξεις;


Ως παρουσίαση της ελληνικής στρατιωτικής παράδοσης, από τα «λείψανα του στρατού του βασιλείου μας»(Ν. Κασομούλης) έως τους Αρματολούς, τους Κλέφτες, τους Σουλιώτες.« ...εγίγνωσκεν ο Κλέφτης....εν μυστήριον διδάσκον πώς η μονάς καταπολεμεί την χιλιάδα». (Κ. Σάθας) Η καθ' ημάς ιπποτική παράδοση η οποία, συνάμα, χαρακτηρίζεται ως Αρβανίτικη και ως ανήκουσα στα Κοινά των Ελλήνων.


  1. Πώς θα σχολιάζατε το "φευγάτο" τίτλο του;


Ο τίτλος βγαίνει από την ίδια την εποποιία των Αρβανιτών Στρατιωτών:

«...όλη η πόλις του Μιλάνου επληρώθη ανθρώπων ελθόντων να ίδωσι τους παράξενους Στρατιώτας. Ο δουξ και η δούκισσα ίππευσαν μεθ' απάσης της αυλής και ήλθον εις την πλατείαν δια να τους παρατηρήσωσιν. Ο ηγεμών εκ καρδίας συγχαρείς τω Κονταρίνη τον παρεκάλεσεν να τω δείξη τρέχοντας τους Στρατιώτας, οίτινες έδραμον με τας λόγχας και τα ρόπαλα προς μεγάλη του πλήθους ευχαρίστησιν..» (Μαρίνο Σανούτο, βενετός συγγραφέας και αυτόπτης μάρτις). 
Αυτά όλα τέλη του 15ου αιώνα.

«Κι'εμπήκαμε στον χειμώνα,
θα ξαναγυρίσωμε στο καλοκαίρι,
με την τόσο καλή συντροφιά
των καβαλλαραίων και των βολιστών,
παλληκαριών και καλών πολεμιστών,
όπως έκαναν κι'οι παλιότεροί μας,
Ω φτωχοί Στρατιώτες»

(Μανώλης Μπλιέσης, ραψωδός της Στρατιάς με οκτώμισι χιλιάδες στίχους στο «ενεργητικό» του. Στην εν λόγω ραψωδία, στο τέλος κάθε στροφής, επαναλαμβάνεται η επωδός «Ω φτωχοί Στρατιώτες»)
Τέλος, να αναφέρω και το εξής ενδιαφέρον. Στη φρουρά της Ναυπάκτου υπηρετούσαν οι πλέον φτωχοί Στρατιώτες. Έτσι με τον καιρό έγιναν παροιμία. «Αυτός φυλάει τη Ναύπακτο», σήμαινε πως κάποιος ήταν πάμπτωχος.


3. Τι καινούργιο φέρνει το βιβλίο στην υπάρχουσα "Αρβανιτολογία" - "Αρβανιτογραφία"; Τι επιβεβαιώνει και τι ανατρέπει; Τι προσφέρει, ειδικότερα, σ΄ ένα πιθανά ανυποψίαστο για το θέμα αναγνώστη;


Η μέχρι τούδε αρβανιτολογία ψάχνει τα πατήματα και όχι τον λύκο.
Πρώτον: Δέσμια, άλλοτε από ανεπάρκεια και άλλο από δόλο, του δόγματος «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις» προσπαθεί να ερμηνεύσει τα ονόματα, να τα ετυμολογήσει και να τα χρονολογήσει(!) Δεν ψάχνει την ίδια τη στάση των ανθρώπων της κάθε εποχής απέναντι στα καίρια της ζωής για να ανιχνεύσει από κει το «τι είδους άνθρωποι είναι».
Δεύτερον: Άλλοτε από ανεπάρκεια και άλλοτε από δόλο, αποδέχεται ως κριτήριο της εθνικότητας το φυλετικό-γλωσσικό. “Ο Έλληνας κατάγεται από τους Πελασγούς, ο Αρβανίτης κατάγεται από του Πελασγούς, άρα ο Αρβανίτης είναι Έλληνας”(!) Πώς ξέρουμε πως ο Αρβανίτης κατάγεται από τους Πελασγούς;;; “Μα μιλάει...πελασγικά”(!) Αν τώρα και ο Σκιπητάρης (αυτός που κακώς ονομάζουμε “Αλβανό”) κατάγεται από τους Πελασγούς, τι γίνεται; Δεν είναι αυτός σήμερα ή και τον 19ο αιώνα διαφορετικής ετερότητας-εθνικότητας;
Μη μπορώντας, στην ουσία, να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα άλλοτε εφευρίσκει θεωρίες περί μη αυτοχθονίας των Σκιπητάριδων (ήρθαν τάχα από την “Αλβανία του Καυκάσου”) και άλλοτε σταματά να διακρίνει τις δύο εθνικότητες, την Ελληνική και την Σκιπητάρικη. Τότε, ή θα “κατατάξει” τους Σκιπητάριδες στους Έλληνες ή θα “κατατάξει” τους Αρβανίτες στους Σκιπητάριδες που τους αποκαλεί “Αλβανούς”(!)
Ακόμη και οι επικριτές του φυλετικού-γλωσσικού κριτηρίου λειτουργούν εκ των πραγμάτων στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του εθνοφυλετισμού. Αντιτάσσοντας το “είσαι ό, τι νομίζεις” και το “είσαι ό,τι δηλώσεις”, καλυπτόμενοι πίσω από το “δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό”, τροφοδοτούν το χάος χωρίς να κλείνουν τον δρόμο, με αξιόπιστα επιχειρήματα, στον εθνοφυλετισμό. “Ο Αρβανίτης είναι μεν Έλληνας σήμερα, επειδή δηλώνει Έλληνας, αλλά τότε, τον 14ο αιώνα που ήρθε εδώ, ήταν Αλβανός”(!) Οι τρομεροί αντίπαλοι του εθνοφυλετισμού στο σήμερα, καταντούν ακόλουθοι του εθνοφυλετισμού στο τότε, γιατί δεν μπορούν να εννοήσουν τη διαμόρφωση της ετερότητας ως σύνθετη και πολύπλοκη κοινωνική διεργασία πάνω από την φυλετική καταγωγή και πέρα από την ιδεολογική κατασκευή.
Άλλο παρατράγουδο είναι το εξής. Εκείνοι που θεωρούν το ελληνικό έθνος κατασκεύασμα του κράτους, της αστικής τάξης, της αμερικανικής ή της γαλλικής επανάστασης, είναι πρόθυμοι να θεωρήσουν τους Αρβανίτες “Αλβανούς” χωρίς να μας λένε ποια επανάσταση, ποιο κράτος, ποια αστική τάξη έφτιαξε τάχα το έθνος των “Αλβανών” τον 14ο αιώνα. Προσπαθώντας να αποφύγουν τον τάχα ελληνικό εθνικισμό βουλιάζουν αύτανδροι στον Σκιπητάρικο εθνικισμό και στην προπαγάνδα ενός κράτους που στο κάτω κάτω είναι εντελώς κατασκεύασμα των “Μεγάλων Δυνάμεων” και κανένα πραγματικό εθνικοαπελεθερωτικό κίνημα δεν βρίσκεται πίσω από την συγκρότησή του.


Οι Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες αξιοποιούν τις πληροφορίες και τις περιγραφές της εποχής εκείνης και αναλύουν το «τι είδους άνθρωποι» είναι οι Αρβανίτες που προνοιάζονται στη νότια Ελλάδα, από τους Δεσπότες του Μορέα και τους ηγεμόνες της Ιταλικής “φραγκοκρατίας”. Το αποτέλεσμα της ανάλυσης αυτής οδηγάει κατευθείαν στην Ιλιαδική ταυτότητα. Έχοντας πρότυπά τους τους ομηρικούς ήρωες αλλά και τον Αλέξανδρο, τον Πύρρο κλπ αποκτούν κι εκείνοι την ταυτότητα των ηρώων τους. Από τις πρώτες σελίδες τεκμηριώνεται το ότι πρόκειται για εξατομικευμένους ανθρώπους, για «έθνος εταίρων» (έθνος=πλήθος), τόσο πολύ ισότιμων ώστε ο Σάθας αναφωνεί: «οι Στρατιώτες είναι Έλληνες γιατί φέρουν την πατρογονική αμαρτία της μέχρι φθόνου ισότητας». Τότε που αφενός η Ανατολή στενάζει κάτω από τους δεσποτικούς-κολεκτιβιστικούς πολιτισμούς και αφετέρου η εξατομίκευση των δυτικών κοινωνιών είναι στα σπάργανα, οι Στρατιώτες αποβιβάζονται και παρελαύνουν στο Λίντο της Βενετίας, στο Μιλάνο, στη Ραβένα, στη Φεράρα, φτάνουν και ως τις όχθες του Ατλαντικού υπό τις σημαίες του Ερρίκου του Η΄, πλήρως “εξοπλισμένοι” με ό,τι ακόμα και ο σημερινός άνθρωπος θα ζήλευε. Ούτε λίγο ούτε πολύ, τριακόσια χρόνια πριν τον Διαφωτισμό, πραγματώνουν στις στρατιωτικές τους κοινότητες το Ελευθερία-Ισότητα και κάτι ακόμα παραπάνω, Φιλία! Ενώ ο Διαφωτισμός κάνει λόγο για Αδελφότητα που παραπέμπει στη φυλετική-γλωσσική συγγένεια, οι Αρβανίτες Στρατιώτες ξεπερνούν το πάθος του φθόνου για τον “άλλον ίσο και εταίρο” με την την φιλία και την Μπέσα (=πίστη). Αυτά τα στοιχεία είναι που τους κάνουν Έλληνες και τίποτα λιγότερο ή περισσότερο. Είναι δε τόσο προσηλωμένοι στον τρόπο αυτό του ζην και θνήσκειν που τον “αγκυρώνουν” και σε μεταφυσικό επίπεδο. Είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι και οι άγιοι, τους οποίους επικαλούνται στη μάχη, ο Μάρκος και ο Γεώργιος, οι πολιούχοι των κατουνιών τους, είναι «φίλοι του Χριστού». Η Φιλία, υπέρτατη αξία και γι΄ αυτούς όπως και για τον Αχιλλέα, είναι πια εδώ θεϊκή ιδιότητα. Έτσι η υπέρβαση των εκάστοτε συλλογικοτήτων χάριν της φιλίας, μεταβαίνει από το σχήμα Αχιλλέας-Πρίαμος του Ω της Ιλιάδας, στο «αγαπάτε τους εχθρούς υμών» του Ευαγγελίου. Όλα αυτά επιβιώνουν ως τον Κολοκοτρώνη και τον Αλή Φαρμάκη, ως τον Καραϊσκάκη και τους Γκέγκηδες στον Άϊ Σπυρίδωνα στον Πειραιά και φτάνουν, εν πολλοίς αποδεκατισμένα από την νεωτερικότητα, ως τις μέρες μας, στην Αντίσταση και τον Εμφύλιο.
Αυτά περίπου είναι τα καινά δαιμόνια που κομίζουν οι «Στρατιώτες», όσο μπορούν να παρουσιαστούν συνοπτικά εδώ. Υπάρχουν και κάποια άλλα, ο ρόλος του βυζαντινού θεσμού της Πρόνοιας στην εγκατάσταση των Στρατιωτών στη νότια Ελλάδα, το τι ήταν το Άρβανο και τα άρβανα (Χρονικό των Τόκκων), η διγλωσσία και η χρήση των αρβανίτικων διαλέκτων ως συντεχνιακής-στρατιωτικής γλώσσας (“εκτεταμένο κώδικα Ναβάχο” την αποκαλώ χαριτολογώντας). Τέλος, πληθώρα υλικού παρατίθεται για την Βοιωτία και την Κύπρο. Από τα στοιχεία αυτά μπορούμε να αντλήσουμε πολλά τεκμήρια για όσα εξέθεσα παραπάνω αλλά και την καταγωγή των Μικρών Πατρίδων. Οι «Στρατιώτες» της εποχής της Βυζαντινής Οικουμένης ήταν, βλέπετε, πολίτες τριών πόλεων: της Μικρής (του αυτοδιοίκητου Κοινού), της Μεγάλης (Οικουμένης) και της Άνω πόλεως... Όταν λοιπόν το Ναύπλιο παραδίνεται στους Τούρκους, τον Νοέμβριο του 1540, εκείνοι βάζουν όρο και παίρνουν μαζί τους, στη νέα τους πατρίδα την Κύπρο, τα άρματα και τις καμπάνες!




4. Σε πόσους -και ποιους- επιμέρους γνωστικούς τομείς "πατάει" το βιβλίο;  


Πατάει αφενός στην ιστορία, ήτοι στο πυκνό και ογκώδες υλικό του Κ. Σάθα, κυρίως, αλλά και άλλων ιστορικών. Αφετέρου πατάει στην Κοινωνική Οντολογία του Θ.Ι. Ζιάκα, χάρη στην οποία το πολύτιμο υλικό του Σάθα αποκωδικοποιείται και αναδεικνύεται.


5. Πόσον καιρό σάς πήρε η συγγραφή και ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε; 
Οι έρευνές μου ξεκινάνε από το 1990. Εν παρόδω αναφέρω για τους νοώντες πως τότε ήμουν συνειδητός και συνεπής άθεος και δεν είχα καθόλου καλή γνώμη για το Βυζάντιο. Πέρασαν χρόνια είκοσι δύο. Το 2011 επέστρεψα στη Μικρή Πατρίδα. Με όλη την ιστορία των Στρατιωτών στο μυαλό μου τριγύριζα στα μέρη που μεγάλωσα και σκεφτόμουν, τι όμορφος που θα ήταν ο κάμπος μας τότε που πρωτοήρθαν εδώ οι οικιστές ημών πρόγονοι. Καθώς έχω απορρίψει προ πολλού την περιγραφή και την καταγγελία των σημερινών αθλιοτήτων ως ατελέσφορη αλλά και δηλητηριώδη για τις ψυχές μας, ωρίμαζε η σκέψη να στρωθώ και να “κάνω τις συστάσεις” ανάμεσα στους προπάτορες και στους άσωτους υιούς της εποχής μας.
Η κρίση και η αναγκαστική αργία στην οποία περιήλθα, μου έδωσαν τον χρόνο που δεν είχα ποτέ. Αποφάσισα να γράψω το βιβλίο και να φυτέψω ένα μικρό, πλην όμως...πολυώνυμο, περιβόλι. Η συγγραφή του βασικού σκελετού του βιβλίου κράτησε σαράντα τρεις ημέρες. Φυγή στην...έρημο, τρεις μέρες παραπάνω από τον Χριστό. (Αυτό είναι αυτοσαρκασμός αρβανίτικος). Από τις 10 Μαρτίου ως τις 23 Απριλίου του 2012, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου. Έγραφα από τις επτά το πρωί έως αργά το βράδυ με ένα μικρό διάλειμμα το μεσημέρι. Μετά άρχισε το “σκάλισμα”. Διορθώσεις, διάβασμα ξαναδιάβασμα, πάλι διορθώσεις, προσθήκες, σημειώσεις, στίχοι από γνωστά και άγνωστα δημοτικά τραγούδια, άλλες σκέψεις, παραπομπές, ανταλλαγή απόψεων με φίλους και κυρίως με τον Θόδωρο Ζιάκα που ήταν δίπλα μου σε όλη τη φάση της συγγραφής. Η δουλειά αυτή κράτησε μέχρι και την έκδοση του βιβλίου τον Νοέμβριο του 2014. Τους τελευταίους όμως μήνες πριν την έκδοση, είχα την σπουδαία βοήθεια και την παρέα του επιμελητή, του Κώστα Κωνσταντίνου.
Οι δυσκολίες ήταν (α) στο να μορφοποιήσω όλο αυτό το υλικό καθώς δεν είχα ασχοληθεί ξανά με το πώς γράφεται ένα βιβλίο και τι ακριβώς πρέπει να γίνει για να φτάσει στο τυπογραφείο και (β) στην ίδια την έκδοση. Σε αυτές τις δυσκολίες οφείλονται και κάποια λάθη που μου ξέφυγαν και τα οποία ελπίζω να διορθώσω στη β' έκδοση. Σημειώνω δε ότι η ενιαία τιμή πώλησης των βιβλίων που ίσχυε τότε καθόλου δεν βοήθησε στην έκδοσή του. Μέσα από όλα αυτά σχημάτισα διάφορες αιρετικές απόψεις για την περιπέτεια της έκδοσης ενός πονήματος και μάλιστα από έναν καινούργιο και άγνωστο συγγραφέα. Ελπίζω κάποτε να βρουν θέση στις φιλόξενες αράδες του περιοδικού σας.


 6. Πώς "κολλήσατε" με το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο  και τι σας προσφέρει η ενασχόληση μ΄ αυτό; 


Κόλλησα από την διάθεση αυτογνωσίας που είχα από μικρός. Τι είναι αυτό που με κάνει να είμαι ό,τι είμαι. Εμείς οι Αρβανίτες, τέτοια “ελαττώματα” τα λέμε «ψώρα». Με το ψι βαρύ και έντονο. “Κόλλησα” την «ψώρα» λοιπόν από μικρός. Μετά, εγκαίρως, διάβασα τους Έλληνες Στρατιώτες εν τη Δύσει του Κ. Σάθα. Εκεί κατανόησα ότι δεν μπορώ να πάω μακριά αν δεν μελετήσω περισσότερο την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την Ορθόδοξη Παράδοση. Σε αυτό συνέκλιναν και τα “θεωρητικά” διαβάσματα της εποχής, Ζουράρις, Γιανναράς, Ράμφος. Ταυτόχρονα ταξίδευα για δουλειές στην Άσπρη Θάλασσα, στα Νησιά του Αιγαίου και του Σαρωνικού. Οι εντυπώσεις μου από την επαφή μου με τον πολιτισμό των Κυκλάδων ήταν για μένα ένα ακόμη σχολείο. Το μεγάλο άλμα όμως συντελέστηκε με την μελέτη του έργου του Θ.Ι. Ζιάκα, το 2006. Διάβαζα τότε ταυτόχρονα και τον Γκλέικ, για το Χάος, την Τάξη, την αβεβαιότητα, το πάντα “περίπου” και ποτέ “ακριβώς”, τους παράξενους ελκυστές, τον χώρο των φάσεων. Ενθουσιάστηκα! Ήταν, ο Ζιάκας, “κάτι” πέραν πάσης προσδοκίας. Έσπευσα να τον γνωρίσω προσωπικά. Μια παρουσίαση βιβλίου στον Ιανό (το 1204 του Γ. Καραμπελιά) και μετά μια σειρά διαλέξεων στο πατάρι του Αρμού. Θυμάμαι πως από τα πρώτα πράγματα που του έθεσα υπόψη ήταν τα περιστατικά με τους Στρατιώτες και τον Δόγη....εκεί που δεν έβγαιναν να εισπράξουν τους μισθούς γιατί ο Δόγης χαιρέτησε μόνο τον καπετάνιο τους και όχι έναν έναν ξεχωριστά... πεντακόσιους είκοσι νωματαίους, και εκεί που δεν ήθελαν να πληρώνονται με τον μήνα αλλά ανάλογα με την ικανότητα του καθενός, ήγουν με το “κομμάτι”: ένα δουκάτο για το κεφάλι και δύο για τον αιχμάλωτο. Η ιστορία των Στρατιωτών εβεβαίου του λόγου το αληθές στο έργο του Ζιάκα. Υπό αυτή την έννοια οι «Στρατιώτες» είναι η εφαρμογή της θεωρίας του Ζιάκα για το έθνος, την παράδοση και τις ταυτότητες, στο συγκεκριμένο πεδίο της Αρβανίτικης Στρατιωτικής Παράδοσης των Ελληνικών Κοινών.
Τι μου πρόσφερε εμένα. Πέρα από τα καλά σας λόγια και την τόσο απαραίτητη στον άνθρωπο εκ-τίμηση των “άλλων”, από τον ενδεχόμενο έπαινο του δήμου και των σοφιστών, μου πρόσφερε ήδη ταξίδια πολλά στον χρόνο και στον χώρο! Μέσα από “σκουλικότρυπες”... σταυροειδώς....από το τότε στο τώρα...από τη Βενετία στην Κύπρο, στις επάλξεις της Λευκωσίας και στους πύργους της Αμμοχώστου...από το Σχηματάρι στην Κρήτη, στα Παλιά Ρούματα, στο Αποπηγάδι και πάλι πίσω στα μνήματα των εδικών μας, από τον μπάρμπα μου τον άθαφτο αντάρτη στον άταφο Πολυνίκη και την Αντιγόνη....Από το Σούλι του Σωτήρη Τζίπη στο Σάλεσι και στα Δερβενοχώρια...από την Βοιωτία του Παγώνδα στη Βοιωτία των οικιστών προγόνων, από τον Κάδμο και τους πέντε Σπαρτούς, πρώτους πολίτες-οπλίτες της Θήβας, στον “σημερινό” χρησμό του Μαντείου των Δελφών για την Ευρώπη που αναζητούσε ο Κάδμος πριν σκοτώσει τον δράκο της Αρείας Κρήνης, σαν πεζός Αι Γιώργης, και πριν οι θεοί τον παντρολογήσουν με την Αρμονία!

Περί μεν Ευρώπης μη πολυπραγμονείν,
....πόλιν κτίζειν”




7. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από την παρουσίαση στο Σχηματάρι και, γενικότερα, από την αρχική υποδοχή του βιβλίου τώρα, τον πρώτο καιρό που κυκλοφόρησε; 


Η παρουσίαση του βιβλίου στη γενέτηρά μου εξελίχθηκε, όπως είπε ο εκδότης μου Κώστας Αναστόπουλος (Αλφειός), σε πανηγυρική. Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι, ντόπιοι και ξένοι, φόρεσαν τα καλά τους και ήρθαν να ακούσουν τι έχω πω. Ιδιαίτερα με συγκίνησε αυτό, το ότι φόρεσαν τα καλά τους. Το “Καθ' οδόν Καφέ” στο παλιό σπίτι του δικού μας μακαρίτη Γιάννη Αργύρη, του ηθοποιού, γέμισε. Πάνω από εκατό άτομα. Η τεχνική υποδομή του μαγαζιού μού επέτρεψε να παρουσιάσω σε μεγάλη οθόνη, χάρτες, εικόνες, γκραβούρες και γενικά υλικό από το βιβλίο αλλά και άλλο που δεν “χώρεσε” στα δέκα τετράχρωμα από τα είκοσι έξι τυπογραφικά. Ιδιαίτερη αναφορά έκανα στον «ανδρείο Τζώρτζη Σχηματάρη», Στρατιώτη, υπερασπιστή του Ναυπλίου (1540) στον οποίο η Σινιορία παραχωρεί σύνταξη εφ' όρου ζωής για τις υπηρεσίες που προσέφερε και για την περιουσία που απώλεσε κατά την παράδοση της πόλης.
Αλλά και στην Αθήνα ήταν η παρουσίαση πέρα από τις προσδοκίες μου. Σάββατο απόγευμα το “Πόλις Αρτ Καφέ” γέμισε. Ήρθαν σημαντικοί άνθρωποι, συμπατριώτες , φίλοι από την Αθήνα και από τα παλιά. Με τίμησαν με την παρουσία τους και οι ακαδημαϊκοί Βασίλης Καραποστόλης, Χαρίκλεια Τσοκανή, Τάσος Τσάμης. Την παρουσίαση έκαναν ο Θ.Ι. Ζιάκας και ο Γιώργος Καραμπελιάς. Οι ομιλίες τους υπάρχουν στο διαδίκτυο. Εγώ παρουσίασα τις αναφορές των βυζαντινών ιστορικών στο Άρβανο, στους Αρβανίτες, στα άρβανα, και στις παραχαράξεις που γίνονται στο θέμα αυτό. Εν ευθέτω χρόνω θα “ανεβεί” κι αυτή στο διαδίκτυο.
Όσο για την γενικότερη υποδοχή του βιβλίου, είμαστε ακόμα στην αρχή. Πέρα από σας, αγαπητέ κύριε Φύσσα, κανείς άλλος βιβλιοκριτικός ακόμη δεν μου έκανε την τιμή να ασχοληθεί με τους “Στρατιώτες”. Αυτό έχει κι ένα καλό, «πετώντας κάτω από τα ραντάρ», το βιβλίο, δεν έχει δεχθεί ακόμη τις επιθέσεις που προβλέπονται. Μόνο κάποιες κρούσεις. Από τους αναγνώστες, όσοι το διαβάσανε λένε καλά λόγια, επαινούν τον μόχθο, την πρωτοτυπία, τη συσσώρευση στοιχείων και τεκμηρίων. Εκείνο που με κολακεύει ιδιαίτερα είναι ότι αρέσει σε όλα τα φάσματα των ηλικιών και των πολιτικών και των “κοσμοθεωριών” ή εν πάση περιπτώσει των έτι αδώντων κουρελιών των κοσμοθεωριών. Αν όντως έχει αξία το βιβλίο , αυτή θα πρέπει να βρίσκεται στο ότι συμ-βάλλει στην προσπάθεια «υπέρ της των πάντων ενώσεως». Στην ένωση και στην συν-ύπαρξη μοναδικών ανεπανάληπτων ποικιλόμορφων και πολυποίκιλων ετεροτήτων!
Σας ευχαριστώ ακόμη μια φορά και αφιερώνω σε σας και στους αναγνώστες σας ένα σπάνιο αρβανίτικο τραγούδι (αρχές του 16ου αιώνα) των Κορωναίων της Κάτω Ιταλίας, την διάσωση του οποίου οφείλουμε στον Λάμπρο Λιάβα....




*******************************************************************************




Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Σκέψεις για τις Μικρές και τη Μεγάλη Πατρίδα

Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




Δίνω σήμερα στη δημοσιότητα κάποιες σελίδες που τελικά δεν συμπεριελήφθησαν στο βιβλίο Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες.  Πρόκειται για ένα τμήμα του κεφαλαίου "Κρίνετε ίνα μη κριθήτε" το οποίο αναφέρεται στην Σουλιώτικη ταυτότητα και πολιτεία....


......Στον επίλογο του Β΄ Μέρους μιλήσαμε για την ασύμμετρη σχάση Ζην και Ευ Ζην που συνέβη στις εγκατεστημένες στη κοιλάδα του Ασωπού Αρβανίτικες Στρατιωτικές Κοινότητες. Είπαμε, εκεί, ότι παραμένουσες υπό την “Οθωμανική ειρήνη” εξασφάλισαν μόνο το Ζην στους κατοίκους τους, οι οποίοι, συν τω χρόνω, από Στρατιώτες μεταβλήθηκαν σε ιδιωτεύοντες αγρότες και κτηνοτρόφους. Είπαμε ότι ποτέ δεν συγκροτήθηκε εκεί πολιτεία της οποίας το πολίτευμα θα μετέβαλε σε πολίτες τα μέλη της, ήγουν, θα προήγαγε το Ζην σε Ευ Ζην.
Πάρα κάτω, στο Γ΄ Μέρος, κάναμε λόγο για τις Μικρές Πατρίδες που γεννούν τη Μάνα, την Μεγάλη Πατρίδα, την Ελλάδα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, είπαμε ότι, χωρίς αυτές τις Κόρες, Μεγάλη Πατρίδα δεν γεννιέται. Δεν είπαμε όμως, και δεν τονίσαμε όπως έπρεπε, το γεγονός ότι, εκείνες οι Μικρές Πατρίδες, γεννιόνται και αναπτύσσονται ανισομέτρως. Δεν παρουσιάζουν, δηλαδή, όλες το ίδιο επίπεδο ανάπτυξης, ωρίμανσης. Ούτε το Ζην τους, και πολύ περισσότερο, ούτε το Ευ Ζην τους, είναι κομμένα “ένα μπόι”. Παρουσιάζουν διαφορές.
Έχοντας υπόψη μας όλα αυτά, μπορούμε να ισχυριστούμε με σθένος, ότι το Σούλι και τα συν αυτώ εξήντα χωριά, αποτελούν την πιο ολοκληρωμένη, την πιο ώριμη, την πιο προωθημένη, στον ελληνικό χώρο, Μικρή Πατρίδα. Δεν ήταν μόνο το ότι, στο Σούλι, το Ζην ευδόκησε σε Ευ Ζην. Δεν ήταν μόνο πως οι κοινότητες συγκρότησαν “Πόλιν” και “Πολίτευμα” άκρως δημοκρατικό, και δη χωρίς φυλακές, αστυνομία, διάκριση εξουσιών, αντιπροσωπευτικότητες, διαμεσολαβήσεις, δικαστήρια, γραφειοκρατία. Ήταν και το ότι, η Πολιτεία αυτή, ανέπτυξε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά ώστε, οι άλλοι, να αναγνωρίζουν, στη συμπεριφορά της, την ανεξάρτητη εκείνη οντότητα την οποία, σήμερα, αποκαλούμε “κράτος”. Οι Σουλιώτες και οι Παρασουλιώτες, διαθέτοντας τα απαραίτητα μέσα - ήτοι τον Στρατό – για να περιχαρακώσουν και για να καταστήσουν ανεξάρτητη την περιοχή των εξήντα χωριών, δημιούργησαν μιαν “επικράτεια”. Τον Τ(ρ)όπο, δηλαδή, όπου το πολίτευμα “λαμβάνει χώρα”.
Γι' αυτό και τα “Ιμπέρια” τούς συμπεριφέρονται σαν να είναι κράτος. Ζητούν τη συμμαχία τους, υποθάλπουν τις εξεγέρσεις τους, εφοδιάζουν τους πολέμους τους. Όσο για την “νομιμότητα που δεν αμφισβητούν αφού πληρώνουν φόρο στο Σουλτάνο”, όπως ισχυρίζεται η Βάσω Ψιμούλη, ας μη το πάρουμε στα σοβαρά γιατί τέτοιο φόρο πλήρωνε και η Ρωμανία-η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία- μέχρι την άλωση της Πόλης. Και, επί πλέον, ο Αμιράς (ο Μωάμεθ, εν προκειμένω) είχε λόγο στην εκλογή του Αυτοκράτορα! Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, δηλαδή, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας αφού πρώτα τον είχε εγκρίνει ο Μωάμεθ! Τι θα πει αυτό; ότι η Ρωμανία δεν ήταν κράτος και απλώς πούλαγε προστασία στους υπηκόους της;
Ούτε λίγο ούτε πολύ ισχυριζόμαστε ότι, το Σούλι και οι Σουλιώτες, έφεραν τα πράγματα, όσον αφορά την επικράτειά τους, εκεί που ήταν πριν την 29η Μαΐου 1453 και λίγο...πιο πάνω. Εκείνοι, ναι μεν πλήρωναν φόρο στο Σουλτάνο, αλλά ο Σουλτάνος, δεν είχε κανέναν λόγο στη διοίκηση του Σουλιού και των Σουλιωτών!
Οι Σουλιώτες έκαμαν αυτό που δεν μπόρεσαν να κάμουν οι σύντροφοί τους στην κοιλάδα του Ασωπού. Οι δύο περιοχές παρουσιάζουν πολλές και μεγάλες ομοιότητες. Η έκταση, το πλήθος των χωριών, πολλά ονόματα οικογενειών, τοπωνύμια, ο χρόνος εγκατάστασης. Ακόμη και το “Τετραχώρι” των Δερβενοχωρίων, το οποίο διατηρεί περισσότερο την στρατιωτική παράδοση και, γι' αυτό, παίζει μεγαλύτερο ρόλο στην Επανάσταση, αλλά και στους άλλους πολέμους, μέχρι το Αντάρτικο στην Κατοχή. Ακόμα και οι άγιοι στους οποίους αφιερώνονται οι εκκλησίες είναι, σε πολλές περιπτώσεις, ίδιοι. Οι Αρβανίτες Στρατιώτες όμως στην Κοιλάδα του Ασωπού, δεν θα μπορέσουν ποτέ, για πολλούς και διάφορους λόγους, να συγκροτήσουν “Πόλιν” και να προάγουν το Ζην σε Ευ Ζην.
Τι ήταν, λοιπόν, αυτό που έκανε τη διαφορά; Τι ήταν εκείνο το οποίο τη μια Μικρή Πατρίδα την καταδίκασε στη σκλαβιά και την άλλη την εκτίναξε στα ύψη της Ελευθερίας; Τι κάνει τους μεν δούλους του δε ελεύθερους; Ίδιοι, πάνω κάτω, άνθρωποι, ίδιος Θεός, ίδια ιστορία, ίδιο πολιτικό περιβάλλον. Μήπως το κακοτράχαλο, το δυσπρόσιτο, των εδαφών; Μήπως η ανικανότητα του αντιπάλου;
Τη συζήτηση αυτή δεν μπορεί να την κάνει τούτο εδώ το δοκίμιο. Μπορεί όμως, κάλλιστα, να την ανοίξει. Και να την αφήσει ανοιχτή για τον μελλοντικό ερευνητή που θα έχει το κουράγιο να συγκρίνει όσα εκ πρώτης όψεως δεν συγκρίνονται. Εμείς, εδώ, θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε δύο παράγοντες της ανισόμετρης ανάπτυξης των δύο Πατρίδων, του Σουλιού και του Ασωπού. Σε δύο παράγοντες που στο Σούλι λειτουργούσαν ενώ στον Ασωπό όχι.
Ο ένας παράγοντας είναι η παραγωγή προϊόντων και η διάθεσή τους. Ήδη, από την σ.235 επισημάναμε την υπέροχη διαπίστωση του Κ. Καραβίδα:
“...στην κλασική μας αρχαιότητα όταν η Αττική είχε πραγματοποιήσει βαθμηδόν όλες της γεωοικονομικές και πολιτιστικές δυνατότητές της (δενδροκομία εκλεκτή και πλούσια, βιοτεχνία πολυποίκιλλη, ναυτικό και εμπόριο και προ παντός εκλεχτούς ανθρώπους και πολίτας μεγάλους— την κύρια δηλαδή ανθρωποπλαστική δυνατότητα της) τότε φυσικά είχε διαπλάσει κι' ένα ανάλογο κοινοτικό πολίτευμα` όταν όμως έπειτα συνετρίβη και το ναυτικό και το εμπόριό της και η βιοτεχνία της κι' όταν κατεκόπησαν και τα δένδρα της και οι πολίται της και ξανάγινε ένας ανοικτός βοσκότοπος, θα ήταν εσχάτη ανοησία να ζητάει κανείς ν' αποδείξει ότι τάχα η Αττική και η Αθήνα διετήρησε πάντα το ίδιο πολίτευμα` και τούτο επειδή άλλες κοινοτικές λειτουργίες μπήκαν σ' ενέργεια όταν το αττικόν στάντορτ έφθασε σε ολοκληρωτικήν δράσι κι' άλλες όταν δεν είχε να διαθρέψη παρά μερικούς κτηματίας και μερικούς τσοπάνηδες.”1
Σε καμία περίπτωση δεν θα πούμε ότι, η Σουλιώτικη Συμπολιτεία έφτασε σε παρόμοια με την Αθηναϊκή Δημοκρατία επίπεδα και, φυσικά, δεν θα επιχειρήσουμε τη σύγκριση ως προς εκείνα τα επιτεύγματα. Αλλά, θα χρησιμοποιήσουμε την απόφανση του Καραβίδα, για να δείξουμε πόσο το πολίτευμα εξαρτάται από την παραγωγή και, μάλιστα, όχι την παραγωγή γενικά. Αλλά την παραγωγή των “διεθνώς ανταγωνίσιμων προϊόντων”. Φαίνεται πως το Σούλι και τα χωριά της επικράτειάς του, είχαν δημιουργήσει εκείνη την παραγωγική βάση ώστε να μπορούν να συγκροτούν ένα πολίτευμα το οποίο, με τη σειρά του, τους εξασφαλίζει μια νησίδα ελευθερίας μέσα στη θάλασσα της τουρκιάς. Δεν θα αναφέρω στοιχεία δικά μου. Μου αρκούν εκείνα της Βάσως Ψιμούλη και του Γιώργου Καραμπελιά κι σ' αυτά θα σας παραπέμψω. Η περιοχή των Παρασουλιώτικων χωριών δεν ήταν άγονη όπως εκείνη του Τετραχωρίου, και σαφώς, η “γονιμότητα” δεν λογιζόταν τότε όπως τώρα2. Εν πάση περιπτώσει, η περιοχή αυτή ήταν τόσο εύφορη ώστε να την επιθυμούν και οι αγάδες της Τσαμουριάς και εκείνοι οπού την είχαν, την καλλιεργούσαν και την διαφέντευαν. Ένας αιώνας, τουλάχιστον, περνάει με συνεχείς πολέμους. Δεκατρείς εκστρατείες, από το 1721 έως το 1821, προ και επί Αλή Πασά, χιλιάδες στρατός, εξορμά να πνίξει το Σούλι.
Σημεία, κόμβοι, διεξαγωγής του “διεθνούς” εμπορίου της Συμπολιτείας, ήταν η Πρέβεζα και η Πάργα. Εκεί πωλούσαν ό, τι παρήγαγαν και εκεί αγόραζαν ό, τι χρειάζονταν. Γι' αυτό και όταν οι δύο περιοχές αυτές χάθηκαν για τους Σουλιώτες, η Συμπολιτεία τους απειλήθηκε καίρια. Επόμενο βήμα, στην οικονομική περικύκλωση, ήταν η πολιορκία του Αλή με τους πύργους που εγκατέστησε στην περίμετρο. Τότε, όχι μόνο τους στέρησε την παραγωγική βάση αλλά και τα στοιχειώδη για την επιβίωση. Οι Σουλιώτες στερήθηκαν ακόμη και τα απαραίτητα του πολέμου.
Ο ένας παράγοντας, λοιπόν, είναι η παραγωγική βάση. Ο άλλος είναι ο Στρατός. Είδαμε πώς περίπου η παραγωγή υπό-στηρίζει το πολίτευμα. Ξέρουμε επίσης, από την Αθηναϊκή Δημοκρατία και πάλι, ότι το πολίτευμα το κάνουν οι πολίτες- οπλίτες. Οι άνθρωποι εκείνοι που είναι εκπαιδευμένοι και εξοπλισμένοι με τις ανάλογες αρετές και ταυτοχρόνως είναι διατεθειμένοι να ζουν και να πεθαίνουν, υπερβαίνοντας εαυτούς, για να διασώζουν και να αναπαραγάγουν το πολίτευμα αυτό. Και εκεί, στην αρχαία Αθήνα, όπως κι “εδώ” στο Σούλι, οι πολίτες ήταν κι οπλίτες και μάλιστα, τόσο καλοί οπλίτες, που μάλλον έμοιαζαν με τους...Σπαρτιάτες. Ήταν, σαν να λέμε, Αθηναίοι με μια...Σπαρτιάτικη ευαισθησία...
Ο Στρατός αυτός, από πολλούς θεωρείται, παρά τα κατορθώματά του, “άτακτος”. Ο λόγος είναι ότι η “τάξη” των Σουλιωτών και των Στρατιωτών εν γένει, δεν προσομοιάζει με την “τάξη” των Ευρωπαίων. Είδαμε όμως αναλυτικά πώς, και οι Στρατιώτες, γενικά, και οι Σουλιώτες, ειδικά, έχουν και παραέχουν τάξη, και μάλιστα η πολεμική τους τέχνη διέπεται από όλους τους κανόνες της στρατηγικής και της τακτικής.3
Τι δεν έχει, λοιπόν, αυτός ο ιδιόμορφα τακτικός στρατός των Σουλιωτών; Τι του λείπει; Του λείπουν τα “βαρέα όπλα”, του λείπουν τα “πολεμικά μέσα”. Του λείπουν κανόνια, άλογα, μπαρούτι, βόλια, ακόμα και ντουφέκια. Αυτά τού τα προμηθεύουν οι Ενετοί, οι Ρώσοι, οι Γάλλοι. Όταν, για διάφορους λόγους, εκείνοι, παύουν να τους στηρίζουν, οι Σουλιώτες- από στρατιωτική άποψη - παθαίνουν ό,τι οι Αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), μερικά έτη φωτός παρά πέρα4, στο Γράμμο και στο Βίτσι.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης, στο σπουδαίο του βιβλίο Θεωρία του Πολέμου5, στο κεφάλαιο “Ανταρτοπόλεμος και πολιτοφυλακή” αναλύει διεξοδικά τον ρόλο του αντάρτικου στρατού. Εκεί, στηριζόμενος στις απόψεις του Μαρξ και, κυρίως, του Ένγκελς, αποδεικνύει ότι ένας αντάρτικος στρατός είναι αποτελεσματικός μόνο ως δευτερεύουσα δύναμη και ως εφεδρεία στο κύριο μέτωπο το οποίο, βέβαια, πρέπει να συγκροτεί ένας τακτικός στρατός. Είναι προφανές, για όσους ξέρουν λίγη ιστορία, ότι η θεωρία των Μαρξ- Ένγκελς ισχύει6. Και ισχύει περισσότερο όταν έχουμε να κάνουμε με ευρωπαϊκούς στρατούς και την “τακτικότητα” με την οποία εκείνοι είναι συγκροτημένοι.
Οι Μαρξ και Ένγκελς όμως, αν και έχουν εμπνευστεί από την ελληνική επανάσταση- ο δεύτερος έγραψε μάλιστα και ένα εφηβικό μικρό διήγημα σχετικό- δεν νομίζω ότι έχουν υπόψη τους την ιδιόρρυθμη τακτικότητα των Στρατιωτών και δη των Σουλιωτών. Επομένως το δίκιο τους παραμένει σε ισχύ όσο ταυτίζουν “αντάρτικο στρατό” και “πολιτοφυλακή”, όσο με τον όρο “αντάρτικο στρατό” εννοούν εργάτες που πήραν τα όπλα. Δεδομένου δε ότι, οι εργάτες τότε, δεν ήξεραν από όπλα εφόσον η θητεία δεν ήταν γενικό δικαίωμα- και οι μαρξιστές το προέβαλλαν ως δημοκρατικό αίτημα- “αντάρτικος στρατός” σήμαινε πράγματι “άτακτος στρατός”, ήγουν, ανεκπαίδευτος, απείθαρχος, αγύμναστος.
Εδώ όμως, με τους Σουλιώτες, δεν ισχύουν αυτά τα πράγματα. Εδώ, έχουμε να κάνουμε με έναν ιδιόρρυθμο τακτικό στρατό που διεξάγει αντάρτικο πόλεμο. Και σε αυτό δεν υπάρχει καμία απολύτως αντίφαση. Όταν συγκρούονται, λοιπόν, χίλια σουλιώτικα ντουφέκια, με πέντε, έξη, οκτώ και δέκα χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες, δεν σημαίνει ότι συγκρούονται “άτακτοι” με “τακτικούς”. Ούτε “άτακτοι” με “άτακτους”. Σημαίνει ότι οι μεν Κακοσουλιώτες δεν έχουν τα μέσα και τα εφόδια και οι Τούρκοι τα έχουν. Απλά πράγματα. Σε αυτή τη σύγκρουση, όσο κι αν πλεονεκτούν από πλευράς στρατιωτικής τέχνης οι Σουλιώτες, αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθούν σε υποχώρηση. “Θα πολεμήσουν όσο να λιώσουν”7 και μετά, ή θα πεθάνουν ή θα υποχωρήσουν σε έναν άλλο χώρο. Και στις δύο περιπτώσεις με τα άρματα στο χέρι.
Τούτων όλων δοθέντων συμπεραίνουμε ότι, η ήττα και η καταστροφή της Σουλιώτικης Συμπολιτείας δεν ήταν ζήτημα στρατιωτικό! Οι Σουλιώτες δεν ηττήθηκαν στρατιωτικά όπως δεν ηττήθηκαν στρατιωτικά οι Αντάρτες του ΔΣΕ. Οι Σουλιώτες ηττήθηκαν πολιτικά!
Η αιτία της καταστροφής του Σουλιού ήταν η ίδια αιτία της ακμής του! Η αιτία της ακμής του ήταν το γεγονός ότι ήταν Πατρίδα Ελληνική, ικανή να δώσει στους πολίτες της ό,τι τους ανήκε. Το ότι ήταν Μικρή, στην πρώτη φάση, δεν έπαιξε ρόλο. Το ότι ήταν μόνη, στην πρώτη φάση, δεν έπαιξε ρόλο. Αυτά αρχίζουν να παίζουν ρόλο στη δεύτερη φάση και με την προϋπόθεση ότι ήδη η Μικρή Πατρίδα έκανε καλά τη δουλειά της. Εκεί στη δεύτερη φάση, στη δεύτερη βαθμίδα, όπου η Μικρή Πατρίδα τείνει να συναντήσει τη Μεγάλη, εκεί που η Κόρη πρέπει να γεννήσει τη Μάνα, εκεί που η μία Αδελφή τείνει να συναντήσει τις πολλές, εκεί και τότε, είναι που βρίσκεται μόνη! Μόνη και υπερμόνη!
Έχει προχωρήσει τόσο πολύ η Σουλιώτικη Συμπολιτεία που βρίσκεται μόνη της μέσα σε μια θάλασσα βαρβαρότητας. Κανείς δεν είναι δίπλα της, κανείς δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Το Σύστημα Πατρίδων για το οποίο ήδη μιλήσαμε δεν είναι ακόμα έτοιμο. Η γέννα δεν είναι ακόμα δυνατή. Η Φιλική Εταιρεία θα φτιαχτεί μόλις το 1814, δεκατρία χρόνια μετά από την τελευταία και φαρμακερή εξόρμηση του Αλή να καταπιεί το Σούλι!
Οι Σουλιώτες έχοντας εκτιναχθεί στη Στρατόσφαιρα της εποχής τους, αναζητούν Πατρίδα δευτέρου βαθμού και συμμάχους. Το μαρτυρούν οι αγωνιώδεις και μνημειακές εκκλήσεις τους. Και δεν βρίσκουν τίποτα! Όχι γιατί δεν θέλουν οι σύμμαχοι και οι συμπατριώτες τους αλλά γιατί δεν μπορούν. Είναι πολλά μακριά αυτά τα πράγματα για κείνους. Οπότε “επιστρέφουν” στην ατμόσφαιρα και καίγονται, σαν φωτεινοί διάττοντες.
Εκείνοι που θα μπορούσαν να τους σταθούν, και μαζί να συμπήξουν ένα είδος Πατρίδας δευτέρου βαθμού, είναι οι νησιώτικες πολιτείες. Αυτές, μάλιστα. Ήταν αναπτυγμένες πολιτικά τόσο όσο να αυτοδιοικούνται και να παίρνουν χαμπάρι τι περίπου κομίζουν οι Σουλιώτες. Αλλά έχουν ένα τρωτό σημείο: την επικράτεια! Τα νησιά δεν έχουν επικράτεια και δεν μπορούν να συγκροτήσουν μια κάποια στοιχειώδη. Είναι άκρως ευάλωτα. Λόγω της κατά θάλασσαν ισχύος του αντιπάλου η οποία σαφώς υπερτερεί από εκείνη της στεριάς. Δεν μπορούν τα Ψαρά, πχ, όσα καράβια και κανόνια κι αν έχουν, ν' αντιβγούν στην Αρμάδα. Αυτό μπορούν να το κάνουν μόνο μαζί με τις άλλες φλότες των νησιών. Μόνο δηλαδή στα πλαίσια μιας Πατρίδας δευτέρου βαθμού. Και η ιστορία το αποδεικνύει αυτό με τον πιο δραματικό τρόπο.
Τα Ψαρά χάνονται γιατί “η Πατρίδα”, ήγουν οι άλλες Μικρές Πατρίδες, της Ύδρας, των Σπετσών κλπ, δεν στέλνουν, εγκαίρως, τα καράβια τους, να καταναυμαχήσουν την Αρμάδα έξω από τα Ψαρά. Όταν τα στέλνουν τα καταφέρνουν περίφημα στη ναυμαχία του Γέροντα, εβδομήντα πέντε μέρες μετά, τέλη Αυγούστου 18248.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε μεγαλύτερη κλίμακα με θετικό και αρνητικό τρόπο: Οι χερσαίες επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στέφονται με επιτυχία, Μοριάς και Ρούμελη ελευθερώνονται, ακριβώς γιατί η φλότα εμποδίζει τις εφεδρείες και τα εφόδια να φτάσουν στον προορισμό τους. Το Μεσολόγγι πέφτει γιατί δεν έχει τροφές κι εφόδια, όχι γιατί ηττάται στρατιωτικά. Και δεν έχει τροφές κι εφόδια γιατί η φλότα ολιγωρεί.
Από όλους τους δρόμους, τελικά, οδηγούμαστε στο ίδιο συμπέρασμα:
Η Ελλάδα, η Μεγάλη Πατρίδα, η Πατρίδα Δευτέρου Βαθμού, φτιάχνεται πάντα “από τα κάτω”! Από το Σύστημα των Μικρών Πατρίδων! Αλλά και οι Μικρές Πατρίδες δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα μόνες τους αν δεν ενωθούν σε μια Μεγάλη, αν δεν γεννήσουν εκείνη τη Μεγάλη Πατρίδα, την οποία, Ελλάδα ονομάζουμε. Χωρίς αυτήν, η Μικρή Πατρίδα των Σουλιωτών, έλαμψε στα σκότη της Ευρώπης, του τέλους του 18ου αιώνα, ως ένας υπέρλαμπρος υπερκαινοφανής αστέρας και έσβησε και κατέρρευσε σε έναν λευκό νάνο. Η καύση καρδίας των Σουλιωτών δεν έφτανε για να την κρατήσει στο στερέωμα!
Του λόγου το αληθές το αποδεικνύει η ίδια η στάση του Αλή Πασά. Ο Αλής, αρχή και τέλος, θέλει να φύγουν οι Σουλιώτες από τα μέρη τους. Προσπαθεί να το πετύχει με οποιονδήποτε τρόπο. Δίνει πουγκιά, αίμα, υποσχέσεις. Του αρκεί να φύγουν. Ξέρει ότι πρέπει να διαχωρίσει το Ζην από το Ευ Ζην. Κι εκείνοι καταλαβαίνουν πλήρως το πρόβλημα του Αλή. Γι' αυτό δεν του πουλάνε ούτε μια πέτρα. Το “πρόβλημα”, με τον ελληνικό Τ(ρ)όπο, τον κάθε ελληνικό Τ(ρ)όπο, είναι πως βγάζει πέτρες και ανθρώπους από...πέτρες, όπως μας θυμίζει ο Κ. Καραβίδας, με τον μύθο του Δευκαλίωνα. Επομένως, όποιος θέλει να λύσει το “πρόβλημα” πρέπει να διαχωρίσει αυτά τα δύο είδη ...πέτρας.
Εκεί, σε αυτά τα Ηπειρώτικα βουνά, οι Σουλιώτες υποχρεώνονται σε εκπατρισμό από τους Τουρκαρβανίτες. Διώκονται απηνώς, κρημνίζονται στο χάος για να μη γίνουν σκλάβοι.
Εκεί, σε αυτά τα Ηπειρώτικα βουνά, οι Αντάρτες του ΔΣΕ υποχρεώνονται σε εκπατρισμό από τους ίδιους τους αδερφούς τους, διώκονται απηνώς, πλην όμως σώζονται από τους Σκιπιτάρηδες του Χότζα καθώς κρατάνε ανοιχτά τα σύνορα για να περάσουν οι φάλαγγες των Ανταρτών μετά τη δραματική τους απαγκίστρωση από τον Γράμμο. Οι Σκιπιτάρηδες, δεν θ' αργήσουν, από ελευθερωτές του λαούς τους, να γίνουν τύραννοι! Οι δικοί μας θα γλιτώσουν στα βάθη της Ασίας.
Σαν να μην έχουν τέλος τα πάθη αυτού του τόπου....




1 Κ. Καραβίδας Σοσιαλισμός και Κοινοτισμός Αθήνα 1930


2 Επί του ζητήματος καλό είναι να αναφέρουμε ένα και μόνο στοιχείο: τετρακόσια (400) πρόβατα είναι είκοσι πέντε τόνοι κρέας(25.000 κιλά), περί τα πεντακόσια (500) κιλά γάλα την ημέρα της γαλακτοφόρου περιόδου, χώρια τις γέννες των αρνιών.


3 Όποιος το αμφισβητεί αυτό ας διαβάσει Κλαούζεβιτς, ο οποίος αποφοίτησε από την στρατιωτική ακαδημία του Βερολίνου το 1803, τη χρονιά δηλαδή που το Σούλι χάθηκε.


4 Για μια ιδιαίτερη θέαση του χώρου και του χρόνου βλέπε: http://www.antifono.gr/portal/Προσεγγίσεις/Ισοκράτημα/3069-Έτη-φωτός-away-και-όχι-ago.html


5 Π. Κονδύλης, “Θεωρία του Πολέμου”,1997, Εκδ. Θεμέλιο, σ. 249


6 Η απάντηση, στο τάχα τεράστιο, πλην όμως θεμελιακό, ζήτημα που έθεσε ο Μάρκος Βαφειάδης στον Ζαχαριάδη, για την μη μετατροπή του Αντάρτικου Στρατού σε τακτικού, βρίσκεται στις λίγες αυτές σελίδες του Κονδύλη. Ο Νίκος Ζαχαριάδης είχε για μια ακόμη φορά δίκιο! Στις ίδιες σελίδες βρίσκεται και η απάντηση για την υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής το καλοκαίρι του 1943, ο “Λίβανος” και η “Καζέρτα” ακόμη.


7 Έκφραση του Μακρυγιάννη


8 Τα Ψαρά το 1824 και το Δίστομο το 1944 χάνονται στα μέσα Ιουνίου!!!

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Ο Θεόδωρος Ι. Ζιάκας στην παρουσίαση των "Παράξενων Φτωχών Στρατιωτών"

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Η παρουσίαση των "Στρατιωτών" στην Αθήνα...