Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Φωτάκου Απομνημονεύματα : Ο ΤουρκΑρβανίτης, οι ήρωες, τα λάφυρα



Τρεις φοβερές σκηνές από την Ελληνική Επανάσταση


Σε αυτό εδώ το μπλογκ συνεχίζουμε την προσπάθεια που ξεκίνησε με το βιβλίο Παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες - Θαυμαστά στοιχεία της Αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης των Ελληνικών Κοινών,  να φωτίσουμε, μεταξύ πολλών άλλων πτυχών, την καταγωγή των Αρματολών και των Κλεφτών και να τεκμηριώσουμε την ύπαρξη ελληνικής στρατιωτικής παράδοσης. 

Στα παρακάτω τρία μικρά κείμενα του υπασπιστού του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Φωτίου Χρυσανθοπούλου - Φωτάκου, φαίνεται η μακραίωνη αυτή παράδοση στον τρόπο που πολεμάνε οι Έλληνες.  Μπορεί κανείς να τη συγκρίνει και να την ταυτίσει εύκολα με παρόμοια περιστατικά που γίνανε στο Μοριά και πάλι, τέσσερις αιώνες πριν από παράξενους φτωχούς Στρατιώτες που και τότε υπερασπίζονταν την πατρίδα τους έναντι των Τούρκων. 



Απομνημονεύματα
περί της
Ελληνικής Επαναστάσεως
υπό
Φωτάκου
Πρώτου υπασπιστού
του
Θεοδώρου Κολοκοτρώνου

Αθήνησι
1858


Κείμενο 1ο

Πολιορκία των Πατρών

9 Μαρτίου 1822

«... διεδόθη αμέσως η είδησις εις τους Έλληνας ότι έφθασεν ο Κολοκοτρώνης.
Εκύτταξε καλά τον τόπον, εφώναξε τον σημαιοφόρον του Πλαπούτα όπου ήτον εκεί κοντά τον Σουμάνην Αλβανόν Τούρκον, ο οποίος είχεν, ως είπαμεν, έβγει πριν της αλώσεως της Τριπολιτσάς και έμεινε με τον Πλαπούταν ως σημαιοφόρος του. Τότε ο αρχηγός του είπε, Σουμάνη, θέλω να βάλης το μπαϊράκι σου εκεί όπου είναι το Γιουρούς μπαϊράκι το Τούρκικο` αυτός απεκρίθη πολλά καλά αρχηγέ και εκίνησεν.
Άμα έφθασεν εις την θέσιν όπου ήτο το Γιουρούς Μπαϊράκι, είπε του μπαϊρακτάρι του Τούρκου να φύγη από κει, διότι ο Σταυρός θα τον διώξη, είναι ο τόπους του και νικά` σου το λέγω τούτο, διότι είμαι κι εγώ Τούρκος και δεν επιθυμώ να σε βαρέσω, θέλω να φύγης να πας όθεν ήλθες. [οι υπογραμμίσεις του συγγραφέα]
Εις την μέσην των δύο σημαιοφόρων υπήρχε ξηρότοιχος, και πίσω από αυτόν εκρύβοντο Τούρκοι και Έλληνες και εκεί ήσαν κρυμμένοι και ωμιλούσαν και οι δύο σημαιοφόροι.
Ο σημαιοφόρος Τούρκος είπε του Σουμάνη, Άπιστε πώς έγεινες ραγιάς και ευρίσεσαι με τους απίστους! Ε, άφησε τώρα αυτά τα λόγια, θα σου πάρω το μπαϊράκι και χωρίς να χάση καιρόν κτυπά την Τουρκικήν σημαίαν και την ρίπτει χάμου και με το κοντάρι της σημαίας κτυπά τον Τούρκον, ο οποίος ευθύς έφυγε και ο Σουμάνης επήρε την θέσιν του...»


Κείμενο 2ο


Φωτάκος: Ο υπασπιστής του Γέρου, ο Τούρκος και τα κεφάλια των ηρώων

σελ. 249


Το περιστατικό γίνεται στην περιοχή των Δερβενακίων, τέλη Νοεμβρίου 1822, λίγες ημέρες πριν παραδοθεί το Ναύπλιο και καθώς ο Κολοκοτρώνης, μετά τη συντριβή του Δράμαλη, το πολιορκεί στενά και ταυτόχρονα με το κάστρο της Κορίνθου.
Στην περιοχή των Δερβενακίων είναι οχυρωμένοι πολλοί καπεταναίοι και ελισσόμενοι στην περιοχή προσπαθούν να εμποδίσουν τον εφοδιασμό του Ναυπλίου από την Κόρινθο

«..Μετά τον ερχομόν αυτών των δύο [του Δ. Τσόκρη και του Χατζη Χρήστου απ' το Στεφάνι και Μετόχι] έγεινε πόλεμος καλός και εστείλαμεν πολλούς Τούρκους εις τον Άδην` τους επήραμεν μπροστά, τους εκυνηγήσαμεν και τους ερρίξαμεν κατά την Κουρτέσαν όπου είχε έλθει το μεγάλο σώμα των Τούρκων και είχε βάλει τα κανόνια του δια να κτυπήση τους πύργους των Ελλήνων. Αλλά και αυτοί δεν ημπόρεσαν να κάμουν τίποτε, τους επήραμεν μπροστά και τους ερρίξαμεν όλους εις τον κάμπον της Κουρτέσας. Τότε ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη καβαλάρης εκυνήγησεν ένα Τούρκον χωρίς να γνωρίζη ότι αυτός είχε τα κεφάλια του Παππά Αρσένη και του Σπανού, τον εξεκάμπισε και τον εχώρισεν από τους άλλους Τούρκους καβαλαραίους` και αφού αδείασε τα πιστόλια του και δεν είχε πλέον τι να ρίξη ετράβηξε το σπαθί του δια να τον κόψη, τον εκτύπησεν, αλλά δεν ημπόρεσε να του κάμη τίποτε.
Ο Τούρκος τότε δια να σωθή άρχισε να πετά τα άρματά του, τα κεφάλια και ό,τι άλλο είχε δια να τον χασομερήση και ούτω εγλύτωσε και έπεσεν εις το σώμα το μεγάλο των Τούρκων.
Έπειτα ο υπασπιστής του αρχηγού επέστρεψε το πισάχναρο να ιδή τι επέταγεν ο Τούρκος και ηύρε τα πιστόλια του και τα δύο κεφάλια του Αρσένη και του Σπανού από τα μαλλιά ζευγάρι δεμένα, και χωρίς να καταβή έσκυψε και τα επήρε` διότι οι Τούρκοι τον έφερναν κατόπιν κυνηγώντες, τα δε πιστόλια του Τούρκου τα άφησε και επροτίμησε τα κεφάλια των ηρώων.
Τότε ήλθαν εις βοήθειάν του ο Λιάκος Κοσμόπουλος, ο Κότσος Βούλγαρης και ο Σπύρος Σπηλιωτόπουλος ο άλλος υπασπιστής του αρχιστρατήγου και άλλοι και τον εβοήθησαν και τον έσωσαν. Εκείθεν επήγε τα κεφάλια εις τον Άγιον Σώστην, όπου ήταν και τα σώματά των, και τους έγεινεν ο ενταφιασμός ένδοξος...»


Κείμενο 3ο


Φωτάκος: Για τα λάφυρα των πολέμων, την αμοιβή των Στρατιωτών και το εθνικό ταμείο

σελ. 256

Αφού έχει απαντήσει στις συκοφαντίες του Π.Π. Γερμανού και του Σπ. Τρικούπη, που ισχυρίζονταν ότι τα λάφυρα του Ναυπλίου τα ιδιοποιήθηκε ο Κολοκοτρώνης, αναλύοντας διεξοδικά και πειστικά πού ξοδέψανε τα πλούτη τους οι Τούρκοι της πόλης και επομένως η λαφυραγώγηση ήταν αναντίστοιχη της φήμης των θησαυρών, περνάει στο ζήτημα των λαφύρων και του δικαιώματος αυτού των Στρατιωτών και των Καπεταναίων.

«...Έπειτα από όλα ταύτα δια να ομιλήσωμεν με την γλώσσαν και ελευθερίαν εκείνης της εποχής όλοι όσοι έγραψαν είτε Απομνημονεύματα, είτε Ιστορίας της Ελλάδος φωνάζουν πολλάκις ότι τα λάφυρα τα κατεχράσθησαν οι καπεταναίοι και στρατιώται και δεν ωφελήθη ούτε λεπτόν το Εθνικόν Ταμείον. Δεν μάς λέγουν αυτοί οι κύριοι ποίον ήτον εις εκείνην την εποχήν το έθνος; ποίοι οι ταμίαι του; ποία τα στρατεύματά του και από πού αυτά επληρώνοντο; Οι μισθοί των στρατιωτών ήσαν τα λάφυρα και δια τούτο τους είδαμεν να τα μοιράζουν μεταξύ των καθώς εκυριεύσαμεν την Τριπολιτσάν, και εις το Δερβενάκι βλέπομεν πάλι τους στρατιώτας Λαστιώτας και Αλωνιστιώτας να μοιράζουν με το φέσι τα φλωριά. Ο στρατιώτης της επαναστάσεως όχι μόνον επήγαινεν ο ίδιος με τα άρματά του και με το ψωμί τους εις τον πόλεμον, αλλ' επλήρωνε και φόρον από τα κτήματά του δια να τρέφωνται και οι πολιτικοί` και έπειτα από όλα αυτά είναι τόσον σκληρός ο Ιστορικός μας [ο Σ. Τρικούπης] ώστε θέλει και την παληογούνα του Αγά, και το άλογό του και τα άρματά του τα βρεγμένα με τα αίματα να τα δώση ο πτωχός στρατιώτης εις το ανύπαρκτον εθνικόν Ταμείον. Τοιαύται απαιτήσεις τότε ημπορούσαν να γείνουν όταν υπήρχε κυβέρνησις και έτρεφε και εμισθοδότει τους στρατιώτας, μολονότι και τότε μετά κυρίευσιν φρουρίου οι στρατιώται έχουσι πάντοτε πολλά δικαιώματα δια τα λάφυρα...»

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Βενετία, 4 Οκτωβρίου 1511: Αναφορά των Στρατιωτών προς τον γαληνότατον ηγεμόνα και τους εκλαμπροτάτους Αυθέντας.

Βενετία, Άγιος Γεώργιος των Ελλήνων



Τη 4 Οκτωβρίου 1511 οι εν Ενετία Στρατιώται υπέβαλον εις το συμβούλιον των Δέκα αναφοράν, ήτις αυθημερόν εγένετο δεκτή, και ακυρωθέντων των κατά της ελληνικής εκκλησίας παλαιών δογμάτων, επετράπη εις το ελληνικόν γένος να θεμελίωση την επ’ ονόματι του πάτρωνος και οδηγού των Στρατιωτών αγίου Γεωργίου μέχρις του νυν διατηρουμένην ελληνικήν εκκλησίαν. Το πολύτιμον τού
το έγγραφον, το οποίον αναιδής αγνωμοσύνη διά λόγους αγνώστους μοι, παρέδωκεν εις λήθην, έχει ως εξής νυν πρώτον εξελληνιζόμενον. 

«Αναφορά των Στρατιωτών προς τον γαληνότατον ηγεμόνα και τους εκλαμπροτάτους Αυθέντας.

»Έκαστος πιστός χριστιανός χρεωστεί να προτιμά παντός άλλου την αγίαν θρησκείαν, θεραπεύων ταύτην πάση δυνάμει και επιμελεία ως αρχήν και θεμέλιον πάσης πράξεως και οδηγόν προς το ποθητόν τέλος της μακαριότητας. αλλ’ ημείς ελθόντες εις την χώραν ταύτην ως πολεμισταί και υπερασπισταί του ενδόξου υμών κράτους, και αγαγόντες οι πλείους τας γυναίκας και τέκνα, με την πρόθεσιν να ζήσωμεν μεθ’ ημών και αποθάνωμεν υπό την σκιάν των Υ. εξ. στερούμεθα εκκλησίας, ένθα συνερχόμενοι να προσφέρωμεν την οφειλομένην λατρίαν (latria) εις τον ημέτερον δεσπότην θεόν, και ακούωμεν την θείαν λειτουργίαν ελληνικώ τω τρόπω (more greco), καθότι η υφ’ υμών χορηγηθείσα εις το ημέτερον έθνος επί τοιούτω σκοπώ καπέλλα του αγίου Βλασίου είνε τόσον στενή και ανεπαρκής εις περιοχήν του πολυαρίθμου ημών γένους, ώστε ούτε εντός, ούτε έκτος δυνάμεθα να σταθώμεν. συγχρόνως δ’ εις τον σημειωθέντα τόπον αναμιγνύονται διάφορα γένη, γλώσσαι, φωναί και ιερουργίαι ελληνικαί και λατινικαί, επιφέρουσαι σύγχυσιν υπερβαίνουσαν την της Βαβυλωνίας, όταν ο κατά του αντάρτου Νεμρώδ παρωργισμένος Θεός συνέχυσε το ανθρώπινον γένος διά της διαιρέσεως των γλωσσών. όθεν ούτε οι λατίνοι εννοούσιν ημάς, ούτε αυτούς ημείς, μάλιστα ούτε εκείνοι ούτε ημείς συνεννοούμεθα προς αλλήλους. αν δ’ επιτρέπηται, δυνάμεθα να προσθέσωμεν ότι ούτε αυτός ο δεσπότης ημών θεός εννοεί τας δεήσεις ούτε ημών ούτε εκείνων, διά την επικρατούσαν σύγχυσιν και ανακάτωσιν.
»Στερούμενοι μάλιστα χώρου εις ταφήν των νεκρών, ως έχουσιν άπασαι αι εκκλησίαι, βλέπομεν τα οστά ημών αναμιγνυόμενα προς τα κόκκαλα των γαλεωτών, αχθοφόρων και παντός άλλου αχρείου ανθρώπου, εν τοιαύτη δε περιπτώσει θα επροτιμώμεν να μένωμεν άταφοι. οι ημέτεροι νεκροί, χωννόμενοι άνευ τάφων επί της κοινής οδού και του αγρού, μετ’ ολίγας ημέρας εκβάλλονται και ρίπτονται εις την θάλασσαν. Τούτο δε πράττει ο εφημέριος διά να ελευθέρωση τον τόπον εις ταφήν άλλων, διότι πτωχότατος ων εκ του εισοδήματος των ταφών ζη.
Αλλ’ ό,τι ο εφημέριος θεωρεί εύλογον, ημείς θεωρούμεν απαίσιον και σκληρότα τον, όταν δε σημάνη η τελευταία ημέρα της κρίσεως, μετά πολλής δυσκολίας θα ζητηθώσιν οι ιχθύς της θαλάσσης ιν’ αποδώσωσι τα ημέτερα κατακερματισμένα μέλη και οστά εις αναγέννησιν των σωμάτων.
»Όθεν πιεζόμενοι υπό τοσούτων οχληρών κακών, εν ελλείψει πάσης άλλης καταφυγής, προσφεύγομεν εις τας Υ. εξ. και επειδή γινώσκομεν ότι είσθε χριστιανικώτατοι, ευλαβέστατοι και εκλαμπρότατοι, σας ικετεύομεν ταπεινώς και γονυκλιτεί ίνα επινεύσητε και μας χορηγηθή η άδεια προς αγοράν δι’ ιδίας ημών δάπανης γηπέδου εν τη πόλει ταύτη, όπως επ’ αυτού οικοδομήσωμεν εκκλησίαν εις δόξαν του Θεού και επ’ ονόματι του ημετέρου συμμάχου και οδηγού αυθέντου αγίου Γεωργίου, ούτω δε με την βοήθειαν του Θεού και με την χάριν του ειρημένου Αγίου ζωογονούμενοι εκθέσωμεν την ημετέραν ζωήν υπέρ της υπηρεσίας, τιμής και ωφελείας των ημετέρων αυθεντειών, και τούτο ουχί διότι και νυν αισθανόμεθα ανανδρίαν, μικροψυχίαν, ή και ολίγην πίστιν και αγάπην προς υμάς, αλλά διότι θα μας χορηγήσητε βεβαίαν ταφήν και δεν θα επαναληφθή το
προσημειωθέν άτοπον.
»Τούτο ζητούμεν ως ειδικήν χάριν, βέβαιοι ότι θα την επιτύχωμεν, ως έντιμον και ιεράν, και μάλιστα διά ν’ αποδειχθή ότι δεν μας θεωρείτε χειρότερους και ολιγώτερον εκτιμάτε από τους αιρετικούς Αρμενίους και τους απίστους Ιουδαίους, οι οποίοι τόσον εδώ ως και εις τας άλλας χώρας ένθα κυβερνάτε, έχουσι συναγωγάς και 
τσαμία, λατρεύοντες κατά την συνήθειάν των τον υπ’ αυτών κακώς γινωσκόμενον θεόν. πιστεύομεν μάλιστα, ότι αι Υ. αυθεντείαι μας θεωρούσιν αληθείς και καθολικούς χριστιανούς, και ως τοιούτους θα μας ικανοποιήσητε χορηγούντες την αιτουμένην ιερωτάτην χάριν, άλλως θα μάθωμεν διά πραγμάτων ότι εννοείτε να
μας μεταχειρισθήτε χειρότερον των Τούρκων και Σαρακηνών, οι οποίοι καλώς με ταχειριζόμενοι τους υπηκόους αυτών χριστιανούς, τοις επιτρέπουσι και εκκλησίας και δημοσίας τελετάς. Αλλ’ ημείς, οι πιστότατοι υμών υπηρέται, αδυνατούντες να φαντασθώμεν ότι θ’ απορριφθή η ημετέρα αίτησις, ελπίζομεν εξ εναντίας ότι θ’απολαύσωμεν την χάριν πλατείαν και υπερτέραν των ημετέρων προσδοκιών.»
Επί της αναφοράς ταύτης εγράφη και η έξης απόφασις του Συμβουλίου των Δέκα. «Αμέσως ελήφθη η επομένη απόφασις. Τη ισχύι του Συμβουλίου τούτου χορηγείται εις τους αναφερομένους ό,τι ταπεινώς ανωτέρω ζητούσι, μη λαμβανομένης υπ’ όψει της υπό του αυτού Συμβουλίου περί του αυτού θέματος εκδοθείσης αποφάσεως τη 28 μαρτίου 1470, υπό τον όρον όμως ίνα ο αγορασθησόμενος υπ’ αυτών τόπος αρέση εις το ημέτερον κράτος και τους Αρχηγούς του Συμβουλίου τούτου, διό και υποχρεούνται να σημειώσωσι και δηλώσωσι προηγουμένους αυτόν.»

(Κ. Σάθας, Έλληνες στρατιώτες εν τη Δύσει, σελ. 234-237)

Σχόλιο του ΓΣ από το βιβλίο Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2014, σελ 120: 

Και εδώ, όπως και στις άλλες προρρηθείσες περιπτώσεις, οι Στρατιώτες διαπραγματεύονται στα ίσα και χωρίς συμπλέγματα κατωτερότητας. Εκθέτουν την κατάσταση και τεκμηριώνουν «το άτοπον» των δύο προβλημάτων τους: (α) δεν έχουν «τόπο» λατρείας για να λατρέψουν τον Θεό τους κατά τον δικό τους τρόπο. (β) δεν έχουν «τόπο» να θάψουν τους νεκρούς τους. Στην πρώτη περίπτωση, η λειτουργία γίνεται μέσα σε άλλον ναό, παπικό, και επικρατεί χάος. Το πατρογονικό αυτοσαρκαστικό χιούμορ δεν τους εγκαταλείπει και λέγουν: «αν δ’ επιτρέπηται, δυνάμεθα να προσθέσωμεν ότι ούτε αυτός ο δεσπότης ημών θεός εννοείτας δεήσεις ούτε ημών ούτε εκείνων»!
Και στο δεύτερο πρόβλημά τους χρησιμοποιούν το αυτοσαρκαστικό τούτο όπλο, για να ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα: «Όταν δε σημάνη η τελευταία ημέρα της κρίσεως, μετά πολλής δυσκολίας θα ζητηθώσιν οι ιχθύς της θαλάσσης αποδώσωσι τα ημέτερα κατακερματισμένα μέλη και οστά εις αναγέννησιν των σωμάτων». Για να καταλάβουμε το μέγεθος των εν λόγω ανθρώπων, αρκεί να βάλουμε στη θέση τους τον εαυτό μας και να σκεφτούμε αν ποτέ στη Νέα Υόρκη θα απευθύναμε έγγραφο αίτημα στον Μπους με παρόμοιους αστεϊσμούς.
Αν και κάνουν λίγη πλάκα, κατά τα άλλα είναι πολύ προσεκτικοί. Και τη δέουσα τιμή αποδίδουν και τις αποστάσεις ασφαλείας κρατάνε. Με τούτα και με τα άλλα, εφέλκουν τη Γερουσία στην εξής ενέδρα: Αν δεν μας δώσετε εκείνο που είναι εύλογο και δίκαιο, (α) θα είσαστε χειρότεροι από τους Τούρκους και τους Σαρακηνούς, διότι εκείνοι επιτρέπουν τη λατρεία κατά τον ορθόδοξο τρόπο, και (β) θα μας βάλετε σε χειρότερη μοίρα απ’ ό,τι έχετε τους Αρμένιους και τους Εβραίους.
Δεδομένων των υπηρεσιών που έχουν προσφέρει στη Γαληνοτάτη, αλλά και της τζοροσύνης που τους διακρίνει –ήδη οι Βενετσιάνοι έχουν πάρει γεύση–, η ενέδρα που τους στήσανε ισοδυναμεί με ρουά ματ! Η Γερουσία, φυσικά, το αντιλαμβάνεται και ανακρούει πρύμναν! Αυθημερόν!