Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα stradioti. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα stradioti. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

Ποιος είναι ο Ταγιαπιέρας;

 


Από τον Στρατιώτη της Βενετίας στον γιατρό του Καποδίστρια



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



Το όνομα “Ταγιαπιέρας”, σήμερα, το έχουν ακούσει οι παρεπιδημούντες στην ομώνυμη οδό, κάπου εκεί στους Ελληνορώσους, οι ταξιτζήδες φυσικά, και μερικοί φιλόλογοι που μελετάνε τις διάφορες εκφάνσεις της ελληνικής γλώσσας. Σ' αυτούς τους φιλόλογους φαίνεται ότι οφείλεται και η ανάρτηση του κάτωθι ποιήματος στην Βικιθήκη.

Φιλολογικοί είναι και οι λόγοι που ωθούν τον Αιμίλιο Λεγκράν, εκ Παρισίων, να δημοσιεύσει τους στίχους του Κερκυραίου στιχοπλόκου Ιωάννη Τριβώλη. Στίχους που κατά τα λοιπά θεωρεί χυδαίους και στους “στολίζει” ανάλογα για την έλλειψη οποιασδήποτε ποιητικής αξίας.

Οι ιστορικοί, όπως φαίνεται από την αφάνεια σχετικών ιστορικών αναφορών, δεν εμπλέκονται, μέχρι τώρα στη μελέτη και τη διερεύνηση του εμφανιζομένου στην ιστορία ονόματος και μάλιστα δύο φορές, με μεγάλη μεταξύ τους χρονική απόσταση.

Τη δουλειά αυτή θα επιχειρήσουμε να κάνουμε εμείς, εδώ, σήμερα, προσκομίζοντας κάποια στοιχεία που βάζουν σε τάξη τα πράγματα και συσχετίζουν το όνομα με την εδώ και μια δεκαετία προσπάθειά μας να φωτίσουμε τη... μυστηριώδη ταυτότητα των Αρβανιτών Στρατιωτών που έγιναν γνωστοί στην Ιταλία και την Ευρώπη ως Stradioti.


Το πρώτο που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι η οδός Ταγιαπιέρα δεν οφείλει το όνομά της στον ήρωα που ο Τριβώλης εξυμνεί με τους άτεχνους μεν, πολύ σημαντικούς δε στίχους του.

Ο Διονύσιος Ταγιαπιέρας της οδού των Ελληνορώσων, ήταν εξαίρετος γιατρός στη Ζάκυνθο.

Θερμός πατριώτης, από γονείς Έλληνες και ορθόδοξους, είχε φιλοεπαναστατική δράση με την έναρξη της Επανάστασης του '21 και για τον λόγο αυτό φυλακίστηκε από τους Άγγλους.

Η αξία του ως γιατρού ήταν τόσο μεγάλη ώστε ο Κυβερνήτης τον “δανείζεται” από τον πρέσβη της Ρωσία Βούλγαρη. Ο τελευταίος, περνώντας από τη Ζάκυνθο με προορισμό το Ναύπλιο, τον παίρνει μαζί του.

Έτσι, ο Ταγιαπιέρας ο νεώτερος, θα συναντήσει τον Νικόλαο Δραγούμη, τον νεαρό τότε γραμματέα του Κυβερνήτη, έναν από τους πρώτους δέκα δημόσιους υπάλληλους και παππού του Ίωνα Δραγούμη.

Κι αν τον Ιώνα και άλλους της οικογενείας Δραγούμη τους γνωρίζουμε σήμερα και τους αναφέρουμε από δω κι από κει, τον σημαντικότερο όλων, κατά την άποψή μου, αγνοούμε.

Ο πανέξυπνος και ιδιαίτερα καλλιεργημένος αυτός νέος, εκ της Πόλεως ορμώμενος, βρίσκεται από τη Συνέλευση της Τροιζίνας να υπηρετεί στο νεοσύστατο Δημόσιο. Έτσι, γίνεται μάρτυς αλλά και παράγων των γεγονότων της εποχής εκείνης, τα οποία και διασώζει στις αναμνήσεις που δημοσιεύει αργότερα. Εκεί, σ' αυτό το πολύ σημαντικό ιστορικό τεκμήριο οφείλουμε και εμείς τις σχετικές με τον Διονύσιο Ταγιαπιέρα πληροφορίες.

Εύχαρης νέος ο Δραγούμης, με πολύ ενδιαφέρον χιούμορ που δεν τον εγκαταλείπει ακόμα και στην προχωρημένη ηλικία που γράφει τις αναμνήσεις του, μάς δίνει μια πολύ ωραία εικόνα του γιατρού του Καποδίστρια. Μέσα από τις γραμμές του κειμένου του διαφαίνεται αδρά η χαρά και το κέφι που προκαλούσε στον νεαρό Κωνσταντινουπολίτη η εκρηκτική προσωπικότητα του Διονυσίου...


«... Εδανείζετο (ο Κυβερνήτης) δε πάντοτε τον της ρωσικής πρεσβείας Διονύσιον Ταλιαπέτραν ή Ταγιαπιέραν, ον ο πρεσβευτής Βούλγαρης, Κερκυραίος την καταγωγήν, καταβαίνων εις Ελλάδα, παρέλαβεν εκ Ζακύνθου ως άριστον Ασκληπιάδην και αρχαίον εν Παρισίοις συμμαθητήν.

Άξιον δε να μη παραδράμω ανεπισήμαντον τον ιατρόν τούτον, διότι και επιστημονικήν αξίαν και ευφυΐαν ου την τυχούσαν και να σπανίαν διαλεκτικήν είχεν. Ει δε και το επίθετον αυτού δεικνύει ξένην καταγωγήν, είχεν όμως γονείς Έλληνας και ορθοδόξους. Και αυτός δε εθερμαίνετο υπό εξαιρέτου φιλοπατρίας, δι' ο και κατά τα πρώτα έτη της επαναστάσεως εφυλακίσθη υπό του Αρμοστού των Ιονίων νήσων και έπαθεν. Έλεγε δε ότι κατήγετο από τινος Ταγιαπιέρα, ού τινος η μικρά δια στίχων ιστορία ετυπώθη το πρώτον προ τριακοσίων ετών υπό τον εξής τίτλο:


Ιστορία του Ταγιαπιέρα
Που την σήμερον ημέρα,
Σαν αυτόν ουδέν εφάνη
Εις οσ' ορίζουν οι Χριστιάνοι ».

Από την αναφορά αυτή του Ν. Δραγούμη όπως και με την αντίστοιχη του Λεγκράν, πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος γνώριζαν τα σχετικά με τον Ταγιαπιέρα που ο καθείς εκόμιζε στην τότε φιλολογική ζωή. Και ο μεν Λεγκράν προηγείται με τη δημοσίευση στο περιοδικό “Πανδώρα” κατά πέντε έτη, ο Δραγούμης όμως έπεται, με την έκδοση του βιβλίου το 1874. Γράφει δλδ τους στίχους από μνήμης ή από σημειώσεις πάνω στις αφηγήσεις του γιατρού.

Στη συνέχεια δε αναφέρει:

« Κατά την ιστορίαν ταύτην ο επισημότερος των προγόνων του ημετέρου ιατρού ήκμασεν επί της ενετικής πολιτείας ως γενναίος πολεμιστής` αλλ' ήτο Ενετός, Φράγκος ή εκ των Ελλήνων των καλουμένων Στρατιωτών; ( η επισήμανση του Ν. Δραγούμη). Ο ιστοριογράφος σιωπά` επειδή όμως το ανδραγάθημα ό περ διηγείται εγένετο επί Ρωμαίων, Ρωμαίοι δε ονομάζονται έτι και σήμερον οι κατά την Τουρκίαν Γραικοί, ίσως ήτο Έλλην εκ των υπηρετούντων την Ενετίαν.

Κατά την ένορκον βεβαίωσιν του ποιητού, ην όμως δεν θα ήτο άτοπον να εκλάβωμεν ως οιστρηλάτου φαντασίας προϊόν, ο Ταγιαπιέρας εκείνος υπήρξεν ανώτερος πάντων των ηρώων του αρχαίου και νεωτέρου κόσμου.

Μνέγω σας την Παναγία

Χριστιανών την μεσιτεία

Και τον άγιον Νικόλα

Πώνε βοηθός εις όλα

Και Σπυρίδωνα τον Μέγαν

Καθώς ήκουσα και λέγαν

Κάλλιος εεν παρ' Αχιλλέας

Και ανδρειωμένος Αίας

Τι ο Έκτωρ της Τρωάδος

Ή εκείνος ο Ρενάλδος;

Τι Ορλάνδος ακουσμένος

Πούταν ' ξ όλους διαλεμένος;

Και ο νους όλους τρομάσσει

Που να τον εσουσουμιάση.


Και δικαίως κατελάμβανε τον ιστοριογράφον ίλιγγος` διότι τοιούτον ημίθεον, συγκεφαλαιούντα εν εαυτώ Αχιλλέα, Αίαντα, Έκτορα, Ρενάλδον και Ορλάνδον, ουδέ θουκυδίδειος γραφίς ήρκει να εσουσουμιάση. Και αυτή η επισήμανση του Ν. Δ.)

Ο αρχηγός άρα της οικογενείας του ημετέρου Διονυσίου Ταγιαπιέρα, ιατρού του Κυβερνήτου, ήκμαζε περί τας αρχάς της ΙΣΤ' εκατονταετηρίδος, τουτέστιν προ 350 και επέκεινα ετών. Και δεν είχε μεν ο καθ' ημάς την πολεμικήν αρετήν του περιβλέπτου προπάτορος, επροικίσθη όμως υπό μεν της φύσεως δια σπανίας ευφυΐας, υπό δε της τύχης και της επιμελείας δι' επιστημονικής μαθήσεως ου της τυχούσης. Γεννηθείς εν Ζακύνθω περί τα τέλη της παρελθούσης εκατονταετηρίδος, μετέβη εις Παρισίους επί της πρώτης γαλλικής επαναστάσεως, ότε οι Γάλλοι ήρχον της Επτανήσου` και διατρίψας εκεί δεκατέσσαρα έτη εξέμαθε την ιατρικήν, επιδοθείς και εις άλλας μελέτας, ων ένεκα κατέστη πανδαήμων, δια την τεραστίαν προ πάντων μνήμην αυτού. Παρευρεθείς δε εις το αιματηρόν δράμα της επαναστάσεως εξιστόρει μετά πολλής χάριτος και ζωηροτάτων χωμάτων και τα ελαχίστας περιπετείας αυτού. Και ότε ωμίλει περί των υπέρ ελευθερίας και κατά τυράννων δημηγοριών των γενομένων είτε εν υπαίρθω είτε εν τοι κοινείοις (=αίθουσα, λέσχη, τόπος συγκεντρώσεως), ηγάλετο αναπολών τας δημοσίας αγορεύσεις ομεγενούς τινος και φίλου, τούνομα Νάζου, καταγομένου εκ Μυκώνου και λαλούντος ως άλλος αυτόχθων την γαλλικήν. Ο ομογενής ούτος, συνενών την περί το λέγειν ευχέρειαν των Ελλήνων μετά της ευπρεπείας των Γάλλων, έχων δε και το ήθος αρρενωπόν και επιδεικτικόν, επευφημείτο υπό των ακροατών και πριν ή αναβή εις το βήμα. Ενώ δε ανέβαινε πάντες ανέκραζον` “chut! Voila le descendant des Aristide et des Themistocle qui va parler” (= Σιωπή! Εδώ θα μιλήσει ο απόγονος του Αριστείδη και του Θεμιστοκλή!) Και ερρητόρευεν ο απόγονος του Αριστείδου και του Θεμιστοκλέους και εχειροκροτείτο ενθουδιωδώς.

Οσάκις δ' επανελάμβανε το μικρόν τούτο επεισόδιον ο Ταγιαπιέρας, εσπινθηροβόλει ο οφθαλμός αυτού (διότι ήτο ετερόφθαλμος) (=μονόφθαλμος) και οίησις πατριωτική εζωγραφείτο επί του μετώπου αυτού.

Ότε δ' επανελθών εις Ζάκυνθον εξήσκει το ιατρικόν επάγγελμα, τοσούτον ηυδοκίμησεν, ώστε η κοινή εύνοια έτι και σήμερον επιποθεί αυτόν. Αλλά και ο τύραννος της Ηπείρου Αλή πασάς, ακούσας την φήμην αυτού, μετεπέμψατο εις Ιωάννινα. Και υπήκουσε μεν, αλλά ως φιλών εξαιρέτως την διανοητικήν τροφήν, πολύ δεν θα διέμενεν εν τη αυλή του αιμοβόρου εκείνου, ει μη απήντα έτερον σοφόν, τον ιατρόν Ιωάννην Βηλαράν».


Μετά από σύντομη αναφορά στον Βηλαρά και στους στίχους του ο Δραγούμης μας πληροφορεί για τον στιχουργικό καρπό της συνάντησης των δύο γιατρών πάνω από ένα σωρό... τηγανίτες.


«Προς τους άλλοις δε στιχουργήμασι του Βηλαρά, αναγιγνώσκομεν και το επιγραφόμενον “Τηγανίταις του Ταγιαπιέρα” και ιδού διατί` Ο Ταγιαπιέρας είχε προσκαλέσει φίλους τινάς, μεταξύ δε των άλλων και αυτόν, ίνα φιλεύση τηγανίτας` Ταύτας δε ιδών ο Βηλαράς ανεφώνησε περιχαρής`

Ω! τηγανίταις καλοφκιασμένες

Ω! τηγανίταις με το σωρό

Ζαχαρωμέναις και μελωμέναις,

Και με σουσάμι τ' ασπρουδερό.

Φαίνεται δε ότι ο λοφώδης σωρός αυτών δεν ήτο ευάλωτος, και ότι οι δαιτυμόνες απέκαμον επιτιθέμενοι, ως πότε οι Αγγλογάλλοι περί το Μαλακώφ` αλλ' ο Βηλαράς, άλλος Πελισιέ, παρορμά αυτούς ενθουσιών εις νέαν έφοδον. Επειδή όμως εφοβούντο δυσπεψίαν και επεκαλούντο την ιατρικήν αυτού αντίληψιν, ο οπαδός του Ιπποκράτους σπεύσας προσέθετο νέον αφορισμόν εις τους αφορισμούς του διδασκάλου αυτού, τον εξής`

Ο Ιπποκράτης δεν έχει τώρα

Σταις τηγανόταις καθόλου χώρα

Για τηγανίταις αυτός δεν λέγει

Κι' ανίσως είπε, ποιος του το στέργει

Αν είπε βλάβουν με συμπαθάει

Γιατί από τούταις δεν είχε φάει

Για φάτε, φίλοι, και μην τραβιέστε

Πώς θα χωνέψουν μη συλλογιέστε

Αλέθει ο μύλος; ρίξτου ν' αλέση

Κριθάρι, στάρι, ό,τι μπορέσει».

Με τον γιατρό Ταγιαπιέρα δεν συναντήθηκε μόνο ο Βηλαράς αλλά και όλοι οι εν Ναυπλίω κορυφαίοι των λογίων της νέας Ελλάδας. Τους καλούσε στο σπίτι του. Μεταξύ αυτών και οι αδελφοί Σούτσοι. Ο Αλέξανδρος δε του αφιέρωσε και τον “Άσωτον”, τραγωδία, της οποίας πολλά μέρη διόρθωσε μετά από τις συμβουλές του.


Κατά τα πολιτικά ο Διονύσιος Ταγιαπιέρας είχε αρχές φιλελεύθερες όχι όμως και “ακόλαστες ή ιακωβινικές”, όπως διευκρίνιζε ο ίδιος. «Επρέσβευε δε ότι ούτε αι πολιτείαι κυβερνώνται ευστόχως, ούτε η επιστήμη τελειοποιείται, ούτε αρεταί αναπτύσσονται άνευ πνεύματος δημοσίου. Όπου αληθής ελευθερία, έλεγε, εκεί και πνεύμα δημόσιον. Προς απόδειξιν δε εδημοσίευσε και διατριβήν δια του τύπου».


Επίσης αγαπούσε και την ελευθεροτυπία αλλά «γενναίαν, πατριωτικήν, “de bonne foi” (με καλή πίστη)», όπως του άρεσε να λέει. Αποδοκίμαζε δε τόσο τις εφημερίδες όσο και το γενικότερο κλίμα που είχε διαμορφωθεί κατά του Καποδίστρια, τον οποίο θαύμαζε για τη σύνεση και την εμπειρία.

Τον Αύγουστο του 1831, βλέποντας την κακή τροπή των πραγμάτων και τις επερχόμενες ανατροπές ετοιμάστηκε να γυρίσει στη Ζάκυνθο.

«Προσαγορεύων δε το τελευταίον τους οικείους αυτού, “Όπως τρέχετε, είπε, δακρύων, πολύ θα δεν θα περάση και θα τον φονεύσετε, μετ' αυτού δε θα φονεύσετε και την πατρίδα”.

Και επληρώθη το ρηθέν μετά ένα μήνα παρά την πύλην του ναού του Αγίου Σπυρίδωνος», καταλήγει ο Νικόλαος Δραγούμης στην αφήγησή του για τον νεώτερο των δύο διακεκριμένων της οικογενείας Ταγιαπιέρα.



Όσο για τον ένδοξο πρόγονο του γιατρού, πρέπει να συμπεράνουμε ότι σαφώς είναι ένας εκ των διακεκριμένων Στρατιωτών της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, ο οποίος έχοντας το προηγούμενο του Μερκουρίου Μπούα υπόψη του, και την από τον Τζάνε Κορωναίο έμμετρη απόδοση της ιστορίας του, θέλησε κι αυτός να τον μιμηθεί.

Προσέφυγε, λοιπόν, στον Τριβώλη που ήταν επαγγελματίας στιχοπλόκος, χωρίς όμως τούτος να διαθέτει τα εφόδια του Κορωναίου γι' αυτή τη δουλειά. Ούτε του ανάλογου τάλαντου είναι ο Τριβώλης αλλά ούτε και γνώστης είναι της ζωής και των κατορθωμάτων των Στρατιωτών, όπως ήταν ο Κορωναίος.

Άλλωστε, φαίνεται ότι διαθέτει μόνο κάποια στοιχεία για τη δράση του Ταγιαπιέρα σε αντίθεση με τον Κορωναίο, ο οποίος όχι μόνο την ιστορία του Μπούα γνωρίζει αλλά και τη γεωγραφία και την ιστορία της Ιταλικής χερσονήσου κατά την εποχή εκείνη, με όλες τις πολύπλοκες συμμαχίες και ισορροπίες της πολικής των “μεγάλων δυνάμεων” της εποχής.

Παρά ταύτα, “Η ιστορία του Ταγιαπιέρα” παραμένει ένα πολύτιμο μνημείο της ιστορίας των Στρατιωτών, το οποίο φωτίζει με τον τρόπο του την ταυτότητά τους και τη δράση τους.

Και από το τεκμήριο αυτό προκύπτει ότι οι Στρατιώτες ήταν Έλληνες στην υπηρεσία της Βενετίας με εχθρό τους κύριο και σταθερό σε όλους τους αιώνες της δράσης τους, τους Τούρκους.





ΙΣΤΟΡΙΑ

ΤΟΥ

ΤΑΓΙΑΠΙΕΡΑ

Ποῦ τὴν σημερνὴν ἡμέρα
Σὰν αὐτὸν οὐδὲν ἐφάνη,
Εἰς ὅσ’ ὁρίζουν οἱ Χριστιάνοι.

ΠΟΙΗΜΑ

Ἰακώβου τοῦ Τριβώλη

ἐπιμελείᾳ τε καὶ διορθώσει

Αἰμυλίου Λεγρανδίου

«Heroica carmina mando»


ΑΘΗΝΗΣΙΝ

ἐν τῷ γραφείῳ τῆς Πανδώρας.

1869.


ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ

ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΟΥ.


Τὸ ποίημα, ὁ σήμερον ἐκδίδομεν, φιλολογικῆς ἀξίας παντελῶς ἀποστερεῖται. Ἐν τοῖς τριακοσίοις στίχοις οὓς ὁ Τριβώλης ἀφιεροῖ εἰς τὸ νὰ ἐξυμνήσῃ τὰ ἡρωϊκὰ ἀνδραγαθήματα τοῦ κόμητος Ταγιαπιέρα δὲν λάμπει ὁ μικροτέρος ποιητικοῦ πνεύματος σπινθήρ. Δὲν ὑπάρχουσιν ἐν αὐτοῖς μηδὲ λέξις ὑψηλὴ, μηδὲ εἰκὼν χαρίεσσα, μηδὲ ἐπίθετόν τι ἱκανὸν νὰ φανερώσῃ μελοποιοῦ φαντασίαν. Ἐάν τις ἀφανίσῃ τὸ μέτρον τῶν ἐν τούτῳ τῷ ψυχρῷ ποίηματι στίχων, ἐὰν ἀφαιρέσῃ τὴν αὐτῶν ὁμοιοκαταληξίαν, τότε ἀδύνατον ἔσται ἀνεύρειν τὰ, περὶ ὧν ὡμίλησεν ὁ Ὁράτιος, disjecti membra poetæ.

Τούτων οὕτως ἐχόντων, ἴσως θαυμάσεταί τις τὴν ἀνατύπωσιν βιβλιδίου ἀξίου μόνον νὰ μείνῃ αἰωνίως εἰς τὴν βαθυτάτην τῶν βιβλιοθηκῶν λήθην τεθαμμένον.

Ἀλλ’ ὅμως δύο αἴτια ὤθησαν ἡμᾶς εἰς τὸ νὰ δημοσιευσώμεν αὐτό. Πρῶτον μὲν, τὸ ἐν λόγῳ ποίημα εἶνε περιεργότατον μνημεῖον τῆς καθομιλουμένης ἐν τῇ ΙΣΤῃ ἑκατονταετηρίδι Ἑλληνικῆς γλώσσης· ὑπ’ ἔποψιν τῆς γλωσσολογικῆς ὕλης καὶ τῆς συντάξεως πολύτιμα πολλὰ περιέχει τὰ ὁποῖα θέλουσι βεβαίως ἐκτιμήσει οἱ Ἑλληνισταὶ οἱ ἐπιθυμοῦντες νὰ σπουδάσωσι τὴν Ἑλληνικὴν εἰς πάσας τὰς φάσεις ἀκμῆς τε καὶ παρακμῆς ἅς, κατὰ τὸ τρισχιλιετὲς διάστημα ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁμήρου μέχρι τῆς σήμερον διέτρεξε. Δεύτερον δὲ, τὸ ποίημα τοῦ Τριβώλη εἶνε ἓν τῶν πρώτων ὁμοιοκαταλήκτων πονημάτων τῆς νεοελληνικῆς φιλολογίας.

Οὐδεὶς δὲ τῶν Ἑλλήνων, πρὸ τοῦ Ἰακώβου Τριβώλη·, μετεχειρίσθη τὴν ὁμοιοκαταληξίαν, εἴμη ὁ Τζάνες Κορωναῖος ἐν τῇ διὰ στίχων ἐξιστορήσει τῶν κατορθωμάτων τοῦ Ἠπειρωτικοῦ ὁπλαρχηγοῦ, Μερκουρίου Μπούα, ἣν πρὸ δύο ἐτῶν ἐξέδωκεν Ἀθήνῃσιν ὁ ἡμέτερος φίλος Κ. Κωνσταντῖνος Σάθας.

Τίς δὲ ἐγένετο οὗτος ὁ Ταγιαπιέρας, ὃν ὁ Τριβώλης παραβάλλει οὐ μόνον πρὸς τοὺς παλαιοὺς τῆς Ἰλιάδος ἥρωας, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ὑπὸ τῶν Ἰταλῶν μουσοποιῶν ὑμνουμένους, Ὀρλάνδον τε καὶ Ῥενάλδον; Οὐδὲν οἴδαμεν. — Ἀναντιῤῥήτως ὁ Ἐνετὸς Ἀχιλλεὺς ἄξιος ἦτο τῶν ἐπῶν τοιούτου Ὁμήρου!

Μ’ ὅλον τοῦτο, ὁ Ταγιαπιέρας, ὡς ἐξάγεται ἐκ τῶν τοῦ Τριβώλη στίχων, καταγόμενος ἐκ περιφανοῦς οἴκου τῆς Βενετίας, ἔφερε τὸν τίτλον τοῦ Κόμητος, καὶ ἦν ἀνὴρ τῶν τοῦ πολέμου λίαν ἔμπειρος, ἀκάματος δὲ, ἐπίφοβος καὶ ἀδιάλλακτος τῶν τε πειρατῶν καὶ Τούρκων ἐχθρὸς, οὓς ἐδίωκεν εἰς πάντας τοὺς μυχοὺς καὶ γωνίας τῆς Μεσογείου θαλάσσης.

Ἔν τινι χειρογραφῷ σημειώσει ἣν ἐπεσύναψέ τις ἐν τῷ ἀντιτύπῳ τῆς Ἱστορίας τοῦ Ταγιαπιέρα, τῷ ἐν τῇ ἐθνικῇ τῶν Παρισίων βιβλιοθήκῃ τηρουμένῳ, λέγεται ὅτι inter scriptores Venetos reperitur Stephanus Tagliapietra. Ἐν τίνι καιρῷ ὑπῆρξεν ὁ Στέφανος καὶ ἂν ἦν τις τῶν τοῦ ἡμετέρου Ταγιαπιέρα συγγενῶν, ἐντελῶς ἀγνοοῦμεν.

Ἀλλὰ ἂς εἴπωμεν καί τινα περὶ τοῦ συγγραφέως. — Ἰάκωβος ὁ Τριβώλης ἦτο Κερκυραῖος· δὲν ἠξεύρομεν πότε ἐγεννήθη, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι συνέγραψε τὰ ἑαυτοῦ κατὰ τὸ πρῶτον τέταρτον τῆς ΙΣΤῆς ἑκατονταετηρίδος. Ὁ συμπολίτης του Σοφιανὸς, ἀνὴρ, εἰ καί τις ἄλλος, πολυμαθέστατος, ἀποκαλεῖ τὸν Τριβώλην « ἱλαρώτατον καὶ χαριέστατον ποιητὴν, » ὅθεν εἰκάζομεν ὅτι, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ὁ Σοφιανὸς ἐγνώριζεν ἄλλα ποιήματα τοῦ Τριβώλη ἢ τὰ νῦν σωζομένα, ὅπως ἐγκωμίασῃ τόσον λαμπρῶς τοῦτον τὸν βαρβαρόφωνον Πίνδαρον.

Ἐκτὸς δὲ τῆς « Ἱστορίας τοῦ Ταγιαπιέρα », ὁ Τριβώλης ἔγραψε καὶ μυθικόν τι διήγημα, τοῦ ὁποίου τὴν ὑπόθεσιν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ Δεκαημέρου τοῦ Βοκκακίου. Τοῦ πονήματος τούτου ἡ ἐπιγραφὴ οὕτως ἔχει ἐν τῇ κατὰ τὸ 1624 ἔτος, παρὰ Αντωνίῳ τῷ Πινέλλῳ, Ἐνετίῃσι τετυπωμένῃ ἐκδόσει· « Ἱστορία τοῦ Ῥὲ τῆς Σκοτίας μὲ τὴν Ῥίγησα τῆς Ἐγκλητέρας, ὁπόγνε εἰς σὲ καιρὸν ἐκείνας τῆς ἡμέρας. » Ἐτηρήσαμεν δ’ ἀπαραλλακτὸν τὴν τότε ἐν χρήσει ὀρθογραφίαν.

Ἰδοῦ οἱ τελευταῖοι τοῦ ποιήματος τούτου στίχοι:

«Καὶ ὁποῦ θελήσει νὰ εἰδὴ ποῖος ἔναι ὁ γραφέας,
Τριβώλης ὁ Ἰάκωβος, υἱός τῆς καλογραίας·
Εἰς χιλίους πεντακόσιους καὶ ἀρχὴ μὲ τοὺς σαράντα,
Στὴν Βενετία τὴν φουμιστὴν ὁποῦ νὰ στέκῃ πάντα.
Σταῖς κθ΄ τοῦ Ἀπριλλίου, μπαίνοντας τοῦ Μαΐου,
Καὶ ὅλοι νἄχετε χαρὰν ἐκ Πνεύματος ἁγίου.
Καὶ ἔτζι τὸ ἐχάρησα Βητορίου Πετριτίνου,
Τοῦ εὐγενοῦς, καὶ ἐνδόξου, καὶ ἀνδρείου ἐκείνου·
Καθημερνῶς νὰ τὸ κράτῃ, νἄχῃ παρηγορία,
Καὶ μένα νὰ μὲ ἀγαπᾷ μὲ ὅλην τὴν καρδία. »

Ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν δημοσιεύσω νέαν ἔκδοσιν καὶ τοῦ στιχουργήματος τούτου.

Ἐν τῇ ἀνατυπώσει τῆς Ἱστορίας τοῦ Ταγιαπιέρα, δὲν ἐφύλαξα τὴν ἐλεεινὴν τῶν παλαῖων ἀντιτύπων ὀρθογραφίαν, διότι οἱ τότε συντάκται καὶ ἐκδόται ἄνευ ὡρισμένων κανόνων ὀρθογραφίας, καὶ πολλάκις μίαν καὶ τὴν αὐτὴν λέξιν διαφοροτρόπως ἐν τῷ αὐτῷ βιβλίῳ ἔγραφον. Ἐνίοτε τόσον ἀλλοκότως ἔχει ὁ τρόπος τοῦ γράφειν, ὥστε ἀδύνατον ἀποβαίνει τὸ νὰ γιγνώσκῃ τις ἃ ἀναγιγνώσκει.

Ἔγραψα ἐν Παρισίοις, τῇ 5 Ἀλωναρίου 1869.

Émile LEGRAND.


ΙΣΤΟΡΙΑ

ΤΟΥ

ΤΑΓΙΑΠΙΕΡΑ,

Ποῦ τὴν σημερνὴν ἡμέρα,
Σὰν αὐτὸν οὐδὲν ἐφάνη
Εἰς ὅσ’ ὁρίζουν οἱ Χριστιάνοι.




Ὦ Χριστὲ καὶ ποιητή μου,
Ὁπωδῶσες τὴν ζωή μου,
Χάρισαί μου καὶ τὴν χάρι
Νὰ παινέσω τὸ λειοντάρι,
Τὸν εὐγενῆ καὶ ἀνδρειωμένον.
Φρόνιμον καὶ παινεμένον,
Τοῦ κονσέγιου διαλεμένον,
Σοπρακόμιν ἀξιωμένον
Πὤχει τὴν ψυχὴν ὡς πάρδος,
Καὶ τοῦ πρέπει ἕνας στεντάρδος
Ὡς γιὰ τὴν ἀποκοτία
Καὶ τὴν πρόθυμον καρδία,

Πὤχει μέσα στὸ κορμί του
Δὲν στιμάρει τὴν ζωή του.
Οὐδὲ χρήζει αὐτὸς λουμπάρδαις
Τούρκους μὲ ἀνακαράδες.
Δὲν ψηφάει ταὶς σαΐταις,
Σὰν ὁ φούρναρης ταὶς πήτταις,
Ἀλλὰ οὐδὲ τα σκουτάρια,
Μουσουλμάνων τὰ κοντάρια.
Μόνον μέσα ὡς φαλκόνι
Καὶ τοὺς Τούρκους θανατώνει.
Ὅποιον σώσει τὸ σπαθί του
Νὰ τοῦ πέρνῃ τὴν ζωή του.
Ποίος τὸν εἶδε νὰ πολεμῇ
Καὶ νὰ μὴ τὸν ἐπαινῇ;
Μὲ τὸ εὐγενικὸν τὸ ἦθος
Καὶ μὲ τὸ πλατὺ τὸ στῆθος,
Τὸ πρόσωπο τ’ ἀγγελικὸ
Τὸ ἔμορφο, τὸ ρωτικό;
Μνέγω σας τὴν Παναγία,
Χριστιανῶν τὴν μεσιτεία,
Καὶ τὸν ἅγιον Νικόλα,
Πὦνε βοηθὸς εἰς ὅλα·
Καὶ Σπυρίδωνα τὸν μέγαν.
Καθὼς ἤκουσα πὡλέγαν
Κάλλιος ἔν’ παρ’ Ἀχιλλέας
Καὶ ὁ ἀνδρειωμένος Αἴας.
Τί ὁ Ἕκτωρ τῆς Τρωάδος,
Ἢ ἐκεῖνος ὁ Ῥενάλδος;

Τί Ὀρλάνδος ἄκουσμένος,
Ποῦ ’τον ’ξ ὅλους διαλεμένος;
Καῖ ὁ νοῦς μου ὅλος τρομάσει,
Ποῦ νὰ τόνε σοὺσουμιάσῃ.
Γιὰ τὴν σημερνὴν ἡμέρα
Σὰν αὐτὸν τὸν Ταγιαπιέρα
Ποίος μπορεὶ νὰ πολεμήσῃ
Τόσους Τούρκους ν’ ἀφανίσῃ.
Καὶ ὁποῦ ’σαν εὐγαλμένοι
Ξὲ δυὸ κάστρη διαλεμένοι;
Διακόσιους Μουσουλμάνους,
Σὰν ἐκείνους Καραμάνους,
Νὰ τοὺς κόψῃ γιὰ μίαν ὥρα,
Νὰ τοὺς πέψῃ στὴν κακὴ ὥρα.
ἔξω τὴν Ἀρβανιτία,
Κ’ ἦτον ἄνεμος, εὐδία,
Κ’ ἔρχοτον ’κ τὴν Σκλαβουνία
Γιὰ τῆς ἀφεντείας τὴν χρεία,
Βρίσκει ξύλο κουρσεμένο,
Τὸ κατάρτι του παρμένο,
Πῆράν του κ’ ἕνα παιδάκι
Ἐδ’ ἐκεῖ στὸ καβολάκι
Καὶ ῥωτάει τὸν θλιμμένον·
Τίς τὸν ἔχει κουρσευμένον;
Λέγει του ὁ Μόρος ἀσεβὴς[1]

Κ’ εἰς τὴ Δουράτσο νὰ τὸν βρῇς.
Τότε στὸ Δουράτσο πάει
Καὶ γιὰ τὸ παιδὶ ῥωτάει
Καὶ ὡς τὸν εἶδαν ἐκ τὴν χώρα
Ὅλοι εἰς μίο αὐτὴν τὴν ὥρα
Ἄρπαξαν τὰ ἄρματά τους,
Καὶ τὸν Μόρον συντροφιά τους.
Καὶ ἀπὸ τὴν πολλή τους βία,
Τὴν μεγάλην βιγωρία,
Ξυπόλητοι οἱ ὡργισμένοι
Ἐσεβαῖναν οἱ καϋμένοι.
Ὡς καὶ ἕνας Μπαρζακάνος
Μόρος, ποῦ ’τόνε Σουριάνος
Πῆγε μ’ ὅλη του τὴν γνῶσιν
Κατεργάρους ν’ ἀγοράσῃ.
Λέγει ὁ Μόρος· ἂν τοὺς πιάσω
Ὅλους θέλω νὰ τοὺς κρεμάσω,
Ὡς γιατὶ ὁ Μεεμέτης
Γιὰ Χριστιανοὺς μᾶς γράφει ἐδ’ ἔτις,
Εἴ τις σκοτώσει Χριστιανὸν
Τὸν ἔχει φίλον ἐμπιστινόν.
Καὶ ἂν ἑμᾶς σκοτώσουν πάλι
Γινομέσθ’ ἅγιοι μεγάλοι.
Καὶ γιὰ ταῦτο ἂς ἀνδρευθοῦμε
Ἀπάνω τους νὰ βρεθοῦμε
Χωρὶς πόλεμον καὶ σπαθὶ
Ὁ καθείς τους νὰ χαθῇ.
Ἔχω χιλίους πνιμένους

Καὶ μυρίους σκοτωμένους.
Νὰ σᾶς ’πῶ καὶ ἄλλο πάλι
Ὅτι ἡ φούστα ’νε μεγάλη.
Ἔνε εἴκοσι δυὸ παγκῶν
Καὶ τί φοβᾶστε τῶν Φραγκῶν;
Καὶ εἰς μία ὅσοι κι’ ἂν ἦσαν
Ὅλοι ἐσαλαβατίσαν,
Καὶ ἀσηκῶσαν τὰ σαντσάκια,
Καὶ βαροδέσαν τὰ τουμπάκια.
Καὶ φωνάζασι μεγάλα,
Λέγοντας ἐτοῦτα κι’ ἄλλα;
« Καρτερεῖτε δὰ, Φραγκάκια,
Μὲ τὰ κούντουρα βρακάκια. »
Κ’ ἔδραμαν μὲ βιγωρία
Ὡσάν τ’ ἄγρια θηρία.
Καὶ ὁ λέων ὡς τοὺς εἶδε[2]
Μὲ τοὺς ἐδικούς του ἐμίλειε·
— « Ὦ Ῥωμαῖοί μου ἀνδρειωμένοι,
« Τοῦ πολέμου μαθημένοι,
« Σήμερον ἂς ἀνδρευθοῦμε,
« Ὅλοι μας νὰ τιμηθοῦμε,
« Σὰν ἐκάμναν οἱ παλαῖοι
« Ἄνδρες οἱ ὠνομασμένοι,
« Ὁποῦ διὰ τὴν τιμή τους
« Δὲν ψηφοῦσαν τὴν ζωή τους.
« Δίδει μου καὶ ἡ ψυχή μου

«Ὅτι φούστα ’νε δική μου.
« Μόνον μὲ ἀποκοτία
« Νὰ τοὺς δώσωμε γιαμία.
« Πρῶτος εἶμαι ν’ ἀπηδήσω
« Τοὺς μισοὺς νὰ ἀφανίσω.
« Νὰ ἰδῆτε τὸν Ταγιαπιέρα
« Γιὰ τὴν σημερνὴν ἡμέρα
« Πῶς ξεύρει νὰ πολεμίζῃ,
« Καὶ τοὺς Τούρκους ν’ ἀφανίζῃ.
« Μόν’ καὶ σεῖς ὅλοι, ἀδελφοί μου,
« Καὶ συντρόφοι ἐδικοί μου,
« Κάμετε ὡς ἀνδρειωμένοι
« Νὰ βρεθοῦμε κερδεμένοι
« Ὅλοι ἀπὸ μίαν γνώμη,
« Ἀρχινῶντας ἐκ τὸν κόμη. — »
Εἶπαν; « εἰς τὸν ὁρισμό σου
Ν’ ἀποθάνωμεν ὀμπρός σου. »
Τότες ἔδειξε τὶ φεύγει
Κ’ εἰς τὸ πέλαγος ἐδιέβη.
Καὶ ὡς τὸν εἶδαν τὰ Τουρκάκια
Τὶ χαραὶς μὲ τὰ τουμπάκια,
Καὶ, καστὶ καοὺρ, φωνάζαν,
Καὶ ξοπίσω τοῦ χουγιάζαν
Καὶ εἰς μία[3] ’ς αὐτοὺς γυρίζει
Καὶ τὸν πόλεμον ἀρχίζει.
Τίς πορεῖ νὰ ἀριθμήσῃ

Τὸν πόλεμον νὰ μετρήσῃ
Πὤκαμεν ὁ Ταγιαπιέρας
Τὸ ταχὺ ὥς τῆς ἐσπέρας.
Πρῶτον δίδει τὴν λουμπάρδα
Καὶ τῆς πέρνει τὴν μία μπάντα·
Καὶ εἰς μία τὴν βιστιρία
Καὶ τῆς πέρνει τὰ κουπία.
Καὶ οἱ Τούρκοι ὡς παλληκάρια
Ἐμαλώναν μὲ δοξάρια,
Λέγω καὶ μὲ τὰ σκεπέτα
Π’ ἀπερνοῦσαν τὰ ἐλμέτα.
Τότες ὁ λέωντας ἐβρυχίστη
Τοὺς συντρόφους του ὠργίστη·
Λέγει τούς. « Τί καρτερεῖτε;
Τί στέκετε καὶ θωρεῖτε;
Μέσα ὅλοι σὰν λειοντάρια
Νὰ τοὺς πάρω σὰν γομάρια. »
Καὶ εἰς μίο πρῶτος εἰσεβαίνει,
Καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς σκοτώνῃ·
Τὸν ἀδελφὸν τοῦ Μπουταλᾶ
Εἰς μίο τῷ χύσε τὰ μυαλὰ
Καὶ τὸν Μπουταλὰ Ῥαΐζη
Μέσα εἰς δύο τόνε θερίζει.
Εἶδαν τ’ ἄδικο οἱ κουμπάνοι
Ποῦ κατεργοκύρης κάμνει.
Πέρνουν τόσην βιγωρία[4]

Τ’ εἰσεβαίνουν, σὰν θηρία.
Καὶ οἱ Τούρκοι ποῦ ’σαν μέσα
Ὅλοι ἔφριζαν καὶ ’τρομάσα.
Λέγω κείνην τὴν ἡμέρα
Μηδενεὶς ἐκ τὸν Ταγιαπιέρα
Τὶς μπορεῖ νὰ ἀριθμήσῃ
Τὸ αἷμα πὤτρεξεν ὡς βρύσι,
Καὶ τοῦ πολέμου ταὶς σπαθιαὶς
Ποῦ δὲν ἐγίνηκαν ποτές.
Δὲν εἶν’ τούτα μὲ φωτία,
Μὰ χέρια μὲ τὰ σπαθία,
Ποῦ τὸ εἶδεν μὲ τὰ μάτια
Πῶς τοὺς ἔκαμεν κομμάτια.
Κεφαλαὶς, χέρια, καὶ πόδια
Νὰ χωρίζῃ ἐκ τὰ καράδια.
Τότ’ οἱ Τούρκοι ἐτσακιστῆκαν,
Καὶ στὰ ἄρμενα ἐμπῆκαν
Γιὰ νὰ φύγουν οἱ καϋμένοι,
Λαβωμένοι, σκοτωμένοι.
Κ’ ἕνας ἀπὸ τοὺς κουμπάνους
Πά, καὶ κόφτει τους τοὺς μάντους,
Καὶ τὰ ἄρμενα ἐπέσαν
Καὶ τοὺς Τούρκους ἐπλακῶσαν
Κ’ ἐδ’ ἐκεῖ ἐκατέσφαξάν τους
Ὅλους, καὶ θανάτωσάν τους.
Τότες μίο τὴν φούστα δένει,
Κ’ ἐξοπίσω τοῦ τὴν σέρνει.
Καὶ οἱ Τούρκοι πὠκαρτεροῦσαν

Στὸ Δουράτσο, καὶ θωροῦσαν
Πῶς τὸ κάτεργον νὰ πάρουν
Στὸ Δουράτσο νὰ τὸ φέρουν,
Βλέποντας πῶς τὴν ἐπῆρε
Κ’ ἐκ τὴν πρύμνην τὴν ἐσύρε,
Ἄρχισαν τὸ βάϊ βάϊ,
Νἄχουν καὶ τὸ καταλάει.
Γι’ αὐτὸ, ἀφένταις Βενετσιάνοι,
Ποῦ βαστᾶτε τὸ στεφάνι
Κ’ ἦστεν στὴν χριστιανοσύνη,
Ζύγι στὴν δικαιοσύνη,
Ὅλοι σήμερον χαρῆτε,
Τὸν θεὸν εὐχαριστεῖτε,
Πὤχετε τέτοιο λειοντάρι,
Εἰς τὸν κόσμον γία καμάρι.
Ὦ μεγάλη ἡ ἀφεντεία,
Λαμπροτάτη Βενετία,
Δότε του τιμὴν καὶ πλούτη
Γιὰ τὴν νίκην τὴν ἐτούτη.
Π’ αὐτὸς πρέπει ν’ ἀρματώνῃ,
Ποῦ ’σεβαίνει σὰν φαλκόνι,
Καὶ συντρίβει καὶ χαλάει
Τούρκους ’ς ἕνα ’ς ἄλλο πλάϊ[5].
Καπετάνο δὲ βεντούρα[6]
Κάμετέ τον διὰ τὴν ὥρα,
Καὶ νὰ ἰδῆτε τί νὰ κάμῃ

Τοὺς ἐχθροὺς νὰ ἀποθάνῃ.
Καὶ μικροί τε καὶ μεγάλοι
Γιὰ νὰ σᾶς τρομάξουν ὅλοι.
Ν’ ἀφανίσῃ τοὺς κουρσάρους,
Τούρκους καὶ τοὺς Κατελάνους,
Ὁποῦ ὡς μέσα στὸ Κασσώπη
’Χμαλωτίζονται οἱ ἀνθρῶποι.
Θέλεις ἀπὸ Μεσσηνέζους,
Καὶ γαϊδάρους Καλαβρέζους,
Ὡς καὶ ἀπὸ τὴν Χιμάρα
Πᾶσα μέρα τὴν ἀντάρα.
Ἂς ἀφήσωμεν Ἀρτινιώταις,
Στὴν στερῃὰ τοὺς Ἀρβανίταις,
Ἔως τὸ Κοντυλονῆσι
Τίς ν’ ἀκούσῃ νὰ μὴν φρίσσῃ;
Καὶ τινὰς δὲν συντυχαίνει
Εἰς ἐκεῖνα τὸ συμβαίνει.
Ὦ θεόργιστοι Καλαβρέζοι,
Καὶ ἀνταμό σας οἱ Πουλιέζοι,
Ἀμπρουτσάνοι καὶ Ἀσκουλάνοι,
Καὶ γαϊδάροι Μαρκεζάνοι,
Μαζωχθῆτε, προσκυνεῖτε,
Τὸν θεὸν παρακαλεῖτε
Νὰ βοηθάῃ τὸ λειοντάρι
Ποῦ σᾶς ἔκαμε τὴν χάρι
Ποῦ σᾶς ἔγλυσε ἐκ τοῦ Μόρου,
Τοῦ ἀνόμου τοῦ κουρσάρου.
Ὅπου τώρα ἂν εἶχε γλύσει

Ὀξ’ ἐσᾶς δὲν εἶχε ἀφήσει.
Καὶ γυναίκαις καὶ παιδία
Ἔπερνε στὴν Βαρβαρία
Καὶ ὅσοι εἶστεν στὸν Ἀγκῶνα
Ἤφερέ σας στὸν Αὐλῶνα.
Γι’ αὐτὸ ὅλοι μαζωχθῆτε
Καὶ ζωγράφο νὰ εὑρῆκε
Νὰ σᾶς κάμῃ μίαν εἰκόνα
Νὰ τὸ λέτε εἰς τὸν αἰῶνα.
Γράφετε καὶ τ’ ὄνομά του
Καὶ τὰ κατορθώματά του,
Πῶς εἰς χρόνους τοὺς χιλίους
Εἴκοσι πεντακοσίους,
Ἄν ἔλειπε ὁ Ταγιαπιέρας,
Εἶστεν ὅλοι τῆς κακῆς ὥρας,
Εἶστεν ὅλοι ἀποθαμένοι,
Καὶ ὡς σκλάβοι πουλημένοι.
Καὶ ἡμεῖς ἐκ τὴν Κερκύρα
Γιὰ ταὐτὸν τὸν Ταγιαπιέρα
Τὸν θεὸν παρακαλοῦμε·
Σὲ τιμὴν νὰ τὸν ἰδοῦμε
Ὡς ὀρέγετ’ ἀπατός του
Καὶ νὰ σπάσῃ ὁ ἐχθρός του
Νἄχῃ πάντοτε ὑγεία,
Πλοῦτον καὶ εὐημερία.
Νὰ χαρῇ καὶ ν’ ἀφεντέψῃ,
Τοὺς ἐχθρούς του νὰ παιδέψῃ
Καὶ ὁποῦ δὲν τὸν ἐπαινέσει,

Κακὸν θάνατον νὰ δώσῃ.
Καὶ ὁποῦ δὲν τὸν ἀγαπάει,
Φάγουσα[7] νὰ τόνε φάῃ.
Κάμειν ἤθελα καὶ ἄλλα
Ποῦ τοῦ πρέπουσι μεγάλα,
Ἀμὴ ὁ νοῦς ἦν συγχισμένος
Στὴν τοᾶναν ἔνε βαλμένος.
Καὶ καλὸ τὸ γύρισμά του
Νὰ γενῇ στὸ θέλημά του
Μὲ δεκαπέντε συλλαβαίς,
Ποῦ ’νε ἔμορφαις καὶ ἀκριβαίς.
Ἄλλο τίποτε γιὰ τώρα
Δὲν γράφω κατὰ τήν ὥρα.
Ὁ θεὸς νὰ τοῦ δώσῃ χρόνους,
Καὶ χίλιαις χιλιάδες θρόνους·
Νὰ τὸν ’δῶ καὶ προβεδόρο,
Ὡσὰν εἶδα καὶ τὸν Μόρο,
Λέγω τὸν μισὲρ Μπαστία
Πὦνε δὰ στὴν Βενετία.
— Ἀπὸ μένα τὸν Τριβώλη
Ἐγεννήθη ἡ ῥήμα ὅλη,
Κ’ εἰ τινὸς οὐδὲν ἀρέσει,
Ἄλλη ἂς κάμῃ κι’ ἂς παινέσῃ.
Ἔγραψα καὶ τύπωσά το
Κ’ εἰσὲ ῥήμαν ἔβαλά το,
Νὰ τὸ βλέπουν οἱ ἀνδρωμένοι,

Τοῦ πολέμου οἱ μαθημένοι,
Καὶ νὰ τυπαίνουν καὶ αὐτῆνοι.
Οἱ ἀνήξευροι μεσχίνοι,
Εἰς τὸν πόλεμον λειοντάρια
Ἄνδρες τε καὶ παλληκάρια.

(Τὸ ὅλον στίχοι 312.)


  1. ↑ Ἀντὶ της λέξεως « Μόρος » ἡ παρὰ Ἰωάννῃ Βίκτωρι τῷ Σαβιῶνι ἔκδοσις τοῦ 1643, ἣν ἔχομεν ὑπ’ ὄψιν, ἔχει δὶς « μόνος » ὅπερ εἶνε φανερῶς τυπογραφικὸν σφάλμα.

  2. ↑ Leo Tagliapietra, λέγει μία σημείωσις τοῦ ἀντιτύπου τῆς ἐν Παρισίοις ἐθνικῆς βιβλιοθήκης.

  3. ↑ Ἔν τίσιν ἀντιτύποις ἀντὶ « μία » εὑρίσκεται « μίο. »

  4. ↑ Ἔν τίσιν ἐκδόσεσιν ἀντὶ « βιγωρία » ἀναγινώσκεται « βιγορία. » Ἡ λέξις ἐξάγεται ἐκ τῆς λατινικῆς· vigor, oris.

  5. ↑ « Πλάϊ » τοὐτέστι « πλάγιον »

  6. ↑ Ἰταλικαὶ εἰσιν αἱ λέξεις ἐκεῖναι· Capitano di ventura.

  7. ↑ Φάγουσα, ἡ, τοὐτέστι φάγαινα· γαλλιστὶ cancer.

 


Σάββατο 15 Μαΐου 2021

Εξήντα παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες στην Κέρκυρα το 1541

Η μετοικεσία Αρβανιτών Στρατιωτών με τις οικογένειές τους από το Ναύπλιο και την Μονεμβασία- Ζώρζης Σχηματάρης

Το κάστρο της Κέρκυρας το 1573



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμή


Η λήξη του Γ΄ ΒενετοΤουρκικού Πολέμου- οι συνέπειές της για τους υπερασπιστές Ναυπλίου και Μονεμβασίας.

Ο Γ' ΒενετοΤουρκικός Πόλεμος ξεκίνησε με την πολιορκία της Κέρκυρας (1537) και τέλειωσε με την πολιορκία του Ναυπλίου το 1540. Στους όρους της ειρήνης περιλαμβάνονταν α) η παράδοση των δύο πόλεων -και της Μονεμβασίας- στους Τούρκους β) η απόσυρση της φρουράς τους και κυρίως των Αρβανιτών Στρατιωτών, οι οποίοι ήταν εκεί εγκατεστημένοι από τον 14ο αιώνα και επί των Δεσποτών του Μορέα, Καντακουζινών και Παλαιολόγων.

Μερικούς μήνες μετά την παράδοση των πόλεων, το Συμβούλιο των Δέκα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου ρυθμίζει τις τύχες των γενναίων αυτών ανδρών προνοιάζοντάς τους σε διάφορα στρατηγικά σημεία του Κράτους της Θάλασσαςi. Άλλους τους στέλνει στην Κύπρο, άλλους στην Κρήτη και τα Επτάνησα. Εξήντα απ' αυτούς στην Κέρκυρα.

Λίγο πρωτύτερα, είχαν λαχταρίσει αρκετά, γιατί το αρχικό σχέδιο ήταν να εγκατασταθούν στα προκεχωρημένα Κύθηρα, αλλά μετά από την κινητοποίησή τους και την επιστολή του μητροπολίτη Μονεμβασίας Μητροφάνη στη Σινιορία, τους αναγνωρίστηκε ότι έπρεπε να εγκατασταθούν σε λιγότερο επικίνδυνα σημεία, αφού και γενναία είχαν πολεμήσει και τις περιουσίες τους είχαν χάσει. Κάμποσοι δε απ' αυτούς ήταν πολυτραυματίες και ανάπηροι.

Ειδικά οι Ναυπλιώτες είχαν υποβάλλει στις 20 Ιουλίου 1540 αναφορά στον Γενικό Καπετάνιο της Θάλασσας Θωμά Μοκενίκο, όπου, μεταξύ των επτά άρθρων περιλαμβάνονται και τα εξής:

α) η παραχώρηση καταλλήλων οικημάτων για την εγκατάστασή τους

β) η παραχώρηση γαιών για καλλιέργεια ανάλογα με την κοινωνική θέση του καθενός

γ) η ασφαλής μεταφορά, με ειδική γαλέρα και με τη συνοδεία ιερέων, των οστών των προγόνων τους όπως και των ιερών σκευών και εικόνων.

Ο Θωμάς Μοκενίκος εγγράφως αποδέχτηκε όλους τους όρους, εκτός από τα περί παραχωρήσεως γαιών που έπρεπε να αποφασίσει η κυβέρνηση της Δημοκρατίας.


Η εγκατάσταση στην Κέρκυρα

Η κυβέρνηση πράγματι αποφάσισε και διέταξε τον βάιλο της Κέρκυρας Στέφανο Τιέπολο για τις ζωοτροφές, την εγκατάστασή τους και την παραχώρηση γαιών άμα τη αφίξει τους το καλοκαίρι του 1541.

Οι εξήντα οικογένειες (κατ' άλλους 63) ορίστηκε να εγκατασταθούν στη θέση νοτιοανατολικά της πόλης όπου και πήρε το όνομα Στρατιά ή Αναπλιτοχώρι και έτσι αναφέρεται έκτοτε στα διάφορα συμβολαιογραφικά έγγραφαii. Για καλλιέργεια τους παραχωρήθηκε μια έκταση στην Κασσιώπη, 3.200 στρεμμάτων, η οποία είχε περιέλθει στο δημόσιο μετά την πολιορκία του 1537, το σκλάβωμα και τον εξανδραποδισμό 20.000 κατοίκων του νησιού που επακολούθησε την αποτυχημένη εκείνη προσπάθεια του Σουλεϊμάν.

Οι Κερκυραίοι, όσοι είχαν απομείνει από εκείνη την τρομερή καταστροφή, δέχτηκαν τους Στρατιώτες με ικανοποίηση και ανακούφιση γιατί η φήμη τους είχε προηγηθεί. Τα πήγαν γενικά καλά μαζί τους παρά το ότι οι Στρατιώτες ήταν “κλειστή” κοινωνική ομάδα κι έκαναν φιλίες μόνο μεταξύ τους και με τους συμπολεμιστές τους των άλλων νησιών. Μεταξύ τους γίνονταν και οι γάμοι, που όμως πρόκοψαν και έδωσαν πολλούς απογόνους. Οι φάρες του εξαπλώθηκαν σε όλο το νησί και παρέμειναν όλους τους επόμενους αιώνες τα ονόματά τους, κάμποσα εκείνων δε συναντούμε ως τα σήμερα.

Εκτός αυτού, οι Στρατιώτες παρεκτρέποντο μερικές φορές και έκαναν ζημιές, με τα άλογα τους, σε καλλιέργειες γειτόνων τους. Σοβαρότερη είναι μια διαφορά που προέκυψε από σφετερισμό γαιών στην Κασσιώπια από τους νέους καλλιεργητές. Όλες διευθετήθηκαν είτε με την ανάθεση των υποθέσεων στους καπετάνιους τους είτε με την διαιτησία της Σινιορίαςiii.


Η Στρατιά και ο διοργανισμός της

Οι εξήντα Στρατιώτες της Κέρκυρας συγκροτούσαν τη Στρατιά και έφεραν τη σημαία τους με έναν σημαιοφόρο. Διαιρούνταν σε τέσσερα μαχητικά τμήματα-λόχους, από 15 ιππείς ο καθένας. Κάθε λόχος είχε τον λοχαγο-καπετάνιο του, που λεγόταν και λουογκοτενέντε. Επίσης ο κάθε λόχος είχε σαλπιγκτή και τυμπανιστή. Ο γενικός διοικητής της Στρατιάς λεγόταν Γκουβερναδόρος διοριζόταν από την κυβέρνηση και υπαγόταν στον Προβλεπτή που έπρεπε να είναι πάντα Βενετός και όχι άλλος Ευρωπαίος γιατί δεν ήξεραν εκείνοι τα χούγια τους. Ο Γκουβερναδόρος ήταν ισόβαθμος των “ταγματαρχών της γραμμής” (maggiori di Linea)

Κατανέμονταν στα τέσσερα τμήματα που ήταν χωρισμένο το νησί και είχαν αποστολή να το φυλάνε. Σε κάθε διαμέρισμα υπήρχαν επιλεγμένοι κάτοικοι -“εφεδρικοί”όπως λέμε εμείς σήμερα, cernidi λέγονταν τότε- οργανωμένοι σε τμήματα, επικεφαλής των οποίων τίθονταν οι Στρατιώτες και φρόντιζαν για την εκγύμναση και την οργάνωσή τους, τις βάρδιες και τις σκοπιές, ημερήσιες και νυχτερινές.

Η ανανέωση των γραμμών γινόταν από τους δικούς τους απογόνους μετά από έγκριση της κυβέρνησης. Ποτέ όμως δεν δέχτηκαν, ούτε και η Σινιορία τους χάλασε το χατήρι, στις γραμμές τους ντόπιους κατοίκους. Όταν δε οι τελευταίοι ζήτησαν από τη Αυθεντία το δικαίωμα να συγκροτήσουν δικό τους σώμα με πρότυπο τη Στρατιά, η κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα.

Λέγεται από τους ερευνητές του 19ου αιώνα ότι αυτοί απετέλεσαν “στρατιωτική αριστοκρατία” και “κάστα”. Δεν νομίζω ότι ήταν τίποτα διαφορετικό από μια ελληνική στρατιωτική κοινότητα, αυτοκέφαλη και αυτοδιοικούμενη. Δεν ήταν “αριστοκρατία” γιατί τέτοια υπήρχε ήδη και ήταν άλλη. Την συγκροτούσαν τόσο οι Βενετοί όσο και οι άρχοντες της “Χρυσής Βίβλου”. Οι Στρατιώτες ήταν λαός, μάτωνε και δούλευε για να ζήσει και να προκόψει.

Δεν ήταν ούτε “κάστα” γιατί αυτό σημαίνει κάποια προνόμια και κάποια αυστηρά προκαθορισμένη αναπαραγωγή και ανανέωση. Κάστα θα ήταν αν όλοι οι άρρενες γίνονταν αυτοδικαίως μαχητές των λόχων. Ξέρουμε όμως ότι από τις δεκάδες κι εκατοντάδες παιδιά που γεννιόνταν, μόνο λίγα τοποθετούνταν στους λόχους. Από την άλλη μεριά αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι μη στρατολογηθέντες δεν ήξεραν την τέχνη του πολέμου ή δεν συνέχιζαν, όταν χρειαζόταν, τη στρατιωτική παράδοση. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να θεωρήσουμε ότι τα παιδιά που δεν εντάσσονταν στους λόχους της Κέρκυρας, επεδίωκαν να διακριθούν σε άλλες φρουρές της Δημοκρατίας και έτσι εξηγείται η διασπορά των οικογενειακών ονομάτων σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο και ίσως ακόμα πολύ μακρύτεραiv.


Μερικά εντυπωσιακά στοιχεία της παρουσίας των Στρατιωτών

Στη μακρά θητεία των Στρατιωτών στην Κέρκυρα, η οποία κράτησε μέχρι την διάλυση της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου από τον Ναπολέοντα το 1799, καταγράφονται μερικά πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας τους.

Ένα απ' αυτά είναι οι ιππικοί αγώνες και το άλλο ήταν “του Λεβέντη”.

Οι ιππικοί αγώνες ήταν δύο ειδών. Τζούστρες και ρέντες τις λέει ο Τζάνε Κορωναίος, στο έπος του για τον Μερκούριου Μούα που μεγάλωσε στο Ναύπλιο αλλά διακρίθηκε στην Ιταλία ήδη από το τέλος του 15ου αιώνα και ανακηρύχθηκε ιππότης του Αγίου Μάρκου με πολλές κολαΐνες (χρυσές καδένες, σύμβολα της ευαρέσκειας του δόγη).

Τζιούστρες ή γκιόστρες ήταν οι διαδορατισμοί. Κάτι σαν κι αυτούς που βλέπουμε στις ταινίες. Δύο ιππείς αντιμέτωποι καλπάζουν εναντίον αλλήλων και διαδορατίζονται με σκοπό να πέσει ο ένας από το άλογο και να αναδειχτεί νικητής ο άλλος.

Σε μια τέτοια γκιόστρα το 1599, στις 28 Φεβρουαρίου, ο φρούραρχος DA Viterbo-Meo, αστόχαστα κομπάζων και κομπορρημονών, αναμετρήθηκε με τον ευπατρίδη Λουκάνη και τον καπετάνιο των Στρατιωτών Νικόλαο Σκλήρη. Με τον Λουκάνη, μια φορά βγήκαν ισόπαλοι και δυο φορές ηττήθηκε. Με τον Σκλήρη όμως τραυματίστηκε καίρια και μετά από λίγες μέρες πέθανε.

Στα 1685 καταγράφεται διαφορετικό ιππικό αγώνισμα. Μάλλον αυτό θα ήταν η ρέντα.

Μια ημέρα των αποκριών, ανάμεσα στις δυο Κυριακές, στην Πλατεία οδό, οι ιππείς έτρεχαν με τα ανεμόποδα και υψαύχενα άλογά τους προκειμένου να διαπεράσουν με το δόρυ τους και να αφαιρέσουν ένα κρεμασμένο δακτυλίδι. Πλήθη λαού μαζί με όλη την αριστοκρατία παρακολουθούσε το αγώνισμα με τις κυρίες να σείουν τα μαντήλια τους. Ο νικητής παρελάμβανε το έπαθλο από τον βάιλο του νησιού, ο οποίος παρακολουθούσε τους αγώνες, μαζί με τις υπόλοιπες αρχές, από τον ευρύχωρο εξώστη του μεγάλου Ρίκκη.

Αλλιώτικο αρκετά πρέπει να ήταν το άλλο έθιμο “του Λεβέντη”.

Στη συνοικία της Στρατιάς, στα ωραία πανηγύρια των Στρατιωτών, της Αναλήψεως, του Σωτήρος, της Παναγίας της Κασσιωπαίας, του Αγίου Γεωργίου, συνηθίζετο οι Στρατιώτες να εισέρχονται πανηγυρικά και μεγαλοπρεπώς στην πόλη, χωρίς τα άλογά τους, τραγουδώντας ένα τραγούδι- ύμνο, “του Λεβέντη”, όπως επικράτησε να λέγετε.

Θα πρέπει να ήταν πολύ εντυπωσιακή αυτή η άλλου είδους στρατιωτική παρέλαση, όπου οι Στρατιώτες ρυθμίζοντας το βήμα τους σύμφωνα με το σκοπό, αλλά ταυτόχρονα με χάρη και αμέλια, τραγουδούσαν:


- Διαβάτες που διαβαίνετε

Στρατιώτες που περνάτε

Μην ίδατε το υιόκα μου

τον Γιάννη το παιδί μου;


- Κι ανίσως και τον ίδαμε

κι ανίσως τον ιδούμε,

Πούθε να τον γνωρίσουμε,

για πες μας τα σημάδια!


- Ήταν ψηλός ήταν λιγνός,

ήταν και μαυρομάτης,

Είχε τα μάτια σαν ελιές

τα φρύδια σαν γαϊτάνι.


- Εχθές προχθές τον ίδαμε

στον κάμπο ξαπλωμένον,

Μαύρα πουλιά τον τρώγαν,

κι άσπρα τον τρογυρίζαν,

Κι ένα πουλί, κακό πουλί

δεν ήθελε να φάγη.


- Φάτε πουλιά μου, φάτε με

φάτε χορτάστεμέ τε,

Φάτε πουλιά τα νειάτα μου

φάτε την ανδρειά μου,

Κι αφήστε μου την γλώσσα μου

και το δεξί μου χέρι,

Να κάμει τρία γράμματα

και τρία μυρολόγια,

Το ένα να πάη στη μάνα μου,

τ' άλλο στην αδελφή μου,

Το τρίτο το φαρμακερό

να πάη στην ποθητή μου,

Να το διαβάζη η μάνα μου

να κλαίη η αδελφή μου

Να το διαβάζη η αδελφή

να κλαίη η ποθητή μου,

Να το διαβάζη τη ποθητή,

να κλαίη ο κόσμος όλος.


Σώθηκαν μερικοί στίχοι απ' αυτό το τόσο σπάνιο τραγούδι, άλλοι μέσα σε μεταγενέστερα δημοτικά τραγούδια άλλοι μέσα σε κάποιες μνημειακές συλλογές όπως του Φωριέλ, του Πασσώβιου, του Μανούσου και του Ζαμπέλιου. Όχι όμως σε αυτή του την μορφή. Νομίζω ότι θα ήταν δόκιμο να επιχειρηθεί η επαναμελοποίησή του στο σκοπό του “Βλαχοθανάση” που είναι ανάλογου νοήματος τραγούδι και περιέχει τους δυο πρώτους χαρακτηριστικούς στίχους. Ίσως είναι ο μακρινός δημοτικός απόγονός εκείνου του ύμνου που τραγουδιόταν ως τον 19ο αιώνα από όλο το λαό.


Ο γενναίος Ζώρζης Σχηματάρης

Στους Παράξενους φτωχούς Στρατιώτες, είχαμε παρουσιάσει ένα έγγραφο, δημοσιευμένο από τον Σάθα, με ημερομηνία 4 Ιουνίου 1541, το οποίο, ρύθμιζε τη σχέση μιας ομάδας Στρατιωτών με τη Δημοκρατία. Εκεί αναφέρονταν πολλοί με το όνομα Μπαρμπάτης, ένας δε εξ αυτών, ο Λέκκας (Αλέξανδρος), σημειώνεται ότι ήταν αδελφός του δόμινου (ιππότου) Αυγουστίνου Μπαρμπάτη. Δεν προσδιορίζεται όμως ακριβώς που εκείνοι οι Στρατιώτες προνοιάζονται. Τότε είχαμε επισημάνει ότι αυτό θα προκύψει αν εντοπιστούν σε καταλόγους κάποια απ' αυτά. Πράγματι, οι σημαντικότεροι, από πλευράς πλήθους και αναγνωσιμότητας, οι Μπαρμπαταίοι, εντοπίζονται σε καταλόγους που καταρτίζονται από διάφορους ερευνητές στην Κέρκυρα. Αν και οι κατάλογοι αυτοί δεν είναι πλήρεις και δεν καταγράφονται και οι 60 Στρατιώτες του Ναυπλίου και της Μονεμβασιάς, μπορούμε να θεωρήσουμε με αρκετή ασφάλεια ότι και ο Ζώρζης Σχηματάρης εγκαταστάθηκε τελικά στην Κέρκυρα, μαζί με τους συμπολεμιστές του και ήταν ένας απ' αυτούς που τραγουδούσαν τον “Λεβέντη” παρελαύνοντας, κατά τον τρόπο των παράξενων Στρατιωτών, στη πόλη της Κέρκυρας.

Μένει να διερευνηθεί ιστορικά, αν ο απέκτησε απογόνους κι αν αυτοί συναντήθηκαν με τους πρόσφυγες Σουλιώτες, όταν εκείνοι κατέφυγαν στο νησί. Γιατί είναι σίγουρο ότι οι δύο διαφορετικών διαδρομών Αρβανίτες Στρατιώτες συναντήθηκαν...


Σημειώσεις:

i Έχουμε γράψει τόσο στους Παράξενους φτωχούς Στρατιώτες (εκδ. Αλφειός), όσο και σε άλλα κείμενά μας ότι ο θεσμός της Πρόνοιας ήταν πανάρχαιος. Ωστόσο, άκμασε και χρησιμοποιήθηκε πολύ στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ οι “διάδοχοί της”, τον αξιοποίησαν επίσης ευρύτατα, με πρώτους τους Βενετούς.

ii Παρόμοιος είναι και ο τρόπος προνοιασμού των Στρατιωτών στην Κύπρο, όπου και εκεί αναφέρεται οικισμός “Αναπλιτοχώρι” βλέπε Παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες.

iii Προστριβές παρατηρήθηκαν και στην Κύπρο. Λύθηκαν κι εκεί από τους καπεταναίους τους αφού η Σινιορία αναγνώρισε ότι μόνο εκείνοι μπορούν να τους δικάζουν.

iv Οικογένεια Λουκίσσα έχουμε και στη Βοιωτία και στην Κύπρο. Ρένεση, Μάνεση, Ροντάκη επίσης στην Κύπρο και αλλού. Ένας Μπαρμπάτης είναι ήρωας της ταινίας L' oro και ένας εκ των δύο που επιβιώνουν και φτάνουν στις ακτές του Ειρηνικού. Πρέπει να το δεχτούμε ως θρύλο έχοντα βάση αφού πλήθος Στρατιωτών υπηρέτησε υπό τις Ισπανικές σημαίες εκείνη ακριβώς την εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων.

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Βενετία, 4 Οκτωβρίου 1511: Αναφορά των Στρατιωτών προς τον γαληνότατον ηγεμόνα και τους εκλαμπροτάτους Αυθέντας.

Βενετία, Άγιος Γεώργιος των Ελλήνων



Τη 4 Οκτωβρίου 1511 οι εν Ενετία Στρατιώται υπέβαλον εις το συμβούλιον των Δέκα αναφοράν, ήτις αυθημερόν εγένετο δεκτή, και ακυρωθέντων των κατά της ελληνικής εκκλησίας παλαιών δογμάτων, επετράπη εις το ελληνικόν γένος να θεμελίωση την επ’ ονόματι του πάτρωνος και οδηγού των Στρατιωτών αγίου Γεωργίου μέχρις του νυν διατηρουμένην ελληνικήν εκκλησίαν. Το πολύτιμον τού
το έγγραφον, το οποίον αναιδής αγνωμοσύνη διά λόγους αγνώστους μοι, παρέδωκεν εις λήθην, έχει ως εξής νυν πρώτον εξελληνιζόμενον. 

«Αναφορά των Στρατιωτών προς τον γαληνότατον ηγεμόνα και τους εκλαμπροτάτους Αυθέντας.

»Έκαστος πιστός χριστιανός χρεωστεί να προτιμά παντός άλλου την αγίαν θρησκείαν, θεραπεύων ταύτην πάση δυνάμει και επιμελεία ως αρχήν και θεμέλιον πάσης πράξεως και οδηγόν προς το ποθητόν τέλος της μακαριότητας. αλλ’ ημείς ελθόντες εις την χώραν ταύτην ως πολεμισταί και υπερασπισταί του ενδόξου υμών κράτους, και αγαγόντες οι πλείους τας γυναίκας και τέκνα, με την πρόθεσιν να ζήσωμεν μεθ’ ημών και αποθάνωμεν υπό την σκιάν των Υ. εξ. στερούμεθα εκκλησίας, ένθα συνερχόμενοι να προσφέρωμεν την οφειλομένην λατρίαν (latria) εις τον ημέτερον δεσπότην θεόν, και ακούωμεν την θείαν λειτουργίαν ελληνικώ τω τρόπω (more greco), καθότι η υφ’ υμών χορηγηθείσα εις το ημέτερον έθνος επί τοιούτω σκοπώ καπέλλα του αγίου Βλασίου είνε τόσον στενή και ανεπαρκής εις περιοχήν του πολυαρίθμου ημών γένους, ώστε ούτε εντός, ούτε έκτος δυνάμεθα να σταθώμεν. συγχρόνως δ’ εις τον σημειωθέντα τόπον αναμιγνύονται διάφορα γένη, γλώσσαι, φωναί και ιερουργίαι ελληνικαί και λατινικαί, επιφέρουσαι σύγχυσιν υπερβαίνουσαν την της Βαβυλωνίας, όταν ο κατά του αντάρτου Νεμρώδ παρωργισμένος Θεός συνέχυσε το ανθρώπινον γένος διά της διαιρέσεως των γλωσσών. όθεν ούτε οι λατίνοι εννοούσιν ημάς, ούτε αυτούς ημείς, μάλιστα ούτε εκείνοι ούτε ημείς συνεννοούμεθα προς αλλήλους. αν δ’ επιτρέπηται, δυνάμεθα να προσθέσωμεν ότι ούτε αυτός ο δεσπότης ημών θεός εννοεί τας δεήσεις ούτε ημών ούτε εκείνων, διά την επικρατούσαν σύγχυσιν και ανακάτωσιν.
»Στερούμενοι μάλιστα χώρου εις ταφήν των νεκρών, ως έχουσιν άπασαι αι εκκλησίαι, βλέπομεν τα οστά ημών αναμιγνυόμενα προς τα κόκκαλα των γαλεωτών, αχθοφόρων και παντός άλλου αχρείου ανθρώπου, εν τοιαύτη δε περιπτώσει θα επροτιμώμεν να μένωμεν άταφοι. οι ημέτεροι νεκροί, χωννόμενοι άνευ τάφων επί της κοινής οδού και του αγρού, μετ’ ολίγας ημέρας εκβάλλονται και ρίπτονται εις την θάλασσαν. Τούτο δε πράττει ο εφημέριος διά να ελευθέρωση τον τόπον εις ταφήν άλλων, διότι πτωχότατος ων εκ του εισοδήματος των ταφών ζη.
Αλλ’ ό,τι ο εφημέριος θεωρεί εύλογον, ημείς θεωρούμεν απαίσιον και σκληρότα τον, όταν δε σημάνη η τελευταία ημέρα της κρίσεως, μετά πολλής δυσκολίας θα ζητηθώσιν οι ιχθύς της θαλάσσης ιν’ αποδώσωσι τα ημέτερα κατακερματισμένα μέλη και οστά εις αναγέννησιν των σωμάτων.
»Όθεν πιεζόμενοι υπό τοσούτων οχληρών κακών, εν ελλείψει πάσης άλλης καταφυγής, προσφεύγομεν εις τας Υ. εξ. και επειδή γινώσκομεν ότι είσθε χριστιανικώτατοι, ευλαβέστατοι και εκλαμπρότατοι, σας ικετεύομεν ταπεινώς και γονυκλιτεί ίνα επινεύσητε και μας χορηγηθή η άδεια προς αγοράν δι’ ιδίας ημών δάπανης γηπέδου εν τη πόλει ταύτη, όπως επ’ αυτού οικοδομήσωμεν εκκλησίαν εις δόξαν του Θεού και επ’ ονόματι του ημετέρου συμμάχου και οδηγού αυθέντου αγίου Γεωργίου, ούτω δε με την βοήθειαν του Θεού και με την χάριν του ειρημένου Αγίου ζωογονούμενοι εκθέσωμεν την ημετέραν ζωήν υπέρ της υπηρεσίας, τιμής και ωφελείας των ημετέρων αυθεντειών, και τούτο ουχί διότι και νυν αισθανόμεθα ανανδρίαν, μικροψυχίαν, ή και ολίγην πίστιν και αγάπην προς υμάς, αλλά διότι θα μας χορηγήσητε βεβαίαν ταφήν και δεν θα επαναληφθή το
προσημειωθέν άτοπον.
»Τούτο ζητούμεν ως ειδικήν χάριν, βέβαιοι ότι θα την επιτύχωμεν, ως έντιμον και ιεράν, και μάλιστα διά ν’ αποδειχθή ότι δεν μας θεωρείτε χειρότερους και ολιγώτερον εκτιμάτε από τους αιρετικούς Αρμενίους και τους απίστους Ιουδαίους, οι οποίοι τόσον εδώ ως και εις τας άλλας χώρας ένθα κυβερνάτε, έχουσι συναγωγάς και 
τσαμία, λατρεύοντες κατά την συνήθειάν των τον υπ’ αυτών κακώς γινωσκόμενον θεόν. πιστεύομεν μάλιστα, ότι αι Υ. αυθεντείαι μας θεωρούσιν αληθείς και καθολικούς χριστιανούς, και ως τοιούτους θα μας ικανοποιήσητε χορηγούντες την αιτουμένην ιερωτάτην χάριν, άλλως θα μάθωμεν διά πραγμάτων ότι εννοείτε να
μας μεταχειρισθήτε χειρότερον των Τούρκων και Σαρακηνών, οι οποίοι καλώς με ταχειριζόμενοι τους υπηκόους αυτών χριστιανούς, τοις επιτρέπουσι και εκκλησίας και δημοσίας τελετάς. Αλλ’ ημείς, οι πιστότατοι υμών υπηρέται, αδυνατούντες να φαντασθώμεν ότι θ’ απορριφθή η ημετέρα αίτησις, ελπίζομεν εξ εναντίας ότι θ’απολαύσωμεν την χάριν πλατείαν και υπερτέραν των ημετέρων προσδοκιών.»
Επί της αναφοράς ταύτης εγράφη και η έξης απόφασις του Συμβουλίου των Δέκα. «Αμέσως ελήφθη η επομένη απόφασις. Τη ισχύι του Συμβουλίου τούτου χορηγείται εις τους αναφερομένους ό,τι ταπεινώς ανωτέρω ζητούσι, μη λαμβανομένης υπ’ όψει της υπό του αυτού Συμβουλίου περί του αυτού θέματος εκδοθείσης αποφάσεως τη 28 μαρτίου 1470, υπό τον όρον όμως ίνα ο αγορασθησόμενος υπ’ αυτών τόπος αρέση εις το ημέτερον κράτος και τους Αρχηγούς του Συμβουλίου τούτου, διό και υποχρεούνται να σημειώσωσι και δηλώσωσι προηγουμένους αυτόν.»

(Κ. Σάθας, Έλληνες στρατιώτες εν τη Δύσει, σελ. 234-237)

Σχόλιο του ΓΣ από το βιβλίο Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2014, σελ 120: 

Και εδώ, όπως και στις άλλες προρρηθείσες περιπτώσεις, οι Στρατιώτες διαπραγματεύονται στα ίσα και χωρίς συμπλέγματα κατωτερότητας. Εκθέτουν την κατάσταση και τεκμηριώνουν «το άτοπον» των δύο προβλημάτων τους: (α) δεν έχουν «τόπο» λατρείας για να λατρέψουν τον Θεό τους κατά τον δικό τους τρόπο. (β) δεν έχουν «τόπο» να θάψουν τους νεκρούς τους. Στην πρώτη περίπτωση, η λειτουργία γίνεται μέσα σε άλλον ναό, παπικό, και επικρατεί χάος. Το πατρογονικό αυτοσαρκαστικό χιούμορ δεν τους εγκαταλείπει και λέγουν: «αν δ’ επιτρέπηται, δυνάμεθα να προσθέσωμεν ότι ούτε αυτός ο δεσπότης ημών θεός εννοείτας δεήσεις ούτε ημών ούτε εκείνων»!
Και στο δεύτερο πρόβλημά τους χρησιμοποιούν το αυτοσαρκαστικό τούτο όπλο, για να ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα: «Όταν δε σημάνη η τελευταία ημέρα της κρίσεως, μετά πολλής δυσκολίας θα ζητηθώσιν οι ιχθύς της θαλάσσης αποδώσωσι τα ημέτερα κατακερματισμένα μέλη και οστά εις αναγέννησιν των σωμάτων». Για να καταλάβουμε το μέγεθος των εν λόγω ανθρώπων, αρκεί να βάλουμε στη θέση τους τον εαυτό μας και να σκεφτούμε αν ποτέ στη Νέα Υόρκη θα απευθύναμε έγγραφο αίτημα στον Μπους με παρόμοιους αστεϊσμούς.
Αν και κάνουν λίγη πλάκα, κατά τα άλλα είναι πολύ προσεκτικοί. Και τη δέουσα τιμή αποδίδουν και τις αποστάσεις ασφαλείας κρατάνε. Με τούτα και με τα άλλα, εφέλκουν τη Γερουσία στην εξής ενέδρα: Αν δεν μας δώσετε εκείνο που είναι εύλογο και δίκαιο, (α) θα είσαστε χειρότεροι από τους Τούρκους και τους Σαρακηνούς, διότι εκείνοι επιτρέπουν τη λατρεία κατά τον ορθόδοξο τρόπο, και (β) θα μας βάλετε σε χειρότερη μοίρα απ’ ό,τι έχετε τους Αρμένιους και τους Εβραίους.
Δεδομένων των υπηρεσιών που έχουν προσφέρει στη Γαληνοτάτη, αλλά και της τζοροσύνης που τους διακρίνει –ήδη οι Βενετσιάνοι έχουν πάρει γεύση–, η ενέδρα που τους στήσανε ισοδυναμεί με ρουά ματ! Η Γερουσία, φυσικά, το αντιλαμβάνεται και ανακρούει πρύμναν! Αυθημερόν!