Σάββατο 26 Μαΐου 2018

Αρβανίτες Στρατιώτες..."στρατιωτάκια"












 Πηγή

Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Βιβλιοπαρουσίαση: Πέτρος Αν. Φουρίκης – Ανάλεκτα


Επιμέλεια: Πέτρος Ι. Φιλίππου-Αγγέλου



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



[Το κείμενο αποτελεί μέρος της παρουσίασης του βιβλίου]


Μια φορά κι έναν καιρό, τα παλιά τα χρόνια, οι Έλληνες στην ηλικία μου, μπορεί να μην είχαν το προνόμιο της εγγραφής στα ΚΑΠΗ, είχαν όμως γύρω τους μια δυο δεκάδες εγγόνια και, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο καθένας  απ' αυτούς, ήταν ιδρυτής μιας ολόκληρης φάρας.
Το να πει, λοιπόν, ο παππούς ή η γιαγιά, ένα παραμύθι, ήταν μια ολόκληρη θεατρική παράσταση. Και η παράσταση αυτή χρειαζόταν μια εισαγωγή. Ξέρουμε τις γνωστές: “παραμύθι-μύθι-μύθι, το κουκί και το ρεβύθι”, “κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη” κοκ.
Σήμερα θα μάθουμε, χάρη στους δύο Πέτρους, πώς αρχίζανε τα παραμύθια στη Σαλαμίνα των Αρβανιτών.

«Κους τε φλιάς, τε πίπεζε
τε χάι μούν ι καλογρές
πράπα ντέρεσε τε βντες
σάτε, λιοπάτε, ντε κρύε τ' α'τία...»

«Όποιος μιλήσει, να βουβαθεί
να φάει το μούτι της καλογριάς
πίσω από την πόρτα να πεθάνει
τσάπες, φτιάρια, στο κεφάλι του.»

Νομίζω ότι καταλάβατε τι σημαίνει “μούτι”. Για λόγους ευπρεπείας θα το παραθέσω αμετάφραστο, ως “τεχνικό όρο”.

Συνεχίζω στα ελληνικά:

«Έρχεται ένα καράβι μεγάλο,
με ποντίκια, σκαθάρια, γάτες,
με σκυλιά, με γαϊδούρια, και με μούτι

Αλλά έρχεται κι ένα καράβι μικρό
με κουφέτα, με κουλούρια, με χαλβά,
με πράγματα, με θάματα,
και με όλα τα καλά.

Όποιος θα μιλήσει, θα φάει του καραβιού του μεγάλου το μούτι
Όποιος δεν θα μιλήσει, θα φάει του καραβιού του μικρού τα γλυκά!»


Μου θυμίζει μια ανάλογη σκηνή με ήρωα τον Μάρκο Μπότσαρη..
Μοίραζε φυσέκια πριν τη μάχη κι έλεγε:

«Όποιος έχει και παίρνει κι άλλα, να μη γυρίσει από κει που πάμε».

Το ίδιο μοτίβο αναπαράγεται και σε πολλές άλλες δραστηριότητες της κοινότητας.
Το ένα πρόσωπο και τα πολλά.
Ο παιδαγωγός και οι παιδαγωγούμενοι.
Η κοινωνία και τα μέλη της.
Θέλει κάτι να πετύχει αλλά δεν απειλεί, ούτε υπόσχεται απευθείας. Εύχεται και αφορίζει, και ταυτόχρονα, επικαλείται ένα τρίτο στοιχείο, έξω από τη σχέση των δύο πόλων, να τιμωρήσει ή να επιβραβεύσει, να επιδοκιμάσει ή να αποδοκιμάσει, να ενθαρρύνει ή ν' αποθαρρύνει, ανάλογα με την στάση του κάθε ατόμου.
Το άτομο εκπαιδεύεται να αναλάβει τις ευθύνες του!
Αν μιλήσει θα προκαλέσει την τιμωρία του, αν δεν μιλήσει θα προκαλέσει την επιβράβευσή του.
Αν κάνει το κακό, ένα μεγάλο καράβι με κακό θα έρθει.
Αν κάνει το καλό, ένα μικρό καράβι με καλό θα έρθει.
Ένα μικρό καράβι με καλά πράγματα είναι αξία υπέρτερη από ένα μεγάλο καράβι με κακά πράγματα! Σημασία έχει το φορτίο και όχι το μέγεθος.

Πότε ένας άνθρωπος κάνει το καλό;

α) όταν φοβάται την τιμωρία, το μεγάλο καράβι,

β) όταν προσδοκάει υλική ανταμοιβή, το μικρό καράβι, τα κουφέτα, τα κουλούρια, ενδεχομένως και τα θαύματα,

γ) όταν δεν τον ενδιαφέρει η όποια ανταμοιβή, μικρή ή μεγάλη και κάνει το σωστό και το ωραίο, γιατί “έτσι του αρέσει”, γιατί ελπίζει περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο στα θαύματα, ή, ακόμη, και γιατί “ανταμοιβή” του θεωρεί το καλό που προκαλεί στους άλλους.

Στην κοινωνία και στον καθένα μας, τα βρίσκουμε και τα τρία σε συνδυασμό, μέσα στα “φράκταλς” της ψυχής μας, και κολακευόμαστε ιδιαίτερα, εμείς οι Έλληνες, όταν κινούμαστε ανάμεσα στο (β) και στο (γ) από “φίλοτιμο”. Από την αγάπη για την τιμή....Τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών.

Ήδη, ο παππούς και η γιαγιά, έχουν εισαγάγει μια κεντρική αξία της καθ' ημάς οντολογίας στον “τρόπο αναπαραγωγής” της κοινωνίας, στη διαμόρφωση της ταυτότητάς της.
Μετά, όλη η κοινωνία, εν χορώ, το επαναλαμβάνει πανηγυρικά, στον “Πυλό” και όχι μόνο.
Η τριάδα του “δούλου, του μισθωτού και του ελεύθερου” ανάγεται στον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, [7ο μΧ αιώνας], ο οποίος, ολοκληρώνει, σε ένα ανώτερο επίπεδο, εκείνο που άρχισε ο Θουκυδίδης [5ο πΧ], “την τιμή, το δέος και την ωφέλεια”. [«υπό των μεγίστων νικηθέντες, τιμής-δέους και ωφελείας»]

Θα μπορούσα να εξαντλήσω τον χρόνο της ομιλίας μου μιλώντας για τη σημασία αυτής της συστοιχίας στίχων και νοημάτων. Θα σταματήσω εδώ και θα κάνω μια πρόταση:
Να τροποποιήσουμε τον αφορισμό και να το λέμε όταν μαζευόμαστε και συζητάμε...

«Όποιου χτυπήσει το σμάρτφον, θα φάει του καραβιού του μεγάλου το μούτι
Όποιου ΔΕΝ χτυπήσει το σμάρτφον, θα φάει του καραβιού του μικρού τα γλυκά!»......


.........................
Α

Τι να πρωτοπεί κανείς για το ερευνητικό έργο του Φουρίκη, πώς να το περιγράψει!
Εκατόν είκοσι σελίδες, μόνο στιχάκια. Εκατό σελίδας, μόνο παραμύθια. Και μετά κι άλλα στιχάκια κι άλλα παραμύθια, γιατροσόφια, ήθη κι έθιμα, γραμματική, ετυμολογία, ιστορία, θρύλοι... Όλο το βιβλίο, αποτυπώνει την αρβανίτικη παράδοση της Σαλαμίνας του 19ου αιώνα και επεκτείνεται κάμποσο και στην Αττική. Όπου δεν υπάρχει πρωτογενές υλικό, παρεμβάλλονται δικά του κείμενα, επιστολές, πανηγυρικοί, μελέτες.

Υπάρχουν τέσσερα λαμπρά πεδία φανέρωσης (δόξης) του τρόπου που ο Έλληνας ζει και πεθαίνει:

η γη
η θάλασσα
η αγορά (η πιάτσα)
ο πόλεμος

Αν μελετήσουμε τον τρόπο, με τον οποίο σχετίζεται μαζί τους ο κάθε άνθρωπος, θα καταλάβουμε τι λογής είναι η ταυτότητά του, το γένος του, το “τι άνθρωπος είναι αυτός”.
Ο Φουρίκης αυτό κάνει και μάλιστα, χωρίς πολλές θεωρίες.
Σιγά-σιγά, μέσα από αρβανίτικες κι ελληνικές λέξεις, αναδύονται οι μεγάλες ταυτοτητο-ποιητικές παραδόσεις που καθορίζουν το πώς σχετίζεται το πρόσωπο με τα παραπάνω πεδία που αναφέραμε.

Στην αρχή δώσαμε ένα παράδειγμα με το ποιηματάκι-αφορισμό. Αυτό το αστείο παιδικό τραγουδάκι, όπως και όλα τ' άλλα που αποτυπώνει ο Φουρίκης, αναδεικνύουν τις τρεις μεγάλες παραδόσεις που καθορίζουν την ταυτότητα: την Πολιτική, την Πίστη, και μια τρίτη που φροντίζει την αναπαραγωγή αυτής της ταυτότητας, την Παιδεία. Αυτά είναι τα τρία Πι του Τ(ρ)όπου μας. Τα λέμε και “Βουλευτήριο-Θυσιαστήριο-Σχολή”.

Οι τρεις παραδόσεις αυτές, είναι ο “κοινός ή ξυνός λόγος” του Ηράκλειτου, είναι τα “συμφωνημένα υπονοούμενα” του Σεφέρη, εκείνο το πνευματικό νέφος (κλάουντ στα νεο-αρβανίτικα) που μας καλεί από το “μη είναι” στο “είναι”, που μας κάνει «να έχουμε δική μας αντίληψη».

[Ηράκλειτος, Περί φύσεως: “Γι᾽ αυτό είναι αναγκαίο να ακολουθούμε το κοινό·..... παρόλο που ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν δική τους αντίληψη”].

Αυτή η μαστορική ανθρώπινων ψυχών, ή, η μαστορική ανθρώπων με ψυχή, που αποτυπώνει ο Φουρίκης, είναι μια υπόσταση της γενικότερης ελληνικής μαστορικής. Γι' αυτό, άλλοι Έλληνες, από άλλες μικρές πατρίδες, όταν την συναντούν αναπεπταμένη, σαγηνεύονται, συγ-κινούνται και θέλουν να την προσλάβουν.
Έχω δύο τέτοια χτυπητά παραδείγματα εκούσιας και εσκεμμένης αρβανιτοποίησης. Πρόκειται για δύο καπεταναίους. Ο ένας είναι της θάλασσας, ο Καπετάν Σταμάτης Κορδάς, του Αλ. Παπαδιαμάντη. Και ο άλλος είναι του πολέμου, ο Ορέστης, ο Ανδρέας Μούντριχας από τον Οξύλιθο της Εύβοιας.


Ο ένας, της θάλασσας, περιγράφεται στο διήγημα “Τα δύο τέρατα”.
[Άπαντα Αλ. Παπαδιαμάντη, τόμος 4, Δόμος]

  • Τώρα να ιδής, μου είπεν ο καπετάν Ρούσσος, άμα εξήλθομεν νύκτα εκ της οικίας του γερο-Αποστολίδη του πενθερού του` τώρα να ιδής τι θα πη καπετάν Σταμάτης Κορδάς. Ας τον έχης και μπάρμπα, δεν τον ξέρεις. Ημείς οι θαλασσινοί γνωριζόμεθα, βλέπεις, καλά. Με μανέλα το κεφάλι του δεν γυρίζει, με εργάτη, με βίντσι, με μάγγανο, με ό,τι θέλεις.
  • Τότε, τι πάμε; είπα εγώ.
  • Πάμε, γιατί μας έστειλαν, και για να ιδούμε τον μπαρμπα-Σταμάτη στο σπίτι του, στην χειμωνιάτικη την κάμαρα που έχει σχεδιασμένην μ’ ένα καραβόπανο. Θα ιδής τη σερβέτα, το σαρίκι που φορεί στο κεφάλι του, σαν Τούρκος. Θα ιδής τα μουστάκια του, που είναι σαν δύο χονδρά αγκίστρια, από κείνα που πιάνουν τους ορφούς. Τον τράχηλόν του, τα μπράτσα του, τα ποδάρια του, όλα γυμνά` και θ’ ακούσης πως σκέπτεται και πως μιλεί ο μπαρμπα-Σταμάτης. Όταν ήτον νέος, επήρε σύντροφον στο καΐκι έναν Ποριώτην ή Κρανιδιώτην, επίτηδες δια να εξαλβανισθή πλησίον του` και τώρα η γλώσσα του, ο τρόπος του, η συμπεριφορά του, όλα είναι αρβανίτικα.

Ο άλλος, ο καπετάνιος του πολέμου, περιγράφει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, αρχίζει μάλιστα και τελειώνει μ' αυτή, τη διαδικασία αρβανιτοποίησης, του ίδιου και των συνεργατών του, μόνιμοι αξιωματικοί οι περισσότεροι, αλλά και του ίδιου του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ, το αποκαλούμενο και “αρβανίτικο σύνταγμα”.
Εδώ θα ήθελα να παρεμβάλλω μια ερώτηση: Πήρε κανείς, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, σπίτι του ή στη δουλειά του, κάποιον “Αλβανό” για τον “αλβανοποιήσει”; Θέλει κανείς Αρβανίτης, σήμερα να “αλβανοποιηθεί”;





Β
Αυτά τα τόσο αδρά και τα τόσο κρυστάλλινα, που αποτελούν την ελληνική αντίληψη γι' αυτό που λέμε σήμερα “εθνική ταυτότητα”, έρχονται να τα συσκοτίσουν δύο, εξ Εσπερίας, θεωρίες για την ταυτότητα, για το τι είναι αυτό που μας κάνει να είμαστε ό,τι είμαστε.

Η μία είναι η Γερμανική, η άλλη είναι η Γαλλική.
Υπάρχει και τρίτη, υπάρχει και τέταρτη. Εμάς, όμως, αυτές οι δύο μας ταλανίζουν πρωτίστως.
Η Γερμανική, λέει ότι είμαστε αυτό που είμαστε , λόγω του αίματος και της γλώσσας.
Η Γαλλική, λέει ότι είμαστε ό, τι είμαστε, χάριν της συνείδησης.


Στην πρώτη περίπτωση, δεν θα χρειαζόμασταν τη συζήτηση και την προσπάθεια να πείσουμε αλλήλους. Θα έπρεπε να εμπιστευτούμε τον αυτόματο πιλότο του γενετικού προκαθορισμού και να περιμένουμε να φυτρώσουν Αρβανίτες, από μόνοι τους, όπως φυτρώνουν οι βρούβες και τα ραδίκια.

Στη δεύτερη περίπτωση, δεν θα επιτρεπόταν η συζήτηση αφού η συνείδηση πάει μαζί με το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό, το “είμαι ό,τι δηλώνω”. Όλοι οι άλλοι, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι, λαογράφοι, γενετιστές, αρβανιτολόγοι πρέπει να τα μαζέψουμε και να φύγουμε, να σωπάσουμε.

Τι θέλω να πω με τα παραπάνω; Ότι ακόμη κι εκείνοι που υιοθετούν τις παραπάνω απόψεις δεν πιστεύουν σ' αυτές. Ακριβώς γι' αυτό επιδίδονται σ' έναν αγώνα διαμόρφωσης της συνείδησης, “κατασκευής αφηγημάτων”.
Συγκλίνουν -από δύο αντίθετες, υποτίθεται, κατευθύνσεις- και εκβάλουν στον “εθνομηδενισμό”.
“Το αφήγημα δίνει ταξιδιωτικά έγγραφα”, λέει ο Αντώνης Λιάκος, εξωθώντας προς την τρίτη θεωρία, την Αγγλική, εκείνη που πρεσβεύει ότι, η ταυτότητα είναι σύμβαση, συμβόλαιο, κοντράτο, σύνταγμα, οπότε, όταν τα βρούμε με τα δικαιώματά μας και τις υποχρεώσεις μας στο πλαίσιο του “κράτους δικαίου”, και αφού “περάσουμε διαφωτισμό”, τότε ο Πακιστανός μπορεί να θεωρηθεί βέρος Λονδρέζος.


-Υπάρχει αφήγημα;
Δηλαδή, κατασκεύασμα και, άρα, κάτι το ευτελές, προορισμένο να καταστραφεί, αφού είναι προϊόν της Ιστορίας κι αφού έχει κίνητρα πολιτικές, οικονομικές και κάθε είδους δόλιες σκοπιμότητες;

-Ναι υπάρχει!
Ας πούμε ένα παράδειγμα: Αφήγημα είναι το Σκιπητάρικο “έθνος”.
Δεν το λέω εγώ. Το λέει η Ναταλί Κλαϊέρ στο ογκώδες πόνημά της Οι απαρχές του Αλβανικού Εθνικισμού, [Εκδ. Ισνάφι]

Αφηγητές” και συνδιαμορφωτές του αφηγήματος κατονομάζονται:
η ΑυστροΟυγγαρία,
η Ιταλία,
η Οθωμανική Αυτοκρατορία με την παρακμή της,
ο κίνδυνος της ανταλλαγής των πληθυσμών
και ο “εθνικισμός” των γειτονικών χωρών.
Θα προσέθετα, για τον εθνικισμό των γειτονικών χωρών, ότι συνδιαμορφώνει, τον Σκιπητάρικο εθνικισμό, είτε εξ αντιθέσεως είτε εκ συμπαθείας.
Ο Φουρίκης συνομιλεί με τους Σκιπητάρηδες, πριν κατασκευαστεί το κράτος τους αλλά και μετά. Αυτός είναι και ο λόγος που μεταβάλλει τον τρόπο της γραφής του από ελληνικό σε λατινικό. Έτσι εξηγείται το ότι γνωρίζει τη Σκιπητάρικη γλώσσα και τη χρησιμοποιεί κρυπτογραφικά στο γράμμα του προς τον Κυριάκο.



- Σε τι συνίσταται το αφήγημα;

α) στο λατινικό αλφάβητο. Επιβλήθηκε μετά από πάλη και την απόρριψη του ελληνικού και του αραβικού
β) στην καταγωγή από τους Πελασγούς
γ) στην αρχαία θρησκεία και τον Μπεκτασισμό.
Η αρχαία θρησκεία αποτελεί συμβιβασμό του Μπεκτασισμού και ο Μπεκτασισμός συμβιβασμό του Ισλαμισμού, όταν δεν μπορεί να περάσει σούπιτος στους πληθυσμούς που έχουν ως πολιτισμό υποβάθρου (όπως λέμε “ακτινοβολία υποβάθρου) τον Μεγάλο Ελληνικό Πολιτισμό. Κάτι ανάλογο είναι η Ουνία για τον Παπισμό. Οι δύο μεγάλοι “αντάπτορες-φαγάνες”, εκατέρωθεν, που αλλοτριώνουν και εξωθούν, τον προσωποκεντρικό πολιτισμό μας, στην υποστροφή προς τους αντίστοιχους απρόσωπους δεσποτισμούς.

- Στην Ελλάδα, υπάρχει αφήγημα;
- Ναι, υπάρχει! Αλλά υπάρχει και Παράδοση, με Πι κεφαλαίο, ο Κοινός Λόγος, που είπαμε!
Εκεί που ο Νίκος Βούτσης, ενστικτωδώς, συναντάει τον Αρχιεπίσκοπο!


Αφήγημα είναι η νεοελληνική, λεγόμενη, “ταυτότητα” που ισοπέδωσε τους Πόντιους, τους Βλάχους, τους Αρβανίτες, τους ΑρβανιτόΒλαχους, τους Τζάκωνες, τους Καραγκούνηδες, τους Σαρακατσάνους, τους Καπαδόκες, τους Σμυρνιούς, τους Καραμανλήδες, και τόσους άλλους, και τους έκανε ίδιους μεταξύ τους και έτσι ώστε να μοιάζουν με αυτό που φαντάστηκαν οι Ευρωπαίοι.

Αφήγημα είναι, αυτό που νομίζουν οι ξένοι, Άγγλοι-Γάλλοι-Γερμανοί, ότι είναι οι Έλληνες και η ελληνικότητα. Αυτό που μας περάσανε, μέσω της παιδείας και της ξενολαγνείας και μας έκαναν να το πιστέψουμε κι εμείς. Η “εναέρια γέφυρα” που τάχα μας συνδέει με τους παππούδες μας τους αρχαίους, περνώντας πάνω από τους πατεράδες μας, τους Ρωμηούς της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. (Παπαρηγόπουλος) Τους φαντάζονται, οι Ευρωπαίοι, τόσο σπουδαίους τους αρχαίους μας που ενώ δεν κατόρθωσαν να κάνουν παιδιά, έκαναν κατευθείαν εγγόνια και μάλιστα με την... μαιευτική τη δική τους(!)

Όταν λέμε “Παράδοση” ή “έθνος” ή “κοινός λόγος”, εννοούμε τη δομή, την συνύφανση καλύτερα, των τριών ελληνικών ταυτοτητο-ποιητικών παραδόσεων, την Πολιτική, την Πίστη και την Παιδεία.

Με άλλα λόγια, πρόκειται για τη μαστορική της διαχείρισης των τριών μορίων της ψυχής: του λογιστικού, του επιθυμητικού και του συναισθηματικού.

Μαστορική, ήτοι: τα σχέδια, τα εργαλεία, τα υλικά, οι μαστόροι. Στη Σαλαμίνα βλέπουμε καθαρά ότι, την μαστορική αυτή την κατέχει ολόκληρη η κοινωνία. Όπως γνέθουν και υφαίνουν στον αργαλειό, μαζί με την Κατερίνα [η οποία, ως γνωστόν,ρίχνει τρία μασούρια], έτσι “υφαίνουν” και “κεντάνε” τη μαστορική των ψυχών. Όλοι μαζί! Μέχρι τον πιο αγράμματο ψαρά, που κάθεται δίπλα του ο καθηγητής και μαθαίνει βιολογία, της θάλασσας.

Αυτό εννοούμε ελληνικό έθνος στη Νεωτερικότητα. Εν εκλείψει έθνος. Όχι, όμως, εν τάφω έθνος.
Εκείνο που το σκιάζει είναι το αφήγημα που είπαμε. Αρκεί να το παραμερίσουμε.
Αυτή είναι η δημιουργική δύναμη που συνέχει την κοινότητα στον χρόνο, την εγγράφει στον χώρο και την διαφοροποιεί από τις άλλες, συγκροτώντας τη βιοποικιλότητα της ελληνικότητας, σε αντίθεση με την νεωτερική και παγκοσμιοποιημένη δίσ-τροπη ομοιομορφία.

Όλα να εντάσσονται σε ένα πνεύμα και όλα να είναι μοναδικά κι ανεπανάληπτα.
Οι κυρίες, εδώ του Σάλεσι, που ασχολούνται με αυτά τα υπέροχα κεντήματα, θα καταλαβαίνουν, καλύτερα κι από μένα που το λέω, τι σημαίνει.
Ο Πέτρος Φουρίκης είναι ένας τέτοιος μάστορας και γι' αυτό μας γοητεύει όταν σκύβουμε πάνω στα έργα του και στους καρπούς της έρευνάς του. Έχουμε γευθεί αυτό το “πρωτόκτιστον κάλλος” αλλά δεν το έχουμε χορτάσει! Και μας λείπει αφάνταστα! Νιώθουμε “μισοί άνθρωποι” και “γυμνοί άνθρωποι”. Όταν το συναντούμε, το αναγνωρίζουμε και πέφτουμε πάνω σαν τις μέλισσες.

Ο Φουρίκης, έχει στο νου του, πώς να αναπαραγάγει αυτόν τον ανθρωπολογικό υδροβιό-τ(ρ)οπο, ώστε να συνεχίσουν να βγαίνουν εκεί τέτοιοι άνθρωποι, οι οποίοι, όπως λέει πιο πάνω ο Ηράκλειτος, “...παρόλο που ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν ως να είχαν δική τους αντίληψη”. Δεν είναι τυχαίο που μας αφήνει ως και παρτιτούρες. Γιατί, στη μουσική και στο χορό, όλοι μετέχουμε στο κοινό, πάντα όμως με τον ξεχωριστό προσωπικό μας τρόπο.

Ο Φουρίκης είναι εκπαιδευτικός. Παιδευτικός είναι ο λόγος που σώζει το ρητό μέρος του “κοινού λόγου” αποτυπώνοντάς το. Υπάρχει και άρρητο!
Και αυτό είναι που τον κάνει να επισημαίνει τις ετερότητες, ανάμεσα στους “Αλβανούς” και τους Αρβανίτες. Φαίνονται οι αντιλήψεις του στις απαντήσεις που δίνει στον Σκιπητάρη Γκέντσο Νάτσι, με τον οποίο έχει αλληλογραφία. Ο Φουρίκης διακονεί τη Σχολή που αναπαράγει την ελληνικότητα. Όχι τη σκιπηταρικότητα.
Ατυχώς, δεν έχει, ακόμη τότε, υπόψη του τον Κων. Σάθα, αν και κάπου οι ζωές τους συμπίπτουν χρονικά. Δεν έχει υπόψη του την εποποιία των Αρβανιτών Στρατιωτών. Δεν μπορεί να ερμηνεύσει πώς βρεθήκανε εδώ οι Αρβανίτες. Ωστόσο δηλώνει σαφώς και εξηγεί πλήρως ότι, το “Αλβανός” είναι όρος τεχνικός και τίποτα το εθνικό δεν σημαίνει.
Πράγματι, αν σήμαινε κάτι εθνικό, οι Σκιπητάροι δεν θα αυτοπροσδιοριζόντουσαν, “στα ταξιδιωτικά τους έγγραφα και στα συντάγματα”, ως Σκιπητάρηδες αλλά ως “Αλβανοί”. Και επειδή δεν σημαίνει τίποτα το εθνικό, οι Αρβανίτες αυτοπροσδιορίζονται ως Αρβανίτες.



Ο βάρδος της Αρβανιτιάς, τραγουδάει τον "Πηλό", αναγεννημένο, μέσα από τις σελίδες του αρχείου Π. Φουρίκη:




Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Του Μπράτση, [Κλέφτικο τραγούδι για τον αδελφό του Γιάννη Μπουκουβάλα]

Χάρτης της περιοχής της Τανάγρας όπου αναγράφονται τα παλιά και ένδοξα ονόματα των χωριών της.
[Ευχαριστίες στον ερευνητή Παναγιώτη Δριχούτη από το Μπράτση (Τανάγρα), στον οποίο οφείλουμε τον χάρτη] 



Στους Παράξενους Φτωχούς Στρατιώτες παραθέτουμε μια σειρά στοιχείων για την ιστορία των χωριών της νότιας Βοιωτίας, τα ονόματά τους και την καταγωγή τους. Στα πλαίσια αυτά δημοσιεύτηκε, για πρώτη φορά μετά την πρώτη του έκδοση, το κάτωθι Κλέφτικο τραγούδι για τον Μπράτση, τον αδελφό του καπετάνιου Γιάννη Μπουκουβάλα. 

Το τραγούδι αυτό έτσι όπως θησαυρίστηκε τότε -λιγότερα χρόνια από την εποχή των Κλεφτών και περισσότερα χρόνια από εμάς, σήμερα- έχει τεράστια σημασία για την κατανόηση πολλών και διαφορετικών πραγμάτων.
Εδώ σήμερα θα σταθούμε στα συμπεράσματα που βγαίνουν για την καταγωγή του ονόματος "Μπράτση", το οποίο, έφερε κάποτε χωριό του νυν Δήμου Τανάγρας και μετονομάστηκε, στα πλαίσια της "ελληνοποίησης" τάχα τούρκικων ονομάτων, σε "Τανάγρα". 

1. Μπράτσης, λοιπόν, στην εποχή των Κλεφτών ήταν πρόσωπο. Και μάλιστα αδελφός γνωστού καπετάνιου, του Γιάννη Μπουκουβάλα. Έδρασε σε συγκεκριμένες περιοχές που αναφέρονται και πολέμησε μαζί με γνωστούς και ξακουσμένους Κλέφτες. Δεδομένου ότι τα δημοτικά τραγούδια είναι κάτι σαν τις αρχαίες επιγραφές, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις πληροφορίες τους. Αντίθετα πρέπει να τις πάρουμε πολύ στα σοβαρά ακόμη κι αν συνυπολογίσουμε ότι εμπεριέχουν και κάποια δόση, μικρή ή μεγάλη, θρύλου. 
Το γεγονός επίσης ότι στις τούρκικες απογραφές αναφέρονται, στην εν λόγω περιοχή και επί τρεις σχεδόν αιώνες, δύο οικισμοί με το ίδιο επίθετο και τα μικρά Λιόσας και Θόδωρος, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για φάρα Αρβανιτών Στρατιωτών "προνοιασμένων" στην περιοχή -με ιδιαίτερη στρατιωτική σημασία, όπως εξηγήσαμε στο βιβλίο- και με συγκεκριμένα αμυντικά καθήκοντα. Από τους δύο οικισμούς, ο ένας εξαφανίστηκε, όταν οι συνθήκες το απαίτησαν, και παρέμεινε ο άλλος. 
Άλλωστε και γειτονικοί οικισμοί, εγκαταλελειμμένοι, όπως "Ραπεντώσα", "Λυκούρεση", "Καπαντρίτι" "Μαζαραίκα", προέρχονται από επίθετα εγκατεστημένων, για αμυντικούς λόγους, Στρατιωτών, ήτοι: Ραπεντώσας, Λυκούρεσης, Καπαντρίτης, Μαζαράκης (Μαζαρακαίοι-Μαζαραίικα).

2. Στο τραγούδι υπάρχει και κάτι ακόμα, ίσως εντυπωσιακότερο. Το ρήμα "μπρατσιάσθηκαν"! Από τα συμφραζόμενα καταλαβαίνουμε ότι σημαίνει "οχυρώθηκαν", "ταμπουρώθηκαν". Η σημασία αυτή ενισχύει την προφορική παράδοση που λέει ότι "μπράτσι" σημαίνει "βράχος". Υπό την έννοια αυτή, δεν έχουμε μόνο το όνομα ενός προσώπου και μιας φάρας αλλά και μια ισχυρή θεωρία για το πώς η φάρα απέκτησε το όνομά της. 
Η ίδια δε η γεωγραφία του χωριού παραπέμπει σε οχυρή , έναντι του κάμπου, αλλά και έναντι των διαβάσεων ("Σκάλα του Μπρατσού") θέση. Το ένα, δηλαδή, στοιχείο ενισχύει το άλλο και έτσι αποκλείεται να είναι και τα δύο λάθος. Είτε ο Στρατιώτης Θόδωρος οχυρώθηκε εκεί και πήρε το όνομα Μπράτσης επειδή "μπρατσιάστηκε", είτε το χωριό πήρε το όνομα από τον Μπράτση, ο οποίος δεν αποκλείεται να έφερε το όνομα από πριν και για άλλους λόγους. 

3. Ένα ακόμη στοιχείο που δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας είναι η χρήση του ονόματος "Αρβανίτες". Είναι η εποχή που οι εξισλαμισμένοι Αρβανίτες έχουν αρχίσει να ταυτίζονται με τους Τούρκους πλήρως. Έτσι βλέπουμε ότι "Τούρκος" και "Αρβανίτης" εναλλάσσονται για να δηλώσουν την ίδια έννοια. Είναι, ακόμη, η εποχή όπου η σχάση αυτή ανάμεσα στους χριστιανούς Αρβανίτες και τους εξισλαμισμένους Αρβανίτες επιτάσσει, προκειμένου να μη γίνονται συγχύσεις, οι πρώτοι να μην δηλώνονται επίσης με τον ίδιο όρο. 
Αυτό τι μας δείχνει; Ό, τι πάει να θυμίσει Τούρκους εγκαταλείπεται, αποφεύγεται. Αν, λοιπόν, το "Μπράτσι" σήμαινε κάτι το τουρκικό, πιστεύω ότι θα είχε αντικατασταθεί από τότε. 

4. Μπράτσι ή Μπράτση; Έχοντας όλα τα παραπάνω υπόψη μας, θεωρώ ότι το Μπράτση γράφεται με ήτα, όπως και το Γουδή και το Γεραλή και το Δράμιση. 
Συνεπώς, για το Μπράτση ισχύει αυτό που αλλού έχω αναφέρει για το Δραμίση.  Η ιστορία, επί έξι αιώνες το έχει καταγράψει ως Μπράτση. Αυτό είναι το ιστορικό του όνομα! Η λήθη του ονόματος σημαίνει, εκ των πραγμάτων, και λήθη σημαντικού και ηρωικού κομματιού της ιστορίας του εν λόγω τόπου. "Τανάγρα" σημαίνει πολλά και διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα αλλά δεν σημαίνει τίποτα για τον συγκεκριμένο χωριό του οποίου οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν εκεί στα τέλη του 14ου αιώνα. Όσο πιο γρήγορα γίνει κατανοητό αυτό τόσο πιο γρήγορα οι νεώτεροι άνθρωποι, χωρίς τουρκοφοβικά συμπλέγματα, θα στραφούν στην έρευνα και στην αυτοκατανόηση της ταυτότητας και της ιστορίας  τους που όπως βλέπουμε συνδέεται με εξόχως ηρωικές στιγμές του Γένους. 

Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




Του Μπράτση*
(αδελφός του Γιάννη Μπουκουβάλα)


Να 'μουν μια πετροπέρδικα στα πλάγια του Πετρίλου
Να σκόνομαι 'πο το ταχύ δυο ώραις να ξημερώση
Ν' ακουρμενώ τον πόλεμο πώς πολεμούν οι κλέφταις
Οι κλέφταις κ' οι αρματωλοί και ο Γιάννης Μπουκουβάλας
Στον πάτω στα Κουμπουριανά εις την απάνω χώρα
Ο Μιτσοχούσης κλείστηκε μέσα στην Παναγία
Γιωργαϊτούτσης χούγιαξε τ' Αλέξη Δραγονάκη
Βάλε φωτιά στην εκκλησιά κάψε την Παναγία
Χίλια φλωριά να της χρωστώ και χίλια να την φτιάσω
Ο Μπουκουβάλας χούγιαξε του Γιώργου του Χαϊτώτη
Τον λόγο δεν απόσωσε τον λόγο δεν ακούει
Βλέπουν τους Τούρκους 'πο φευγαν, βλέπουν τους Αρβανίταις
Σαν έκαμαν και χύθηκεν ο Γιάννης Μπουκουβάλας
Και κάνουν τον κατήφορο και 'παν κατά το γεφύρι
Κ 'οι κλέφτες πάνε από κοντά ο Καπετάν Γιάννης
Και πάνε και μπρατσιάσθηκαν στον Κόρακα στην άκρη
Πιάνουνε Τούρκους ζωντανούς και Τούρκους σκοτωμένους
Ο Μπράτσης εσκοτώθηκε αδελφός του Καπετάνου
Και οι Τούρκοι πέρα επέρασαν και 'παν στη Βρεστενίτσα
Στη Βρεστενίτσα δεν εστάθηκαν και τράβιξαν στην Άρτα
Και οι κλέφται 'παν από κοντά και ο Καπετάν Γιάννης
Και κάνουν τον κατήφορο και πάνε μες του Πέτα
Βλέπουν τους Τούρκους 'πο φευγαν βλέπουν τους Αρβανίταις
Και πήγανε και κλείστηκαν ανάμεσα στην Άρτα.



* Περιοδικό “Πανδώρα”, Τόμος Ε', Φυλλάδιο 106, Αύγουστος 1854

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

Οι Δροσουλίτες-Αρβανίτες του ΧατζηΜιχάλη Νταλλιάνη

Hatzimichalis Dalianis.JPG

Ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης γεννήθηκε το 1775 στο Δελβινάκι της Ηπείρου και το πραγματικό όνομά του ήταν Μιχαήλ Χρήστου. Το «Νταλιάνης» είναι παρατσούκλι, στα αρβανίτικα σημαίνει ο λεπτός και ψηλός άντρας – ο Καραϊσκάκης ονόμαζε «νταλιάνα» το μακρύκανο ντουφέκι του. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη, όπου μορφώθηκε και ασχολήθηκε με το εμπόριο των καπνών, από το οποίο απέκτησε σημαντική περιουσία. Μετά τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία το 1816, εργάστηκε δραστήρια για την προετοιμασία της Επανάστασης.
Ο χρόνος άφιξής του στις επαναστατημένες ελληνικές επαρχίες δεν είναι επακριβώς γνωστός. Γνωρίζουμε ότι το 1825 χρηματοδότησε με προσωπικά κεφάλαια και τέθηκε επικεφαλής σώματος «ατάκτου» ιππικού, με το οποίο διακρίθηκε στις μάχες εναντίον του Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο. Διακρίθηκε ιδιαίτερα, μαζί με τον Υψηλάντη και τον Μακρυγιάννη, στη μάχη των Μύλων (13 Ιουνίου 1825), που έσωσε την πόλη του Ναυπλίου, και στις μάχες της Πιάνας και της Δαβιάς Μαντινείας (12 και 14 Αυγούστου 1825) με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Στις αρχές του 1826 σε συνεργασία με τον Νικόλαο Κριεζώτη και τον Βάσο Μαυροβουνιώτη, συμμετείχε στην εκστρατεία του Λιβάνου (τέλη Φεβρουαρίου-25 Μαρτίου), με σκοπό την ενίσχυση του τοπικού εμίρη Μπεσίρ, ο οποίος είχε την πρόθεση να εξεγερθεί εναντίον του Σουλτάνου. Από το 1924 είχε ζητήσει τη βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά εκείνη δεν είχε ανταποκριθεί λόγω της έλλειψης χρημάτων και των εμφυλίων διενέξεων. Έτσι, οι εν λόγω καπεταναίοι ενήργησαν αυτοβούλως κατά το «πρωτεύθυνον» και το «αυτεξούσιον», για τα οποία θα μιλήσουμε κι αλλού. Ο Μπεσίρ, όταν διαπίστωσε ότι η εκστρατεία δεν είχε κάλυψη από την ελληνική κυβέρνηση, αρνήθηκε τη συνεργασία των Ελλήνων αγωνιστών, οι οποίοι, αφού λεηλάτησαν τα περίχωρα της Βηρυτού, αποφάσισαν να επιστρέψουν άπρακτοι στην Ελλάδα.
Μετά την επιστροφή του, έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Καραϊσκάκη στη βορειοδυτική Αττική εναντίον των τουρκικών φρουρών, που προορίζονταν για την ενίσχυση της πολιορκίας της Ακρόπολης, και στη συνέχεια, συμμετείχε στην προσπάθεια του Καραϊσκάκη να βοηθήσει τους πολιορκημένους στην Ακρόπολη Έλληνες. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη (23 Απριλίου 1827) πήγε στην Κρήτη και από τη Γραμβούσα, όπου αποβιβάστηκε στις 5 Ιανουαρίου 1828 με σώμα πεζών και 100 ιππέων, μετακινήθηκε στα Σφακιά στις αρχές Μαΐου. Στις 18 Μαΐου έπεσε μαχόμενος στο Φραγκοκάστελο.

Την παρακάτω δημοτική έμμετρη αφήγηση την οφείλουμε στον Γ. Βλαστό,  [Ήθη και έθιμα των Κρητών]. Αναδημοσιεύεται στο Ο πολέμαρχος Χατζημιχάλης Νταλιάνης, (Αλεξάνδρεια, 1950) του μητροπολίτου Ερμουπόλεως (Αιγύπτου), Ευαγγέλου, σελ 199.

Αφουγκραστείτε να σας πω ούλοι μικροί μεγάλοι
πώς πολεμά o Μουσταφάς με το Χατζή Μιχάλη.
Έπιασαν οι Γκραμπουσιανοί και γράψαν και ζητούνε
Ατλήδες[1] απού το Μωρηά πολλοί να κατεβούνε.
Κι επέψαν γράμμα του Χατζή του Στερεολλαδίτη
να πρεμαζώξη[2] τσ’ άντρες του να κατεβή στη Κρήτη.
Στ’ Ανάπλι μονομέριασε[3] τριακόσιους δυο ατλήδες
στην Κρήτη για να καταβή απού ’ν οι Μισερλήδες[4]
Κι εδιάλεξε ’τση Ρούμελης άντρες και παλληκάρια
κι απής[5] τση μονομέριασε τσ’ έβαλε στα καράβια.
Πάει και ξεβαρκάρει ’τση στη λεύθερη Γραμπούσα
κι ερώτα τση Γραμπουσιανούς αν έχουσι μπαρούθια.
—Εμείς μπαρούθια έχουμε, βόλια να πολεμούμε,
άλογα μόνο θέλουμε και τση στερηά να βγούμε.
Μα πάλι δεν επίστεψε κι εμπήκε στα καΐκια
και ξεβαρκάρει στο Λουτρό να μάθη την αλήθεια.
Κι ευρίσκει ’κεί τση Σφακιανούς κι όσ’ ήταν ανδριεμένοι
κι όσ’ ήταν εις τον πόλεμο περίσσια τιμημένοι.
—Ελάστε σεις οι Σφακιανοί και να ’ρθουν κι οι Ριζίταις
να πάμε να σηκώσωμε και τση Κατωμερίταις.
Ελάστε σεις οι Σφακιανοί μπρόβολα[6] παλληκάρια
να πολεμούμε την Τουρκιά κι αφήτε τα κοπάδια.
Και ο Πασάς ως τ’ άκουσε πολλά του βαρεφάνη
στο Κάστρο κ’ εις το Ρέθυμνος γραφή πιάνει και κάνει.
—Ελάστε σεις οι Καστρινοί κ’ εσείς οι Ρεθεμιώταις
επά στον Αποκόρωνα που ’μαι με τση Χανιώταις.
Πρεμαζωχτήτε τση Τουρκιάς μπρόβολα παλληκάρια
να πάμε να τση σφάξωμε να πιάσουν τη Μαδάρα[7]
Να πάμενε εις τα Σφακιά να κάμωμε ένα χάλι
να δω πως θα τα βγάλουμε με το Χατζημιχάλη.
Γη[8] στη Μαδάρα να χαθή, γή στο γιαλό να πέση
γη να τονε σκοτώσωμε σαν ήρθενε πεσκέσι.[9]
Κι ο Κεχαγιάς[10] του, τον γροικά γυρίζει και του κάνει:
—Δεν φεύγει Μουσταφά πάσα γιατί είναι παλληκάρι,
δεν είναι αυτός Λαζόπουλος[11] να πιάση τη Μαδάρα
μόνο ’νε από τη Ρούμελη και σέρνει παλληκάρια,
μ’ αυτά τα Ρουμελόπουλα είν’ άντρες τιμημένοι
και θα μας εσκοτώσουνε, κι ας είμεθα ’γνοιασμένοι.
—Σώπασε… μη μου τση ’παινάς εξήντα καβαλλάρος
μα ’γώ σαλάτα τρώγω τση, ως τρων τση ψαρογάρους.[12]
Μονομεριάζει η Τουρκιά και κάνει μια κολώνα[13]
να πάνε να πατήσουνε τω Σφακιανώ τη χώρα.
Πάνε μονομεριάζουνε στ’ Ελληνικές καμάραις
κι οι Χριστιανοί κατέβαιναν και πιάνουν τση Μαδάραις.
Κι ο Κυριακούλης[14] έλεγε απού ’τον αντρειωμένος
κ’ ήτουνε κ’ εις τον πόλεμο άξιος και τιμημένος.
—Αρπάξετ’ ούλοι τα σπαθιά τ’ άρματα και μαχαίρια
να πάμε να μουντάρουμε[15] εις της Τουρκιάς τ’ ασκέρια
μπορέτως[16] τσ’ αλαργάρουμεν[17] έξω απού τα ταμπούρια.
Και όντεν[18] εκαταβαίνανε στ’ Άσκύφου στα μουράγια[19]
ο κόσμος ελουλούδιζε Τούρκικα μπαϊράκια.
Σαν τα είδασιν οι Σφακιανοι είπαν μικροί μεγάλοι
—Χατζή μην πας στον πόλεμο γιατ’ είσαι η κεφαλή μας
κι άνε και σε σκοτώσουνε χάνουμε τη ζωή μας.
Την όρεξί σου φύλαγε και τη καβαλλαρία
ώστε να πάμε την Τουρκιά σε άλλην επαρχία,
που να ’χη κάμπο γι άλογα και ρίζα για παιχνιώταις[20]
για την καβαλλαρία σου τση ξακουστούς Στραθιώταις.192
Έπα[21] στο Φραγκοκάστελλο στενός σούνε ο τόπους,
κι αν δεν λυπάσαι το Χατζή, λυπήσου σκιάς[22] τσ’ ανθρώπους.
—Μα μια φορά γεννήθηκα και μια θε να πεθάνω,
και μια θα τονε στερηθώ τον κόσμο τον απάνω.
Εδώ οπού βρεθήκαμε τον πόλεμο θα κάμω,
κι αν με σκοτώσουν σήμερο σαν άντρας θ’ αποθάνω.
Κι αν με σκοτώση ο Πασάς, κόβγει την κεφαλή μου,
και τήνε πάει στα Χανιά και παίρνει την τιμή μου.
Πάλι και τον σκοτώσω εγώ, κόβγω την κεφαλή του,
και τήνε πέμπω στο Μωρηά και παίρνω την τιμή του.
Σελλώσετέ μου τ’ άλογο στον πόλεμο ν’ αράξω[23]
να πάω να βρω τον Μουσταφά και σκλάβο να τον πιάσω.
Και κάνει παρακάλεση, και κάνει το σταυρό του
και πιάνει τ’ αλαφρό σπαθί κρεμνά το στο λαιμό του.
Πιάνει και τα πιστόλια του στη μέση του τα βάνει,
σαν πολέμαρχος δεν δειλιά κι αν ήθελε αποθάνει.
Και όντας εκαβαλλίκεψε έκλαψε τ’ άλογό του
και τότε δα το γνώρισε δεν ήτο για καλό του.
Και δίδει τη διαταγή εις την καβαλλαρία
—Σήμερα θα την δείξωμε, αδέρφια, την αντρεία!
Κι αν βγούμε απού τον πόλεμο, παιδιά μου, κερδεμένοι,
στση Κρήτης ούλο το νησί Τούρκος δεν απομένει.
Πάλι κι αν σκοτωθούμενε την σημερινή ημέρα,
θα μάσε ’μνημονεύγουνε τση Κρήτης τα Καστέλλια.
Δίδει βιτσιά του μαύρου του στην πόρτα ξεπορτίζει
και πιάνονται με την Τουρκιά κι ο πόλεμος αρχίζει.
Στην λύσσα την πολεμική και την φωθιά την τόση,
απ’ όλους που λαβώθηκαν κάνεις δεν θα γλυτώση.
Σαν τρία κάρτα εβάσταξε μα ήτανε δυο ώραις.
κανείς Τούρκος δε γύριζε στση βουλισμέναις[24] χώραις.
Στην μια μεριά τα άλογα, στην άλλην οι σκοτωμένοι
δεμένοι με τση ζώνες των εχάθηκαν οι ξένοι.
Και μετρηθήκαν οι Ρωμηοί κι έλειπαν διακόσοι,
κι οι Τούρκοι μετρηθήκανε κι έλειπαν οκτακόσιοι.
Χατζή Μιχάλης φώναξε που τη ψαρή φοράδα:
—Πρόβαλε, Μουσταφά πασά, κοντά στην ευγοράδα[25]
μη χώνεσαι σαν αλουπού ’που πίσω απού τ’ ασκέρι
έλα κοντά μου σίμωσε κι η μοίρα ό,τι φέρει.
Μια μπαλωθιά του παίζουνε[26] στο μαρμαρένιο μπέτη[27]
μα κείνος δεν τήνε ψηφά σαν παλληκάρι στέκει.
Και σέρνει το σπαθάκι του και μπαίνει στο ντουμάνι
και την Τουρκιά εσάστισε τον πόλεμο που κάνει.
Δεύτερη μπάλα[28] παίζουν του και στο μερό του δίδει,
μα κείνος δεν τήνε ψηφά κι οπίσω δεν γυρίζει.
Καστίζει[29] την φοράδα του και πάει σ’ ένα κάρτο,[30]
κι όντιμος[31] βρίσκει σφαλιχτό το βουλιασμένο[32] κάστρο.
—Μα δα που σ’ ηύρα σφαλιχτό, πειο σου να μην άνοιξης!
για δεν ευρέθηκ’ ανθρωπος όξω να μου βοηθήξη
Και παίζουνσιν του κι άλλη μια δίδουν του στη μασέλλα,[33]
και εκείνη τον εγκρέμισε απάνου από τη σέλλα.
—Μα ελάστε σεις οι Σφακιανοί απού ’στε παινεμένοι
να κάνετε τα δίκηα μου ταχυά το μεσημέρι.
Τότες γιουρούντισ’[34] η Τουρκιά την κεφαλή του έκοψαν
για να την πάνε του Πασσά να τώνε δώση γρόσια.
Κι ο Μουσταφάς ως τ’ άκουσε πολύ του βαρεφάνη
γιατί να τονε σφάξουνε απού ήτον παλληκάρι.
Κι αν ήθελε γιατρεύγεται, ήθελε τονε γιάνει,
γιατ’ ήτο συντοπίτης του άντρας και παλληκάρι.
Μ’ ακόμη και το σήμερο στης Δεκαφτά του Μάι
ούλο τ’ ασκέρι φαίνεται με το Χατζή Μιχάλη.
Και πολεμούν στα σύννεφα κι ακούγοντ’ οι μπουρμπάδες[35]
φωνές κι αλογοπεταλιές στου Καστελλιού τση μπάντες.
Ούλοι οι αλαφρόστρατοι θωρούν τση και τρομάζουν,
μα κείνοι Θιός συγχωρέσει των κανένα δεν πειράζουν».
Άραγες κι είντα θέλουσι κι είντα μας εθυμίζουν;
Αυτούς που σφάχτηκαν εκειά και τα βουνά ραΐζουν.

[1]. Ατλήδες=ιππείς.
[2]. Πρεμαζώξει=συλλέξει.
[3]. Μονομέριασε=συγκέντρωσε.
[4]. Μισερλήδες=Αιγύπτιοι.
[5]. Απής=ευθύς.
[6]. Μπρόβολα=εκλεκτά, άξια.
[7]. Μαδάρα=τόπος ορεινός
[8]. Γη=ή.
[9]. Πεσκέσι=δώρον, προσδοκία.
[10]. Κεχαγιάς=οικονόμος, επίτροπος,
[11]. Λαζόπουλος=Ελλαδίτης που επιχείρησε αποτυχημένη επανάσταση.
[12]. Ψαρογάρος=σαρδέλλα.
[13]. Κολώνα=στρατιωτικό σώμα.
[14]. Κυριακούλης (Άργυροκαστρίτης), εκατόνταρχος και υπασπιστής του Χατζή Μιχάλη.
[15]. Μουντάρω=εφορμώ.
[16]. Μπορέτως=δυνατόν.
[17]. Αλαργάρω=απομακρύνω.
[18] Όντεν=όταν.
[19] Μουράγιο=τείχος, κρηπίδωμα.
[20] Παιχνιώτης=αυτός που κάνει ελιγμούς.
[21]. Έπα=εδώ.
[22]. Σκιάς=τουλάχιστον.
[23]. Αράζω=πηγαίνω.
[24]. Βουλισμένη=κατεστραμμένη.
[25]. Ευγοράδα=εμφανές μέρα, τα ανοικτά.
[26]. Μπαλωθιά=τουφεκιά.
[27]. Μπέτη=στήθος.
[28]. Μπάλα=σφαίρα, οβίδα.
[29]. Καστίζω=μαστιγώνω.
[30]. Κάρτο=μικρή είσοδος φρουρίου.
[31]. Όντιμος=οπότε.
[32]. Βουλιοσμένο=κατηραμένο, αναθεματισμένο.
[33]. Μασέλα=σιαγών.
[34]. Γιουρουντίζω= κάνω έφοδο (γιουρούσι).


Αποτέλεσμα εικόνας για χατζημιχάλης νταλιάνης

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

«Τον καιρό των Λιάπηδων» στη νήσο Κέα



Στο προηγούμενο κείμενο του μητροπολίτη Ερμουπόλεως Αιγύπτου, Ευαγγέλου, μάθαμε για την παράξενη εκείνη εκστρατεία του Χατζημιχάλη Νταλλιάνη στο Λίβανο.
Εκεί αναφέρονται, με διάθεση υπερασπιστική, τα έργα και οι ημέρες των "Λιάπηδων", των  αρβανίτικων στρατευμάτων του Νταλλιάνη, στη νήσο Κέα(Τζιά), η οποία, είχε οριστεί ως σημείο συνάντησης και βάση εξόρμησης της εκστρατείας. 
Συγκεκριμένα απαντάει στον Ι.Ν. Ψύλλα, συγγραφέα της Ιστορίας της Νήσου Κέας  και στις δικές του απαξιωτικές αναφορές για τους "Λιάπηδες". 
Βρήκαμε το σχετικό κείμενο και το παραθέτουμε αυτούσιο για να υπάρχει πλήρης η εικόνα της συζήτησης που διεξήχθη μεταξύ των δύο  και με χρονική διαφορά τριάντα ετών.
Το κείμενο του Ι.Ν Ψύλλα, όμως, έχει ακόμη κάτι πολύ ενδιαφέρον. Τον έρωτα του άλλου σπουδαίου καπετάνιου, του Βάσου Μαυροβουνιώτη με την Ελένη, την Ηπειρωτοπούλα που είχε καταφύγει στην Κέα. 
Ήταν τόσο δυνατό το αίσθημα αυτό ανάμεσά τους που η Ελένη ακολουθεί τον καπετάνιο στις μάχες, παίρνοντας τη θέση της δίπλα στη Μαριώ του Καραϊσκάκη και τις Σουλιώτισσες, αλλά και δίπλα στην Ασήμω του Θεοχάρη και την "περατιανή παπαδιά"  που έχουμε γράψει αλλού.








Παρέκβαση: 
Στο σημείο αυτό παρεμβάλλουμε αυτούσιο το κείμενο του Ν. Σπηλιάδου, στο οποίο αναφέρεται ο Ψύλλας, από τις σελ. 512 & 513 του Β' τόμου των Απομνημονευμάτων,  Αθήνησι, 1851 εκ του τυπογραφείου Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, (παρά τη Πύλη της Αγοράς, αριθμός 420)







Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Ο ΧατζηΜιχάλης Νταλλιάνης με τους Αρβανίτες του στο Λίβανο & τη Συρία [1826]





Με τον ηρωικό Χατζημιχάλη Νταλλιάνη και τους "ξακουστούς Στραθιώτες" του, ασχολήθηκα λιτά και ουσιαστικά στους δικούς μου Παράξενους Φτωχούς Στρατιώτες, για να δείξω ότι η αρβανίτικη στρατιωτική παράδοση διέρχεται μέσα από την Επανάσταση του '21 και φτάνει, φθίνουσα, μέχρι τον Β' παγκόσμιο πόλεμο. 
Ο Χατζημιχάλης και οι εξακόσιοι ιππείς του, πέφτουν ηρωικά στο Φραγκοκάστελο των Σφακίων [1828] αλλά δεν παραδίδονται. Την ηρωική αυτή μάχη μάς την παρουσιάζει εμμέτρως, ως συνηθίζεται στα πολεμικά κατορθώματα των Ελλήνων από αρχαιοτάτων χρόνων, ο ανώνυμος κρητικός ραψωδός και την διασώζει στη βιογραφία του Χατζημιχάλη, ο Μητροπολίτης Ευάγγελος.

Ήταν τότε που διάβασα για την εκστρατεία του Χατζημιχάλη Νταλλιάνη στον Λίβανο και εντυπωσιάστηκα. Έψαξα να βρω βιβλιογραφία για το θέμα ή μια βιογραφία του μεγάλου αυτού πολέμαρχου του ιππικού της Επανάστασης του 1821. Δεν βρήκα παρά μόνο το προαναφερθέν σύγγραμμα του Ευαγγέλου, Μητροπολίτου Ερμουπόλεως (Αιγύπτου), τυπωμένο στην Αλεξάνδρεια, το 1950, κι αυτό εξαντλημένο και σπάνιο. Ήμουν όμως τυχερός και "με τα πολλά" βρήκα ένα αντίτυπο στα παλαιοπωλεία. Πανάκριβο όμως το πήρα. Ότι δεν αξιώθηκε ακόμη ο πολέμαρχος, επιστήμονα ιστορικό βιογράφο. 
Εκεί βρήκα και τις σελίδες που αφορούν την εκστρατεία στον Λίβανο. Σήμερα τις παραθέτω.

Εκεί, εσύ αναγνώστη, θα βρεις πολλές αντιστοιχίες του τότε με το σήμερα. "Συμπτώσεις", θα σου πουν μερικοί. Βγάλε τα συμπεράσματά σου.
Για μένα, το εντυπωσιακό του θέματος βρίσκεται σε δύο στοιχεία:

α) Στην αντίληψη που είχαν, ακόμη και τότε, ότι, τα συμφέροντα της Ελλάδας εκτείνονται σε όλη τη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή. Έτσι, επιχειρούν να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στον Ιμπραήμ κοντά στα χώματα της Αιγύπτου, κοντά στη φωλιά του, την ώρα της Πολιορκίας του Μεσολογγίου. Έχουμε κι άλλο ένα παρόμοιο, από στρατηγική άποψη, περιστατικό, αν και πολύ μικρότερης κλίμακας. Είναι το εγχείρημα του Κανάρη να κάψει την  Αρμάδα της Αιγύπτου μέσα στην Αλεξάνδρεια. 

β)  Στην οργάνωση και στην εκτέλεση της εκστρατεία ανεξάρτητα από το μηδαμινό αποτέλεσμα στην επίτευξη του αντικειμενικού σκοπό της. Ο Χατζήμιχάλης, μισθώνει [πάει να πει, καλύπτει τα έξοδα σαν να ήταν το κράτος], δεκαοκτώ (18) Σπετσιώτικα καράβια και βάζει μέσα δυο χιλιάδες (2.000) άνδρες. "Βορειοηπειρώτες", τούς λέει ο Ευάγγελος κι ας είναι μέσα αρχηγοί σαν τον Βάσο Μαυροβουνιώτη και τον Νικόλαο Κριεζώτη. "Λιάπηδες" τούς λέει ο Ι.Ν.Ψύλλας στην ιστορία του για την Κέα, όπου τους βρίσκει ελλιμενισμένους πριν την εξόρμηση. Ο Ευάγγελος τους λέει "Βορειοηπειρώτες" γιατί ήδη έχουν βγάλει κακή φήμη οι ΤουρκΑρβανίτες. Οι Αρβανίτες αποποιούνται το όνομα, είτε ονομάζοντας εαυτούς σκέτο "Έλληνες" είτε επιτρέποντας στους άλλους να τους ονομάζουν "Λιάπηδες". Μερικοί καταχωρούνται με αυτή την "επαγγελματική" ιδιότητα ως επίθετο, στην ιστορία αλλά και στα μητρώα του νεαρού κράτους. Χίλιοι τέτοιοι "Λιάπηδες" βρίσκονται και στα Ψαρρά, στην ηρωική άμυνα του νησιού, 4 χρόνια πριν (Ιούνιο του 1824).  
Δεν πρέπει να μας διαφύγει της προσοχής μας και το άλλο εξίσου σημαντικό, ίσως  το σημαντικότερο. Την μεγάλη στρατηγική αξία του να υπάρχει και να περιπολεί μια τέτοια "αμφίβια", "πεζοναυτική", δύναμη στο Αιγαίο. Αρχαία κι αυτή εμπειρία στην ελληνική πολεμική παράδοση, που κρατάει από τους Αχαιούς, τους Αθηναίους, τους Ρωμιούς του Βυζαντίου, τους Αρβανίτες του "Ενετού" Κοριολανού Κίππικο, τον Νικοτσάρα και τέλος τον Χατζημιχάλη. Ύπαρχούσης μιας τέτοιας δυνάμεως στο κεντρικό Αιγαίο, όλο και κάτι μπορεί να αποκομίσει κανείς. Έτσι, σώζεται ο Φαβιέρος από το κάστρο της Καρύστου όπου είναι μπλοκαρισμένος και έτοιμος να παραδοθεί.

Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Μέγα  Σάββατο
7 Απριλίου 2018