Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Του Μπράτση, [Κλέφτικο τραγούδι για τον αδελφό του Γιάννη Μπουκουβάλα]

Χάρτης της περιοχής της Τανάγρας όπου αναγράφονται τα παλιά και ένδοξα ονόματα των χωριών της.
[Ευχαριστίες στον ερευνητή Παναγιώτη Δριχούτη από το Μπράτση (Τανάγρα), στον οποίο οφείλουμε τον χάρτη] 



Στους Παράξενους Φτωχούς Στρατιώτες παραθέτουμε μια σειρά στοιχείων για την ιστορία των χωριών της νότιας Βοιωτίας, τα ονόματά τους και την καταγωγή τους. Στα πλαίσια αυτά δημοσιεύτηκε, για πρώτη φορά μετά την πρώτη του έκδοση, το κάτωθι Κλέφτικο τραγούδι για τον Μπράτση, τον αδελφό του καπετάνιου Γιάννη Μπουκουβάλα. 

Το τραγούδι αυτό έτσι όπως θησαυρίστηκε τότε -λιγότερα χρόνια από την εποχή των Κλεφτών και περισσότερα χρόνια από εμάς, σήμερα- έχει τεράστια σημασία για την κατανόηση πολλών και διαφορετικών πραγμάτων.
Εδώ σήμερα θα σταθούμε στα συμπεράσματα που βγαίνουν για την καταγωγή του ονόματος "Μπράτση", το οποίο, έφερε κάποτε χωριό του νυν Δήμου Τανάγρας και μετονομάστηκε, στα πλαίσια της "ελληνοποίησης" τάχα τούρκικων ονομάτων, σε "Τανάγρα". 

1. Μπράτσης, λοιπόν, στην εποχή των Κλεφτών ήταν πρόσωπο. Και μάλιστα αδελφός γνωστού καπετάνιου, του Γιάννη Μπουκουβάλα. Έδρασε σε συγκεκριμένες περιοχές που αναφέρονται και πολέμησε μαζί με γνωστούς και ξακουσμένους Κλέφτες. Δεδομένου ότι τα δημοτικά τραγούδια είναι κάτι σαν τις αρχαίες επιγραφές, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις πληροφορίες τους. Αντίθετα πρέπει να τις πάρουμε πολύ στα σοβαρά ακόμη κι αν συνυπολογίσουμε ότι εμπεριέχουν και κάποια δόση, μικρή ή μεγάλη, θρύλου. 
Το γεγονός επίσης ότι στις τούρκικες απογραφές αναφέρονται, στην εν λόγω περιοχή και επί τρεις σχεδόν αιώνες, δύο οικισμοί με το ίδιο επίθετο και τα μικρά Λιόσας και Θόδωρος, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για φάρα Αρβανιτών Στρατιωτών "προνοιασμένων" στην περιοχή -με ιδιαίτερη στρατιωτική σημασία, όπως εξηγήσαμε στο βιβλίο- και με συγκεκριμένα αμυντικά καθήκοντα. Από τους δύο οικισμούς, ο ένας εξαφανίστηκε, όταν οι συνθήκες το απαίτησαν, και παρέμεινε ο άλλος. 
Άλλωστε και γειτονικοί οικισμοί, εγκαταλελειμμένοι, όπως "Ραπεντώσα", "Λυκούρεση", "Καπαντρίτι" "Μαζαραίκα", προέρχονται από επίθετα εγκατεστημένων, για αμυντικούς λόγους, Στρατιωτών, ήτοι: Ραπεντώσας, Λυκούρεσης, Καπαντρίτης, Μαζαράκης (Μαζαρακαίοι-Μαζαραίικα).

2. Στο τραγούδι υπάρχει και κάτι ακόμα, ίσως εντυπωσιακότερο. Το ρήμα "μπρατσιάσθηκαν"! Από τα συμφραζόμενα καταλαβαίνουμε ότι σημαίνει "οχυρώθηκαν", "ταμπουρώθηκαν". Η σημασία αυτή ενισχύει την προφορική παράδοση που λέει ότι "μπράτσι" σημαίνει "βράχος". Υπό την έννοια αυτή, δεν έχουμε μόνο το όνομα ενός προσώπου και μιας φάρας αλλά και μια ισχυρή θεωρία για το πώς η φάρα απέκτησε το όνομά της. 
Η ίδια δε η γεωγραφία του χωριού παραπέμπει σε οχυρή , έναντι του κάμπου, αλλά και έναντι των διαβάσεων ("Σκάλα του Μπρατσού") θέση. Το ένα, δηλαδή, στοιχείο ενισχύει το άλλο και έτσι αποκλείεται να είναι και τα δύο λάθος. Είτε ο Στρατιώτης Θόδωρος οχυρώθηκε εκεί και πήρε το όνομα Μπράτσης επειδή "μπρατσιάστηκε", είτε το χωριό πήρε το όνομα από τον Μπράτση, ο οποίος δεν αποκλείεται να έφερε το όνομα από πριν και για άλλους λόγους. 

3. Ένα ακόμη στοιχείο που δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας είναι η χρήση του ονόματος "Αρβανίτες". Είναι η εποχή που οι εξισλαμισμένοι Αρβανίτες έχουν αρχίσει να ταυτίζονται με τους Τούρκους πλήρως. Έτσι βλέπουμε ότι "Τούρκος" και "Αρβανίτης" εναλλάσσονται για να δηλώσουν την ίδια έννοια. Είναι, ακόμη, η εποχή όπου η σχάση αυτή ανάμεσα στους χριστιανούς Αρβανίτες και τους εξισλαμισμένους Αρβανίτες επιτάσσει, προκειμένου να μη γίνονται συγχύσεις, οι πρώτοι να μην δηλώνονται επίσης με τον ίδιο όρο. 
Αυτό τι μας δείχνει; Ό, τι πάει να θυμίσει Τούρκους εγκαταλείπεται, αποφεύγεται. Αν, λοιπόν, το "Μπράτσι" σήμαινε κάτι το τουρκικό, πιστεύω ότι θα είχε αντικατασταθεί από τότε. 

4. Μπράτσι ή Μπράτση; Έχοντας όλα τα παραπάνω υπόψη μας, θεωρώ ότι το Μπράτση γράφεται με ήτα, όπως και το Γουδή και το Γεραλή και το Δράμιση. 
Συνεπώς, για το Μπράτση ισχύει αυτό που αλλού έχω αναφέρει για το Δραμίση.  Η ιστορία, επί έξι αιώνες το έχει καταγράψει ως Μπράτση. Αυτό είναι το ιστορικό του όνομα! Η λήθη του ονόματος σημαίνει, εκ των πραγμάτων, και λήθη σημαντικού και ηρωικού κομματιού της ιστορίας του εν λόγω τόπου. "Τανάγρα" σημαίνει πολλά και διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα αλλά δεν σημαίνει τίποτα για τον συγκεκριμένο χωριό του οποίου οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν εκεί στα τέλη του 14ου αιώνα. Όσο πιο γρήγορα γίνει κατανοητό αυτό τόσο πιο γρήγορα οι νεώτεροι άνθρωποι, χωρίς τουρκοφοβικά συμπλέγματα, θα στραφούν στην έρευνα και στην αυτοκατανόηση της ταυτότητας και της ιστορίας  τους που όπως βλέπουμε συνδέεται με εξόχως ηρωικές στιγμές του Γένους. 

Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




Του Μπράτση*
(αδελφός του Γιάννη Μπουκουβάλα)


Να 'μουν μια πετροπέρδικα στα πλάγια του Πετρίλου
Να σκόνομαι 'πο το ταχύ δυο ώραις να ξημερώση
Ν' ακουρμενώ τον πόλεμο πώς πολεμούν οι κλέφταις
Οι κλέφταις κ' οι αρματωλοί και ο Γιάννης Μπουκουβάλας
Στον πάτω στα Κουμπουριανά εις την απάνω χώρα
Ο Μιτσοχούσης κλείστηκε μέσα στην Παναγία
Γιωργαϊτούτσης χούγιαξε τ' Αλέξη Δραγονάκη
Βάλε φωτιά στην εκκλησιά κάψε την Παναγία
Χίλια φλωριά να της χρωστώ και χίλια να την φτιάσω
Ο Μπουκουβάλας χούγιαξε του Γιώργου του Χαϊτώτη
Τον λόγο δεν απόσωσε τον λόγο δεν ακούει
Βλέπουν τους Τούρκους 'πο φευγαν, βλέπουν τους Αρβανίταις
Σαν έκαμαν και χύθηκεν ο Γιάννης Μπουκουβάλας
Και κάνουν τον κατήφορο και 'παν κατά το γεφύρι
Κ 'οι κλέφτες πάνε από κοντά ο Καπετάν Γιάννης
Και πάνε και μπρατσιάσθηκαν στον Κόρακα στην άκρη
Πιάνουνε Τούρκους ζωντανούς και Τούρκους σκοτωμένους
Ο Μπράτσης εσκοτώθηκε αδελφός του Καπετάνου
Και οι Τούρκοι πέρα επέρασαν και 'παν στη Βρεστενίτσα
Στη Βρεστενίτσα δεν εστάθηκαν και τράβιξαν στην Άρτα
Και οι κλέφται 'παν από κοντά και ο Καπετάν Γιάννης
Και κάνουν τον κατήφορο και πάνε μες του Πέτα
Βλέπουν τους Τούρκους 'πο φευγαν βλέπουν τους Αρβανίταις
Και πήγανε και κλείστηκαν ανάμεσα στην Άρτα.



* Περιοδικό “Πανδώρα”, Τόμος Ε', Φυλλάδιο 106, Αύγουστος 1854

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

Οι Δροσουλίτες-Αρβανίτες του ΧατζηΜιχάλη Νταλλιάνη

Hatzimichalis Dalianis.JPG

Ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης γεννήθηκε το 1775 στο Δελβινάκι της Ηπείρου και το πραγματικό όνομά του ήταν Μιχαήλ Χρήστου. Το «Νταλιάνης» είναι παρατσούκλι, στα αρβανίτικα σημαίνει ο λεπτός και ψηλός άντρας – ο Καραϊσκάκης ονόμαζε «νταλιάνα» το μακρύκανο ντουφέκι του. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη, όπου μορφώθηκε και ασχολήθηκε με το εμπόριο των καπνών, από το οποίο απέκτησε σημαντική περιουσία. Μετά τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία το 1816, εργάστηκε δραστήρια για την προετοιμασία της Επανάστασης.
Ο χρόνος άφιξής του στις επαναστατημένες ελληνικές επαρχίες δεν είναι επακριβώς γνωστός. Γνωρίζουμε ότι το 1825 χρηματοδότησε με προσωπικά κεφάλαια και τέθηκε επικεφαλής σώματος «ατάκτου» ιππικού, με το οποίο διακρίθηκε στις μάχες εναντίον του Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο. Διακρίθηκε ιδιαίτερα, μαζί με τον Υψηλάντη και τον Μακρυγιάννη, στη μάχη των Μύλων (13 Ιουνίου 1825), που έσωσε την πόλη του Ναυπλίου, και στις μάχες της Πιάνας και της Δαβιάς Μαντινείας (12 και 14 Αυγούστου 1825) με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Στις αρχές του 1826 σε συνεργασία με τον Νικόλαο Κριεζώτη και τον Βάσο Μαυροβουνιώτη, συμμετείχε στην εκστρατεία του Λιβάνου (τέλη Φεβρουαρίου-25 Μαρτίου), με σκοπό την ενίσχυση του τοπικού εμίρη Μπεσίρ, ο οποίος είχε την πρόθεση να εξεγερθεί εναντίον του Σουλτάνου. Από το 1924 είχε ζητήσει τη βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά εκείνη δεν είχε ανταποκριθεί λόγω της έλλειψης χρημάτων και των εμφυλίων διενέξεων. Έτσι, οι εν λόγω καπεταναίοι ενήργησαν αυτοβούλως κατά το «πρωτεύθυνον» και το «αυτεξούσιον», για τα οποία θα μιλήσουμε κι αλλού. Ο Μπεσίρ, όταν διαπίστωσε ότι η εκστρατεία δεν είχε κάλυψη από την ελληνική κυβέρνηση, αρνήθηκε τη συνεργασία των Ελλήνων αγωνιστών, οι οποίοι, αφού λεηλάτησαν τα περίχωρα της Βηρυτού, αποφάσισαν να επιστρέψουν άπρακτοι στην Ελλάδα.
Μετά την επιστροφή του, έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Καραϊσκάκη στη βορειοδυτική Αττική εναντίον των τουρκικών φρουρών, που προορίζονταν για την ενίσχυση της πολιορκίας της Ακρόπολης, και στη συνέχεια, συμμετείχε στην προσπάθεια του Καραϊσκάκη να βοηθήσει τους πολιορκημένους στην Ακρόπολη Έλληνες. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη (23 Απριλίου 1827) πήγε στην Κρήτη και από τη Γραμβούσα, όπου αποβιβάστηκε στις 5 Ιανουαρίου 1828 με σώμα πεζών και 100 ιππέων, μετακινήθηκε στα Σφακιά στις αρχές Μαΐου. Στις 18 Μαΐου έπεσε μαχόμενος στο Φραγκοκάστελο.

Την παρακάτω δημοτική έμμετρη αφήγηση την οφείλουμε στον Γ. Βλαστό,  [Ήθη και έθιμα των Κρητών]. Αναδημοσιεύεται στο Ο πολέμαρχος Χατζημιχάλης Νταλιάνης, (Αλεξάνδρεια, 1950) του μητροπολίτου Ερμουπόλεως (Αιγύπτου), Ευαγγέλου, σελ 199.

Αφουγκραστείτε να σας πω ούλοι μικροί μεγάλοι
πώς πολεμά o Μουσταφάς με το Χατζή Μιχάλη.
Έπιασαν οι Γκραμπουσιανοί και γράψαν και ζητούνε
Ατλήδες[1] απού το Μωρηά πολλοί να κατεβούνε.
Κι επέψαν γράμμα του Χατζή του Στερεολλαδίτη
να πρεμαζώξη[2] τσ’ άντρες του να κατεβή στη Κρήτη.
Στ’ Ανάπλι μονομέριασε[3] τριακόσιους δυο ατλήδες
στην Κρήτη για να καταβή απού ’ν οι Μισερλήδες[4]
Κι εδιάλεξε ’τση Ρούμελης άντρες και παλληκάρια
κι απής[5] τση μονομέριασε τσ’ έβαλε στα καράβια.
Πάει και ξεβαρκάρει ’τση στη λεύθερη Γραμπούσα
κι ερώτα τση Γραμπουσιανούς αν έχουσι μπαρούθια.
—Εμείς μπαρούθια έχουμε, βόλια να πολεμούμε,
άλογα μόνο θέλουμε και τση στερηά να βγούμε.
Μα πάλι δεν επίστεψε κι εμπήκε στα καΐκια
και ξεβαρκάρει στο Λουτρό να μάθη την αλήθεια.
Κι ευρίσκει ’κεί τση Σφακιανούς κι όσ’ ήταν ανδριεμένοι
κι όσ’ ήταν εις τον πόλεμο περίσσια τιμημένοι.
—Ελάστε σεις οι Σφακιανοί και να ’ρθουν κι οι Ριζίταις
να πάμε να σηκώσωμε και τση Κατωμερίταις.
Ελάστε σεις οι Σφακιανοί μπρόβολα[6] παλληκάρια
να πολεμούμε την Τουρκιά κι αφήτε τα κοπάδια.
Και ο Πασάς ως τ’ άκουσε πολλά του βαρεφάνη
στο Κάστρο κ’ εις το Ρέθυμνος γραφή πιάνει και κάνει.
—Ελάστε σεις οι Καστρινοί κ’ εσείς οι Ρεθεμιώταις
επά στον Αποκόρωνα που ’μαι με τση Χανιώταις.
Πρεμαζωχτήτε τση Τουρκιάς μπρόβολα παλληκάρια
να πάμε να τση σφάξωμε να πιάσουν τη Μαδάρα[7]
Να πάμενε εις τα Σφακιά να κάμωμε ένα χάλι
να δω πως θα τα βγάλουμε με το Χατζημιχάλη.
Γη[8] στη Μαδάρα να χαθή, γή στο γιαλό να πέση
γη να τονε σκοτώσωμε σαν ήρθενε πεσκέσι.[9]
Κι ο Κεχαγιάς[10] του, τον γροικά γυρίζει και του κάνει:
—Δεν φεύγει Μουσταφά πάσα γιατί είναι παλληκάρι,
δεν είναι αυτός Λαζόπουλος[11] να πιάση τη Μαδάρα
μόνο ’νε από τη Ρούμελη και σέρνει παλληκάρια,
μ’ αυτά τα Ρουμελόπουλα είν’ άντρες τιμημένοι
και θα μας εσκοτώσουνε, κι ας είμεθα ’γνοιασμένοι.
—Σώπασε… μη μου τση ’παινάς εξήντα καβαλλάρος
μα ’γώ σαλάτα τρώγω τση, ως τρων τση ψαρογάρους.[12]
Μονομεριάζει η Τουρκιά και κάνει μια κολώνα[13]
να πάνε να πατήσουνε τω Σφακιανώ τη χώρα.
Πάνε μονομεριάζουνε στ’ Ελληνικές καμάραις
κι οι Χριστιανοί κατέβαιναν και πιάνουν τση Μαδάραις.
Κι ο Κυριακούλης[14] έλεγε απού ’τον αντρειωμένος
κ’ ήτουνε κ’ εις τον πόλεμο άξιος και τιμημένος.
—Αρπάξετ’ ούλοι τα σπαθιά τ’ άρματα και μαχαίρια
να πάμε να μουντάρουμε[15] εις της Τουρκιάς τ’ ασκέρια
μπορέτως[16] τσ’ αλαργάρουμεν[17] έξω απού τα ταμπούρια.
Και όντεν[18] εκαταβαίνανε στ’ Άσκύφου στα μουράγια[19]
ο κόσμος ελουλούδιζε Τούρκικα μπαϊράκια.
Σαν τα είδασιν οι Σφακιανοι είπαν μικροί μεγάλοι
—Χατζή μην πας στον πόλεμο γιατ’ είσαι η κεφαλή μας
κι άνε και σε σκοτώσουνε χάνουμε τη ζωή μας.
Την όρεξί σου φύλαγε και τη καβαλλαρία
ώστε να πάμε την Τουρκιά σε άλλην επαρχία,
που να ’χη κάμπο γι άλογα και ρίζα για παιχνιώταις[20]
για την καβαλλαρία σου τση ξακουστούς Στραθιώταις.192
Έπα[21] στο Φραγκοκάστελλο στενός σούνε ο τόπους,
κι αν δεν λυπάσαι το Χατζή, λυπήσου σκιάς[22] τσ’ ανθρώπους.
—Μα μια φορά γεννήθηκα και μια θε να πεθάνω,
και μια θα τονε στερηθώ τον κόσμο τον απάνω.
Εδώ οπού βρεθήκαμε τον πόλεμο θα κάμω,
κι αν με σκοτώσουν σήμερο σαν άντρας θ’ αποθάνω.
Κι αν με σκοτώση ο Πασάς, κόβγει την κεφαλή μου,
και τήνε πάει στα Χανιά και παίρνει την τιμή μου.
Πάλι και τον σκοτώσω εγώ, κόβγω την κεφαλή του,
και τήνε πέμπω στο Μωρηά και παίρνω την τιμή του.
Σελλώσετέ μου τ’ άλογο στον πόλεμο ν’ αράξω[23]
να πάω να βρω τον Μουσταφά και σκλάβο να τον πιάσω.
Και κάνει παρακάλεση, και κάνει το σταυρό του
και πιάνει τ’ αλαφρό σπαθί κρεμνά το στο λαιμό του.
Πιάνει και τα πιστόλια του στη μέση του τα βάνει,
σαν πολέμαρχος δεν δειλιά κι αν ήθελε αποθάνει.
Και όντας εκαβαλλίκεψε έκλαψε τ’ άλογό του
και τότε δα το γνώρισε δεν ήτο για καλό του.
Και δίδει τη διαταγή εις την καβαλλαρία
—Σήμερα θα την δείξωμε, αδέρφια, την αντρεία!
Κι αν βγούμε απού τον πόλεμο, παιδιά μου, κερδεμένοι,
στση Κρήτης ούλο το νησί Τούρκος δεν απομένει.
Πάλι κι αν σκοτωθούμενε την σημερινή ημέρα,
θα μάσε ’μνημονεύγουνε τση Κρήτης τα Καστέλλια.
Δίδει βιτσιά του μαύρου του στην πόρτα ξεπορτίζει
και πιάνονται με την Τουρκιά κι ο πόλεμος αρχίζει.
Στην λύσσα την πολεμική και την φωθιά την τόση,
απ’ όλους που λαβώθηκαν κάνεις δεν θα γλυτώση.
Σαν τρία κάρτα εβάσταξε μα ήτανε δυο ώραις.
κανείς Τούρκος δε γύριζε στση βουλισμέναις[24] χώραις.
Στην μια μεριά τα άλογα, στην άλλην οι σκοτωμένοι
δεμένοι με τση ζώνες των εχάθηκαν οι ξένοι.
Και μετρηθήκαν οι Ρωμηοί κι έλειπαν διακόσοι,
κι οι Τούρκοι μετρηθήκανε κι έλειπαν οκτακόσιοι.
Χατζή Μιχάλης φώναξε που τη ψαρή φοράδα:
—Πρόβαλε, Μουσταφά πασά, κοντά στην ευγοράδα[25]
μη χώνεσαι σαν αλουπού ’που πίσω απού τ’ ασκέρι
έλα κοντά μου σίμωσε κι η μοίρα ό,τι φέρει.
Μια μπαλωθιά του παίζουνε[26] στο μαρμαρένιο μπέτη[27]
μα κείνος δεν τήνε ψηφά σαν παλληκάρι στέκει.
Και σέρνει το σπαθάκι του και μπαίνει στο ντουμάνι
και την Τουρκιά εσάστισε τον πόλεμο που κάνει.
Δεύτερη μπάλα[28] παίζουν του και στο μερό του δίδει,
μα κείνος δεν τήνε ψηφά κι οπίσω δεν γυρίζει.
Καστίζει[29] την φοράδα του και πάει σ’ ένα κάρτο,[30]
κι όντιμος[31] βρίσκει σφαλιχτό το βουλιασμένο[32] κάστρο.
—Μα δα που σ’ ηύρα σφαλιχτό, πειο σου να μην άνοιξης!
για δεν ευρέθηκ’ ανθρωπος όξω να μου βοηθήξη
Και παίζουνσιν του κι άλλη μια δίδουν του στη μασέλλα,[33]
και εκείνη τον εγκρέμισε απάνου από τη σέλλα.
—Μα ελάστε σεις οι Σφακιανοί απού ’στε παινεμένοι
να κάνετε τα δίκηα μου ταχυά το μεσημέρι.
Τότες γιουρούντισ’[34] η Τουρκιά την κεφαλή του έκοψαν
για να την πάνε του Πασσά να τώνε δώση γρόσια.
Κι ο Μουσταφάς ως τ’ άκουσε πολύ του βαρεφάνη
γιατί να τονε σφάξουνε απού ήτον παλληκάρι.
Κι αν ήθελε γιατρεύγεται, ήθελε τονε γιάνει,
γιατ’ ήτο συντοπίτης του άντρας και παλληκάρι.
Μ’ ακόμη και το σήμερο στης Δεκαφτά του Μάι
ούλο τ’ ασκέρι φαίνεται με το Χατζή Μιχάλη.
Και πολεμούν στα σύννεφα κι ακούγοντ’ οι μπουρμπάδες[35]
φωνές κι αλογοπεταλιές στου Καστελλιού τση μπάντες.
Ούλοι οι αλαφρόστρατοι θωρούν τση και τρομάζουν,
μα κείνοι Θιός συγχωρέσει των κανένα δεν πειράζουν».
Άραγες κι είντα θέλουσι κι είντα μας εθυμίζουν;
Αυτούς που σφάχτηκαν εκειά και τα βουνά ραΐζουν.

[1]. Ατλήδες=ιππείς.
[2]. Πρεμαζώξει=συλλέξει.
[3]. Μονομέριασε=συγκέντρωσε.
[4]. Μισερλήδες=Αιγύπτιοι.
[5]. Απής=ευθύς.
[6]. Μπρόβολα=εκλεκτά, άξια.
[7]. Μαδάρα=τόπος ορεινός
[8]. Γη=ή.
[9]. Πεσκέσι=δώρον, προσδοκία.
[10]. Κεχαγιάς=οικονόμος, επίτροπος,
[11]. Λαζόπουλος=Ελλαδίτης που επιχείρησε αποτυχημένη επανάσταση.
[12]. Ψαρογάρος=σαρδέλλα.
[13]. Κολώνα=στρατιωτικό σώμα.
[14]. Κυριακούλης (Άργυροκαστρίτης), εκατόνταρχος και υπασπιστής του Χατζή Μιχάλη.
[15]. Μουντάρω=εφορμώ.
[16]. Μπορέτως=δυνατόν.
[17]. Αλαργάρω=απομακρύνω.
[18] Όντεν=όταν.
[19] Μουράγιο=τείχος, κρηπίδωμα.
[20] Παιχνιώτης=αυτός που κάνει ελιγμούς.
[21]. Έπα=εδώ.
[22]. Σκιάς=τουλάχιστον.
[23]. Αράζω=πηγαίνω.
[24]. Βουλισμένη=κατεστραμμένη.
[25]. Ευγοράδα=εμφανές μέρα, τα ανοικτά.
[26]. Μπαλωθιά=τουφεκιά.
[27]. Μπέτη=στήθος.
[28]. Μπάλα=σφαίρα, οβίδα.
[29]. Καστίζω=μαστιγώνω.
[30]. Κάρτο=μικρή είσοδος φρουρίου.
[31]. Όντιμος=οπότε.
[32]. Βουλιοσμένο=κατηραμένο, αναθεματισμένο.
[33]. Μασέλα=σιαγών.
[34]. Γιουρουντίζω= κάνω έφοδο (γιουρούσι).


Αποτέλεσμα εικόνας για χατζημιχάλης νταλιάνης

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

«Τον καιρό των Λιάπηδων» στη νήσο Κέα



Στο προηγούμενο κείμενο του μητροπολίτη Ερμουπόλεως Αιγύπτου, Ευαγγέλου, μάθαμε για την παράξενη εκείνη εκστρατεία του Χατζημιχάλη Νταλλιάνη στο Λίβανο.
Εκεί αναφέρονται, με διάθεση υπερασπιστική, τα έργα και οι ημέρες των "Λιάπηδων", των  αρβανίτικων στρατευμάτων του Νταλλιάνη, στη νήσο Κέα(Τζιά), η οποία, είχε οριστεί ως σημείο συνάντησης και βάση εξόρμησης της εκστρατείας. 
Συγκεκριμένα απαντάει στον Ι.Ν. Ψύλλα, συγγραφέα της Ιστορίας της Νήσου Κέας  και στις δικές του απαξιωτικές αναφορές για τους "Λιάπηδες". 
Βρήκαμε το σχετικό κείμενο και το παραθέτουμε αυτούσιο για να υπάρχει πλήρης η εικόνα της συζήτησης που διεξήχθη μεταξύ των δύο  και με χρονική διαφορά τριάντα ετών.
Το κείμενο του Ι.Ν Ψύλλα, όμως, έχει ακόμη κάτι πολύ ενδιαφέρον. Τον έρωτα του άλλου σπουδαίου καπετάνιου, του Βάσου Μαυροβουνιώτη με την Ελένη, την Ηπειρωτοπούλα που είχε καταφύγει στην Κέα. 
Ήταν τόσο δυνατό το αίσθημα αυτό ανάμεσά τους που η Ελένη ακολουθεί τον καπετάνιο στις μάχες, παίρνοντας τη θέση της δίπλα στη Μαριώ του Καραϊσκάκη και τις Σουλιώτισσες, αλλά και δίπλα στην Ασήμω του Θεοχάρη και την "περατιανή παπαδιά"  που έχουμε γράψει αλλού.








Παρέκβαση: 
Στο σημείο αυτό παρεμβάλλουμε αυτούσιο το κείμενο του Ν. Σπηλιάδου, στο οποίο αναφέρεται ο Ψύλλας, από τις σελ. 512 & 513 του Β' τόμου των Απομνημονευμάτων,  Αθήνησι, 1851 εκ του τυπογραφείου Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, (παρά τη Πύλη της Αγοράς, αριθμός 420)







Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Ο ΧατζηΜιχάλης Νταλλιάνης με τους Αρβανίτες του στο Λίβανο & τη Συρία [1826]





Με τον ηρωικό Χατζημιχάλη Νταλλιάνη και τους "ξακουστούς Στραθιώτες" του, ασχολήθηκα λιτά και ουσιαστικά στους δικούς μου Παράξενους Φτωχούς Στρατιώτες, για να δείξω ότι η αρβανίτικη στρατιωτική παράδοση διέρχεται μέσα από την Επανάσταση του '21 και φτάνει, φθίνουσα, μέχρι τον Β' παγκόσμιο πόλεμο. 
Ο Χατζημιχάλης και οι εξακόσιοι ιππείς του, πέφτουν ηρωικά στο Φραγκοκάστελο των Σφακίων [1828] αλλά δεν παραδίδονται. Την ηρωική αυτή μάχη μάς την παρουσιάζει εμμέτρως, ως συνηθίζεται στα πολεμικά κατορθώματα των Ελλήνων από αρχαιοτάτων χρόνων, ο ανώνυμος κρητικός ραψωδός και την διασώζει στη βιογραφία του Χατζημιχάλη, ο Μητροπολίτης Ευάγγελος.

Ήταν τότε που διάβασα για την εκστρατεία του Χατζημιχάλη Νταλλιάνη στον Λίβανο και εντυπωσιάστηκα. Έψαξα να βρω βιβλιογραφία για το θέμα ή μια βιογραφία του μεγάλου αυτού πολέμαρχου του ιππικού της Επανάστασης του 1821. Δεν βρήκα παρά μόνο το προαναφερθέν σύγγραμμα του Ευαγγέλου, Μητροπολίτου Ερμουπόλεως (Αιγύπτου), τυπωμένο στην Αλεξάνδρεια, το 1950, κι αυτό εξαντλημένο και σπάνιο. Ήμουν όμως τυχερός και "με τα πολλά" βρήκα ένα αντίτυπο στα παλαιοπωλεία. Πανάκριβο όμως το πήρα. Ότι δεν αξιώθηκε ακόμη ο πολέμαρχος, επιστήμονα ιστορικό βιογράφο. 
Εκεί βρήκα και τις σελίδες που αφορούν την εκστρατεία στον Λίβανο. Σήμερα τις παραθέτω.

Εκεί, εσύ αναγνώστη, θα βρεις πολλές αντιστοιχίες του τότε με το σήμερα. "Συμπτώσεις", θα σου πουν μερικοί. Βγάλε τα συμπεράσματά σου.
Για μένα, το εντυπωσιακό του θέματος βρίσκεται σε δύο στοιχεία:

α) Στην αντίληψη που είχαν, ακόμη και τότε, ότι, τα συμφέροντα της Ελλάδας εκτείνονται σε όλη τη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή. Έτσι, επιχειρούν να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στον Ιμπραήμ κοντά στα χώματα της Αιγύπτου, κοντά στη φωλιά του, την ώρα της Πολιορκίας του Μεσολογγίου. Έχουμε κι άλλο ένα παρόμοιο, από στρατηγική άποψη, περιστατικό, αν και πολύ μικρότερης κλίμακας. Είναι το εγχείρημα του Κανάρη να κάψει την  Αρμάδα της Αιγύπτου μέσα στην Αλεξάνδρεια. 

β)  Στην οργάνωση και στην εκτέλεση της εκστρατεία ανεξάρτητα από το μηδαμινό αποτέλεσμα στην επίτευξη του αντικειμενικού σκοπό της. Ο Χατζήμιχάλης, μισθώνει [πάει να πει, καλύπτει τα έξοδα σαν να ήταν το κράτος], δεκαοκτώ (18) Σπετσιώτικα καράβια και βάζει μέσα δυο χιλιάδες (2.000) άνδρες. "Βορειοηπειρώτες", τούς λέει ο Ευάγγελος κι ας είναι μέσα αρχηγοί σαν τον Βάσο Μαυροβουνιώτη και τον Νικόλαο Κριεζώτη. "Λιάπηδες" τούς λέει ο Ι.Ν.Ψύλλας στην ιστορία του για την Κέα, όπου τους βρίσκει ελλιμενισμένους πριν την εξόρμηση. Ο Ευάγγελος τους λέει "Βορειοηπειρώτες" γιατί ήδη έχουν βγάλει κακή φήμη οι ΤουρκΑρβανίτες. Οι Αρβανίτες αποποιούνται το όνομα, είτε ονομάζοντας εαυτούς σκέτο "Έλληνες" είτε επιτρέποντας στους άλλους να τους ονομάζουν "Λιάπηδες". Μερικοί καταχωρούνται με αυτή την "επαγγελματική" ιδιότητα ως επίθετο, στην ιστορία αλλά και στα μητρώα του νεαρού κράτους. Χίλιοι τέτοιοι "Λιάπηδες" βρίσκονται και στα Ψαρρά, στην ηρωική άμυνα του νησιού, 4 χρόνια πριν (Ιούνιο του 1824).  
Δεν πρέπει να μας διαφύγει της προσοχής μας και το άλλο εξίσου σημαντικό, ίσως  το σημαντικότερο. Την μεγάλη στρατηγική αξία του να υπάρχει και να περιπολεί μια τέτοια "αμφίβια", "πεζοναυτική", δύναμη στο Αιγαίο. Αρχαία κι αυτή εμπειρία στην ελληνική πολεμική παράδοση, που κρατάει από τους Αχαιούς, τους Αθηναίους, τους Ρωμιούς του Βυζαντίου, τους Αρβανίτες του "Ενετού" Κοριολανού Κίππικο, τον Νικοτσάρα και τέλος τον Χατζημιχάλη. Ύπαρχούσης μιας τέτοιας δυνάμεως στο κεντρικό Αιγαίο, όλο και κάτι μπορεί να αποκομίσει κανείς. Έτσι, σώζεται ο Φαβιέρος από το κάστρο της Καρύστου όπου είναι μπλοκαρισμένος και έτοιμος να παραδοθεί.

Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Μέγα  Σάββατο
7 Απριλίου 2018














Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Ο θρήνος [των Αρβανιτών] για την Κορώνη






Βαϊτίμι ι Κορόνι

Πέτκατ ε τε μίρατ τόνα
να για λάγμι τε Κορόνα
Κρίστιν να κέμι με νε
ω ε μπούκουρα Μορέ!
Τθελ τε πλιάστε με λιοτ ν'ντερ σι
να τ' λιπίσμ μόι Αρμπερί
Νταλλαντίσσε ε λιάρε-λιάρε
κουρ τε βίσσε  τι νιάτερ χέρε
βιαν τε βισσ τι τε Κορόνα
με νγκε τζιάν  τι σπιτ τόνα
με νγκε  τζιάν τρίμα χαντιάρ
πο νιε κιεν σε κιοφτ ι βραρ

Κουρ ου νίστιν γκιίτθ ανίτε
ε ντχέρατ ταν ικτίν κα σίτε
μπούρατ γκιτθ με νιε σερτίμ
τθρίτιν γκράτε με νιε βαλτίμ:

-Ντιλ ε χάνα τι Στιχί
όι Μορέ όι Αρμπερί!... 


Ο θρήνος για την Κορώνη

Τα πράγματα και τα καλά μας
εμείς τ' αφήσαμε στην Κορώνη.
Το Χριστό τον έχουμε μαζί μας,
αχ ωραίε μου Μοριά!
Βαθιά βαλαντωμένοι, με δάκρυα στα μάτια,
σε λυπόμαστε μωρ' Αρβανιτιά
Γοργό χελιδονάκι μου,
σαν έλθεις μιαν άλλη φορά,
σαν πας μες στην Κορώνη,
δεν θα' βρεις πια τα σπίτια μας
ούτε τα ωραία μας τα παλικάρια,
αλλά ένα σκυλί (τον Τούρκο)
που μακάρι να πέθαινε.
Όταν ξεκίνησαν τα πλοία
κι η γη μας έφυγ' απ' τα μάτια μας,
όλοι οι άντρες μ' έναν αναστεναγμό,
κι οι γυναίκες μ' ένα παράπονο
φώναζαν:
- Βγες να μας κατασπαράξεις,εσύ Στοιχειό,
Αχ Μοριά, αχ Αρβανιτιά!

Τραγούδι: π. Τζουζέπε Φαράκος, ουνίτης ιερέας
(42 χρ.)
Σαν Ντεμέτριο Κορόνε (Άγ. Δημήτριος Κορώνης) 
Επαρχία Κοσέντσα Καλαβρίας, Αύγουστος 1981

Έρευνα: Λάμπρος Λιάβας-Νίκος Διονυσόπουλος
Από τη συλλογή του
Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος
"Η ελληνική μουσική παράδοση της Κάτω Ιταλίας"
1983