Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εθνική ταυτότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εθνική ταυτότητα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

Ποιος είναι ο Ταγιαπιέρας;

 


Από τον Στρατιώτη της Βενετίας στον γιατρό του Καποδίστρια



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



Το όνομα “Ταγιαπιέρας”, σήμερα, το έχουν ακούσει οι παρεπιδημούντες στην ομώνυμη οδό, κάπου εκεί στους Ελληνορώσους, οι ταξιτζήδες φυσικά, και μερικοί φιλόλογοι που μελετάνε τις διάφορες εκφάνσεις της ελληνικής γλώσσας. Σ' αυτούς τους φιλόλογους φαίνεται ότι οφείλεται και η ανάρτηση του κάτωθι ποιήματος στην Βικιθήκη.

Φιλολογικοί είναι και οι λόγοι που ωθούν τον Αιμίλιο Λεγκράν, εκ Παρισίων, να δημοσιεύσει τους στίχους του Κερκυραίου στιχοπλόκου Ιωάννη Τριβώλη. Στίχους που κατά τα λοιπά θεωρεί χυδαίους και στους “στολίζει” ανάλογα για την έλλειψη οποιασδήποτε ποιητικής αξίας.

Οι ιστορικοί, όπως φαίνεται από την αφάνεια σχετικών ιστορικών αναφορών, δεν εμπλέκονται, μέχρι τώρα στη μελέτη και τη διερεύνηση του εμφανιζομένου στην ιστορία ονόματος και μάλιστα δύο φορές, με μεγάλη μεταξύ τους χρονική απόσταση.

Τη δουλειά αυτή θα επιχειρήσουμε να κάνουμε εμείς, εδώ, σήμερα, προσκομίζοντας κάποια στοιχεία που βάζουν σε τάξη τα πράγματα και συσχετίζουν το όνομα με την εδώ και μια δεκαετία προσπάθειά μας να φωτίσουμε τη... μυστηριώδη ταυτότητα των Αρβανιτών Στρατιωτών που έγιναν γνωστοί στην Ιταλία και την Ευρώπη ως Stradioti.


Το πρώτο που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι η οδός Ταγιαπιέρα δεν οφείλει το όνομά της στον ήρωα που ο Τριβώλης εξυμνεί με τους άτεχνους μεν, πολύ σημαντικούς δε στίχους του.

Ο Διονύσιος Ταγιαπιέρας της οδού των Ελληνορώσων, ήταν εξαίρετος γιατρός στη Ζάκυνθο.

Θερμός πατριώτης, από γονείς Έλληνες και ορθόδοξους, είχε φιλοεπαναστατική δράση με την έναρξη της Επανάστασης του '21 και για τον λόγο αυτό φυλακίστηκε από τους Άγγλους.

Η αξία του ως γιατρού ήταν τόσο μεγάλη ώστε ο Κυβερνήτης τον “δανείζεται” από τον πρέσβη της Ρωσία Βούλγαρη. Ο τελευταίος, περνώντας από τη Ζάκυνθο με προορισμό το Ναύπλιο, τον παίρνει μαζί του.

Έτσι, ο Ταγιαπιέρας ο νεώτερος, θα συναντήσει τον Νικόλαο Δραγούμη, τον νεαρό τότε γραμματέα του Κυβερνήτη, έναν από τους πρώτους δέκα δημόσιους υπάλληλους και παππού του Ίωνα Δραγούμη.

Κι αν τον Ιώνα και άλλους της οικογενείας Δραγούμη τους γνωρίζουμε σήμερα και τους αναφέρουμε από δω κι από κει, τον σημαντικότερο όλων, κατά την άποψή μου, αγνοούμε.

Ο πανέξυπνος και ιδιαίτερα καλλιεργημένος αυτός νέος, εκ της Πόλεως ορμώμενος, βρίσκεται από τη Συνέλευση της Τροιζίνας να υπηρετεί στο νεοσύστατο Δημόσιο. Έτσι, γίνεται μάρτυς αλλά και παράγων των γεγονότων της εποχής εκείνης, τα οποία και διασώζει στις αναμνήσεις που δημοσιεύει αργότερα. Εκεί, σ' αυτό το πολύ σημαντικό ιστορικό τεκμήριο οφείλουμε και εμείς τις σχετικές με τον Διονύσιο Ταγιαπιέρα πληροφορίες.

Εύχαρης νέος ο Δραγούμης, με πολύ ενδιαφέρον χιούμορ που δεν τον εγκαταλείπει ακόμα και στην προχωρημένη ηλικία που γράφει τις αναμνήσεις του, μάς δίνει μια πολύ ωραία εικόνα του γιατρού του Καποδίστρια. Μέσα από τις γραμμές του κειμένου του διαφαίνεται αδρά η χαρά και το κέφι που προκαλούσε στον νεαρό Κωνσταντινουπολίτη η εκρηκτική προσωπικότητα του Διονυσίου...


«... Εδανείζετο (ο Κυβερνήτης) δε πάντοτε τον της ρωσικής πρεσβείας Διονύσιον Ταλιαπέτραν ή Ταγιαπιέραν, ον ο πρεσβευτής Βούλγαρης, Κερκυραίος την καταγωγήν, καταβαίνων εις Ελλάδα, παρέλαβεν εκ Ζακύνθου ως άριστον Ασκληπιάδην και αρχαίον εν Παρισίοις συμμαθητήν.

Άξιον δε να μη παραδράμω ανεπισήμαντον τον ιατρόν τούτον, διότι και επιστημονικήν αξίαν και ευφυΐαν ου την τυχούσαν και να σπανίαν διαλεκτικήν είχεν. Ει δε και το επίθετον αυτού δεικνύει ξένην καταγωγήν, είχεν όμως γονείς Έλληνας και ορθοδόξους. Και αυτός δε εθερμαίνετο υπό εξαιρέτου φιλοπατρίας, δι' ο και κατά τα πρώτα έτη της επαναστάσεως εφυλακίσθη υπό του Αρμοστού των Ιονίων νήσων και έπαθεν. Έλεγε δε ότι κατήγετο από τινος Ταγιαπιέρα, ού τινος η μικρά δια στίχων ιστορία ετυπώθη το πρώτον προ τριακοσίων ετών υπό τον εξής τίτλο:


Ιστορία του Ταγιαπιέρα
Που την σήμερον ημέρα,
Σαν αυτόν ουδέν εφάνη
Εις οσ' ορίζουν οι Χριστιάνοι ».

Από την αναφορά αυτή του Ν. Δραγούμη όπως και με την αντίστοιχη του Λεγκράν, πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος γνώριζαν τα σχετικά με τον Ταγιαπιέρα που ο καθείς εκόμιζε στην τότε φιλολογική ζωή. Και ο μεν Λεγκράν προηγείται με τη δημοσίευση στο περιοδικό “Πανδώρα” κατά πέντε έτη, ο Δραγούμης όμως έπεται, με την έκδοση του βιβλίου το 1874. Γράφει δλδ τους στίχους από μνήμης ή από σημειώσεις πάνω στις αφηγήσεις του γιατρού.

Στη συνέχεια δε αναφέρει:

« Κατά την ιστορίαν ταύτην ο επισημότερος των προγόνων του ημετέρου ιατρού ήκμασεν επί της ενετικής πολιτείας ως γενναίος πολεμιστής` αλλ' ήτο Ενετός, Φράγκος ή εκ των Ελλήνων των καλουμένων Στρατιωτών; ( η επισήμανση του Ν. Δραγούμη). Ο ιστοριογράφος σιωπά` επειδή όμως το ανδραγάθημα ό περ διηγείται εγένετο επί Ρωμαίων, Ρωμαίοι δε ονομάζονται έτι και σήμερον οι κατά την Τουρκίαν Γραικοί, ίσως ήτο Έλλην εκ των υπηρετούντων την Ενετίαν.

Κατά την ένορκον βεβαίωσιν του ποιητού, ην όμως δεν θα ήτο άτοπον να εκλάβωμεν ως οιστρηλάτου φαντασίας προϊόν, ο Ταγιαπιέρας εκείνος υπήρξεν ανώτερος πάντων των ηρώων του αρχαίου και νεωτέρου κόσμου.

Μνέγω σας την Παναγία

Χριστιανών την μεσιτεία

Και τον άγιον Νικόλα

Πώνε βοηθός εις όλα

Και Σπυρίδωνα τον Μέγαν

Καθώς ήκουσα και λέγαν

Κάλλιος εεν παρ' Αχιλλέας

Και ανδρειωμένος Αίας

Τι ο Έκτωρ της Τρωάδος

Ή εκείνος ο Ρενάλδος;

Τι Ορλάνδος ακουσμένος

Πούταν ' ξ όλους διαλεμένος;

Και ο νους όλους τρομάσσει

Που να τον εσουσουμιάση.


Και δικαίως κατελάμβανε τον ιστοριογράφον ίλιγγος` διότι τοιούτον ημίθεον, συγκεφαλαιούντα εν εαυτώ Αχιλλέα, Αίαντα, Έκτορα, Ρενάλδον και Ορλάνδον, ουδέ θουκυδίδειος γραφίς ήρκει να εσουσουμιάση. Και αυτή η επισήμανση του Ν. Δ.)

Ο αρχηγός άρα της οικογενείας του ημετέρου Διονυσίου Ταγιαπιέρα, ιατρού του Κυβερνήτου, ήκμαζε περί τας αρχάς της ΙΣΤ' εκατονταετηρίδος, τουτέστιν προ 350 και επέκεινα ετών. Και δεν είχε μεν ο καθ' ημάς την πολεμικήν αρετήν του περιβλέπτου προπάτορος, επροικίσθη όμως υπό μεν της φύσεως δια σπανίας ευφυΐας, υπό δε της τύχης και της επιμελείας δι' επιστημονικής μαθήσεως ου της τυχούσης. Γεννηθείς εν Ζακύνθω περί τα τέλη της παρελθούσης εκατονταετηρίδος, μετέβη εις Παρισίους επί της πρώτης γαλλικής επαναστάσεως, ότε οι Γάλλοι ήρχον της Επτανήσου` και διατρίψας εκεί δεκατέσσαρα έτη εξέμαθε την ιατρικήν, επιδοθείς και εις άλλας μελέτας, ων ένεκα κατέστη πανδαήμων, δια την τεραστίαν προ πάντων μνήμην αυτού. Παρευρεθείς δε εις το αιματηρόν δράμα της επαναστάσεως εξιστόρει μετά πολλής χάριτος και ζωηροτάτων χωμάτων και τα ελαχίστας περιπετείας αυτού. Και ότε ωμίλει περί των υπέρ ελευθερίας και κατά τυράννων δημηγοριών των γενομένων είτε εν υπαίρθω είτε εν τοι κοινείοις (=αίθουσα, λέσχη, τόπος συγκεντρώσεως), ηγάλετο αναπολών τας δημοσίας αγορεύσεις ομεγενούς τινος και φίλου, τούνομα Νάζου, καταγομένου εκ Μυκώνου και λαλούντος ως άλλος αυτόχθων την γαλλικήν. Ο ομογενής ούτος, συνενών την περί το λέγειν ευχέρειαν των Ελλήνων μετά της ευπρεπείας των Γάλλων, έχων δε και το ήθος αρρενωπόν και επιδεικτικόν, επευφημείτο υπό των ακροατών και πριν ή αναβή εις το βήμα. Ενώ δε ανέβαινε πάντες ανέκραζον` “chut! Voila le descendant des Aristide et des Themistocle qui va parler” (= Σιωπή! Εδώ θα μιλήσει ο απόγονος του Αριστείδη και του Θεμιστοκλή!) Και ερρητόρευεν ο απόγονος του Αριστείδου και του Θεμιστοκλέους και εχειροκροτείτο ενθουδιωδώς.

Οσάκις δ' επανελάμβανε το μικρόν τούτο επεισόδιον ο Ταγιαπιέρας, εσπινθηροβόλει ο οφθαλμός αυτού (διότι ήτο ετερόφθαλμος) (=μονόφθαλμος) και οίησις πατριωτική εζωγραφείτο επί του μετώπου αυτού.

Ότε δ' επανελθών εις Ζάκυνθον εξήσκει το ιατρικόν επάγγελμα, τοσούτον ηυδοκίμησεν, ώστε η κοινή εύνοια έτι και σήμερον επιποθεί αυτόν. Αλλά και ο τύραννος της Ηπείρου Αλή πασάς, ακούσας την φήμην αυτού, μετεπέμψατο εις Ιωάννινα. Και υπήκουσε μεν, αλλά ως φιλών εξαιρέτως την διανοητικήν τροφήν, πολύ δεν θα διέμενεν εν τη αυλή του αιμοβόρου εκείνου, ει μη απήντα έτερον σοφόν, τον ιατρόν Ιωάννην Βηλαράν».


Μετά από σύντομη αναφορά στον Βηλαρά και στους στίχους του ο Δραγούμης μας πληροφορεί για τον στιχουργικό καρπό της συνάντησης των δύο γιατρών πάνω από ένα σωρό... τηγανίτες.


«Προς τους άλλοις δε στιχουργήμασι του Βηλαρά, αναγιγνώσκομεν και το επιγραφόμενον “Τηγανίταις του Ταγιαπιέρα” και ιδού διατί` Ο Ταγιαπιέρας είχε προσκαλέσει φίλους τινάς, μεταξύ δε των άλλων και αυτόν, ίνα φιλεύση τηγανίτας` Ταύτας δε ιδών ο Βηλαράς ανεφώνησε περιχαρής`

Ω! τηγανίταις καλοφκιασμένες

Ω! τηγανίταις με το σωρό

Ζαχαρωμέναις και μελωμέναις,

Και με σουσάμι τ' ασπρουδερό.

Φαίνεται δε ότι ο λοφώδης σωρός αυτών δεν ήτο ευάλωτος, και ότι οι δαιτυμόνες απέκαμον επιτιθέμενοι, ως πότε οι Αγγλογάλλοι περί το Μαλακώφ` αλλ' ο Βηλαράς, άλλος Πελισιέ, παρορμά αυτούς ενθουσιών εις νέαν έφοδον. Επειδή όμως εφοβούντο δυσπεψίαν και επεκαλούντο την ιατρικήν αυτού αντίληψιν, ο οπαδός του Ιπποκράτους σπεύσας προσέθετο νέον αφορισμόν εις τους αφορισμούς του διδασκάλου αυτού, τον εξής`

Ο Ιπποκράτης δεν έχει τώρα

Σταις τηγανόταις καθόλου χώρα

Για τηγανίταις αυτός δεν λέγει

Κι' ανίσως είπε, ποιος του το στέργει

Αν είπε βλάβουν με συμπαθάει

Γιατί από τούταις δεν είχε φάει

Για φάτε, φίλοι, και μην τραβιέστε

Πώς θα χωνέψουν μη συλλογιέστε

Αλέθει ο μύλος; ρίξτου ν' αλέση

Κριθάρι, στάρι, ό,τι μπορέσει».

Με τον γιατρό Ταγιαπιέρα δεν συναντήθηκε μόνο ο Βηλαράς αλλά και όλοι οι εν Ναυπλίω κορυφαίοι των λογίων της νέας Ελλάδας. Τους καλούσε στο σπίτι του. Μεταξύ αυτών και οι αδελφοί Σούτσοι. Ο Αλέξανδρος δε του αφιέρωσε και τον “Άσωτον”, τραγωδία, της οποίας πολλά μέρη διόρθωσε μετά από τις συμβουλές του.


Κατά τα πολιτικά ο Διονύσιος Ταγιαπιέρας είχε αρχές φιλελεύθερες όχι όμως και “ακόλαστες ή ιακωβινικές”, όπως διευκρίνιζε ο ίδιος. «Επρέσβευε δε ότι ούτε αι πολιτείαι κυβερνώνται ευστόχως, ούτε η επιστήμη τελειοποιείται, ούτε αρεταί αναπτύσσονται άνευ πνεύματος δημοσίου. Όπου αληθής ελευθερία, έλεγε, εκεί και πνεύμα δημόσιον. Προς απόδειξιν δε εδημοσίευσε και διατριβήν δια του τύπου».


Επίσης αγαπούσε και την ελευθεροτυπία αλλά «γενναίαν, πατριωτικήν, “de bonne foi” (με καλή πίστη)», όπως του άρεσε να λέει. Αποδοκίμαζε δε τόσο τις εφημερίδες όσο και το γενικότερο κλίμα που είχε διαμορφωθεί κατά του Καποδίστρια, τον οποίο θαύμαζε για τη σύνεση και την εμπειρία.

Τον Αύγουστο του 1831, βλέποντας την κακή τροπή των πραγμάτων και τις επερχόμενες ανατροπές ετοιμάστηκε να γυρίσει στη Ζάκυνθο.

«Προσαγορεύων δε το τελευταίον τους οικείους αυτού, “Όπως τρέχετε, είπε, δακρύων, πολύ θα δεν θα περάση και θα τον φονεύσετε, μετ' αυτού δε θα φονεύσετε και την πατρίδα”.

Και επληρώθη το ρηθέν μετά ένα μήνα παρά την πύλην του ναού του Αγίου Σπυρίδωνος», καταλήγει ο Νικόλαος Δραγούμης στην αφήγησή του για τον νεώτερο των δύο διακεκριμένων της οικογενείας Ταγιαπιέρα.



Όσο για τον ένδοξο πρόγονο του γιατρού, πρέπει να συμπεράνουμε ότι σαφώς είναι ένας εκ των διακεκριμένων Στρατιωτών της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, ο οποίος έχοντας το προηγούμενο του Μερκουρίου Μπούα υπόψη του, και την από τον Τζάνε Κορωναίο έμμετρη απόδοση της ιστορίας του, θέλησε κι αυτός να τον μιμηθεί.

Προσέφυγε, λοιπόν, στον Τριβώλη που ήταν επαγγελματίας στιχοπλόκος, χωρίς όμως τούτος να διαθέτει τα εφόδια του Κορωναίου γι' αυτή τη δουλειά. Ούτε του ανάλογου τάλαντου είναι ο Τριβώλης αλλά ούτε και γνώστης είναι της ζωής και των κατορθωμάτων των Στρατιωτών, όπως ήταν ο Κορωναίος.

Άλλωστε, φαίνεται ότι διαθέτει μόνο κάποια στοιχεία για τη δράση του Ταγιαπιέρα σε αντίθεση με τον Κορωναίο, ο οποίος όχι μόνο την ιστορία του Μπούα γνωρίζει αλλά και τη γεωγραφία και την ιστορία της Ιταλικής χερσονήσου κατά την εποχή εκείνη, με όλες τις πολύπλοκες συμμαχίες και ισορροπίες της πολικής των “μεγάλων δυνάμεων” της εποχής.

Παρά ταύτα, “Η ιστορία του Ταγιαπιέρα” παραμένει ένα πολύτιμο μνημείο της ιστορίας των Στρατιωτών, το οποίο φωτίζει με τον τρόπο του την ταυτότητά τους και τη δράση τους.

Και από το τεκμήριο αυτό προκύπτει ότι οι Στρατιώτες ήταν Έλληνες στην υπηρεσία της Βενετίας με εχθρό τους κύριο και σταθερό σε όλους τους αιώνες της δράσης τους, τους Τούρκους.





ΙΣΤΟΡΙΑ

ΤΟΥ

ΤΑΓΙΑΠΙΕΡΑ

Ποῦ τὴν σημερνὴν ἡμέρα
Σὰν αὐτὸν οὐδὲν ἐφάνη,
Εἰς ὅσ’ ὁρίζουν οἱ Χριστιάνοι.

ΠΟΙΗΜΑ

Ἰακώβου τοῦ Τριβώλη

ἐπιμελείᾳ τε καὶ διορθώσει

Αἰμυλίου Λεγρανδίου

«Heroica carmina mando»


ΑΘΗΝΗΣΙΝ

ἐν τῷ γραφείῳ τῆς Πανδώρας.

1869.


ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ

ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΟΥ.


Τὸ ποίημα, ὁ σήμερον ἐκδίδομεν, φιλολογικῆς ἀξίας παντελῶς ἀποστερεῖται. Ἐν τοῖς τριακοσίοις στίχοις οὓς ὁ Τριβώλης ἀφιεροῖ εἰς τὸ νὰ ἐξυμνήσῃ τὰ ἡρωϊκὰ ἀνδραγαθήματα τοῦ κόμητος Ταγιαπιέρα δὲν λάμπει ὁ μικροτέρος ποιητικοῦ πνεύματος σπινθήρ. Δὲν ὑπάρχουσιν ἐν αὐτοῖς μηδὲ λέξις ὑψηλὴ, μηδὲ εἰκὼν χαρίεσσα, μηδὲ ἐπίθετόν τι ἱκανὸν νὰ φανερώσῃ μελοποιοῦ φαντασίαν. Ἐάν τις ἀφανίσῃ τὸ μέτρον τῶν ἐν τούτῳ τῷ ψυχρῷ ποίηματι στίχων, ἐὰν ἀφαιρέσῃ τὴν αὐτῶν ὁμοιοκαταληξίαν, τότε ἀδύνατον ἔσται ἀνεύρειν τὰ, περὶ ὧν ὡμίλησεν ὁ Ὁράτιος, disjecti membra poetæ.

Τούτων οὕτως ἐχόντων, ἴσως θαυμάσεταί τις τὴν ἀνατύπωσιν βιβλιδίου ἀξίου μόνον νὰ μείνῃ αἰωνίως εἰς τὴν βαθυτάτην τῶν βιβλιοθηκῶν λήθην τεθαμμένον.

Ἀλλ’ ὅμως δύο αἴτια ὤθησαν ἡμᾶς εἰς τὸ νὰ δημοσιευσώμεν αὐτό. Πρῶτον μὲν, τὸ ἐν λόγῳ ποίημα εἶνε περιεργότατον μνημεῖον τῆς καθομιλουμένης ἐν τῇ ΙΣΤῃ ἑκατονταετηρίδι Ἑλληνικῆς γλώσσης· ὑπ’ ἔποψιν τῆς γλωσσολογικῆς ὕλης καὶ τῆς συντάξεως πολύτιμα πολλὰ περιέχει τὰ ὁποῖα θέλουσι βεβαίως ἐκτιμήσει οἱ Ἑλληνισταὶ οἱ ἐπιθυμοῦντες νὰ σπουδάσωσι τὴν Ἑλληνικὴν εἰς πάσας τὰς φάσεις ἀκμῆς τε καὶ παρακμῆς ἅς, κατὰ τὸ τρισχιλιετὲς διάστημα ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁμήρου μέχρι τῆς σήμερον διέτρεξε. Δεύτερον δὲ, τὸ ποίημα τοῦ Τριβώλη εἶνε ἓν τῶν πρώτων ὁμοιοκαταλήκτων πονημάτων τῆς νεοελληνικῆς φιλολογίας.

Οὐδεὶς δὲ τῶν Ἑλλήνων, πρὸ τοῦ Ἰακώβου Τριβώλη·, μετεχειρίσθη τὴν ὁμοιοκαταληξίαν, εἴμη ὁ Τζάνες Κορωναῖος ἐν τῇ διὰ στίχων ἐξιστορήσει τῶν κατορθωμάτων τοῦ Ἠπειρωτικοῦ ὁπλαρχηγοῦ, Μερκουρίου Μπούα, ἣν πρὸ δύο ἐτῶν ἐξέδωκεν Ἀθήνῃσιν ὁ ἡμέτερος φίλος Κ. Κωνσταντῖνος Σάθας.

Τίς δὲ ἐγένετο οὗτος ὁ Ταγιαπιέρας, ὃν ὁ Τριβώλης παραβάλλει οὐ μόνον πρὸς τοὺς παλαιοὺς τῆς Ἰλιάδος ἥρωας, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ὑπὸ τῶν Ἰταλῶν μουσοποιῶν ὑμνουμένους, Ὀρλάνδον τε καὶ Ῥενάλδον; Οὐδὲν οἴδαμεν. — Ἀναντιῤῥήτως ὁ Ἐνετὸς Ἀχιλλεὺς ἄξιος ἦτο τῶν ἐπῶν τοιούτου Ὁμήρου!

Μ’ ὅλον τοῦτο, ὁ Ταγιαπιέρας, ὡς ἐξάγεται ἐκ τῶν τοῦ Τριβώλη στίχων, καταγόμενος ἐκ περιφανοῦς οἴκου τῆς Βενετίας, ἔφερε τὸν τίτλον τοῦ Κόμητος, καὶ ἦν ἀνὴρ τῶν τοῦ πολέμου λίαν ἔμπειρος, ἀκάματος δὲ, ἐπίφοβος καὶ ἀδιάλλακτος τῶν τε πειρατῶν καὶ Τούρκων ἐχθρὸς, οὓς ἐδίωκεν εἰς πάντας τοὺς μυχοὺς καὶ γωνίας τῆς Μεσογείου θαλάσσης.

Ἔν τινι χειρογραφῷ σημειώσει ἣν ἐπεσύναψέ τις ἐν τῷ ἀντιτύπῳ τῆς Ἱστορίας τοῦ Ταγιαπιέρα, τῷ ἐν τῇ ἐθνικῇ τῶν Παρισίων βιβλιοθήκῃ τηρουμένῳ, λέγεται ὅτι inter scriptores Venetos reperitur Stephanus Tagliapietra. Ἐν τίνι καιρῷ ὑπῆρξεν ὁ Στέφανος καὶ ἂν ἦν τις τῶν τοῦ ἡμετέρου Ταγιαπιέρα συγγενῶν, ἐντελῶς ἀγνοοῦμεν.

Ἀλλὰ ἂς εἴπωμεν καί τινα περὶ τοῦ συγγραφέως. — Ἰάκωβος ὁ Τριβώλης ἦτο Κερκυραῖος· δὲν ἠξεύρομεν πότε ἐγεννήθη, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι συνέγραψε τὰ ἑαυτοῦ κατὰ τὸ πρῶτον τέταρτον τῆς ΙΣΤῆς ἑκατονταετηρίδος. Ὁ συμπολίτης του Σοφιανὸς, ἀνὴρ, εἰ καί τις ἄλλος, πολυμαθέστατος, ἀποκαλεῖ τὸν Τριβώλην « ἱλαρώτατον καὶ χαριέστατον ποιητὴν, » ὅθεν εἰκάζομεν ὅτι, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ὁ Σοφιανὸς ἐγνώριζεν ἄλλα ποιήματα τοῦ Τριβώλη ἢ τὰ νῦν σωζομένα, ὅπως ἐγκωμίασῃ τόσον λαμπρῶς τοῦτον τὸν βαρβαρόφωνον Πίνδαρον.

Ἐκτὸς δὲ τῆς « Ἱστορίας τοῦ Ταγιαπιέρα », ὁ Τριβώλης ἔγραψε καὶ μυθικόν τι διήγημα, τοῦ ὁποίου τὴν ὑπόθεσιν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ Δεκαημέρου τοῦ Βοκκακίου. Τοῦ πονήματος τούτου ἡ ἐπιγραφὴ οὕτως ἔχει ἐν τῇ κατὰ τὸ 1624 ἔτος, παρὰ Αντωνίῳ τῷ Πινέλλῳ, Ἐνετίῃσι τετυπωμένῃ ἐκδόσει· « Ἱστορία τοῦ Ῥὲ τῆς Σκοτίας μὲ τὴν Ῥίγησα τῆς Ἐγκλητέρας, ὁπόγνε εἰς σὲ καιρὸν ἐκείνας τῆς ἡμέρας. » Ἐτηρήσαμεν δ’ ἀπαραλλακτὸν τὴν τότε ἐν χρήσει ὀρθογραφίαν.

Ἰδοῦ οἱ τελευταῖοι τοῦ ποιήματος τούτου στίχοι:

«Καὶ ὁποῦ θελήσει νὰ εἰδὴ ποῖος ἔναι ὁ γραφέας,
Τριβώλης ὁ Ἰάκωβος, υἱός τῆς καλογραίας·
Εἰς χιλίους πεντακόσιους καὶ ἀρχὴ μὲ τοὺς σαράντα,
Στὴν Βενετία τὴν φουμιστὴν ὁποῦ νὰ στέκῃ πάντα.
Σταῖς κθ΄ τοῦ Ἀπριλλίου, μπαίνοντας τοῦ Μαΐου,
Καὶ ὅλοι νἄχετε χαρὰν ἐκ Πνεύματος ἁγίου.
Καὶ ἔτζι τὸ ἐχάρησα Βητορίου Πετριτίνου,
Τοῦ εὐγενοῦς, καὶ ἐνδόξου, καὶ ἀνδρείου ἐκείνου·
Καθημερνῶς νὰ τὸ κράτῃ, νἄχῃ παρηγορία,
Καὶ μένα νὰ μὲ ἀγαπᾷ μὲ ὅλην τὴν καρδία. »

Ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν δημοσιεύσω νέαν ἔκδοσιν καὶ τοῦ στιχουργήματος τούτου.

Ἐν τῇ ἀνατυπώσει τῆς Ἱστορίας τοῦ Ταγιαπιέρα, δὲν ἐφύλαξα τὴν ἐλεεινὴν τῶν παλαῖων ἀντιτύπων ὀρθογραφίαν, διότι οἱ τότε συντάκται καὶ ἐκδόται ἄνευ ὡρισμένων κανόνων ὀρθογραφίας, καὶ πολλάκις μίαν καὶ τὴν αὐτὴν λέξιν διαφοροτρόπως ἐν τῷ αὐτῷ βιβλίῳ ἔγραφον. Ἐνίοτε τόσον ἀλλοκότως ἔχει ὁ τρόπος τοῦ γράφειν, ὥστε ἀδύνατον ἀποβαίνει τὸ νὰ γιγνώσκῃ τις ἃ ἀναγιγνώσκει.

Ἔγραψα ἐν Παρισίοις, τῇ 5 Ἀλωναρίου 1869.

Émile LEGRAND.


ΙΣΤΟΡΙΑ

ΤΟΥ

ΤΑΓΙΑΠΙΕΡΑ,

Ποῦ τὴν σημερνὴν ἡμέρα,
Σὰν αὐτὸν οὐδὲν ἐφάνη
Εἰς ὅσ’ ὁρίζουν οἱ Χριστιάνοι.




Ὦ Χριστὲ καὶ ποιητή μου,
Ὁπωδῶσες τὴν ζωή μου,
Χάρισαί μου καὶ τὴν χάρι
Νὰ παινέσω τὸ λειοντάρι,
Τὸν εὐγενῆ καὶ ἀνδρειωμένον.
Φρόνιμον καὶ παινεμένον,
Τοῦ κονσέγιου διαλεμένον,
Σοπρακόμιν ἀξιωμένον
Πὤχει τὴν ψυχὴν ὡς πάρδος,
Καὶ τοῦ πρέπει ἕνας στεντάρδος
Ὡς γιὰ τὴν ἀποκοτία
Καὶ τὴν πρόθυμον καρδία,

Πὤχει μέσα στὸ κορμί του
Δὲν στιμάρει τὴν ζωή του.
Οὐδὲ χρήζει αὐτὸς λουμπάρδαις
Τούρκους μὲ ἀνακαράδες.
Δὲν ψηφάει ταὶς σαΐταις,
Σὰν ὁ φούρναρης ταὶς πήτταις,
Ἀλλὰ οὐδὲ τα σκουτάρια,
Μουσουλμάνων τὰ κοντάρια.
Μόνον μέσα ὡς φαλκόνι
Καὶ τοὺς Τούρκους θανατώνει.
Ὅποιον σώσει τὸ σπαθί του
Νὰ τοῦ πέρνῃ τὴν ζωή του.
Ποίος τὸν εἶδε νὰ πολεμῇ
Καὶ νὰ μὴ τὸν ἐπαινῇ;
Μὲ τὸ εὐγενικὸν τὸ ἦθος
Καὶ μὲ τὸ πλατὺ τὸ στῆθος,
Τὸ πρόσωπο τ’ ἀγγελικὸ
Τὸ ἔμορφο, τὸ ρωτικό;
Μνέγω σας τὴν Παναγία,
Χριστιανῶν τὴν μεσιτεία,
Καὶ τὸν ἅγιον Νικόλα,
Πὦνε βοηθὸς εἰς ὅλα·
Καὶ Σπυρίδωνα τὸν μέγαν.
Καθὼς ἤκουσα πὡλέγαν
Κάλλιος ἔν’ παρ’ Ἀχιλλέας
Καὶ ὁ ἀνδρειωμένος Αἴας.
Τί ὁ Ἕκτωρ τῆς Τρωάδος,
Ἢ ἐκεῖνος ὁ Ῥενάλδος;

Τί Ὀρλάνδος ἄκουσμένος,
Ποῦ ’τον ’ξ ὅλους διαλεμένος;
Καῖ ὁ νοῦς μου ὅλος τρομάσει,
Ποῦ νὰ τόνε σοὺσουμιάσῃ.
Γιὰ τὴν σημερνὴν ἡμέρα
Σὰν αὐτὸν τὸν Ταγιαπιέρα
Ποίος μπορεὶ νὰ πολεμήσῃ
Τόσους Τούρκους ν’ ἀφανίσῃ.
Καὶ ὁποῦ ’σαν εὐγαλμένοι
Ξὲ δυὸ κάστρη διαλεμένοι;
Διακόσιους Μουσουλμάνους,
Σὰν ἐκείνους Καραμάνους,
Νὰ τοὺς κόψῃ γιὰ μίαν ὥρα,
Νὰ τοὺς πέψῃ στὴν κακὴ ὥρα.
ἔξω τὴν Ἀρβανιτία,
Κ’ ἦτον ἄνεμος, εὐδία,
Κ’ ἔρχοτον ’κ τὴν Σκλαβουνία
Γιὰ τῆς ἀφεντείας τὴν χρεία,
Βρίσκει ξύλο κουρσεμένο,
Τὸ κατάρτι του παρμένο,
Πῆράν του κ’ ἕνα παιδάκι
Ἐδ’ ἐκεῖ στὸ καβολάκι
Καὶ ῥωτάει τὸν θλιμμένον·
Τίς τὸν ἔχει κουρσευμένον;
Λέγει του ὁ Μόρος ἀσεβὴς[1]

Κ’ εἰς τὴ Δουράτσο νὰ τὸν βρῇς.
Τότε στὸ Δουράτσο πάει
Καὶ γιὰ τὸ παιδὶ ῥωτάει
Καὶ ὡς τὸν εἶδαν ἐκ τὴν χώρα
Ὅλοι εἰς μίο αὐτὴν τὴν ὥρα
Ἄρπαξαν τὰ ἄρματά τους,
Καὶ τὸν Μόρον συντροφιά τους.
Καὶ ἀπὸ τὴν πολλή τους βία,
Τὴν μεγάλην βιγωρία,
Ξυπόλητοι οἱ ὡργισμένοι
Ἐσεβαῖναν οἱ καϋμένοι.
Ὡς καὶ ἕνας Μπαρζακάνος
Μόρος, ποῦ ’τόνε Σουριάνος
Πῆγε μ’ ὅλη του τὴν γνῶσιν
Κατεργάρους ν’ ἀγοράσῃ.
Λέγει ὁ Μόρος· ἂν τοὺς πιάσω
Ὅλους θέλω νὰ τοὺς κρεμάσω,
Ὡς γιατὶ ὁ Μεεμέτης
Γιὰ Χριστιανοὺς μᾶς γράφει ἐδ’ ἔτις,
Εἴ τις σκοτώσει Χριστιανὸν
Τὸν ἔχει φίλον ἐμπιστινόν.
Καὶ ἂν ἑμᾶς σκοτώσουν πάλι
Γινομέσθ’ ἅγιοι μεγάλοι.
Καὶ γιὰ ταῦτο ἂς ἀνδρευθοῦμε
Ἀπάνω τους νὰ βρεθοῦμε
Χωρὶς πόλεμον καὶ σπαθὶ
Ὁ καθείς τους νὰ χαθῇ.
Ἔχω χιλίους πνιμένους

Καὶ μυρίους σκοτωμένους.
Νὰ σᾶς ’πῶ καὶ ἄλλο πάλι
Ὅτι ἡ φούστα ’νε μεγάλη.
Ἔνε εἴκοσι δυὸ παγκῶν
Καὶ τί φοβᾶστε τῶν Φραγκῶν;
Καὶ εἰς μία ὅσοι κι’ ἂν ἦσαν
Ὅλοι ἐσαλαβατίσαν,
Καὶ ἀσηκῶσαν τὰ σαντσάκια,
Καὶ βαροδέσαν τὰ τουμπάκια.
Καὶ φωνάζασι μεγάλα,
Λέγοντας ἐτοῦτα κι’ ἄλλα;
« Καρτερεῖτε δὰ, Φραγκάκια,
Μὲ τὰ κούντουρα βρακάκια. »
Κ’ ἔδραμαν μὲ βιγωρία
Ὡσάν τ’ ἄγρια θηρία.
Καὶ ὁ λέων ὡς τοὺς εἶδε[2]
Μὲ τοὺς ἐδικούς του ἐμίλειε·
— « Ὦ Ῥωμαῖοί μου ἀνδρειωμένοι,
« Τοῦ πολέμου μαθημένοι,
« Σήμερον ἂς ἀνδρευθοῦμε,
« Ὅλοι μας νὰ τιμηθοῦμε,
« Σὰν ἐκάμναν οἱ παλαῖοι
« Ἄνδρες οἱ ὠνομασμένοι,
« Ὁποῦ διὰ τὴν τιμή τους
« Δὲν ψηφοῦσαν τὴν ζωή τους.
« Δίδει μου καὶ ἡ ψυχή μου

«Ὅτι φούστα ’νε δική μου.
« Μόνον μὲ ἀποκοτία
« Νὰ τοὺς δώσωμε γιαμία.
« Πρῶτος εἶμαι ν’ ἀπηδήσω
« Τοὺς μισοὺς νὰ ἀφανίσω.
« Νὰ ἰδῆτε τὸν Ταγιαπιέρα
« Γιὰ τὴν σημερνὴν ἡμέρα
« Πῶς ξεύρει νὰ πολεμίζῃ,
« Καὶ τοὺς Τούρκους ν’ ἀφανίζῃ.
« Μόν’ καὶ σεῖς ὅλοι, ἀδελφοί μου,
« Καὶ συντρόφοι ἐδικοί μου,
« Κάμετε ὡς ἀνδρειωμένοι
« Νὰ βρεθοῦμε κερδεμένοι
« Ὅλοι ἀπὸ μίαν γνώμη,
« Ἀρχινῶντας ἐκ τὸν κόμη. — »
Εἶπαν; « εἰς τὸν ὁρισμό σου
Ν’ ἀποθάνωμεν ὀμπρός σου. »
Τότες ἔδειξε τὶ φεύγει
Κ’ εἰς τὸ πέλαγος ἐδιέβη.
Καὶ ὡς τὸν εἶδαν τὰ Τουρκάκια
Τὶ χαραὶς μὲ τὰ τουμπάκια,
Καὶ, καστὶ καοὺρ, φωνάζαν,
Καὶ ξοπίσω τοῦ χουγιάζαν
Καὶ εἰς μία[3] ’ς αὐτοὺς γυρίζει
Καὶ τὸν πόλεμον ἀρχίζει.
Τίς πορεῖ νὰ ἀριθμήσῃ

Τὸν πόλεμον νὰ μετρήσῃ
Πὤκαμεν ὁ Ταγιαπιέρας
Τὸ ταχὺ ὥς τῆς ἐσπέρας.
Πρῶτον δίδει τὴν λουμπάρδα
Καὶ τῆς πέρνει τὴν μία μπάντα·
Καὶ εἰς μία τὴν βιστιρία
Καὶ τῆς πέρνει τὰ κουπία.
Καὶ οἱ Τούρκοι ὡς παλληκάρια
Ἐμαλώναν μὲ δοξάρια,
Λέγω καὶ μὲ τὰ σκεπέτα
Π’ ἀπερνοῦσαν τὰ ἐλμέτα.
Τότες ὁ λέωντας ἐβρυχίστη
Τοὺς συντρόφους του ὠργίστη·
Λέγει τούς. « Τί καρτερεῖτε;
Τί στέκετε καὶ θωρεῖτε;
Μέσα ὅλοι σὰν λειοντάρια
Νὰ τοὺς πάρω σὰν γομάρια. »
Καὶ εἰς μίο πρῶτος εἰσεβαίνει,
Καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς σκοτώνῃ·
Τὸν ἀδελφὸν τοῦ Μπουταλᾶ
Εἰς μίο τῷ χύσε τὰ μυαλὰ
Καὶ τὸν Μπουταλὰ Ῥαΐζη
Μέσα εἰς δύο τόνε θερίζει.
Εἶδαν τ’ ἄδικο οἱ κουμπάνοι
Ποῦ κατεργοκύρης κάμνει.
Πέρνουν τόσην βιγωρία[4]

Τ’ εἰσεβαίνουν, σὰν θηρία.
Καὶ οἱ Τούρκοι ποῦ ’σαν μέσα
Ὅλοι ἔφριζαν καὶ ’τρομάσα.
Λέγω κείνην τὴν ἡμέρα
Μηδενεὶς ἐκ τὸν Ταγιαπιέρα
Τὶς μπορεῖ νὰ ἀριθμήσῃ
Τὸ αἷμα πὤτρεξεν ὡς βρύσι,
Καὶ τοῦ πολέμου ταὶς σπαθιαὶς
Ποῦ δὲν ἐγίνηκαν ποτές.
Δὲν εἶν’ τούτα μὲ φωτία,
Μὰ χέρια μὲ τὰ σπαθία,
Ποῦ τὸ εἶδεν μὲ τὰ μάτια
Πῶς τοὺς ἔκαμεν κομμάτια.
Κεφαλαὶς, χέρια, καὶ πόδια
Νὰ χωρίζῃ ἐκ τὰ καράδια.
Τότ’ οἱ Τούρκοι ἐτσακιστῆκαν,
Καὶ στὰ ἄρμενα ἐμπῆκαν
Γιὰ νὰ φύγουν οἱ καϋμένοι,
Λαβωμένοι, σκοτωμένοι.
Κ’ ἕνας ἀπὸ τοὺς κουμπάνους
Πά, καὶ κόφτει τους τοὺς μάντους,
Καὶ τὰ ἄρμενα ἐπέσαν
Καὶ τοὺς Τούρκους ἐπλακῶσαν
Κ’ ἐδ’ ἐκεῖ ἐκατέσφαξάν τους
Ὅλους, καὶ θανάτωσάν τους.
Τότες μίο τὴν φούστα δένει,
Κ’ ἐξοπίσω τοῦ τὴν σέρνει.
Καὶ οἱ Τούρκοι πὠκαρτεροῦσαν

Στὸ Δουράτσο, καὶ θωροῦσαν
Πῶς τὸ κάτεργον νὰ πάρουν
Στὸ Δουράτσο νὰ τὸ φέρουν,
Βλέποντας πῶς τὴν ἐπῆρε
Κ’ ἐκ τὴν πρύμνην τὴν ἐσύρε,
Ἄρχισαν τὸ βάϊ βάϊ,
Νἄχουν καὶ τὸ καταλάει.
Γι’ αὐτὸ, ἀφένταις Βενετσιάνοι,
Ποῦ βαστᾶτε τὸ στεφάνι
Κ’ ἦστεν στὴν χριστιανοσύνη,
Ζύγι στὴν δικαιοσύνη,
Ὅλοι σήμερον χαρῆτε,
Τὸν θεὸν εὐχαριστεῖτε,
Πὤχετε τέτοιο λειοντάρι,
Εἰς τὸν κόσμον γία καμάρι.
Ὦ μεγάλη ἡ ἀφεντεία,
Λαμπροτάτη Βενετία,
Δότε του τιμὴν καὶ πλούτη
Γιὰ τὴν νίκην τὴν ἐτούτη.
Π’ αὐτὸς πρέπει ν’ ἀρματώνῃ,
Ποῦ ’σεβαίνει σὰν φαλκόνι,
Καὶ συντρίβει καὶ χαλάει
Τούρκους ’ς ἕνα ’ς ἄλλο πλάϊ[5].
Καπετάνο δὲ βεντούρα[6]
Κάμετέ τον διὰ τὴν ὥρα,
Καὶ νὰ ἰδῆτε τί νὰ κάμῃ

Τοὺς ἐχθροὺς νὰ ἀποθάνῃ.
Καὶ μικροί τε καὶ μεγάλοι
Γιὰ νὰ σᾶς τρομάξουν ὅλοι.
Ν’ ἀφανίσῃ τοὺς κουρσάρους,
Τούρκους καὶ τοὺς Κατελάνους,
Ὁποῦ ὡς μέσα στὸ Κασσώπη
’Χμαλωτίζονται οἱ ἀνθρῶποι.
Θέλεις ἀπὸ Μεσσηνέζους,
Καὶ γαϊδάρους Καλαβρέζους,
Ὡς καὶ ἀπὸ τὴν Χιμάρα
Πᾶσα μέρα τὴν ἀντάρα.
Ἂς ἀφήσωμεν Ἀρτινιώταις,
Στὴν στερῃὰ τοὺς Ἀρβανίταις,
Ἔως τὸ Κοντυλονῆσι
Τίς ν’ ἀκούσῃ νὰ μὴν φρίσσῃ;
Καὶ τινὰς δὲν συντυχαίνει
Εἰς ἐκεῖνα τὸ συμβαίνει.
Ὦ θεόργιστοι Καλαβρέζοι,
Καὶ ἀνταμό σας οἱ Πουλιέζοι,
Ἀμπρουτσάνοι καὶ Ἀσκουλάνοι,
Καὶ γαϊδάροι Μαρκεζάνοι,
Μαζωχθῆτε, προσκυνεῖτε,
Τὸν θεὸν παρακαλεῖτε
Νὰ βοηθάῃ τὸ λειοντάρι
Ποῦ σᾶς ἔκαμε τὴν χάρι
Ποῦ σᾶς ἔγλυσε ἐκ τοῦ Μόρου,
Τοῦ ἀνόμου τοῦ κουρσάρου.
Ὅπου τώρα ἂν εἶχε γλύσει

Ὀξ’ ἐσᾶς δὲν εἶχε ἀφήσει.
Καὶ γυναίκαις καὶ παιδία
Ἔπερνε στὴν Βαρβαρία
Καὶ ὅσοι εἶστεν στὸν Ἀγκῶνα
Ἤφερέ σας στὸν Αὐλῶνα.
Γι’ αὐτὸ ὅλοι μαζωχθῆτε
Καὶ ζωγράφο νὰ εὑρῆκε
Νὰ σᾶς κάμῃ μίαν εἰκόνα
Νὰ τὸ λέτε εἰς τὸν αἰῶνα.
Γράφετε καὶ τ’ ὄνομά του
Καὶ τὰ κατορθώματά του,
Πῶς εἰς χρόνους τοὺς χιλίους
Εἴκοσι πεντακοσίους,
Ἄν ἔλειπε ὁ Ταγιαπιέρας,
Εἶστεν ὅλοι τῆς κακῆς ὥρας,
Εἶστεν ὅλοι ἀποθαμένοι,
Καὶ ὡς σκλάβοι πουλημένοι.
Καὶ ἡμεῖς ἐκ τὴν Κερκύρα
Γιὰ ταὐτὸν τὸν Ταγιαπιέρα
Τὸν θεὸν παρακαλοῦμε·
Σὲ τιμὴν νὰ τὸν ἰδοῦμε
Ὡς ὀρέγετ’ ἀπατός του
Καὶ νὰ σπάσῃ ὁ ἐχθρός του
Νἄχῃ πάντοτε ὑγεία,
Πλοῦτον καὶ εὐημερία.
Νὰ χαρῇ καὶ ν’ ἀφεντέψῃ,
Τοὺς ἐχθρούς του νὰ παιδέψῃ
Καὶ ὁποῦ δὲν τὸν ἐπαινέσει,

Κακὸν θάνατον νὰ δώσῃ.
Καὶ ὁποῦ δὲν τὸν ἀγαπάει,
Φάγουσα[7] νὰ τόνε φάῃ.
Κάμειν ἤθελα καὶ ἄλλα
Ποῦ τοῦ πρέπουσι μεγάλα,
Ἀμὴ ὁ νοῦς ἦν συγχισμένος
Στὴν τοᾶναν ἔνε βαλμένος.
Καὶ καλὸ τὸ γύρισμά του
Νὰ γενῇ στὸ θέλημά του
Μὲ δεκαπέντε συλλαβαίς,
Ποῦ ’νε ἔμορφαις καὶ ἀκριβαίς.
Ἄλλο τίποτε γιὰ τώρα
Δὲν γράφω κατὰ τήν ὥρα.
Ὁ θεὸς νὰ τοῦ δώσῃ χρόνους,
Καὶ χίλιαις χιλιάδες θρόνους·
Νὰ τὸν ’δῶ καὶ προβεδόρο,
Ὡσὰν εἶδα καὶ τὸν Μόρο,
Λέγω τὸν μισὲρ Μπαστία
Πὦνε δὰ στὴν Βενετία.
— Ἀπὸ μένα τὸν Τριβώλη
Ἐγεννήθη ἡ ῥήμα ὅλη,
Κ’ εἰ τινὸς οὐδὲν ἀρέσει,
Ἄλλη ἂς κάμῃ κι’ ἂς παινέσῃ.
Ἔγραψα καὶ τύπωσά το
Κ’ εἰσὲ ῥήμαν ἔβαλά το,
Νὰ τὸ βλέπουν οἱ ἀνδρωμένοι,

Τοῦ πολέμου οἱ μαθημένοι,
Καὶ νὰ τυπαίνουν καὶ αὐτῆνοι.
Οἱ ἀνήξευροι μεσχίνοι,
Εἰς τὸν πόλεμον λειοντάρια
Ἄνδρες τε καὶ παλληκάρια.

(Τὸ ὅλον στίχοι 312.)


  1. ↑ Ἀντὶ της λέξεως « Μόρος » ἡ παρὰ Ἰωάννῃ Βίκτωρι τῷ Σαβιῶνι ἔκδοσις τοῦ 1643, ἣν ἔχομεν ὑπ’ ὄψιν, ἔχει δὶς « μόνος » ὅπερ εἶνε φανερῶς τυπογραφικὸν σφάλμα.

  2. ↑ Leo Tagliapietra, λέγει μία σημείωσις τοῦ ἀντιτύπου τῆς ἐν Παρισίοις ἐθνικῆς βιβλιοθήκης.

  3. ↑ Ἔν τίσιν ἀντιτύποις ἀντὶ « μία » εὑρίσκεται « μίο. »

  4. ↑ Ἔν τίσιν ἐκδόσεσιν ἀντὶ « βιγωρία » ἀναγινώσκεται « βιγορία. » Ἡ λέξις ἐξάγεται ἐκ τῆς λατινικῆς· vigor, oris.

  5. ↑ « Πλάϊ » τοὐτέστι « πλάγιον »

  6. ↑ Ἰταλικαὶ εἰσιν αἱ λέξεις ἐκεῖναι· Capitano di ventura.

  7. ↑ Φάγουσα, ἡ, τοὐτέστι φάγαινα· γαλλιστὶ cancer.

 


Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

Ο Έλληνας Αρβανίτης Κίτζος Τζαβέλλας και ο Τούρκος Αρβανίτης Αχμέτ Ν' Πρεβίστα

 






Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




Χαριτολογώντας θα λέγαμε ότι, με τον Δερβέναγα των Κραβάρων Αχμέτ Ν' Πρέβιστα έχουμε “παλιές” διαφορές.

Ασχοληθήκαμε μαζί του στους Παράξενους φτωχούς Στρατιώτες, στο ιδιαίτερο σημείωμα που προσαρτήθηκε στο “Επίμετρο” με αφορμή το βιβλίο Σούλι και Σουλιώτες της Β. Ψιμούλη και της σχετικής διαμάχης που προέκυψε με τον Γ. Καραμπελιά.

Εκεί, στο βιβλίο της κ. Ψιμούλη, αναφέρεται ένα απόσπασμα επιστολής του Αχμέτ της Πρέβιστας στον Κίτζο Τζαβέλα, όπου, ο πρώτος... εγκαλεί τον δεύτερο γιατί “πού στο διάβολο τα έμαθες αυτά τα ελληνικά, εγώ σε ξέρω αρβανίτη σαν εμένα”. Θέλει να πει μ' αυτό η συγγραφέας ότι οι Σουλιώτες και κατ' επέκτασιν οι Αρβανίτες πριν γίνουν Έλληνες ήταν... Αλβανοί.

Στον ισχυρισμό αυτό έχουμε απαντήσει ήδη και με τους “Στρατιώτες” και με πολλά ακόμη συμπληρωματικά κείμενα. Σήμερα θα ασχοληθούμε αναλυτικότερα με τον Αχμέτ Ν' Πρέβιστα και θα δούμε πώς μπλέχτηκε με τον Κίτζο Τζαβέλα σε αλληλογραφίες και τι τελικά έγινε.


Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Κυβερνήτη Ιωάν. Καποδίστρια, οι “άτακτοι” αγωνιστές της Επανάστασης, οι “απόγονοι της φρουράς του Βασιλέα μας” όπως τους αποκαλούσε ο Κασομούλης αλλά και ο Γέρος του Μοριά, διοργανίστηκαν σε χιλιαρχίες και στις δεκαδικές τους υποδιαιρέσεις.

Σχηματίστηκαν έτσι εννιά και μισή χιλιαρχίες, εννέα συν μία πεντακοσιαρχία της Φρουράς του Στρατάρχου, που δεν ήταν άλλος από τον Δημήτριο Υψηλάντη, και είχε διοικητή τον Σπύρο Μήλιο.

Οι άλλες εννέα ήταν οι εξής με τους διοικητές τους:


1η Κίτζος Τζαβέλας

2η Χριστόδουλος Χατζή Πέτρος

3η Γιαννάκης Στράτος

4η Διαμάντης Ζέρβας

5η Νικόλαος Κριεζώτης

6η Βάσος Μαυροβουνιώτης

7η Τόλιας Λάζος

8η Γεώργιος Δυοβουνιώτης

9η Διονύσιος Ευμορφόπουλος


Υπήρξε επίσης ένα σώμα υπονομοποιών (λαγουμιτζήδων) υπό τον υπέροχο ήρωα του Μεσολογγίου και της Ακρόπολης Κώστα Λαγουμιτζή, ένα μικρό απόσπασμα ιππικού υπό τον Αθανάσιο Παπάζογλου και ένα μικρό επίσης τμήμα πυροβολικού, μικρού διαμετρήματος, υπό τον Γεράσιμο Φωκά Γεωργάτο. Αργότερα προστέθηκαν οι χιλιαρχίες του Ρούκη και του Καρατάσου, όπως και το ιππικό του Χατζή Χρήστου.


Αποστολή αυτής της νεώτερης στρατιάς των “Μυρίων” ήταν η απελευθέρωση της ανατολικής Ρούμελης. Να κάνει δηλαδή ό,τι έκανε και ο Στρατάρχης της Γεώργιος Καραϊσκάκης, με περισσότερη τώρα βοήθεια από την νεαρά εξουσία του Κυβερνήτη αλλά με τις ίδιες και χειρότερες υπονομεύσεις της προσπάθειας, κυρίως από τη Μεγάλη Βρετανία. Στη δυτική Ρούμελη επιχειρούσε ο Τσουρτς και στον Κορινθιακό έκανε τα παρθενικά της κατορθώματα η “Καρτερία” με τον Άστιγκα.


Ο Κίτζος Τζαβέλας, ο ήρωας της Κλείσοβας, ήταν τότε μόλις 28 χρονών. Θεωρείτο όμως ήδη παλαίμαχος και ο έχων τον μεγαλύτερο αξίωμα μετά τον Στρατάρχη. Δια τούτο και απεσπάσθη από το κύριο σώμα των χιλιαρχιών και πήρε διάταξη στην κεντρική προς δυτική Ρούμελη για να διενεργήσει εκστρατεία ανεξάρτητη, ακολουθώντας, βέβαια, τις γενικές οδηγίες του στρατηγείου και του επιτελείου του.

Σημειωτέον ότι, το επιτελείο του Υψηλάντη το αποτελούσαν οι: Χριστόφορος Περραιβός, ο συνταγματάρχης Γκραλλιάρ, ο χιλιάρχος Ι. Ρούκης, ο Δαγκλής, ο Μπλοντέν, οι υπασπιστές του Γ. Σάλλας, Γ. Σκούφος, Π. Ορφανός, Ν. Κανούσης, συν/ρχης Δανιέλ, Γ. Βοϊνέσκος, ο στρατοπεδάρχης Λασσάνης, ο αρχίατρος Βόνθρων και ο γραμματέας Ι. Φιλήμων.


Ο Κίτζος τέλος του καλοκαιριού του 1828 απευθύνει επαναστατική προκήρυξη στους πρόσφυγες του Λοιδωρικίου και του Μαλανδρίνου που βρίσκονται στην Αχαΐα.


Προκήρυξις προς τους εκ Λοιδωρικίου και Μαλανδρίνου παροίκους εις το τμήμα της Αχαΐας


Η Αυτ. Εξ. Ο Κυβερνήτης της Ελλάδος προνοών δια την σωτηρίαν της Επικρατείας και θεωρών εν των αναγκαιοτάτων την ανάστασιν της Ρούμελης, διέταξε τον Στρατάρχην της Αν. Ελλάδος ν' αποστείλη εις ανωτέρω επαρχίας μίαν δύναμιν. Ο Στρατάρχης διέταξεν εμέ να παραλάβω την παρ' εμού διοικουμένην Α' χιλιαρχίαν, την πεντακοσιαρχίαν του αυταδέλφου μου και τους οπλοφορούντες εις την νήσον των Τριζωνίων Στερεοελλαδίτας και να τρέξω δια την απελευθέρωσιν αυτών των επαρχιών. Εις τοιαύτην περίστασιν κρίνω χρέος μου να προσκαλέσω και εσάς τους παροίκους εις το τμήμα της Αχαΐας δια να συναγωνισθώμεν και μαζί να ελευθερώσωμεν την γην των προπατότων μας, την γην της γεννήσεώς μας, την γην της ζωής, της δόξης και της ευτυχίας μας, την γην τέλος πάντων την οποίαν εποτίσαμεν με ρύακας πολυτίμων αιμάτων. Η τορινή εκστρατεία δεν ομοιάζει τας προτητερινάς. Τότε μας έλειπον όλα, τόρα έχομεν την προστασίαν των τριών μεγάλων και Σ. Δυνάμεων της Ευρώπης` έχομεν τον Σ. Κυβερνήτην μας, έχομεν εν αφθονία τα προς το ζην αναγκαία των στρατιωτών, και έχομεν τέλος πάντων ιδιαιτέρως τα λαμπρά όπλα των Ρώσων, τα οποία επαπειλούν την εξόντωσιν του Οθωμ. Εθνουςi. Τρέξατε λοιπόν εις την φωνήν της Πατρίδος και ενωθείτε μετ' εμέ. Βεβαιωθήτε ότι οι αγώνες σας, δεν θέλουν μείνει χωρίς ανταμοιβήν, ενώ η αδιαφορία σας δεν θέλει μείνει ατιμώρητος` κατά το παρόν ας ακολουθήσουν οι δυνατοί να φέρουν όπλα και οι αδύνατοι ας μείνουν αυτού με τας οικογενείας, όπου κατοικούν. Φθάσας εις τον Ακράταν μετά πολλάς δυσκολίας εις την θάλασσαν δια τον εναντίον καιρόν και πληροφορηθείς ότι εις την Αχαΐαν παροικούν πολλοί από τους κατοίκους των ανωτέρω επαρχιών εκδίδω την παρούσαν προκήρυξιν.


Ο Α' χιλίαρχος και αρχηγός

Λοιδωρικίου και Μαλανδρίνου

Κίτσος Τζαβέλλας



Τάδε έφη Κίτζος Τζαβέλλας και σπεύδει να περάσει απέναντι, από κει περίπου που περνούσαν πάντα οι “άτακτοι” από τον Μοριά στη Ρούμελη και το ανάποδο, εισβάλει στην επαρχία των Κραβάρων και περικυκλώνουν την Λομποτινά για να εκδιώξουν τον εκεί οχυρωθέντα Δερβέν Αγασή των Κραβάρων, Αχμέτ,  τον οποίο, ο Τζαβέλλας από την Βόνιτσα προσκαλεί να καταθέσει τα όπλα.


Ο δερβέναγας των Κραβάρων απαντάει με το κάτωθι γράμμα που εδώ το παραθέτουμε ολόκληρο, μαζί με το υστερόγραφο, μέρος του οποίου έγινε αντικείμενο της προρρηθείσης συζητήσεως.


Ηγαπητέ μοι κίτζο τζαβέλα


το γράμμα σου έλαβα` τα γραφόμενα καλώς εκατάλαβα` τζαβέλα ήξευρε ότι από τον καιρό οπού εγώ έβαλα το ντουφέκι εις τον ώμον στοχάζομαι τον εαυτό μου των όντι δια βασιλέα` και τα ιδικά σου τα ελληνοκορομπλίσματα να τα επής εκεί οπού σου περνάνε ειδέ σ' εμένα μένουν άκυρα ορφανά. Ότι αν θέλης να δείξης το ελληνικόν σου έρχεσαι εδώ. Και τότε θέλεις καταλάβεις δυστυχισμένε εκείνους οπού τρώγουν τα ψημένα κάστανα` ορέ κίτζο τζαβέλα, το να μου λέγης ότι η υψηλή σας πόρτα της ρωσίας πολεμά εις τα κάστρα της πόλεως, και τον βασιλέα μας τον έχουν κλεισμένον εις το ουτζκελεσή, το γνωρίζω καϋμένε, ότι με αυτά σας γελούν οι Φράγκοι, και σας στέλνουν εδώθε δια να σας σκοτώνωμεν σαν τα σκυλιά, και έχομεν ελπίδα εις τον Θεόν, οπού ο πολυχρονεμένος βασιλέας μας την υψηλήν πόρταν της ρωσίας σας θέλει την χαμηλώσει, τζαβέλα περισσότερα δεν σου γράφω και θεόθεν υγίαινε.


Τη 8 Σεπτεμβρ. 1828

Λομποτινά


Ο του κραβαρ: ντερβέναγας

Αχμέτ

νπρεβίστας


Τ.Σ.


Και το υστερόγραφο:


λέγεις ότι είναι τόπος ελληνικός, ήξευρε ότι εγώ οπού έχυσα τόσον αίμα ως καθώς λέγεις άλλο τόσον θέλεις χύσει και εσύ και τότε θα φας κράβαρα και λοιδορίκι, πλην μην στέλνεις και μαζώνεις καρβουνιαραίουςii. Πολλά λόγια δεν σου λέω σύρε από εκεί οπού ήλθες ορφανέ, ότι σας λυπάμαι οπού εμείνατε τρεις σουλιώτες και θα χαθήτε όλοι και δια τόπον ελληνικόν οπού τον λέγεις εδώ, τόπος είμαι εγώ, και νησαλά θέλεις με γνωρίσει ογλίγορα. Μωρά κίτζο εγώ σε ηξεύρω αρβανήτην ωσάν εμένα, εσύ που στον διάβολον τα έμαθες αυτά τα ελληνικά και εγώ δεν ηξεύρω.


Ο ίδιος


Τ.Σ.



«Κανείς, λέει ο Νέστορας του Αγώνα Χ. Περραιβός, δεν επίστευεν αισίαν την έκβασιν της εκστρατείας, αλλ' η ανδρεία, η δραστηριότης, η φρόνησις και το εμπειροπόλεμον του Τζαβέλλα εκατόρθωσαν ν' αποβάλωσι δια των όπλων από πολλάς επαρχίας τους Τουρκαλβανούς, ματαιώσωσι ταυτοχρόνως και τας συνδραμούσας επικουρίας».


Πραγματικά, τον Αχμέτ της Πρέβιστας, που είναι κλεισμένος στην Λομποτινά με 1.200 πεζούς και καβαλαραίους, σπεύδουν να ενισχύσουν 3.000 υπό τον Οσμάν πασά και τον Ασλάν μπέη, από την περιοχή της Υπάτης.

Ο Κίτζος όμως τους προλαβαίνει στην Γραμμένη Οξιά και τους γυρίζει πίσω. Ενώ με την Γ' χιλιαρχία του Στράτου καταλαμβάνει τη γραμμή Ζέλιστα- Παλούκοβα- Τέρνοβα και αποκόπτει την Λομποτινά από την πλευρά της Ναυπάκτου, στενεύοντας έτσι περισσότερο την πολιορκία.

Νέα επίθεση, μετά από την ανασυγκρότησή τους, διενεργούν οι Οσμάν και Ασλάν στη γραμμή Κλεπά- Αβόρανη- Άγιοι Απόστολοι, όπου και οι προφυλακές του Αου πεντακοσίαρχου της Αης χιλιαρχίας Χρήστου Φωτομάρα.

Με τη βοήθεια όμως των ενισχύσεων, της Βας πεντακοσιαρχίας υπό τον Γιαννούση Πανομάρα, τεσσάρων άλλων εκατονταρχιών όπως και των Γιαννάκη Στράτου (Γη χιλιαρχία) και Ι. Μπαϊρακτάρη (Βα πεντακοσιαρχία) ανατρέπεται η κύρια προσπάθεια του εχθρού που εκδηλωνόταν στην κατεύθυνση Παλούκοβα- Τέρνοβα και η λύση της πολιορκίας της Λομποτινάς ματαιώνετε οριστικά.


Μετά τι μάχες αυτές που, όπως βλέπουμε από τα λίγα τούτα που χωράνε εδώ, δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από μάχες τακτικού στρατού, ο Αχμέτ της Πρεβίστας απελπίζεται και επιχειρεί έξοδο μέσα σε πυκνή ομίχλη με κατεύθυνση τη Ναύπακτο μέσω της Βαρνάκοβας. Ακολουθεί φοβερή σύγκρουση οπού τα πυροβόλα όπλα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν λόγω της μεγάλη υγρασίας. “Ο αγών διεξήχθη αποκλειστικώς σχεδόν δι' αγχεμάχων όπλων”!

Οκτακόσιοι Τούρκοι “ετέθησαν εκτός μάχης”. Εκατόν πενήντα πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Άλλοι τόσοι, με τον Καφτάν αγά, σώθηκαν με βάση το αρχικό σχέδιο. Δηλαδή έφτασαν στη Βαρνάκοβα και από κει στη Ναύπακτο.

Άφθονα λάφυρα και 400 ίπποι, “το πλείστον πολεμιστήριοι” έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων.

Μα το σπουδαιότερο από αυτά είναι ο ίδιος ο προπετής και πεφυσιωμένος Αχμέτ ν' Πρεβίστα.

Γνωρίστηκαν ογλίγορα με τον Κίτζο για να τον οδηγήσει δεμένο πισθάγκωνα ενώπιον του Κυβερνήτη στην Αίγινα!





Σημειώσεις:


iΕννοεί τον ΡωσοΤουρκικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει.

iiΟ Αχμέτ ενώ αναγνωρίζει τον Κίτζο “αρβανίτη” σαν κι αυτόν, δεν εννοεί να αναγνωρίσει τους επίστρατους ως ισότιμους στους πολεμικούς αγώνες. Γι΄ αυτό και τους αποκαλεί υποτιμητικά “καρβουνιαραίους”, ότι δλδ ασχολούνται με την παραγωγή ξυλοκάρβουνου στα ρουμάνια και όχι με τον πόλεμο. Και όμως αυτοί οι “καρβουνιαραίοι” θα τον ζωγρήσουν και θα τον πάνε δεμένο στον Κυβερνήτη.

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Πρόλογος του Θ.Ι. Ζιάκα στο βιβλίο "Παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες"

Ο Αρβανίτης Στρατιώτης Γεώργιος Μάνεσης. Λεπτομέρεια από την εικόνα της Δέησης, 15ος αιώνας, Άγ. Γεώργιος των Ελλήνων, Βενετία


Θεόδωρος Ι. Ζιάκας




Το κεντρικό ζήτημα του βιβλίου είναι ο παράξενος ανθρωπολογικός τύπος των «Στρατιωτών», που παρελαύνουν στη Βενετία του 15ου αιώνα και καταπλήσσουν την Εσπερία με την ακαταμάχητη «ανορθόδοξη» τακτική τους. Ποια είναι η ταυτότητα των παράξενων αυτών πολεμιστών; 

Ο Γιώργος Σαλεμής δεν είναι «ιστορικός». Το βιβλίο του δεν είναι βιβλίο ιστορίας, αν και είναι πραγματική ιστορία από την αρχή ως το τέλος. Είναι κάτι παραπάνω από «ιστορία», καθώς βγάζει στο φως άγνωστες ή παρανοημένες πτυχές της συλλογικής μας ταυτότητας.



Ι 

Όπως το λέει κι ο υπότιτλος οι «Στρατιώτες» αντιπροσωπεύουν την αμυντική παράδοση των ελληνικών Κοινών. 

Ο όρος «Κοινό» παραπέμπει σε μια πολιτειακή συσσωμάτωση κοινοτήτων, κατά το πρότυπο του αρχαίου Δήμου, το ανάλογο του οποίου είναι σήμερα το έθνος-κράτος. Το δίκτυο των Κοινών αποτέλεσε τη διαχρονική βάση της Οικουμενικής κρατικής συγκρότησης του ελληνικού πολιτισμού, από τους ελληνιστικούς χρόνους και εντεύθεν. Επιβίωσε της βυζαντινής κατάρρευσης και γνώρισε μάλιστα μια δεύτερη άνθηση στην εποχή της Οθωμανοκρατίας. Τα Κοινά ήταν αυτόνομα, με θεσμούς που «..ουδέν άλλο ήσαν τότε ειμή τροπολογία τις, των έτι αρχαιοτέρων αυτονόμων αστικών πολιτευμάτων», κατά τον Κων/νο Παπαρρηγόπουλο (1815-1891). 

Για τη στρατιωτική ασφάλεια των Κοινών η υπερκείμενη οικουμενική Αρχή, ο Αυτοκράτωρ, τοποθετούσε εντός τους –«προνοίαζε»- επαγγελματίες πολεμιστές. Αυτοί λέγονταν «Στρατιώτες». Το αμυντικό σύστημα της «Πρόνοιας», όπου οι «Στρατιώτες» είχαν καθορισμένα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, ως προς το Κοινό και ως προς τον Αυτοκράτορα, ήταν έκγονο του παλιότερου συστήματος των «Θεμάτων». Οι θρυλικοί πολεμιστές των Ακριτικών επών, ήταν οι «θεματικοί» πρόγονοι των «προνοιακών» πολεμιστών. Το σύστημα της «Πρόνοιας» το διατήρησαν και οι Οθωμανοί με τα «Αρματολίκια», όπως είχαν κάνει νωρίτερα οι Φράγκοι και οι Βενετοί στις ελληνικές κτήσεις τους. Για τους πολέμους της με τους Τούρκους η Γαληνοτάτη βασιζόταν στους Ρωμιούς «Στρατιώτες». Οι «Στρατιώτες» του 1494 με τους οποίους ξεκινά το βιβλίο, έχουν μετακληθεί από τη Σινιορία για να αναχαιτίσουν τους Γάλλους εισβολείς στην Ιταλία.

Τα Κοινά καταργήθηκαν το 1833 με ειδικό νόμο της Βαυαροκρατίας, προκειμένου να εγκατασταθεί στη μετα-οθωμανική Ελλάδα το βεστφαλιανό εθνοκρατικό σύστημα. Μαζί τους εκλείπει και η στρατιωτική τους παράδοση, οι οπλαρχηγοί και με τα παλληκάρια της, που έκαναν την Επανάσταση του 1821. Οι άλλοτε «προνοιασμένοι» απορροφώνται από τις τοπικές κοινωνίες ως αγρότες, πλην των ελαχίστων που ενσωματώθηκαν στον εθνικό στρατό ή κυνηγήθηκαν και έγιναν ληστές. Το πόσο βαθιά ήταν τα ριζώματα της αρχέγονης αυτής στρατιωτικής παράδοσης θα φανεί στο έπος της Εθνικής Αντίστασης (1941-1944). Ήταν φυσικά το «κύκνειο άσμα» της. Το κρεμασμένο κεφάλι του Πρωτοκαπετάνιου στο φανοστάτη των Τρικάλων κι ο εν συνεχεία εθνοκτόνος Εμφύλιος, θα υπογραμμίσουν το τέλος. 



ΙΙ

Έναντι του ονόματος «Στρατιώτης» επικρατεί (από κάποιο σημείο και πέρα -στις ελάχιστες γραπτές αναφορές που διαθέτουμε) το όνομα «Αρβανίτης». Ότι πρόκειται βέβαια για το ίδιο είδος ανθρώπων δεν γεννάται θέμα. (Ο Γιώργος Σαλεμής έχει βάσιμους λόγους να ετυμολογεί το όνομα «αρβανίτες» από τα «άρβανα»: τους καταυλισμούς τους.) 

Ο προνοιασμός με αρβανίτες γίνεται σε συγκεκριμένη περιοχή, στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά Αιγαίου και Ιονίου. Αρβανίτης όμως δεν είναι ο προνοιασμένος Στρατιώτης γενικά, αλλά ο προνοιασμένος Στρατιώτης που προέρχεται από εκείνο τον κακοτράχαλο τόπο - τρόπο που τροφοδοτεί το στρατιωτικό επάγγελμα και τοποθετείται κυρίως στον βορειοηπειρωτικό χώρο, απ’ όπου ως επί το πλείστον στρατολογείται. 

Με την κατάρρευση της Οικουμένης-κράτους των Ρωμιών ένα μέρος των «Στρατιωτών» / «Αρβανιτών» εξισλαμίστηκαν. Τους εξισλαμισμένους θα τους χρησιμοποιήσει συστηματικά η Οθωμανική δεσποτεία σαν δύναμη καταστολής των εξεγέρσεων των χριστιανών ομοτέχνων τους. Όλες οι εξεγέρσεις την εποχή της Τουρκοκρατίας κατευθύνονται από χριστιανούς αρβανίτες. Και καταπνίγονται από τουρκαρβανίτες. Εμβληματικές μορφές των δύο τύπων έχουμε στην Επανάσταση του ’21 τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη (1770-1843), αφ’ ενός, και τον «αιγύπτιο» Ιμπραήμ πασά (1789-1848), αφ’ ετέρου. 

Το ερώτημα για την ταυτότητα των «Στρατιωτών» μεταπίπτει έτσι σε ερώτημα για την ταυτότητα των «Αρβανιτών». Και επειδή τελικά οι μεν πληθυσμοί των χριστιανών αρβανιτών συναποτέλεσαν το ελληνικό έθνος-κράτος, οι δε εξισλαμισμένοι το αλβανικό (που ίδρυσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις το 1913), το ερώτημα θα πάρει περίεργη τροπή: Μήπως τελικά «δεν είναι έλληνες οι αρβανίτες, αλλά αλβανοί;», όπως υποστηρίζουν μερικοί ιστορικοί της μεταμοντέρνας φουρνιάς; 

Αλλά με ποιο κριτήριο μπορεί να διαγνωσθεί η εθνική ταυτότητα; Προφανώς το κριτήριο προηγείται. Με λάθος κριτήριο θα λάβεις λάθος απάντηση. Ακόμα κι αν έχεις «πλήρη γνώση» των «ιστορικών δεδομένων». 

Καθώς το «όραμα» του μετεπαναστικού μας κράτους ήταν να γίνουμε το «Πρότυπο Βασίλειο» της Εσπερίας στην Ανατολή, επόμενο ήταν να μην παραδεχόμαστε άλλα κριτήρια εθνικού αυτοπροσδιορισμού από τα υφιστάμενα νεωτερικά. Αυτά όμως ήταν όσα και οι Μεγάλες Δυνάμεις: α) Το «γαλλικό-υποκειμενικό» κριτήριο: η «συνείδηση». (Εφόσον πιστεύουμε ότι είμαστε Έλληνες είμαστε κιόλας.) β) Το «γερμανικό-αντικειμενικό» κριτήριο: αίμα και γλώσσα. (Αν υπάρχει φυλετική και γλωσσική συνέχεια ανάμεσα σε μας και στους αρχαίους Έλληνες, τότε και μόνο τότε είμαστε Έλληνες.) γ) Το «αγγλοσαξωνικό» κριτήριο: η κρατική υπηκοότητα. (Το Συλλογικό είναι «Σύμβαση», το δε έθνος «Σύνταγμα». Εξ ού και η σημασία του «συνταγματικού πατριωτισμού» για την αμερικανική εθνική ταυτότητα.) δ) Το «ρωσικό» κριτήριο (των «σλαβόφιλων»): κάθε έθνος ανήκει σε κάποιον πολιτιστικό τύπο. Στην Ευρώπη υπήρξαν ο ελληνορωμαϊκός τύπος, ο γερμανορωμαϊκός και ο σλαβοελληνικός, που είναι και ο «κληρονόμος» του Βυζαντίου. (Εμείς είμαστε ρωμιοί-βυζαντινοί. Άρα νομιμοποιούνται οι Ρώσοι να μας «απελευθερώσουν»!)

Τα κριτήρια αυτά υπήρξαν, φυσικά, ισάριθμες Κλίνες του Προκρούστη. Και δούλεψαν τόσο αποτελεσματικά, επί δύο αιώνες τώρα, που είναι ζήτημα αν έχει μείνει κάτι απ’ αυτό που όντως ήμασταν. Πρώτοι και σθεναρότεροι Προκρούστες ήταν ανέκαθεν τα καλά τα κόμματά μας: αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό, γερμανικό, αμερικάνικο. Μόνο ελληνικό κόμμα δεν ευτύχησε να έχει η αλήστου μνήμης νεωτερική κρατική μας οντότητα!

Ο Γιώργος Σαλεμής, αρβανίτης ο ίδιος από το Σχηματάρι, με νωπές τις «ανορθόδοξες» στρατιωτικές μνήμες στον οικογενειακό και τον κοινοτικό του περίγυρο, δεν καλύπτεται από τα προκρούστεια νεωτερικά κριτήρια. Ανα-καλύπτει και εφαρμόζει το παραδοσιακό ελληνικό κριτήριο, που είναι η ανθρωπο-ποιητική παιδεία: Τις ταυτότητες τις φτιάχνει ο Τρόπος που το ανθρώπινο ζώο γίνεται «ζώον πολιτικόν». Δηλαδή κοινωνικό υποκείμενο, φορέας αναπαραγωγής του Τρόπου που του επιτρέπει «να γίνει άνθρωπος». 
Το θέμα, λοιπόν, είναι να διαγνωσθεί η ταυτότητα των «Στρατιωτών» / «Αρβανιτών» με το ελληνικό κριτήριο. 



ΙΙΙ

Οι «Στρατιώτες» συγκροτούν επαγγελματική κοινότητα. Τούτο δεν είναι βέβαια παράξενο για μια «εταιρική οικονομία» σαν τη βυζαντινή, η οποία αναπαράγεται ακόμα και επί οθωμανικού καθεστώτος. 

Οι εταιρικές οικονομικές συσσωματώσεις (τα βυζαντινά «συστήματα») και οι πολιτειακές συσσωματώσεις (τα Κοινά) αποτελούσαν τεμνόμενα λειτουργικά σύνολα. Η ταυτότητα της επαγγελματικής κοινότητας είναι η ταυτότητα της παράδοσής της: της ιδιαίτερης «μαστορικής» ή «τέχνης» που διακονεί. Ουσιαστικά της σχέσης με τα πρότυπα, τις τεχνικές, τα ήθη και τα έθιμα, της επαγγελματικής παράδοσης. Επομένως την ταυτότητα του «Στρατιώτη» θα τη βρούμε στη σχέση του με τα πρότυπα της στρατιωτικής παράδοσης που τον κατασκευάζει ως «επαγγελματία». Και καθώς είναι μια σχέση ιστορική, εγγεγραμμένη στην ευρύτερη δομή των παραδόσεων που συγκροτούν τους τρεις πυλώνες της Οικουμένης-κράτους, το Θυσιαστήριο, τον Θρόνο και τη Σχολή, η στρατιωτική ταυτότητα εγγράφεται ως συνιστώσα α) της ελληνικής ταυτότητας των Κοινών, β) της ρωμαϊκής ταυτότητας της Οικουμένης και γ) της χριστιανικής-εκκλησιαστικής ταυτότητας της Άνω Πόλεως, από την οποία οι της κάτω πόλεως αντλούν τη μεταφυσική τους αναφορά.

Μελετώντας, υπ’ αυτό το πρίσμα, τον τύπο του «Στρατιώτη» - «Αρβανίτη», το βιβλίο αποδελτιώνει βήμα προς βήμα την ταυτότητά του. Εδώ ο αναγνώστης, ο εξοικειωμένος με τα Ομηρικά έπη, σίγουρα θα εκπλαγεί. Θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για τον ίδιο ανθρωπολογικό τύπο μ’ αυτόν που περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα. 

Ιδού μερικά χαρακτηριστικά της ιλιαδικής ταυτότητας: α) Οι Αχαιοί «Στρατιώτες» είναι «έθνος εταίρων», δηλαδή ισοτίμων. Αν η ισοτιμία παραβιαστεί από τον αρχηγό το άτομο νομιμοποιείται να αποχωρήσει από την συλλογική σύμπραξη. β) Ασέβεια απέναντι στην άδικη εξουσία. γ) Φιλοτιμία: στόχος η δόξα-υστεροφημία επί αρετή-ανδρεία. δ) «Θνητά φρονείν» –όλοι θα πεθάνουμε. Το θέμα είναι να έχουμε έναν ένδοξο-έντιμο θάνατο. ε) Ο εχθρός δεν είναι χειρότερος από μας. στ) Ο φονιάς μπορεί να φάει ψωμί ακόμα και με τον πατέρα του σκοτωμένου εχθρού και να κλάψουν μαζί. ζ) Τέλος η Φιλία υπερβαίνει τη σχέση ατόμου-ομάδας. Είναι πάνω από τη συλλογική ταυτότητα! 

Κοντολογίς: Το άτομο και η τιμή του, είναι ο σκοπός της ιλιαδικής ομάδας. Σε αντίθεση με τους Τρώες (τους Σπαρτιάτες, τους Λατίνους, τους Τούρκους ή όποιους άλλους) όπου η ομάδα είναι αυτοσκοπός. 

Ό,τι διαφοροποιεί τους ιλιαδικούς Στρατιώτες, από τους μεσαιωνικούς Στρατιώτες, που παρελαύνουν στην πόλη των τεναγών και αύριο θα τσακίσουν τους Γάλλους ιππότες, είναι μόνο η «θρησκεία» και τα «έθιμά» τους. Για ανώτατο «αυθέντη» τους αναγνωρίζουν τον Άγιο Γεώργιο – τον τροπαιοφόρο και μεγαλομάρτυρα Στρατιώτη! Αν θέλουμε, λοιπόν, να ενσωματώσουμε τη θρησκευτική διαφορά θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Κ. Ζουράρι, ότι η ταυτότητα των εν λόγω πολεμιστών είναι «ιλιαδορωμέηκη»! 

Ο Στρατιώτης-Αρβανίτης, που στη θέση του Σταυρού θα βάλει την Ημισέληνο θα χάσει την ιλιαδορωμέηκη ταυτότητά του. Εδώ η πρόσβαση που μας παρέχει το βιβλίο, ώστε να κατανοήσουμε το φαινόμενο της ταυτοτικής μετάλλαξης, είναι ανεκτίμητη. Κάνει φανερό ότι η ατομική ελευθερία είναι ο βαθύτερος εσωτερικός δεσμός ανάμεσα στην ταυτότητα της κάτω πόλεως, την ιλιαδική-ελληνική του Κοινού και στην χριστιανική ταυτότητα της Άνω Πόλεως! Με τον εξισλαμισμό αυτή η ελευθερία έχει πλέον αναιρεθεί.

Αλλά ξεπέρασα την έκταση που αναλογεί σε έναν Πρόλογο. Ο αναγνώστης θα δει όλα αυτά τα εντυπωσιακά από μόνος του και στις χαρακτηριστικές τους λεπτομέρειες. Και προπαντός τεκμηριωμένα. Κλείνοντας, δράττομαι της ευκαιρίας, να ευχαριστήσω τον συγγραφέα, αφ’ ενός, για την τιμή που μου έκανε να προλογίσω το έργο του και αφ’ ετέρου, για το νέο παράθυρο που άνοιξε στην αυτογνωσία μας. 

*Πρόλογος από το βιβλίο του Γιώργου Μ. Σαλεμή Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες Θαυμαστά στοιχεία της αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης των ελληνικών κοινών εκδ. Αλφειός. 

πηγή: Aντίφωνο

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Παρουσίαση των Συμπερασμάτων του “Οι απαρχές του αλβανικού εθνικισμού” της Ναταλί Κλαϊέρ



Η Ναταλί Κλαϊέρ είναι διευθύντρια ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας στο τμήμα Τουρκικών και Οθωμανικών Ερευνών. Ως ειδικός σε θέματα ταυτοτήτων και θρησκείας στα Βαλκάνια, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις μουσουλμανικές μυστικιστικές αδελφότητες . Στα πλαίσια αυτά παρουσίασε τη μελέτη της πάνω στον αλβανικό εθνικισμό, υπό τον τίτλο Οι απαρχές του αλβανικού εθνικισμού, το 2007. Τελείως πρόσφατα δηλαδή.
Το βιβλίο αυτό εξεδόθη στα ελληνικά από τις εκδόσεις “Ισνάφι”, στα Ιωάννινα, το 2009, σε μετάφραση του Ανδρέα Σιδέρη και επιμέλεια του ίδιου και του Λεωνίδα Εμπειρίκου, με φιλολογική δε επιμέλεια των Κάτιας και Ελένης Ζαβερδίνου. Εισαγωγικό σημείωμα παραθέτει το Κώστας Κωστής.
Στο ογκώδες αυτό πόνημα των επτακοσίων πενήντα και πλέον σελίδων, η Ναταλί Κλαϊέρ καταλήγει σε κάποια συμπεράσματα. (σελ 625-635) Αυτά σας παρουσιάζουμε σήμερα, αυτούσια αλλά και σε μια σύντομη σύνοψη.

  1. Η συγγραφέας ευθύς εξαρχής συνδέει τον αλβανικό εθνικισμό με την υποχώρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στα πλαίσια της σύστασης των άλλων βαλκανικών κρατών.
  2. Αν και δεν τον θεωρεί όψιμο, δεν τον χρονολογεί ως παλαιότερο των μέσων του 19ου αιώνα.
  3. Τις αιτίες καθυστέρησής του τις αποδίδει α) στην περιορισμένη οικονομική ανάπτυξη β) στην απουσία διεισδυτικού επικοινωνιακού δικτύου γ) στο μεγάλο ποσοστό αναλφαβητισμού δ) στην ανεπαρκή παιδεία ε) στην απουσία κράτους που να καλλιεργεί τον εθνικισμό και τον αλυτρωτισμό.
  4. Ωστόσο παραδέχεται ότι, “η ανάπτυξη της αλβανικής εθνικής ταυτότητας οφείλει πολλά στην πολιτική της ΑυστροΟυγγαρίας και της Ιταλίας και ακόμη και στην πολιτική των βαλκανικών χωρών....Η πολιτική των οθωμανικών αρχών διαδραματίζει επίσης, έμμεσα ή άμεσα, ένα ρόλο στην επικύρωση της αλβανικότητας, ακόμη και αν ο αλβανικός εθνικισμός αποτελεί δίκοπο μαχαίρι για την Αυτοκρατορία στα Βαλκάνια”.
  5. Θεωρεί την διετία 1896-1897 ως τη σημαντικότερη καμπή του αλβανικού εθνικισμού και το σημαντικότερο ντοκουμέντο της το πολιτικό μανιφέστο του Σεμσεντίν Σάμι Φράσερι “Η Αλβανία όπως ήταν, είναι και θα είναι”(1899) και όχι τον “Σύνδεσμο της Πρισρένης”(1878).
  6. Θεωρεί ότι ο αλβανικός εθνικισμός δεν είναι μέσα στις αιτίες της κατάρρευσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά μέσα στις συνέπειες. Πράγμα πολύ σημαντικό για να κατανοηθούν οι μηχανισμοί που τον πυροδότησαν.
  7. Η ιδιοτυπία του βρίσκεται στο ότι “αναπτύσσεται γύρω από τη γλώσσα και όχι από τη θρησκεία”... “...η γλώσσα, λένε ( οι αλβανιστές) ότι είναι η «έννοια του έθνους»”. Πρώτο καθήκον τους είναι η διάπλαση “μιας πρότυπης, εκλαϊκευμένης, ξεκάθαρης και ευπρόσιτης στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, γλώσσας. Στη συνέχεια εργάζονται για την εκμάθησή της και κατά γενικότερο τρόπο για την ίδρυση σχολείων”. Η προσπάθεια αυτή όμως, λέει η Κλαϊέρ, παρουσιάζει περιορισμένο δυναμισμό και μόλις το 1972, από το κομμουνιστικό καθεστώς, έχουμε μια “τυποποίηση” που επιβάλλεται “εκ των άνω”. Ιδιαίτερα προβλήματα στην τυποποίηση δημιουργούν τα πολλαπλά αλφάβητα.
  8. Ο αλβανικός εθνικισμός έχει κοιτίδα τον μπεκτασισμό. Για τον λόγο αυτό ευδοκιμεί στο Νότο και όχι στον σουνιτικό βορρά (Γκέκηδες). Ωστόσο, επειδή υπάρχει πολυθρησκευτικότητα, καταφεύγουν, εκτός από τη γλώσσα, “στη γενική έννοια περί προγόνων, ή περί του κοινού αίματος, κοινών παραδόσεων και ενδεχομένως εδάφους”. «Ο Αλβανός είναι πάνω απ' όλα Αλβανός και μετά μουσουλμάνος, ορθόδοξος ή καθολικός», «η θρησκεία των Αλβανών είναι ο αλβανισμός» είναι τα συνθήματά τους. Ο “άθρησκος” αυτός εθνικισμός των μπεκτασίδων διαρκεί, λέει η Κλαϊέρ, και κυριαρχεί. Δεν αποκλείει όμως κι άλλες “θρησκευτικές” εκδοχές. “Σταδιακά, λέει η συγγραφέας, από ένα ετερόδοξο μυστικιστικό Ισλάμ που είναι ο μπεκτασισμός, διαμορφώνεται ένας εθνικός μπεκτασισμός”. «Έχουμε όλοι τον ίδιο Θεό», είναι μια φράση που ακούγεται ακόμη και σήμερα συχνά από τους Αλβανούς. Όμως οι εθνικιστές μπορούν επιπρόσθετα να υπενθυμίζουν στους αδελφούς τους ότι οι Αλβανοί στο παρελθόν ήταν όλοι τους μέλη της ίδιας θρησκευτικής κοινότητας. Ανάλογα με την τάση τους, ορισμένοι επικαλούνται την αρχαία θρησκεία των Πελασγών και άλλοι τη χριστιανική θρησκεία.
  9. Την αυτοχθονία και την καταγωγή από τους Πελασγούς («το αρχαιότερο έθνος της Ευρώπης») την αντιπαρατάσσουν στον κίνδυνο να υπαχθούν στην ανταλλαγή των πληθυσμών και να απωθηθούν στην Ασία.
  10. Πρωταρχική “πηγή” της σύγχρονης αλβανικότητας είναι οι Ουνίτες Αλβανοί της Ιταλίας, αφού εκεί η αλβανικότητα προηγείται χρονικά. Ουνίτες είναι οι καθολικοί που διατηρούν το ορθόδοξο τυπικό. “Αυτή όμως η συνάρτηση μεταξύ αλβανικότητας και ελληνικότητας, η συγγραφέας παραδέχεται, είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και μπορεί να κυμαίνεται από την συγχώνευση μέχρι την πλέον καθοριστική αντίθεση”.Τα υπόλοιπα μπορεί ο αναγνώστης να τα διαβάσει στο κείμενο το οποίο και παρατίθεται αυτούσιο.

Εγώ θα ήθελα να επισημάνω ότι, η Ναταλί Κλαϊέρ στο “αλβανικό ζήτημα” δεν είναι καθόλου φιλική προς τις ελληνικές απόψεις, τις οποίες, ούτε λίγο ούτε πολύ, θεωρεί κι αυτές “εθνικισμό”. Είναι της σχολής που ισχυρίζεται ότι τα έθνη είναι κατασκευές, ότι δεν είναι δομές ταυτοτητο-ποιητικών παραδόσεων και, ως εκ τούτου, πρόκειται για ένα είδος “εκτεταμένης κοινωνικής και πολιτικής απάτης”(ο όρος δικός μου). Δεν συμφωνώ μαζί της ως προς την γενική ισχύ του θεωρήματός της. Υπάρχουν έθνη κατασκευές και απάτες αλλά δεν είναι όλα τα έθνη κατασκευές και απάτες. Αρχαία έθνη, όπως το ελληνικό, το κινέζικο ή το εβραϊκό, δεν είναι κατασκευές και απάτες και δεν θα μπορούσαν να είναι.

Δεν είναι το ελληνικό έθνος κατασκευή του κράτους γιατί δεν εξηγείται έτσι πώς ένας λαός εξεγείρεται ενάντια σε όλους και χωρίς να υπάρχει κράτος να καλλιεργήσει τάχα τον εθνικισμό που δημιουργεί το κράτος. 


Αυτό που Κλαϊέρ λέει “εθνικισμό”, στο ελληνικό παράδειγμα υπάρχει πολύ πριν από το κράτος και είναι αυτό που δημιουργεί το κράτος. Αντίθετα στο “αλβανικό παράδειγμα” (εγώ θεωρώ ότι πρέπει να το λέμε όπως λέγεται: σκιπητάρικο) ο εθνικισμός είναι εισαγόμενος, από την Ιταλία και την ΑυστροΟυγγαρία, είναι κατασκευασμένος, από τους έξω, για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της οθωμανικής κατάρρευσης και, από τους μέσα, για να μην υπαχθούν στην ανταλλαγή των πληθυσμών και βρεθούν στην Ασία χωρίς πατρίδα.  

Υπάρχουν βέβαια και άλλες διαφωνίες πάνω στα καίρια ζητήματα: τι είναι το έθνος, ποιος είναι ο ρόλος της θρησκείας και της γλώσσας σ' αυτό, αν η καταγωγή του "αίματος" είναι σε θέση να διαμορφώσει ταυτότητα κλπ. Γι' αυτά έχουν γράψει σοφότεροι και έχουν αναλύσει λεπτομερώς την ελληνική αντίληψη περί έθνους αντιπαραθέτοντάς την στις διάφορες ευρωπαϊκές που είναι τέσσερις τον αριθμό. (κλικ εδώ), (εδώ) και (εδώ)
Η δική μου συνεισφορά στην αρβανίτικη αυτοσυνειδησία έγκειται στο ότι εφήρμοσα αυτές τις θεωρίες στην περίπτωση των Ελλήνων Αρβανιτών. Βρίσκεται δημοσιευμένη:

α) Στο πόνημά μου που εκδόθηκε το 2014, από τις Εκδόσεις Αλφειός, Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες-Θαυμαστά στοιχεία της Αρβανίτικης Στρατιωτικής Παράδοσης των Ελληνικών Κοινών.

β) Στα κάτωθι κείμενα που δημοσιεύονται στην παρούσα ιστοσελίδα: