Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Σχηματάρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Σχηματάρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 15 Μαΐου 2021

Εξήντα παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες στην Κέρκυρα το 1541

Η μετοικεσία Αρβανιτών Στρατιωτών με τις οικογένειές τους από το Ναύπλιο και την Μονεμβασία- Ζώρζης Σχηματάρης

Το κάστρο της Κέρκυρας το 1573



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμή


Η λήξη του Γ΄ ΒενετοΤουρκικού Πολέμου- οι συνέπειές της για τους υπερασπιστές Ναυπλίου και Μονεμβασίας.

Ο Γ' ΒενετοΤουρκικός Πόλεμος ξεκίνησε με την πολιορκία της Κέρκυρας (1537) και τέλειωσε με την πολιορκία του Ναυπλίου το 1540. Στους όρους της ειρήνης περιλαμβάνονταν α) η παράδοση των δύο πόλεων -και της Μονεμβασίας- στους Τούρκους β) η απόσυρση της φρουράς τους και κυρίως των Αρβανιτών Στρατιωτών, οι οποίοι ήταν εκεί εγκατεστημένοι από τον 14ο αιώνα και επί των Δεσποτών του Μορέα, Καντακουζινών και Παλαιολόγων.

Μερικούς μήνες μετά την παράδοση των πόλεων, το Συμβούλιο των Δέκα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου ρυθμίζει τις τύχες των γενναίων αυτών ανδρών προνοιάζοντάς τους σε διάφορα στρατηγικά σημεία του Κράτους της Θάλασσαςi. Άλλους τους στέλνει στην Κύπρο, άλλους στην Κρήτη και τα Επτάνησα. Εξήντα απ' αυτούς στην Κέρκυρα.

Λίγο πρωτύτερα, είχαν λαχταρίσει αρκετά, γιατί το αρχικό σχέδιο ήταν να εγκατασταθούν στα προκεχωρημένα Κύθηρα, αλλά μετά από την κινητοποίησή τους και την επιστολή του μητροπολίτη Μονεμβασίας Μητροφάνη στη Σινιορία, τους αναγνωρίστηκε ότι έπρεπε να εγκατασταθούν σε λιγότερο επικίνδυνα σημεία, αφού και γενναία είχαν πολεμήσει και τις περιουσίες τους είχαν χάσει. Κάμποσοι δε απ' αυτούς ήταν πολυτραυματίες και ανάπηροι.

Ειδικά οι Ναυπλιώτες είχαν υποβάλλει στις 20 Ιουλίου 1540 αναφορά στον Γενικό Καπετάνιο της Θάλασσας Θωμά Μοκενίκο, όπου, μεταξύ των επτά άρθρων περιλαμβάνονται και τα εξής:

α) η παραχώρηση καταλλήλων οικημάτων για την εγκατάστασή τους

β) η παραχώρηση γαιών για καλλιέργεια ανάλογα με την κοινωνική θέση του καθενός

γ) η ασφαλής μεταφορά, με ειδική γαλέρα και με τη συνοδεία ιερέων, των οστών των προγόνων τους όπως και των ιερών σκευών και εικόνων.

Ο Θωμάς Μοκενίκος εγγράφως αποδέχτηκε όλους τους όρους, εκτός από τα περί παραχωρήσεως γαιών που έπρεπε να αποφασίσει η κυβέρνηση της Δημοκρατίας.


Η εγκατάσταση στην Κέρκυρα

Η κυβέρνηση πράγματι αποφάσισε και διέταξε τον βάιλο της Κέρκυρας Στέφανο Τιέπολο για τις ζωοτροφές, την εγκατάστασή τους και την παραχώρηση γαιών άμα τη αφίξει τους το καλοκαίρι του 1541.

Οι εξήντα οικογένειες (κατ' άλλους 63) ορίστηκε να εγκατασταθούν στη θέση νοτιοανατολικά της πόλης όπου και πήρε το όνομα Στρατιά ή Αναπλιτοχώρι και έτσι αναφέρεται έκτοτε στα διάφορα συμβολαιογραφικά έγγραφαii. Για καλλιέργεια τους παραχωρήθηκε μια έκταση στην Κασσιώπη, 3.200 στρεμμάτων, η οποία είχε περιέλθει στο δημόσιο μετά την πολιορκία του 1537, το σκλάβωμα και τον εξανδραποδισμό 20.000 κατοίκων του νησιού που επακολούθησε την αποτυχημένη εκείνη προσπάθεια του Σουλεϊμάν.

Οι Κερκυραίοι, όσοι είχαν απομείνει από εκείνη την τρομερή καταστροφή, δέχτηκαν τους Στρατιώτες με ικανοποίηση και ανακούφιση γιατί η φήμη τους είχε προηγηθεί. Τα πήγαν γενικά καλά μαζί τους παρά το ότι οι Στρατιώτες ήταν “κλειστή” κοινωνική ομάδα κι έκαναν φιλίες μόνο μεταξύ τους και με τους συμπολεμιστές τους των άλλων νησιών. Μεταξύ τους γίνονταν και οι γάμοι, που όμως πρόκοψαν και έδωσαν πολλούς απογόνους. Οι φάρες του εξαπλώθηκαν σε όλο το νησί και παρέμειναν όλους τους επόμενους αιώνες τα ονόματά τους, κάμποσα εκείνων δε συναντούμε ως τα σήμερα.

Εκτός αυτού, οι Στρατιώτες παρεκτρέποντο μερικές φορές και έκαναν ζημιές, με τα άλογα τους, σε καλλιέργειες γειτόνων τους. Σοβαρότερη είναι μια διαφορά που προέκυψε από σφετερισμό γαιών στην Κασσιώπια από τους νέους καλλιεργητές. Όλες διευθετήθηκαν είτε με την ανάθεση των υποθέσεων στους καπετάνιους τους είτε με την διαιτησία της Σινιορίαςiii.


Η Στρατιά και ο διοργανισμός της

Οι εξήντα Στρατιώτες της Κέρκυρας συγκροτούσαν τη Στρατιά και έφεραν τη σημαία τους με έναν σημαιοφόρο. Διαιρούνταν σε τέσσερα μαχητικά τμήματα-λόχους, από 15 ιππείς ο καθένας. Κάθε λόχος είχε τον λοχαγο-καπετάνιο του, που λεγόταν και λουογκοτενέντε. Επίσης ο κάθε λόχος είχε σαλπιγκτή και τυμπανιστή. Ο γενικός διοικητής της Στρατιάς λεγόταν Γκουβερναδόρος διοριζόταν από την κυβέρνηση και υπαγόταν στον Προβλεπτή που έπρεπε να είναι πάντα Βενετός και όχι άλλος Ευρωπαίος γιατί δεν ήξεραν εκείνοι τα χούγια τους. Ο Γκουβερναδόρος ήταν ισόβαθμος των “ταγματαρχών της γραμμής” (maggiori di Linea)

Κατανέμονταν στα τέσσερα τμήματα που ήταν χωρισμένο το νησί και είχαν αποστολή να το φυλάνε. Σε κάθε διαμέρισμα υπήρχαν επιλεγμένοι κάτοικοι -“εφεδρικοί”όπως λέμε εμείς σήμερα, cernidi λέγονταν τότε- οργανωμένοι σε τμήματα, επικεφαλής των οποίων τίθονταν οι Στρατιώτες και φρόντιζαν για την εκγύμναση και την οργάνωσή τους, τις βάρδιες και τις σκοπιές, ημερήσιες και νυχτερινές.

Η ανανέωση των γραμμών γινόταν από τους δικούς τους απογόνους μετά από έγκριση της κυβέρνησης. Ποτέ όμως δεν δέχτηκαν, ούτε και η Σινιορία τους χάλασε το χατήρι, στις γραμμές τους ντόπιους κατοίκους. Όταν δε οι τελευταίοι ζήτησαν από τη Αυθεντία το δικαίωμα να συγκροτήσουν δικό τους σώμα με πρότυπο τη Στρατιά, η κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα.

Λέγεται από τους ερευνητές του 19ου αιώνα ότι αυτοί απετέλεσαν “στρατιωτική αριστοκρατία” και “κάστα”. Δεν νομίζω ότι ήταν τίποτα διαφορετικό από μια ελληνική στρατιωτική κοινότητα, αυτοκέφαλη και αυτοδιοικούμενη. Δεν ήταν “αριστοκρατία” γιατί τέτοια υπήρχε ήδη και ήταν άλλη. Την συγκροτούσαν τόσο οι Βενετοί όσο και οι άρχοντες της “Χρυσής Βίβλου”. Οι Στρατιώτες ήταν λαός, μάτωνε και δούλευε για να ζήσει και να προκόψει.

Δεν ήταν ούτε “κάστα” γιατί αυτό σημαίνει κάποια προνόμια και κάποια αυστηρά προκαθορισμένη αναπαραγωγή και ανανέωση. Κάστα θα ήταν αν όλοι οι άρρενες γίνονταν αυτοδικαίως μαχητές των λόχων. Ξέρουμε όμως ότι από τις δεκάδες κι εκατοντάδες παιδιά που γεννιόνταν, μόνο λίγα τοποθετούνταν στους λόχους. Από την άλλη μεριά αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι μη στρατολογηθέντες δεν ήξεραν την τέχνη του πολέμου ή δεν συνέχιζαν, όταν χρειαζόταν, τη στρατιωτική παράδοση. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να θεωρήσουμε ότι τα παιδιά που δεν εντάσσονταν στους λόχους της Κέρκυρας, επεδίωκαν να διακριθούν σε άλλες φρουρές της Δημοκρατίας και έτσι εξηγείται η διασπορά των οικογενειακών ονομάτων σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο και ίσως ακόμα πολύ μακρύτεραiv.


Μερικά εντυπωσιακά στοιχεία της παρουσίας των Στρατιωτών

Στη μακρά θητεία των Στρατιωτών στην Κέρκυρα, η οποία κράτησε μέχρι την διάλυση της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου από τον Ναπολέοντα το 1799, καταγράφονται μερικά πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας τους.

Ένα απ' αυτά είναι οι ιππικοί αγώνες και το άλλο ήταν “του Λεβέντη”.

Οι ιππικοί αγώνες ήταν δύο ειδών. Τζούστρες και ρέντες τις λέει ο Τζάνε Κορωναίος, στο έπος του για τον Μερκούριου Μούα που μεγάλωσε στο Ναύπλιο αλλά διακρίθηκε στην Ιταλία ήδη από το τέλος του 15ου αιώνα και ανακηρύχθηκε ιππότης του Αγίου Μάρκου με πολλές κολαΐνες (χρυσές καδένες, σύμβολα της ευαρέσκειας του δόγη).

Τζιούστρες ή γκιόστρες ήταν οι διαδορατισμοί. Κάτι σαν κι αυτούς που βλέπουμε στις ταινίες. Δύο ιππείς αντιμέτωποι καλπάζουν εναντίον αλλήλων και διαδορατίζονται με σκοπό να πέσει ο ένας από το άλογο και να αναδειχτεί νικητής ο άλλος.

Σε μια τέτοια γκιόστρα το 1599, στις 28 Φεβρουαρίου, ο φρούραρχος DA Viterbo-Meo, αστόχαστα κομπάζων και κομπορρημονών, αναμετρήθηκε με τον ευπατρίδη Λουκάνη και τον καπετάνιο των Στρατιωτών Νικόλαο Σκλήρη. Με τον Λουκάνη, μια φορά βγήκαν ισόπαλοι και δυο φορές ηττήθηκε. Με τον Σκλήρη όμως τραυματίστηκε καίρια και μετά από λίγες μέρες πέθανε.

Στα 1685 καταγράφεται διαφορετικό ιππικό αγώνισμα. Μάλλον αυτό θα ήταν η ρέντα.

Μια ημέρα των αποκριών, ανάμεσα στις δυο Κυριακές, στην Πλατεία οδό, οι ιππείς έτρεχαν με τα ανεμόποδα και υψαύχενα άλογά τους προκειμένου να διαπεράσουν με το δόρυ τους και να αφαιρέσουν ένα κρεμασμένο δακτυλίδι. Πλήθη λαού μαζί με όλη την αριστοκρατία παρακολουθούσε το αγώνισμα με τις κυρίες να σείουν τα μαντήλια τους. Ο νικητής παρελάμβανε το έπαθλο από τον βάιλο του νησιού, ο οποίος παρακολουθούσε τους αγώνες, μαζί με τις υπόλοιπες αρχές, από τον ευρύχωρο εξώστη του μεγάλου Ρίκκη.

Αλλιώτικο αρκετά πρέπει να ήταν το άλλο έθιμο “του Λεβέντη”.

Στη συνοικία της Στρατιάς, στα ωραία πανηγύρια των Στρατιωτών, της Αναλήψεως, του Σωτήρος, της Παναγίας της Κασσιωπαίας, του Αγίου Γεωργίου, συνηθίζετο οι Στρατιώτες να εισέρχονται πανηγυρικά και μεγαλοπρεπώς στην πόλη, χωρίς τα άλογά τους, τραγουδώντας ένα τραγούδι- ύμνο, “του Λεβέντη”, όπως επικράτησε να λέγετε.

Θα πρέπει να ήταν πολύ εντυπωσιακή αυτή η άλλου είδους στρατιωτική παρέλαση, όπου οι Στρατιώτες ρυθμίζοντας το βήμα τους σύμφωνα με το σκοπό, αλλά ταυτόχρονα με χάρη και αμέλια, τραγουδούσαν:


- Διαβάτες που διαβαίνετε

Στρατιώτες που περνάτε

Μην ίδατε το υιόκα μου

τον Γιάννη το παιδί μου;


- Κι ανίσως και τον ίδαμε

κι ανίσως τον ιδούμε,

Πούθε να τον γνωρίσουμε,

για πες μας τα σημάδια!


- Ήταν ψηλός ήταν λιγνός,

ήταν και μαυρομάτης,

Είχε τα μάτια σαν ελιές

τα φρύδια σαν γαϊτάνι.


- Εχθές προχθές τον ίδαμε

στον κάμπο ξαπλωμένον,

Μαύρα πουλιά τον τρώγαν,

κι άσπρα τον τρογυρίζαν,

Κι ένα πουλί, κακό πουλί

δεν ήθελε να φάγη.


- Φάτε πουλιά μου, φάτε με

φάτε χορτάστεμέ τε,

Φάτε πουλιά τα νειάτα μου

φάτε την ανδρειά μου,

Κι αφήστε μου την γλώσσα μου

και το δεξί μου χέρι,

Να κάμει τρία γράμματα

και τρία μυρολόγια,

Το ένα να πάη στη μάνα μου,

τ' άλλο στην αδελφή μου,

Το τρίτο το φαρμακερό

να πάη στην ποθητή μου,

Να το διαβάζη η μάνα μου

να κλαίη η αδελφή μου

Να το διαβάζη η αδελφή

να κλαίη η ποθητή μου,

Να το διαβάζη τη ποθητή,

να κλαίη ο κόσμος όλος.


Σώθηκαν μερικοί στίχοι απ' αυτό το τόσο σπάνιο τραγούδι, άλλοι μέσα σε μεταγενέστερα δημοτικά τραγούδια άλλοι μέσα σε κάποιες μνημειακές συλλογές όπως του Φωριέλ, του Πασσώβιου, του Μανούσου και του Ζαμπέλιου. Όχι όμως σε αυτή του την μορφή. Νομίζω ότι θα ήταν δόκιμο να επιχειρηθεί η επαναμελοποίησή του στο σκοπό του “Βλαχοθανάση” που είναι ανάλογου νοήματος τραγούδι και περιέχει τους δυο πρώτους χαρακτηριστικούς στίχους. Ίσως είναι ο μακρινός δημοτικός απόγονός εκείνου του ύμνου που τραγουδιόταν ως τον 19ο αιώνα από όλο το λαό.


Ο γενναίος Ζώρζης Σχηματάρης

Στους Παράξενους φτωχούς Στρατιώτες, είχαμε παρουσιάσει ένα έγγραφο, δημοσιευμένο από τον Σάθα, με ημερομηνία 4 Ιουνίου 1541, το οποίο, ρύθμιζε τη σχέση μιας ομάδας Στρατιωτών με τη Δημοκρατία. Εκεί αναφέρονταν πολλοί με το όνομα Μπαρμπάτης, ένας δε εξ αυτών, ο Λέκκας (Αλέξανδρος), σημειώνεται ότι ήταν αδελφός του δόμινου (ιππότου) Αυγουστίνου Μπαρμπάτη. Δεν προσδιορίζεται όμως ακριβώς που εκείνοι οι Στρατιώτες προνοιάζονται. Τότε είχαμε επισημάνει ότι αυτό θα προκύψει αν εντοπιστούν σε καταλόγους κάποια απ' αυτά. Πράγματι, οι σημαντικότεροι, από πλευράς πλήθους και αναγνωσιμότητας, οι Μπαρμπαταίοι, εντοπίζονται σε καταλόγους που καταρτίζονται από διάφορους ερευνητές στην Κέρκυρα. Αν και οι κατάλογοι αυτοί δεν είναι πλήρεις και δεν καταγράφονται και οι 60 Στρατιώτες του Ναυπλίου και της Μονεμβασιάς, μπορούμε να θεωρήσουμε με αρκετή ασφάλεια ότι και ο Ζώρζης Σχηματάρης εγκαταστάθηκε τελικά στην Κέρκυρα, μαζί με τους συμπολεμιστές του και ήταν ένας απ' αυτούς που τραγουδούσαν τον “Λεβέντη” παρελαύνοντας, κατά τον τρόπο των παράξενων Στρατιωτών, στη πόλη της Κέρκυρας.

Μένει να διερευνηθεί ιστορικά, αν ο απέκτησε απογόνους κι αν αυτοί συναντήθηκαν με τους πρόσφυγες Σουλιώτες, όταν εκείνοι κατέφυγαν στο νησί. Γιατί είναι σίγουρο ότι οι δύο διαφορετικών διαδρομών Αρβανίτες Στρατιώτες συναντήθηκαν...


Σημειώσεις:

i Έχουμε γράψει τόσο στους Παράξενους φτωχούς Στρατιώτες (εκδ. Αλφειός), όσο και σε άλλα κείμενά μας ότι ο θεσμός της Πρόνοιας ήταν πανάρχαιος. Ωστόσο, άκμασε και χρησιμοποιήθηκε πολύ στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ οι “διάδοχοί της”, τον αξιοποίησαν επίσης ευρύτατα, με πρώτους τους Βενετούς.

ii Παρόμοιος είναι και ο τρόπος προνοιασμού των Στρατιωτών στην Κύπρο, όπου και εκεί αναφέρεται οικισμός “Αναπλιτοχώρι” βλέπε Παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες.

iii Προστριβές παρατηρήθηκαν και στην Κύπρο. Λύθηκαν κι εκεί από τους καπεταναίους τους αφού η Σινιορία αναγνώρισε ότι μόνο εκείνοι μπορούν να τους δικάζουν.

iv Οικογένεια Λουκίσσα έχουμε και στη Βοιωτία και στην Κύπρο. Ρένεση, Μάνεση, Ροντάκη επίσης στην Κύπρο και αλλού. Ένας Μπαρμπάτης είναι ήρωας της ταινίας L' oro και ένας εκ των δύο που επιβιώνουν και φτάνουν στις ακτές του Ειρηνικού. Πρέπει να το δεχτούμε ως θρύλο έχοντα βάση αφού πλήθος Στρατιωτών υπηρέτησε υπό τις Ισπανικές σημαίες εκείνη ακριβώς την εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων.

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Κείμενο παρουσίασης στο Σχηματάρι των Παράξενων Φτωχών Στρατιωτών



Κείμενο παρουσίασης  στο Σχηματάρι του βιβλίου

Παράξενοι  Φτωχοί Στρατιώτες-Θαυμαστά Στοιχεία της Αρβανίτικης Στρατιωτικής Παράδοσης των Ελληνικών Κοινών


Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής


Στην αρχή έγινε μια μικρή παρουσίαση του έγγραφου της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου όπου αναφέρεται ο Γεώργιος Σχηματάρης, μέχρι τούδε φερόμενος λανθασμένα ως ιδρυτής του χωριού.

Ο ανδρείος Τζώρτζης Σχηματάρης (σελ. 337 ΠΦΣ)


Έγραφο της Γαλινοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου
4 Ιουνίου 1541 (πρώτη άλωση του Ναυπλίου Νοέμβριος 1540)
Οι ανδρείοι:
  1. Λέκκας Μπαρμπάτης (αδελφός του δόμινου Αυγουστίνου Μπαρμπάτη)
  2. Τζώρτζης Μπαρμπάτης
  3. Πρόγανος Μπεδενής (Γκίνης)
  4. Τζώρτζης Σχηματάρης
      Οι λοιποί του Ναυπλίου:
    1. Πέτρος Σόϊχας
    2. Πέτρος Μπαρμπάτης
    3. Θεόδωρος Μπαρμπάτης (Γκίνης) (αναφορά στην οικογένεια)
    4. Νικόλαος Κλεισουριώτης (αναφορά στην αιχμαλωσία του)
Οι εκ της Μονεμβασίας μετά του Θωμά Μοντσενίγκου:
  1. Ιωάννης Σκουρής
  2. Νικόλαος Σκουρής (γυιός του Ιωάννη)
  3. Μανώλης Πίστρακος
  4. Μανούσος Κερουλίνης
  5. Γιάννη Τραμβοτινός του Τζώρτζη (ακρωτηριασμένος στα δύο χέρια)
  6. Ιωάννης Κορίνθιος από τον Κορθοφύλακα
(βλέπε όλο το κείμενο στη σελίδα 336 του βιβλίου)


Στη συνέχεια διαβάστηκαν αποσπάσματα από το πρώτο κεφάλαιο των "Στρατιωτών"

    Αρχές Απριλίου 1494, έφτασαν κι άλλοι. Από τη φρουρά της Ναυπάκτου. Ενενήντα άνδρες αποβιβάστηκαν στο Λίντο και παρέλασαν έφιπποι, καλπάζοντας ταχύτατα, μπροστά σε πλήθος λαού και πατρικίων.
Τους είχαν δει κι άλλη φορά στην πόλη τους, οι Βενετσιάνοι, εκείνους του παράξενους Στρατιώτες. Ήταν λίγοι τότε, πριν τρία χρόνια, τον δριμύ χειμώνα του 1491. Καθώς πάγωσε το Μεγάλο Κανάλι κι έπηξε το νερό, μια ομάδα απ’ αυτούς, με τους οκύποδες και ανεμόποδες ίππους τους, βγήκαν πρωί πρωί και διαδορατίστηκαν προς μεγάλη έκπληξη του λαού και των αρχόντων. Απέδιδαν τιμές στη βασίλισσα της Κύπρου Αικατερίνη Κορνάρο! Έπαθλό τους ήταν η ευαρέσκειά της.
Οι φρουροί του Λεπάντο ήταν ηρωικοί και συνάμα φτωχοί. «Φυλάει τη Ναύπακτο» άρχισε με τον καιρό να σημαίνει «είναι πάμπτωχος». Μέσα στον 15ο αιώνα οι Τούρκοι κατέκλυσαν την Ελλάδα, «η Πόλις εάλω», τα φράγκικα βασίλεια κατέρρευσαν το ένα μετά το άλλο και οι Ενετοί συμπτύχθηκαν στα κάστρα. Η Ναύπακτος, κάτι σαν μπούρτζι, σαν οχυρή προκεχωρημένη θέση, έστεκε ακόμη ορθή χάρη στους ανδρείους υπερασπιστές της.
  Η Αυθεντία, δελεαζόμενη από τους Τούρκους στην Ανατολή –«αυτοί οι άνθρωποι είναι κακής διαγωγής· γιατί δεν τους διώκετε;» «αν τους διώξετε, ουδέποτε θα έχομεν διαφορά τινά»– και απειλούμενη από τις εισβολές των Γάλλων στη Δύση, τους μεταφέρει στην περιοχή γύρω από τη Βενετία. Στην αρχή λίγους, κι έπειτα πολλούς. Αφήνει μόνο τους απαραίτητους για τη φύλαξη των κάστρων.
Χίλια τετρακόσια ενενήντα τέσσερα (1494), Απριλίου 22, έφτασαν οι πρώτοι 112 άνδρες από τη φρουρά της Κορώνης μαζί με τ’ άλογά τους. Σε 5.000 ψυχές υπολογίζονται, την εποχή εκείνη, οι κάτοικοι της καστροπολιτείας. Την κατοικούσαν αποκλειστικά οι πολεμιστές με τις οικογένειές τους. Οι θρυλικοί Κορωναίοι: «[…] οίτινες αποβάντες εν Λίδω εξετέλεσαν την ειθισμένην παρέλασιν ενώπιον απείρου πλήθους, θαυμάζοντος την ταχύτητα των ίππων και την επιδεξιότητα των ιππέων».


  Η Γερουσία αποφάσισε να τους στρατωνίσει στη Ραβένα και διόρισε αρχηγό τους τον Πέτρο Δουόγο, υπουργό των εν Στερεά κτήσεων.
Στη συνέχεια, οκτώ φορτηγά πλοία έφεραν ακόμη χίλιους Στρατιώτες με τους ίππους τους. Τις μέρες του ταξιδιού τα λογάριασαν και τα ξαναλογάριασαν. Συζήτησαν για την κακή τους τύχη, που τους έριχνε σε ξένους τόπους για να υπερασπιστούν άλλες πολιτείες.
  Έτσι, μόλις έφτασαν, ζήτησαν από την Αυθεντία τις εξής τρεις χάριτες: (α) Να μην θεωρηθούν μισθωτοί, όπως οι άλλοι, και να μην πληρώνονται με το μήνα, αλλά με δύο δουκάτα για τον κάθε αιχμάλωτο και ένα δουκάτο για κάθε εχθρικό κεφάλι, κατά τη συνήθειά τους· (β) να τους δοθεί, ως αρχηγός, Ενετός ευπατρίδης και όχι κάποιος ξένος, όπως στους άλλους στρατιώτες, «διότι έχουσι όλως διάφορα έθιμα»· (γ) να πληρωθεί ο καθένας τέσσερα δουκάτα, γιατί «αναχωρούντες εξώδευσαν τρία μηνιαία».
Είναι εντελώς παράξενο, πολλώ μάλλον για «μισθοφόρους», να μην καταδέχονται τον τακτικό μηνιάτικο μισθό και να απαιτούν την αμοιβή με το «κομμάτι». Έχουν αναγκαστεί να εκπατριστούν μακριά από τον πολυαγαπημένο τους Μοριά, από τους δικούς τους ανθρώπους. Θα περίμενε κανείς να επιζητούν την ασφάλεια της τακτικής μισθοδοσίας, το «μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει». Όμως αυτοί, σίγουροι για την αξία τους, διαθέτοντας αυτοπεποίθηση έναντι των βαρυσιδήρων Γάλλων ιπποτών, εκεί που οι άλλοι έχουν πανικοβληθεί, απαιτούν την «αμοιβή με το κεφάλι» και μόνο μία εφάπαξ αποζημίωση για τα έξοδα του ταξιδιού[...]

[...] «Όλα τα αιτήματα έγιναν δεκτά «μετά πάσης προθυμίας» και εξεδόθη σχετικό δουκικό σιγίλλιο:

«Εν τω συμβουλίω των Κλητών (Pregadi)2 εξελέγη προνοητής των Στρατιωτών ο Βαρθολομαίος Μίνιος, διατρίβων εν Lago Scuro, πρώην αρμοστής εν Ναυπλίω, και προς ταχείαν πληρωμήν των χρημάτων επεβλήθησαν δύο δεκάται επί του Monte nuovo, συνάμα δε απεφασίσθη ίνα στρατολογηθώσι χίλιοι Στρατιώται και χίλιοι Ζάγδαροι, ήτοι πεζοί».

Αρχές Μαΐου του ίδιου έτους (1494), καταπλέει στο Λίντο κι άλλο ιππαγωγό πλοίο και αποβιβάζει Ναυπλιείς Στρατιώτες αυτήν τη φορά, τους θεωρούμενους γενναιότερους όλων. Τούτοι ήταν συνταξιούχοι, διακριθέντες στον Φερραρικό Πόλεμο. Έπαιρναν τέσσερα με πέντε δουκάτα τον μήνα, ενώ οι νεόστρατοι έπαιρναν τρία. Οι αρχηγοί έπαιρναν οκτώ. Στον καθένα κατεβλήθησαν τέσσερα μηνιαία και η κριθή των ίππων τους. Αφού επιθεωρήθηκαν, ενώθηκαν με το σώμα του Δουόγου.


Προς το τέλος του ίδιου μήνα κι άλλα πλοία φτάνουν από το Ναύπλιο. Αποβιβάζουν 520 Στρατιώτες με τους ίππους τους. Αρχηγός τους είναι ο Πέτρος Βουζίκης, ο οποίος είχε ήδη διαπρέψει στον Φερραρικό Πόλεμο και είχε λάβει παράσημο και κληρονομική σύνταξη.
Οι κεφαλές των εν λόγω Στρατιωτών παρουσιάστηκαν στον Δόγη και του ζήτησαν τα εξής: (α) Να λαμβάνουν δώδεκα μηνιαία κατ’ έτος· (β) πάντες οι την Δημοκρατίαν υπηρετήσαντες επιστρέφοντες στο Ναύπλιο θα εγγραφούν στη φρουρά για να απολαμβάνουν την ειθισμένη ασυδοσία (=φοροαπαλλαγή)· (γ) ο μισθός του αποθνήσκοντος συνταξιούχου θα μεταβαίνει στον υιόν του· (δ) οι θνήσκοντες ίπποι θα αναπληρώνονται δαπάνη της Πολιτείας· (ε) θα τους χορηγείται ο ημερήσιος άρτος και η κριθή των ίππων τους. «Οι όροι εγένοντο δεκτοί πλην του της επιχορηγήσεως του ημερησίου άρτου».3
Έπειτα, ήρθε ο υπουργός του Κολεγίου, Βερνάρδος ο Λορεδάνος, να τους μετρήσει τα χρήματα. Μα οι Στρατιώτες αρνήθηκαν να τα δεχτούν και να εκτελέσουν την παρέλαση! Έκπληκτη η Γερουσία «διαφοροτρόπως ηρμήνευε την άρνησιν αυτήν». Ύστερα από δύο μέρες, οι κεφαλές παρουσιάζονται και εξηγούν ότι οι Στρατιώτες είναι πολύ οργισμένοι, γιατί ο Δόγης έδωσε το χέρι μόνο στον Πέτρον Βουζίκη, ενώ όλοι είναι ίσοι και με τον ίδιο ζήλο εννοούν να υπηρετήσουν την Πολιτεία.4 «Η Γερουσία αμέσως ικανοποιήσασα την μικροφιλοτιμίαν ταύτην των Στρατιωτών απέστειλε τούτους εις την χώραν της Παδούης»[...]

[...]« μέχρι της 20 Μαΐου κατέπλευσαν εν συνόλω 1.2006 Στρατιώται εκ Μεθώνης, Κορώνης, Ζακύνθου, Ναυπάκτου, και Ναυπλίου· διαιρεθέντες εις δύο σώματα, οι μεν οκτακόσιοι υπό τον Πέτρον Δουόγο διηυθύνθησαν εις Βονωνίαν, οι δε 625 υπό τον Βερνάρδον Κονταρίνην εις Μιλάνον· αμφότεροι οι Ενετοί ούτοι ευπατρίδαι ωνομάσθησαν προνοηταί των Στρατιωτών (provveditori di Stradiotti)» [...]

[…] «όλη η πόλις του Μιλάνου επληρώθη ανθρώπων ελθόντων να ίδωσι τους παράξενους Στρατιώτας· o δουξ και η δούκισσα ίππευσαν μεθ’ απάσης της αυλής και ήλθον εις την πλατείαν διά να τους παρατηρήσωσιν· o ηγεμών εκ καρδίας συγχαρείς τω Κονταρίνη τον παρεκάλεσεν να τω δείξη τρέχοντας τους Στρατιώτας, οίτινες έδραμον με τας λόγχας και τα ρόπαλα προς μεγάλην του πλήθους ευχαρίστησιν. Μετά τούτο οι Στρατιώται μετέβησαν εις τα ωρισμένα αυτοίς καταλύματα, ένθα τοις είχον παρατεθή τράπεζαι φαγητών».


Ακολουθεί το κυρίως κείμενο: 

Πρώτη αναφορά για τους Αρβανίτες γίνεται τον 11ο αιώνας από τον Μιχαήλ Ατταλειάτη.
Κάνει αναφορά και σε “αλβανούς” αλλά αυτό σημαίνει “ξένος”. (κλικ)
Διαβάζοντας την βιβλιογραφία την σχετική με τους Αρβανίτες και εκείνους που λέμε “Αλβανούς”, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα όργιο παραχάραξης.

α) Κάποιοι ψάχνοντας τα μεσαιωνικά κείμενα να βρουν τρόπο να “τεκμηριώσουν” ότι το σημερινό έθνος των Σκιπιτάριδων που ζει στη χώρα που τη λένε Σκιπερία έλκει την καταγωγή του από τα χρόνια αυτά, μεταφράζει και ανάγει κάθε λέξη από “αρβ” ή “άλβ” στις λέξεις “Αλβανός” και “Αλβανία” με την έννοια που απέκτησε στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου. Νομίζουν πως η εθνική ταυτότητα ενός λαού χωράει σε μια λέξη, οπότε πλαστογραφώντας την λέξη αλλάζουν και την ταυτότητα.
β) Κάποιοι άλλοι προσπαθούν να αντικρούσουν τις δόλιες αυτές θεωρίες με εξίσου έωλα επιχειρήματα. Ο λόγος είναι πως δεν μπορούν να βγουν από το γήπεδο των αντιπάλων και στην πραγματικότητα δίνουν την μάχη στο πεδίο που συμφέρει τους αντιπάλους.
Τι λένε οι “Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες”;
πρόκειται για την ελληνική άποψη για το έθνος και την ταυτότητα.
  • Για να υπάρχει εθνική ταυτότητα πρέπει να υπάρχει έθνος.
  • Έθνος είναι η δομή των ταυτοτητο-ποιητικών παραδόσεων.
  • Ταυτοτητο-ποιητικές παραδόσεις είναι το Βουλευτήριο(θρόνος), το Θυσιαστήριο και η Σχολή. Ήγουν: ο τρόπος με τον οποίο από “ζώα κοινωνικά” γινόμαστε (ή και δεν γινόμαστε) ζώα πολιτικά (Αριστοτέλης), ο τρόπος με τον οποίο σχετιζόμαστε (ή και δεν σχετιζόμαστε) με “την του Παντός Διοίκησιν”(Ηράκλειτος) και ο τρόπος που αναπαράγονται τα δύο πρώτα ώστε να εξασφαλιστεί η διάρκεια και η συνέχεια. Όλα αυτά μαζί μας περνάνε από την βαρβαρότητα στον πολιτισμό (Πόλις-Πολίτευμα-Πολιτική-Πολιτισμός). Εκείνο που διακρίνει τους Έλληνες από τους βαρβάρους είναι πως δεν έχουν βουληφόρο αγορά και στις γυναίκες τους φέρονται σαν κτήνη.
  • Οι τρεις αυτές παραδόσεις συγκροτούν την κεντρική παράδοση. Γύρω της περιστρέφονται, έλκονται, φωτίζονται, θερμαίνονται, οι περιφερειακές παραδόσεις. Επομένως η κεντρική παράδοση συν τω χρόνω γίνεται και ηγετική παράδοση.
  • Η ηγετική παράδοση μπορεί να γίνει ηγετική με δύο τρόπους: με την ελκτικότητά της και με την επιβολή, με την βία. Η ελληνική ανήκει στην πρώτη κατηγορία, η τουρκική ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Σήμερα έχουμε την αγγλοσαξονική ηγετική παράδοση που επιβλήθηκε με την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική βία, τότε είχαμε την ελληνική ηγετική παράδοση που κατόρθωσε με τη συμμαχία της Ορθόδοξης Παράδοσης να διαδοθεί και να καταστεί ηγετική.
    «Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
    τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
    πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
    Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
    αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.
    Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
    μας έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί,
    και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
    Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.
    (Καβάφης, “Φιλέλλην”)
  • Από τους Ελληνιστικούς χρόνους, στους ρωμαϊκούς και μετά στους λεγόμενους Βυζαντινούς, ένας κόσμος ολόκληρος, ο κόσμος γύρω από την Μεσόγειο, φωτίζονταν από έναν φάρο, από έναν ανθρωπολογικό τύπο. Ο ανθρωπολογικός αυτός τύπος είναι το αποτέλεσμα της μαστορικής των ψυχών που τα σχέδιά της βρίσκονται στα ομηρικά έπη, στις αρχαίες τραγωδίες και στην Ορθόδοξη Παράδοση.
  • Όλα αυτά μαζί συγκροτούν ένα πεδίο. Αυτό το πεδίο το λένε Έθνος. Το λένε και Κοινό Λόγο ή Ξυνό Λόγο. Είναι τα “συμφωνημένα υπονοούμενα” που λέει ο Σεφέρης.
  • Αυτό το πεδίο είναι γενικά εθνικό και τοπικά εθνικό. Έτσι, αν σας απαγγείλω «σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή», όλοι όσοι είναι Έλληνες θα με καταλάβουν. Αν σας πω όμως για το κρεμμύδι που κύλησε και πήγε κι έφραξε τη γέφυρα του Παπαρόκα, τότε θα με καταλάβουν μόνο οι Σχηματαραίοι και μάλιστα όχι όλοι. Οι νεώτεροι, καθώς άλλαξε ο τρόπος ζωής, δεν μετέχουν στην διαδικασία της αναπαραγωγής του σχηματαραίικου “κοινού λόγου” και δεν αντιλαμβάνονται όλα τα συμφωνημένα υπονοούμενα. Το ίδιο και οι “ξένοι”.
  • Οι “ξένοι” βέβαια είναι μια άλλη ιστορία. Κάθε φορά αλλάζουν. Έτσι κάποτε “ξένοι” ήταν οι Έλληνες που ήρθαν από τα Άγραφα. Και θυμίζω όλα αυτά τα “υπέροχα” πράγματα που γίνανε μέχρι να τους αποδεχτούμε και να τους εντάξουμε στη ζωή μας. Το “αλλιώτικο” το “διαφορετικό” είναι απειλή αλλοτρίωσης όταν δεν μπορείς να ορθώσεις τις δικές σου ελκτικές δυνάμεις και να συγκρατήσεις το ηλιακό σου σύστημα. Έτσι, τότε, ενώ βλέπαμε τους Αργιθεάτες ως απειλή μετάλλαξης του τρόπου ζωής μας, την ίδια στιγμή, αφήναμε τις πόρτες ανοικτές σε αυτό που λέγαμε τότε “αμερικάνικο τρόπο ζωής”.
  • Το Έθνος είναι “μέγεθος” και ποιότητα Πνευματική. Δεν πεθαίνει. Γι' αυτό και το λέμε και ουσία. Είναι το ουσιαστικό “Έλληνας”. Αθάνατη ουσία.
  • Καθαρή ουσία όμως δεν υπάρχει. Η ουσία υπάρχει πάντα μέσα από τις υποστάσεις (Αριστοτέλης).
  • Υπάρχοντας όμως “εν υποστάσει” ενεργεί δια των υποστάσεων. Οι ενέργειες της ουσίας είναι και ενέργειες των υποστάσεων αλλά και οι ενέργειες των υποστάσεων επηρεάζουν και αλλάζουν την ουσία. Μόνο με τον Θεό είναι κάπως διαφορετικά τα πράγματα αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
  • Αν όμως η ουσία του ελληνικού έθνους είναι αθάνατη αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς, μια από τις υποστάσεις του έθνους, είναι κι αυτή αθάνατη. Αν εμείς δεν είμαστε φορείς της ουσίας του και αν εμείς δεν το αναπαραγάγουμε σύμφωνα με τις προδιαγραφές της ουσίας του τότε θα χαθούμε. Με άλλα λόγια: οι υποστάσεις του έθνους, η Κρητική υπόσταση, η Ποντιακή υπόσταση, η Ιωνική υπόσταση, η Αρβανίτικη υπόσταση, είναι θνητές. Μπορεί κάλλιστα να χαθούν, να πεθάνουν.
  • Οι υποστάσεις αυτές, οι περιφερειακές-δορυφορικές παραδόσεις της ηγετικής, διασώζονται, ζουν, ή και ανασταίνονται μόνον όταν αντλούν το “ζων ύδωρ” από την πηγή του πνευματικού πεδίου που ονομάζουμε έθνος. Γι' αυτό σας παραπέμπω στον μύθο του Κάδμου που σαν πεζός Αι Γιώργης σκοτώνει το δράκο της Αρείας Κρήνης.
  • Οι υποστάσεις είπαμε πως ενεργούν. Οι ενέργειες αυτές λαμβάνουν χώρα “επί της γης”. Οι ενέργειες προ-βάλλονται πάνω στον Τόπο. Ο Τρόπος ζωής δια-μορφώνει τον Τόπο της ζωής. Τόπος είναι το πρόσωπο του τρόπου. Δεν υπάρχει Τρόπος χωρίς Τόπο. Ο Τόπος του Τρόπου λέγεται Πατρίδα. Η Πατρίδα, για μας τους Έλληνες τουλάχιστον, είναι τριών “επιπέδων”. Ή μάλλον τριών δωματίων. Η Μικρή Πατρίδα (πχ το Σχηματάρι), η Μεγάλη Πατρίδα (η Ελλάδα) η οποία τότε είχε διασταλεί και είχε γίνει Οικουμένη, και Άνω Πατρίδα, η Άνω Πόλις, όπως τη λέμε.
  • Ανάλογα με το είδος της Άνω Πόλεως διαμορφώνεται και το είδος της Μεγάλης αλλά και της Μικρής Πατρίδας. (Ηράκλειτος, «πάντες οι νόμοι των ανθρώπων τρέφονται υπό ενός, του θείου»).
  • Στην περίοδο της έκλειψης της Ελληνικής Οικουμένης διαμορφώθηκαν άλλες. Μία από αυτές ήταν η Ρωσική. Έτσι, ο Περραιβός, κάπου στην βιογραφία του Ρήγα λέει: « όθεν πορευθείς την επαύριον μετά τινός αξιωματικού Ρώσσου, Έλληνος το γένος, Κεφαλλήνος την Πατρίδα, Γαβριήλ Παλατινού καλουμένου». Η πάλη ανάμεσα στις διάφορες αυτές “μεγάλες πατρίδες” οδήγησε στην επικράτηση μίας: της νεωτερικής. Είναι η Ευρωπαϊκή με την προέκτασή της στην βόρειο Αμερική. Κεντρική και ηγετική παράδοση είναι η Νορδική-βορειοευρωπαϊική.
  • Μια άλλη Μεγάλη Πατρίδα ήταν η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου. Εχθρός για πολλά χρόνια, μια από τις αιτίες της καταστροφής της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, συμμάχησε με κάποιες υποστάσεις-παραδόσεις της Ελληνορωμαϊκής Οικουμένης που διαλύονταν. Έτσι, δόθηκε η ευκαιρία σε αυτές τις παραδόσεις να αναστηθούν εν ετέρα μορφή, μέσα στα πλαίσια αυτής της οικουμένης της πολιτείας των τεναγών.

Από τη θεωρία στην πράξη: Οι Αρβανίτες

  1. Στρατιωτική κοινότητα, συσσωμάτωση, στα πλαίσια της Βυζαντινής Οικουμένης. Οι Αρβανίτες ΔΕΝ είναι οι Δωριείς του νέου Ελληνισμού είναι οι Κοζάκοι της Ελληνικής Οικουμένης.
  2. Η προέλευσή τους ΔΕΝ είναι το Άρβανον αλλά ΤΑ άρβανα. Οι στρατιωτικές τους εγκαταστάσεις, δηλαδή, που λεγόντουσαν και κατούντια και κατούνες. Εγκαταστάσεις που δεν διαρκούσαν μήνες αλλά χρόνια και γι' αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για νομάδες. Τα άρβανα εγκαθίστανται κοντά σε κόμβους και στρατηγικής σημασίας στόχους. Εξού και δερβένια και δερβενοφύλακες στη συνέχεια. Το Χρονικό του Μορέως αλλά κι ο Μπαρμπα-Θοδωρής ο Μπεζιάνης κάνουν λόγο για δρόγκο. (Το δασώδες πέρασμα). Η Βοιωτία είναι ολόκληρη ένα πέρασμα αφού ελέγχει τρεις θάλασσες και τρεις περιοχές στρατηγικής σημασίας: Αττική, Μοριάς, Εύβοια. (Σχεδόν όλο το Β' Μέρος αναφέρεται στη Βοιωτία).
  3. Οι εγκαταστάσεις αυτές γίνονταν στα πλαίσια του θεσμού της Πρόνοιας. Παροχή γαιών έναντι “δουλείας αρμάτων”. Κύπρος! Ηρωικά πεσόντες στην Λευκωσία και στην Αμμόχωστο. Τον θεσμό αυτό υιοθετούν και όλοι οι σφετεριστές της Ελληνικής Οικουμένης: Φράγκοι, Βενετοί Τούρκοι. Οι εξισλαμισμένοι Στρατιώτες λέγονται Σπαχίδες και Ακιντζίδες.
  4. «Τι είδους άνθρωποι είναι;» όμως οι Αρβανίτες Στρατιώτες; Στο κάτω κάτω της γραφής, τι είδους ανθρώπους διαμορφώνουν οι τρεις ταυτοτητο-ποιητικές παραδόσεις -Βουλευτήριο, Θυσιαστήριο και Σχολή-που είπαμε στην αρχή της εισήγησης; Με βάση ποια σχέδια, ποιες μαστορικές, ποιες τεχνικές διαμορφώνονται οι άνθρωποι από τους οποίους καταγόμαστε; Ο Θεόδωρος Ζιάκας (κλικ) που προλογίζει το βιβλίο κωδικοποιεί την ταυτότητά τους σε επτά σημεία:
      α) Είναι «έθνος εταίρων». Το άτομο αποχωρεί από την ομάδα όταν η ισοτιμία παραβιαστεί. Διαθέτουν βουληφόρο αγορά και έχουν την παρρησία να σταθούν στο βήμα και να μιλήσουν πρόσωπο με πρόσωπο και επώνυμα. Μόνο όταν ο Δόγης τους χαιρέτησε όλους, έναν προς έναν, επέστρεψαν στην τράπεζα.
      β) Ασέβεια προς την άδικη εξουσία. Ο Αχιλλέας αλλά και ο Θερσίτης.
      γ) Φιλοτιμία. Προσωπική τιμή. Επ' αρετή ανδρεία.
      δ) «Θνητά φρονείν». Όλοι θα πεθάνουμε, το ζήτημα είναι πώς θα πεθάνουμε. «Κάτθανε και Πάτροκλος». Έντιμος θάνατος, γιατί όχι και ηρωικός.
      ε) Ο εχθρός δεν είναι χειρότερος από μας. Ο Δίας αμείξας τα δυο πιθάρια με το καλό και το κακό τα δώρισε στους ανθρώπους.
      στ) Ο φονιάς και ο πατέρας του σκοτωμένου μπορούν να κάτσουν να κλάψουν, να φάνε και να κοιμηθούν μαζί. Αχιλλέας-Πρίαμος.
      ζ) Η φιλία αρετή που υπερβαίνει της συλλογικότητες και της εκατέρωθεν ομαδοποιήσεις. Ο Γλαύκος και ο Διομήδης, ο Κολοκοτρώνης με τον Αλή Φαρμάκη.

Άρα: Η ταυτότητα των Αρβανιτών είναι ιλιαδική. Είναι η ταυτότητα των Ελλήνων. Από τον Πλάτωνα ως τον Μέγα Βασίλειο, οι πάντες ομοδοξούν επ' αυτού. Από δω και πέρα, όποιος θέλει να αμφισβητήσει την εθνικότητα των Αρβανιτών θα πρέπει να κωδικοποιήσει ανάλογα την ταυτότητά τους και να την συγκρίνει με εκείνη που ισχυρίζεται, την Ιλλυρική, την Παλασγική κ.ο.κ.
Πολλώ δε μάλλον που η ιλιαδική αυτή ταυτότητα των Αρβανιτών δοκιμάστηκε ιδιαίτερα κατά τους τελευταίους έξη αιώνες. Μπροστά στον Τουρκικό κίνδυνο οι Αρβανίτες διχάστηκαν. Άλλοι, για να σωθούν, γίνανε Τούρκοι. Πορεύτηκαν μαζί τους και ως όργανά τους μέχρι που η Οθωμανική Αυτοκρατορία χάθηκε. Μπροστά στο φάσμα της ανταλλαγής πληθυσμών θεώρησαν πως πρέπει πια να φτιάσουν κράτος. Το είπαν Σκιπερία και τους εαυτούς τους Σκιπιτάρους. Τις μετέπειτα απόπειρές τους να σταθούν στα πόδια τους τις είδαμε. Κάθε φορά ποντάρουν τα ρέστα τους σε κάποιον ισχυρό με τον ίδιο φανατισμό και το ίδιο “αρβανίτικο κεφάλι”. Τώρα ξαναγυρίζουν στην αγκαλιά των Τούρκων. “Αδέλφια” τους είπε προχθές ο Ερντογάν.
Άλλοι για να σωθούν γίνανε πιο καλοί Έλληνες και ακόμα καλύτεροι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Οχύρωσαν την ταυτότητά τους στην Πίστη τους και δεν είναι τυχαίο που, από τους Σουλιώτες μέχρι τον Θανάση Σκουρτανιώτη, οι εκκλησίες αποτέλεσαν τους προμαχώνες τους και τους τόπους του ένδοξου θανάτου που λέγαμε. Σε αντίθεση με τους Σκιπιτάριδες και παρά την δόλια προπαγάνδα διαφόρων οι Αρβανίτες δεν ήταν ποτέ “ανεξίθρησκοι”. Πλήθος στοιχείων τεκμηριώνουν το αντίθετο. Στην Κύπρο που πάνε μετά την πτώση του Ναυπλίου (1540) φέρνουν μαζί τους μόνο τ' άρματα και τις καμπάνες! Εκεί τους παραχωρείται οικισμός και μια εκκλησία, ο Άγιος Γεώργιος της Άβιντα. Στη μάχη επιτίθενται φωνάζοντας τον Αι Γιώργη και τον Μάρκο, τον προστάτη της Βενετίας. Η δική τους παρέμβαση είναι που εξασφαλίζει την ίδρυση του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων στη Βενετία. Εικόνες πολλές και αφιερώματα δείχνουν την προσήλωση στην εκκλησία. Ενώ ένα τραγούδι τους, των αρχών του 16ου αιώνα, κάνει σαφές ποιο είναι το Κέντρο της Πίστης αυτής.




Τα πράγματα και τα καλά μας
εμείς τ' αφήσαμε στην Κορώνη.
Τον Χριστό τον έχουμε μαζί μας,
αχ ωραίε μου Μοριά!
Βαθιά βαλαντωμένοι, με δάκρυα στα μάτια,
σε λυπόμαστε μωρ' Αρβανιτιά
Γοργό χελιδονάκι μου,
σαν έλθεις μιαν άλλη φορά,
σαν πας μες στην Κορώνη,
δεν θα' βρεις πια τα σπίτια μας
ούτε τα ωραία μας τα παλικάρια,
αλλά ένα σκυλί (τον Τούρκο)
που μακάρι να πέθαινε.
Όταν ξεκίνησαν τα πλοία
κι η γη μας έφυγ' απ' τα μάτια μας,
όλοι οι άντρες μ' έναν αναστεναγμό,
κι οι γυναίκες μ' ένα παράπονο
φώναζαν:
- Βγες να μας κατασπαράξεις,εσύ Στοιχειό,
Αχ Μοριά, αχ Αρβανιτιά!...




Φιλέλλην

Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό·
εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.
Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά·
όχ’ υπερβολική, όχι πομπώδης—
μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος
που όλο σκαλίζει και μηνά στην Pώμη —
αλλ’ όμως βέβαια τιμητική.
Κάτι πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος·
κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος.
Προ πάντων σε συστήνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.
Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.
Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί,
και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ. 
(Κ. Καββάφης, Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)