Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

“Ενιοι δε και δίγλωσσοι εισίν”


Οι δίγλωσσοι Αρβανίτες και οι διάλεκτοί τους-σκέψεις, σημειώσεις, παρατηρήσεις



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής


Μα έλα, άκου τα λόγια μου, γιατί η μάθηση αυξάνει τη σοφία.
Όπως είπα και πριν, δηλώνοντας των λόγων μου τα όρια,
διπλή θα πω ιστορία: κάποτε απ᾽ τα πολλά βγήκε
το ένα και μ᾽ άλλη φορά απ᾽ το ένα τα πολλά,
η φωτιά και το νερό κι η γη και του αγέρα το θεόρατο ύψος,
και, χωριστά απ᾽ αυτά, η ολέθρια Φιλονικία, ίδια απ᾽ όπου κι αν τη δεις,
κι ανάμεσά τους η Αγάπη, ίση στο μήκος και στο πλάτος.
Αυτήν να την κοιτάξεις με το νου σου, μη στέκεσαι με θαμπωμένα μάτια.
Αυτή ᾽ναι που τη θεωρούνε έμφυτη ως και στα μέλη των θνητών,
χάρη σ᾽ αυτή κάνουνε σκέψεις φιλικές κι έργα αρμονικά,
Χαρά λέγοντάς τη με τ᾽ όνομα και Αφροδίτη.
Αυτήν ποτέ δεν τη βλέπουν οι θνητοί, όταν γυρίζει
ανάμεσά τους. Εσύ όμως άκουσε τις ντόμπρες μου κουβέντες
 Όλ᾽ αυτά είναι ίσα και συνομήλικα,
μα το καθένα έχει δικά του προνόμια και χαρακτήρα,
κι άρχουν διαδοχικά, σαν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου.
Πέρα απ᾽ αυτά, τίποτα δεν γεννιέται ούτε πεθαίνει.

Εμπεδοκλήςi.




Πρόλογος


Στο βιβλίο Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες-Θαυμαστά στοιχεία της Αρβανίτικης Στρατιωτικής Παράδοσης των Ελληνικών Κοινών (εκδ. Αλφειός, Αθήνα, 2014) έθεσα τα βασικά στοιχεία γύρω από την διγλωσσία των Αρβανιτών. Σε μια τόσο εκτενή έρευνα, για την ταυτότητα των Αρβανιτών, δεν μπορούσε να λείπει το ζήτημα της αρβανίτικης διαλέκτου αλλά δεν μπορούσε και να εκταθεί τόσο ώστε, ένα δευτερεύον ζήτημα να “κλέψει την παράσταση” ή μάλλον να αποπροσανατολίσει από το κύριο συμπέρασμα της μελέτης: οι Αρβανίτες ήταν και είναι Έλληνες γιατί οι παραδόσεις που συγκροτούν την ταυτότητα τους - ήγουν, η Πολιτική, η Πίστη και η Παιδεία - είναι ελληνικές!
Σήμερα, ενάμιση χρόνο μετά την έκδοση των “Στρατιωτών”, αφού γίνανε οι πρώτες συζητήσεις από τις οποίες προέκυψαν χρήσιμα ερεθίσματα και καθώς μου δόθηκε η ευκαιρία να συγκεντρώσω και να κωδικοποιήσω ακόμη μερικά επιχειρήματα και παραδείγματα, προχωρώ σε μια πιο συγκροτημένη παρουσίαση όλων αυτών των στοιχείων.
Ας ξεκινήσουμε όμως από τα στοιχεία που τέθηκαν στους “Στρατιώτες”.
  1. Οι Αρβανίτες είναι δίγλωσσοι από αρχαιοτάτων χρόνων. Μιλάνε ελληνικά και αρβανίτικα.
  2. Η δεύτερη γλώσσα τους, τα αρβανίτικα, δεν είναι μια ενιαία γλώσσα αλλά πολλές, ενδιαφέρουσες και διαφέρουσες διάλεκτοι. Διαφορές εντοπίζονται ακόμη και σε διπλανά χωριά.
  3. Οι διάλεκτοι αυτές δεν έχουν γραφή. Ελάχιστα μνημεία των υπάρχουν κι αυτά με ελληνικά γράμματα γραμμένα. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι στα αρβανίτικα γράφουν όταν θέλουν να κρυπτογραφήσουν ένα μήνυμα. Παραθέτω ένα τέτοιο τεκμήριο στους “Στρατιώτες” μαζί με την επισήμανση την οποία οφείλει να έχει στο μυαλό του οποιοσδήποτε ερευνά το ζήτημα και θέλει να λέγεται τίμιος και δίκαιος ερευνητής: Έχουμε εδώ έναν αρχαίο λαό με πολύ πολύ πρόσφατη γραφή! Γιατί δεν αποκτούν γραφή επί τόσους αιώνες;;;; Αυτό το ερώτημα από μόνο του αρκεί για να δείξει με τον δικό του τρόπο τη διγλωσσία του λαού.
  4. Η ελληνική γλώσσα είναι η γλώσσα με την οποία εκφράζονται σε περίπλοκα και σοβαρά θέματα, αυτήν χρησιμοποιούν όταν έχουν να πουν και να γράψουν κάτι σημαντικό ή κάτι με ιδιαίτερη σημασία. Η δυνατότητα αυτή που είχαν σαν κοινωνική ομάδα είναι και η εξήγηση γιατί η δεύτερη γλώσσα τους δεν απέκτησε ποτέ γραφή.
  5. Η αρβανίτικη διάλεκτος, δεύτερη γλώσσα τους, είναι “εσωτερική” της φάρας τους, γλώσσα-όριο και “σήμα κατατεθέν” αυτής της φάρας, σ' αυτήν εκφράζονται όταν έχουν να πουν κάτι εμπιστευτικά, μυστικά, συνθηματικά, μεταξύ τους. Η γιαγιά παρηγορεί το αγοράκι που χτύπησε στα αρβανίτικα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ντραπεί το αντράκι που μεγαλώνει μέσα του.
  6. Η αρβανίτικη διάλεκτος είναι κώδικας επικοινωνίας -χαριτολογώντας την ονομάζω “κώδικα Ναβάχο” των Αρβανιτών και επαγγελματική γλώσσα της στρατιωτικής συσσωμάτωσης των Στρατιωτών -όπως οι γλώσσες των μαστόρων, δηλ. των βαρελάδων, των χτιστάδων κλπii- που αποτέλεσαν την οπισθοφυλακή, “τα λείψανα του Στρατού του Βασιλείου μας” (Κασομούλης).
  7. Σαφώς και πρόκειται για πανάρχαιη διάλεκτο, σωστό γλωσσικό απολίθωμα και, ως εκ τούτου, με άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία. Όταν λέμε ότι είναι επαγγελματική γλώσσα δεν σημαίνει ότι είναι εγκεφαλικά κατασκευασμένη ή ότι είναι τεχνιτή. Το αντίθετο. Θα δούμε παρακάτω πως πρόκειται για γλώσσα στον ενεστώτα χρόνο, για γλώσσα,, πάντα και μέχρι την απονέκρωσή της, εν τω γεννάσθαι.
  8. Το άγραφο των διαλέκτων της Αρβανιτιάς και η ύπαρξη κάποιων γραπτών μνημείων μόνο στους τελευταίους πέντε αιώνες, δεν μας επιτρέπει να ξέρουμε με βεβαιότητα ποια από όλες τις διαλέκτους είναι η κεντρική διάλεκτος, η αρχαιότερη και πιο “αυθεντική”. Είναι πολύ πιθανό, η διάλεκτος των Αρβανιτών που κινήθηκαν νότια να είναι και η αρχαιότερη, ή αλλιώς, το πιο αναλλοίωτο τμήμα του γλωσσικού απολιθώματος.
  9. Ως αρχαία διάλεκτος, έχει μέσα της πάρα πολλές λέξεις ελληνικές. Και μάλιστα λέξεις ελληνικές πριν την μετακίνησή τους στη Νότια Ελλάδα πέρα από τις ελληνικές λέξεις που ενσωμάτωσε μετά την μετακίνηση αυτή. Έχει επίσης, λέξεις λατινικές(ιταλικές) και λέξεις τουρκικές. Δεδομένου όμως του ότι η τουρκική γλώσσα είναι προϊόν της σύμπλεξης της αραβικής με την περσική και φυσικά της ελληνικής με άφθονα αντιδάνεια, ορατά και αόρατα, ισχυριζόμαστε ότι η αρβανίτικη γλώσσα είναι ένας κεντρικός πυρήνας μερικών εκατοντάδων λέξεων και από κει και πέρα ένα πλήθος άλλων, πολλών και διαφόρων, προσλημμάτων. Γεγονός που δείχνει, και την προσαρμοστικότητά της αλλά και την θαυμαστή ικανότητά της να αντέχει και να αναγεννάται ανάμεσα σε γλωσσικούς γίγαντες, σε συνθήκες τεράστιων οικουμενικών ανακατατάξεων.
  10. Κι ενώ περνάει δια πυρός και σιδήρου, το αρβανίτικο ιδίωμα χάνεται όταν ησυχάζουν τα πράγματα, όταν πια όλοι επιδίδονται στις κάθε είδους γλωσσομάθειες και τα τοπικά ιδιώματα, οι ντοπιολαλιές, μετατρέπονται σε είδος, αν μη τι άλλο, φολκλορικό. Η εποχή αυτή είναι το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα με μια σημαντική όμως επισήμανση: Η απονέκρωση των αρβανίτικων διαλέκτων είναι ανισόμετρη στον χώρο και στον χρόνο. Δεν “ξεχνιέται” ταυτόχρονα αλλά με διαφορά φάσης μερικών δεκαετιών. Και δεν “ξεχνιέται” συμμετρικά, ανά περιοχή. Η Ύδρα, παραδείγματος χάριν, τα ξεχνάει πιο νωρίς από το Σχηματάρι ωστόσο υπάρχουν Υδραίοι οι οποίοι τα ξεχνάνε μετά από αρκετούς Σχηματαραίους. Το Σχηματάρι, τώρα, που είναι κοντά στα Σκούρτα και στην Πύλη τα ξεχνάει νωρίτερα απ' αυτούς αν και υπάρχουν Σχηματαραίοι που εξακολουθούν να μιλάνε αρβανίτικα στην πρώτη ευκαιρία. Στην Πύλη και στα Σκούρτα ομιλούνται ακόμα, όχι μόνο από γερόντους, και ειδικά όταν κάποιος ξένος μπει στο καφενείο.
  11. Σε όλα τα ερωτήματα που συσσωρεύονται γύρω από την παράξενη διγλωσσία των Φτωχών Στρατιωτών προστίθενται και ερωτήματα όπως:
  • γιατί διατηρείται το ιδίωμα τόσους και τόσους αιώνες εκ παραλλήλου με την ελληνική;
  • γιατί χάνεται όταν χάνεται;
  • γιατί δεν χάνεται με ενιαίο και ταυτόχρονο τρόπο, όπως θα ήταν λογικό να συμβεί αν ίσχυε εκείνο που ισχυρίζονται μερικοί πονηροί αρβανιτολόγοι, ότι, δηλαδή, οι Αρβανίτες ξέχασαν την γλώσσα τους επειδή υπέστησαν διωγμούς από το ελληνικό κράτος;


Κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε όσο μελετάμε το θέμα


Όταν μελετάμε τους Αρβανίτες, άρα και το ιδίωμά τους, δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι στην κοινωνία τους, όπως και σε όλες τις κοινωνίες της Ρωμανικής Οικουμένης, δεν υπάρχει “μαζική παραγωγή” και συνεπώς δεν υπάρχει ομοιομορφία. Από την άλλη, δεν πρόκειται και για χάος, για λίθους, πλίνθους, κέραμους ατάκτως ερριμένους. “Κάτι” συνδέει όλα τα στοιχεία και συγκροτεί την “ευπρέπεια του οίκου”, ατομικού, οικογενειακού, κοινοτικού. Αυτό το “κάτι” είναι ο ρυθμός. Ένας κεντρικός μίτος. Από κει και πέρα πλήθος ετεροτήτων εν-τάσσονται “χορεύοντας” ανα-λόγως. Η πανομοιομορφία, η σημερινή, είναι αδιανότητη για την εποχή εκείνη, περισσότερο απ' ότι είναι για μας η ετερομορφία, σήμερα. Τότε δεν μπορούσες να φτιάξεις ένα πράγμα ίδιο με το άλλο ακόμη κι αν το επεδίωκες. Σήμερα μπορείς να φτιάξεις κάτι που διαφέρει από το άλλο μόνο αν πράγματι το επιδιώκεις, αν έχεις τη χάρη της έμπνευσης και αν αγωνιστείς πολύ. Τώρα ο δημιουργός του διαφορετικού και του μοναδικού είναι ο μοναχικός άνθρωπος της τέχνης, τότε η τέχνη ήταν των πολλών ανθρώπων και είχε τη μορφή ενός “μεγάλου λαϊκού κινήματος” και μάλιστα χωρίς αυτό να είναι “μαζικό”, μια μάζα ομοιόμορφή μέσα στην αμορφία της, δηλαδή. Στον κόσμο των Αρβανιτών - και όπως δείξαμε στους “Στρατιώτες”, οι Αρβανίτες βρίσκονταν στις πρώτες γραμμές του και σε άμεση σχέση με τις ηγετικές του ομάδες – τα πάντα έχουν ενιαίο ρυθμό. Άρα μοιάζουν, και ταυτόχρονα διαφέρουν!
Άρματα, ρούχα, υφάσματα, σπίτια, εκκλησίες, κτήρια, εργαλεία, βιβλία, κλπ διαφέρουν μεταξύ τους αν και είναι ένα ενιαίο και αρμονικό όλο. Ο ανθρωπολογικός τύπος της εποχής αυτής, εξ ορισμού, είναι διαπλασμένος έτσι ώστε, αφ' ενός να διακρίνει την μικρή ή την μεγάλη ετερότητα και αφ' ετέρου να την αναπαραγάγει στη μικρή ή στη μεγάλη κλίμακα προσθέτοντας “κάτι τι” δικό του. Αυτό σημαίνει ότι η ποικιλομορφία, η “βιοποικιλότητα” της κοινωνίας, αναπαραγόμενη γεωμετρικά, έφτανε σε απίστευτα επίπεδα. Μόνο μια μικρή ιδέα μπορούμε να πάρουμε σήμερα από κάποια ψήγματα που έφτασαν στις μέρες μας. Ένα τέτοιο είναι και το τραγούδι του μακαρίτη Σπύρου Ζαγοραίου “Ποιος είσαι και από πού κρατάς”(κλικ) όπου προσπαθεί να εν-τοπίσει την καταγωγή του χορευτή από τον τρόπο που χορεύει! Έμπλεως αριστοτελικότητας ο λαϊκός ραψωδός, προσπαθεί από τις ενέργειες - εν προκειμένω από τις φιγούρες του ζεϊμπέκικου χορού - να αντιληφθεί την ουσία, την ταυτότητα! Από τον τρόπο που χόρευε μπορούσε να γίνει εμφανής ο τόπος που ζούσε και του προσέδινε την ταυτότητα. Είναι αυτό που λέμε και αλλού, ο Τόπος ήταν, τότε, το Πρόσωπο του Τρόπου! Εξακολουθεί να ισχύει το θεώρημα αλλά πια τα χαρακτηριστικά του Προσώπου είναι ξεθωριασμένα, ασβεστωμένα, σκαλισμένα για να “πιάσει πάνω τους ο σοβάς” και σε πολλές περιπτώσεις με “βγαλμένα τα μάτια”. Σαν τις υπόλοιπες αγιογραφίες.
Συνεπώς, και στη γλώσσα εκφράζεται η ετερομορφία κάθε κοινωνικής ομάδας. Η ποικιλομορφία κι εδώ φτάνει σε απίστευτα επίπεδα. Στην προφορά, στη χρήση των λέξεων, στη δημιουργία καινούργιων, στον συνδυασμό μεταξύ τους, στην πρόσληψη έτοιμων αλλά μαϊτζέβελων λέξεων από...όμορες γλώσσες και, τέλος, στη δημιουργία μιας ξεχωριστής διαλέκτου-ορίου που όποιος τη μιλάει εντάσσεται σ' αυτή την κοινωνική ομάδα, δηλώνει ότι είναι τμήμα της συλλογικότητας αυτής και της ιδιαίτερης ΣΧΕΣΗΣ που συνδέει τον αστερισμό της.
Στα δύο άκρα του κοινωνικού αυτού φαινομένου της Οικουμένης βρίσκονται δύο μεγάλοι στρατιωτικοί ηγέτες. Μπορεί να είναι εχθροί, ο Καραϊσκάκης με τον Κιουταχή, αλλά είναι και φορείς μιας κοινής στρατιωτικής παράδοσης η οποία τους συνδέει με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Αυτό το δηλώνουν - το διατρανώνουν, θα έλεγα - μιλώντας “στη γλώσσα τους” και λέγοντας πράγματα που δεν μπορούν να αποκωδικοποιήσουν οι εκτός αυτής της παράδοσης άλλοι. Αυτή η διάλεκτος δεν είναι απαραιτήτως...δηλωτική μιας εθνικότητας, μιας εθνικής ταυτότητας. Αν και οι δύο έχουν “κοινούς τόπους”, όπου οι παραδόσεις αλληλοπεριχωρούνται, οι μεγάλες τους ταυτοτητοποιητικές παραδόσεις – Πολιτική, Πίστη, Παιδεία, που τις λέμε και “εθνικές παραδόσεις” ή “Κοινό Λόγο” - διαφέρουν τόσο που αξίζει να πολεμήσουν και να πεθάνουν γι' αυτέςiii. Μπορούν, κάλλιστα, να μιλάνε την “ίδια γλώσσα” αλλά να μη μπορούν να συν-εννοηθούν, αφού δεν υπάρχουν επαρκή “συμφωνημένα υπο-νοούμενα”.
Ανάλογη περίπτωση, σε συλλογικό όμως επίπεδο, είναι αυτή των Τσάμηδων της Θεσπρωτίας (Βαγενητίας). Προσχωρώντας στον κοινό λόγο των εισβολέων Οθωμανών, απέκτησαν τόσο διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων που ούτε η γλώσσα, ούτε ο “αίμα”, ούτε τίποτα άλλο από τα μέχρι τότε ιερά, στάθηκε ικανό να τους συγκρατήσει. Άπληστοι, βίαιοι, αλαζόνες, άρπαγες, παμπέσηδες, έθυαν και απέλυαν επί Τούρκων. Κινδύνεψαν να υποστούν τον ξεριζωμό με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Γλίτωσαν στο “παρά πέντε” δηλώνοντας....Αλβανοί. Στην πρώτη ευκαιρία ρίχνουν γέφυρες με τον Μουσολίνι και όταν εξασφαλίζουν τις πλάτες των Γερμανών εξορμούν και πάλι κατά των όμαιμων αδερφών τουςiv.
Στον Μακρυγιάννη υπάρχει ένα απόσπασμα που, μέχρι τώρα, δεν έχει τύχει της ανάλογης προσοχής. Είναι στο Βιβλίο Α, κεφάλαιο 7ο. Έχουν αρχίσει οι διαπραγματεύσεις με τον Ιμπραήμ για την παράδοση του Νιόκαστρου....
Παρουσιαστήκαμεν, ἦταν ῾σ ἕνα λαμπρὸ τζαντίρι, εἶχε καὶ δυὸ ἀξιωματικοὺς καὶ τοῦ βαστοῦσαν τὰ δυό του χέρια μὲ μεγαλοπρέπεια, νὰ ἰδοῦμε ἐμεῖς τὸ μεγαλεῖον του. Μᾶς ρώτησε πούθεν εἴμαστε. Ὁ ἕνας εἶπε ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν Σπάρτη κ᾿ ἐγὼ «ἀπὸ τὴν Ρούμελη» τὸ εἶπα. «Ποῖον μέρος;» Τοῦ τὸ εἶπα. Καὶ τοῦ εἶπα ψέματα ὅτ᾿ ἤμουν σωματοφύλακας τοῦ Ἀλήπασσα, «Μᾶς σκότωσαν τὸν ἀφέντη μας, κίνησα μὲ καμπόσους ἀνθρώπους ναρθῶ εἰς τὸ Μισίρι, εἰς τὴν Ὑψηλότη σας. Δὲν εἴχαμε τὰ ἔξοδά μας, ἤρθαμε ἐδῶ, εἰς τοὺς Ρωμαίγους. Μᾶς ἀπάτησαν, μᾶς ἔβαλαν σὲ τοῦτο τὸ κάστρο. Πολεμοῦμεν νύχτα καὶ ἡμέρα. Αὐτεῖνοι μας κάνουν σίγρι ἀπὸ μακρυὰ θέλουν νὰ χαθοῦμεν. Ἐμεῖς, διὰ νὰ σωθοῦμεν καὶ νὰ πάμεν νὰ πολεμήσουμεν μ᾿ ἐκείνους, βιαζόμαστε, καὶ ἤρθαμεν νὰ κάμωμεν συνθῆκες, νὰ σοῦ παραδώσουμεν, ἂν συνφωνήσουμεν, κάστρο ἐφοδιασμένο. (Σὰν τὸ λάβης, τὸ λέπεις τί ῾φόδιασμα ἔχει. Ποῦ ἀφῖν᾿ νὲ οἱ καλωσύνες τῶν προκομμένων νὰ ῾φοδιάσουμεν κάστρα. Τρομάξαμεν νὰ πάρωμεν ὀλίγα ντουφέκια ἀπὸ τοὺς Τούρκους, νὰ πολεμήσουμεν διὰ τὴν πατρίδα). Δία ῾κεῖνο, πασσά μου, θὰ σοῦ παραδώσουμεν τὸ κάστρο...................... «Κ᾿ ἐσὺ ὅπου εἶσαι κουρμπετλής, μοῦ εἶπε, σοῦ χαρίζω τριάντα ζευγάρια πιστιόλες, ντουφέκια, γιαταγάνια ἢ σπαθιά». Τὸν περικάλεσα κ᾿ ἔγιναν τριάντα πέντε καὶ τοῦ εἶπα, παράδες ὅποιος ἔχει κι᾿ ἄλλα ἀσήμια νὰ μὴν τοὺς πειράζη κανένας. Μείναμεν σὲ ὅλα σύνφωνοι. Μὲ ρώτησε πόσους ἀνθρώπους ἔχω. Τοῦ εἶπα, ὀχτακόσους. Νὰ τοὺς πάρω καὶ νὰ πάγω μαζί του. Καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ γένουν τζιράκια του. Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Γνωρίζομεν τὰ ὀτζάκια σας ὅπου κάνουν τοὺς ἀνθρώπους τζιράκια. Τώρα ἦρθα στελμένος ἀπὸ τὸ κάστρο νὰ κάμω συνθῆκες, κι᾿ ὄχι νὰ μπῶ μιστωτός. Τελειώνοντας ἡ ὑπόθεση τοῦ κάστρου, τότε τηρᾶμε αὐτό».
Στο απόσπασμα αυτό φαίνεται καθαρά πως υπάρχει μια διακεκριμένη στρατιωτική συσσωμάτωση, ένα σινάφι εύκολα αναγνωρίσιμο, το οποίο έχει τους δικούς του κώδικες και προπαντός είναι περιζήτητο.....” Καὶ τοῦ εἶπα ψέματα ὅτ᾿ ἤμουν σωματοφύλακας τοῦ Ἀλήπασσα, «Μᾶς σκότωσαν τὸν ἀφέντη μας, κίνησα μὲ καμπόσους ἀνθρώπους ναρθῶ εἰς τὸ Μισίρι, εἰς τὴν Ὑψηλότη σας. Δὲν εἴχαμε τὰ ἔξοδά μας, ἤρθαμε ἐδῶ, εἰς τοὺς Ρωμαίγους”..... Του είπε ψέματα και ο άλλος τον πίστεψε γιατί τον έβλεπε. Έφερε επάνω του όλα εκείνα που τον έκαναν διακριτό από τους άλλους και το ψέμα του πιστευτό.....Μη ξεχνάμε ότι ο Μωχαμέτ Αλής της Αιγύπτου είναι κι αυτός Αρβανίτης από την Καβάλα και ο Ιμπραήμ είναι γυιος του. “Εσύ που είσαι κουρμπετλής...”, λέει ο Μπραήμης στον Μακρυγιάννη, του χαρίζει άρματα και ζητάει να τον “προσλάβει”, μαζί με τους ανθρώπους του. Φιλοφρονώντας τον Μακρυγιάννη προθυμοποιείται, εκείνους να κάνει “τζιράκια” του , όχι τον καπετάνιο τους.
Kουρμπέτι <τουρκική gurbet(=ξενιτειά, νοσταλγία) < αραβική ġurbat غربة(=αλλόκοτος) < κουρμπετλής είναι αυτός που “έχει βγει στο κουρμπέτι”. Τα λεξικά συμφωνούν ότι “βγαίνω στο κουρμπέτι” σημαίνει “βγαίνω στη βιοπάλη”.... Ο Μακρυγιάννης με τα παλληκάρια του, δηλαδή, είναι, στα μάτια του Ιμπραήμ, “βιοπαλαιστής”, επαγγελματίας Στρατιώτης!..... “Ὁ πόλεμος εἶναι ἡ τύχη μας“, διακηρύσσει ο πρώτος λίγο παραπάνω. Και ο δεύτερος δεν έχει καταλάβει ακόμη ότι εν τω μεταξύ αποφάσισαν να πολεμήσουν για την πατρίδα τους.....”Τρομάξαμεν νὰ πάρωμεν ὀλίγα ντουφέκια ἀπὸ τοὺς Τούρκους, νὰ πολεμήσουμεν διὰ τὴν πατρίδα”.....Γι' αυτό και ο Ιμπραήμ του προσφέρει εργασία....«Γνωρίζομεν τὰ ὀτζάκια σας ὅπου κάνουν τοὺς ἀνθρώπους τζιράκια. Τώρα ἦρθα στελμένος ἀπὸ τὸ κάστρο νὰ κάμω συνθῆκες, κι᾿ ὄχι νὰ μπῶ μιστωτός. Τελειώνοντας ἡ ὑπόθεση τοῦ κάστρου, τότε τηρᾶμε αὐτό» είναι η...πληρωμένη απάντηση του ιδιοφυούς Μακρυγιάννη.
Οι γλώσσες είναι εργαλεία, ή μάλλον αρματωσιά, για τον εξατομικευμένο άνθρωπο, τον διαθέτοντα λόγο και μπέσα, τον Αρβανίτη Στρατιώτη, ο οποίος διατρέχει πάνοπλος την Οικουμένη και ανά πάσα στιγμή πρέπει να συνδιαλαγεί αλλά και να αντιπαρατεθεί, να συμβιώσει αλλά και να πολεμήσει, με ένα αλλόκοτο πλήθος ανθρώπων. Η μία είναι γλώσσα-όριο, η άλλη είναι γλώσσα-δίαυλος. Όπως λοιπόν έχει στο σελάχι τους δύο ειδών τέμνοντα όπλα, έχει και στο νου του δυο ειδών όπλα ορθοτομούντα τον Λόγο της Αληθείας.
Επιπλέον, ως Έλληνας, διαθέτει την ανάλογη γλωσσοπλαστική ικανότητα. Κουβεντομάστορας και γλωσσομάστορας, αναλίσκει τη ζωή του στις συζητήσεις και στα ομηρικά γλέντια, στις...ομηρικές μάχες, στις αγορές και τα φόρα της Οικουμένης, η οποία, μπροστά στα μάτια του, μεταλλάσσεται από Ρωμανική σε Βενετσιάνικη και Οθωμανική.
Αυτή η σχέση με τους “άλλους”, ο λόγος του “εγώ” προς το “εμείς”, ο λόγος του “εμείς” προς το “άλλοι”, η σχέση με τα άνωθεν και τα ιερά, με τα μυστηριώδη και τα μνημειώδη, με τους θεούς και τους ήρωες, με τον Χριστό και τις Θείες Ακολουθίες, διαμορφώνουν το υποκείμενο μιας από τις υποστάσεις του Κοινού Ελληνικού Λόγου. Άρα διαμορφώνουν και τα σχετικά εργαλεία για την ηχητική απεικόνιση, την ακουστική απόδοση, του λόγου αυτού. Είναι τα Ειδικά Συμφωνημένα Υπονοούμενα της Αρβανιτιάς μέσα στα Γενικά Συμφωνημένα Υπονοούμενα, τον Κοινό Λόγο, του Μεγάλου Ελληνικού Πολιτισμού Υποβάθρου! (όπως λέμε “ακτινοβολία υποβάθρου) Οι Αρβανίτες λένε “Παρμέντιζα” την Πούλια (της Πλειάδες), τρυφερή προσωνυμία του αρότρου. Είναι, το μικρούλι - κοτζάμ αστερισμός του ουρανού! - αλέτρι (αρβ.=παρμέντ) που χαράζει τη μέρα τους, πριν ακόμη κι από τον ήλιο. Και στο Ε 269 της Οδύσσειας οι Κακριδής-Καζαντζάκης μεταφράζουν τον Όμηρο ως εξής:


Τότε ο Οδυσσέας ο θείος,
χαρούμενος από τον πρίμο αγέρα,
σηκώνει τα πανιά, και κάθισε, με τέχνη το τιμόνι
να κυβερνά, κι ουδέ που βάραινε τα βλέφαρα του ο γύπνος,
την Πούλια, το Βουκόλο ως κοίταζε, που αργεί να βασιλέψει,
και το Χορό τον εφταπάρθενο, που τόνε λεν κι Αμάξι,
κι αυτού γυρνάει παραμονεύοντας το Αλετροπόδι πάντα,
και μόνο αυτός λουτρό δε χαίρεται στον Ωκεανό ποτέ του·v


Οι ταυτοτητο-ποιητικές παράδοσεις κάθε αληθινού έθνους είναι: το Βουλευτήριο (Πολιτική), το Θυσιαστήριο (Πίστη) και η Σχολή (Παιδεία). Η γλώσσα είναι το “μέσο μεταφοράς” της παράδοσης. Όταν όμως οι παραδόσεις αυτές είναι ο ίδιος ο Ελληνικός Πολιτισμός - “πολιτισμός υποβάθρου” όπως λέμε “ακτινοβολία υποβάθρου” - τότε, ο τρόπος που οι λέξεις ορίζονται να συμβολίζουν τα συμφωνημένα υπονοούμενα, αναγορεύει την ίδια τη γλώσσα σε παράδοση, γεγονός που καθιστά μερικές φορές δυσδιάκριτο το κύριο από το δευτερεύον, το σημαινόμενο από το σημαίνον. Όταν δε οι λοιπές διαφορετικότητες κάθε κοινωνικής ομάδας ή συσσωμάτωσης εκλείπουν στη “σούπα” της νεωτερικότητας, το ιδίωμα γίνεται το μόνο ορατό διακριτικό. Αντί να κοιτάμε τ' αστέρια που μας δείχνει το δάκτυλο κοιτάμε το δάκτυλο και δεν βλέπουμε τ' αστέρια.
Η αρβανίτικες συσσωματώσεις, στα άρβανα και στις κατούνες που βρίσκονταν πάντα ανάμεσα σε “άλλους”, είχαν έναν εκπληκτικό όγκο πολιτιστικού “υλικού” για να προσλάβουν. Ήταν “κλειστές” κοινότητες με ενδογαμίες – πάντα μέσα στα πλαίσια που ευλογούσε η Εκκλησία - και στεγανά, για να διατηρούν και να συντηρούν τις παραδόσεις ώστε να λειτουργεί απρόσκοπτα η Παιδεία, η αναπαραγωγή του ανθρωπολογικού τύπου. Αλλά ήταν και “ανοικτές”, προοδευτικές κοινότητες, ικανές να αντιλαμβάνονται το διαφορετικό και να το ενσωματώνουν δημιουργικά ώστε να είναι χρήσιμες στους “άλλους” και ιδιαίτερα απαραίτητες.
Η πρόσληψη, ανάλογα με το πως αυτή θα πραγματοποιηθεί από το υποκείμενο-Αρβανίτη, θα σημάνει είτε αφομοίωση και εξαφάνιση της ετερομορφίας είτε εμπλουτισμό της και αναγωγή σε ανώτερα επίπεδα “λειτουργικότητας” μέσα στους “άλλους”. Στους Αρβανίτες Έλληνες επειδή διατήρησαν την Ορθοδοξία τους, συνέβη το δεύτερο. Στους Αρβανίτες Σκιπητάρηδες επειδή αποδέχτηκαν τον εξισλαμισμό, συνέβη το πρώτο. Ο Έλληνας Αρβανίτης ξεχωρίζει και κάνει σεβαστή την διαφορετική του ταυτότητα ακόμα και μέσα στην Βενετιά, ενώ μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διακρίνεται άλλοτε ως Αρματολός και άλλοτε ως Κλέφτης. Δεν είναι τυχαίο που ολόκληρη η ένοπλη μαγιά του έθνους, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα, μιλάει αρβανίτικα κάνοντας μερικούς να ισχυριστούν ότι η τα αρβανίτικα είναι η γλώσσα της Επανάστασης. Ο Σκιπητάρης Αρβανίτης γίνεται ίδιος με τους αγάδες. Δεν είναι τυχαίο που ο σχετικός εθνικισμός εμφανίζεται στο τέλος του 19ου αιώνα και οι φορείς του “τυχαίνει” να είναι Μπεκτασήδες. Οι δε Σουνίτες Γκέκηδες καμία όρεξη δεν είχαν να διαφοροποιηθούν έστω κι αυτή την ύστατη στιγμή, από τον κοινό λόγο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι Έλληνες Αρβανίτες, διατηρούν την ελευθερία τους στη σκέψη και στην έμπνευση. Δεν αποστειρώνονται αλλά αναπτύσσουν αντισώματα που θα τους κάνουν ανθεκτικούς στις “επιμολύνσεις”. Μερικά απ' αυτά είναι το χιούμορ τους και την ιδιόμορφη αίσθηση του αστείου. Ο αυτοσαρκασμός, η καυστικότητα, η διάκριση των λεπτών αποχρώσεων, η πνευματώδης διεισδυτικότητα στις διάφορες πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, της φύσης και της κοινωνίας.
Ζώντας, λοιπόν, ενεργά μέσα σε αυτό τον πολιτιστικό ωκεανό, όταν τους έλλειπε μια λέξη “δεν έψαχναν τα λεξικά”. Απλά την έφτιαχναν με τα γύρω τους “υλικά”. “Κανόνας” της σωστής έκφρασης δεν υπήρχε. Ούτε κάτι στο οποίο μπορούσες να προστρέξεις και να συμβουλευτείς. Σωστό ήταν αυτό που έλεγαν οι πολλοί. Αλλά και πάλι, αν απέκλινες από το...πλειοψηφικό δεν χανόταν κι ο κόσμος. Αρκεί ο άλλος να το καταλάβαινε και η συζήτηση να γινόταν. “Εγώ το χάραξα, εσύ βρες το”, επαναλάμβανε τακτικά η γιαγιά μου και όχι μόνο σε γλωσσικά ζητήματα. Άριστη γνώστης, η γιαγιά, του Ηρακλείτου “ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει”vi....σημαίνει σαν τα σήμαντρα και τις καμπάνες και συ πρέπει να εν-νοείς, μετέχοντας του Κοινού Λόγου, τα σινιάλα.
“διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ ξυνῷ· τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν”vii.
Παρόμοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά, δεν χρειάζεται να αναφερθώ εγώ σε άλλα αλλά να παραπέμψω τόσο στο βιβλίο του Κώστα Π. Ραχούτη, Αρβανίτικα επώνυμα των Ελλήνων και η πορεία τους μέχρι σήμερα , (εκδ Μπατζιούλας, Αθήνα, 2013) όσο και στη μαρτυρία του Σωτήρη Λ. Δημητρίου, Μείναμε εμείς, (Ηγουμενίτσα Θεσπρωτίας, 2015) Ο ένας από την περιοχή της ΑττικοΒοιωτίας και άλλος από την περιοχή της Θεσπρωτίας-Βαγενητίας. Της διαφορετικής προέλευσης δοθείσης, οι βιωματικές τους καταθέσεις αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία.
Θα “κλείσω” το κεφάλαιο με ένα ακόμη περιστατικό το οποίο έμεινε παροιμιώδες και το αφηγούνται οι γερόντοι καθώς το έζησαν όταν ήταν παιδιά. Είναι χαρακτηριστικό το πώς άνθρωποι του λαού με ανυπέρβλητο χιούμορ μαστόρευαν την γλώσσα χάριν παιδιάς, αλλάζοντας λέξεις με άλλες...εν προκειμένω γερμανικές.
Ο Μπαρμπα-Κώτσος ο Κατσάπης απευθύνεται στη γυναίκα του, τη Γαρέφω... (επί Κατοχής ή λίγο μετά)
- Γαρέφω, Γαρέφω, κου για μπροτ; (“πού είναι το ψωμί;” Αλλά αντί για το “μπουκ”, το αρβανίτικο, βάζει το “μπροτ”, το γερμανικό)
    Κι εκείνη απαντάει στο ίδιο πνεύμα, διαμορφώνοντας επι-τόπου το δικό τους συμφωνημένο υπονοούμενο:
    - Ν' μπούρδα, ν' χάουζ, Κώτς... (“στο τσουβάλι, στο σπίτι Κώτσο”. Αλλά αντί για το “στιπί”, το αρβανίτικο, βάζει το “χάουζ”, το γερμανικό)




Η διγλωσσία των Αρβανιτών είναι αληθινή


Στις συζητήσεις για τους Αρβανίτες, εμφανίζονται διάφορες “αυθεντίες” και είτε γραπτώς είτε προφορικώς προσπαθούν να επιβάλλουν την άποψη ότι οι Αρβανίτες δεν είναι δίγλωσσοι αλλά είναι ακραιφνώς αρβανιτόφωνοι. Ταυτόχρονα ισχυρίζονται ότι η ελληνική γλώσσα είναι ύστερο πρόσκτημα της ζωής τους – της ατομικής και της συλλογικής – ότι την απόκτησαν “στο στρατό”, ότι δεν είναι εγγενής στη ζωή τους αλλά αποτέλεσμα επιβολής και μάλιστα της βίαιης από το ελληνικό κράτος, το οποίο, εξελλήνιζε τη γλωσσική έκφραση των Αρβανιτών, αφενός διώκοντας και απαγορεύοντας την αρβανίτικη και αφετέρου επιβάλλοντας την εκμάθηση της ελληνικής. Ως “επιχειρήματα” προσκομίζουν τα δικά τους βιώματα, από τις “απαγορεύσεις του δασκάλου” που υπέστησαν και από τις γιαγιάδες τους που δεν ήξεραν ελληνικά και ήξεραν μόνο αρβανίτικα.
“Τα μάτια και τα αυτιά είναι κακοί μάρτυρες για τους ανθρώπους, αν έχουν ψυχές που δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα τους”viii....μας λέει ο Ηράκλειτος κι εγώ πάνω σ' αυτά έχω, κατ' αρχήν, να παρατηρήσω τα εξής:
  1. Όλοι όσοι ισχυρίζονται ότι διώχθηκαν μιλάνε άπταιστα και τα αρβανίτικα και τα σκιπητάρικα, τόσο μάλιστα που είναι σε θέση να διακρίνουν τις διαφορές και τις αποκλίσεις. Αυτό, αν μη τι άλλο, σημαίνει ότι δεν πέρασε η “κρατική καταστολή” και ότι, επί πλέον, τους ώθησε να κάνουν κτήμα τους μια άλλη γλώσσα. Η άλλη γλώσσα είναι κρατική γλώσσα ήγουν “μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό”! Ας το σημειώσουμε αυτό. Πείσμωσαν, και πολύ καλά κάνανε, σαν γνήσιοι Αρβανίτες και την έσωσαν. Δεν βλέπω τον λόγο να μη συνέβη κάτι ανάλογο και στους λοιπούς Αρβανίτες. Δεν βλέπω τον λόγο να μην πείσμωσαν κι αυτοί και να διατήρησαν τη γλώσσα τους. Εκτός κι αν εννοούν ότι εκείνοι είναι κάτι ξεχωριστό από τους υπόλοιπους. Τότε όμως θα πρέπει να ψάξουν, και να ψάξουμε, αν πραγματικά η αιτία των διώξεων ήταν η αρβανιτοφωνία τους ή η διαφορετικότητά τους και αν η αρβανιτοφωνία τους ήταν απλώς το πρόσχημα αφού δεν μπορούσε κανένας δάσκαλος να κυνηγήσει έναν μαθητή, πχ, γιατί είναι πολύ ευφυής πλην όμως “άτακτος” ή επειδή δεν χωνεύει τον πατέρα του ή επειδή ήταν άλλων πολιτικών φρονημάτων η οικογένεια του, πράγματα πολύ συνηθισμένα στις δεκαετίες που μεγάλωσαν και μεγαλώσαμε.
  2. Η δική τους γιαγιά που δεν ήξερε ελληνικά είναι ισοδύναμο επιχείρημα με τη δική μου προ-γιαγιά που ήξερε. Δεν βλέπω τον λόγο γιατί η δική τους γιαγιά να αντανακλά πιστότερα την πραγματικότητα από τη δική μου προ-γιαγιά που ήταν συνομήλικη. (Εμείς δεν είμαστε συνομήλικοι γι' αυτό κάνω λόγο για προ-γιαγιά VS γιαγιά). Επικαλούμαι,λοιπόν, κι εγώ τη δική μου “προγιαγιά”. Για την ακρίβεια, τις τέσσερις προγιαγιάδες μου για τις οποίες διαθέτω στοιχεία.
Η μία, Μαρία Βασιλείου του Δημητρίου, εγγονή του ΚιορΒασίλη (=Στραβός-Βασίλης) από το Σχηματάρι, που έχασε το ένα μάτι του στη μάχη της Αλαμάνας, η επιλεγόμενη Μακαριώ, ήξερε και ελληνικά και αρβανίτικα. Επειδή δε θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να καταλαβαίνουν, οι άλλες γυναίκες, αυτά που κουτσομπολεύει, μυούσε τις “κολλητές” της στα “κορακίστικα”. Αυτός ήταν και ο λόγος που της κόλλησαν το παρατσούκλι “Μακαριώ”...από το “κορακίστικο” “Μακαρόκω” που σημαίνει “Μαριώ”. Ποιος ο λόγος να καταφεύγει σε μια τρίτη γλώσσα αν οι άλλες δεν μιλάγανε ελληνικά; Θα μάθαινε τις δικές της ελληνικά και όχι αρβανίτικα. Όσο νά 'ναι κάτι θα ξέρανε κι αυτές από τα παιδιά και τους άντρες που είχανε πάει στο στρατό(!)
Η δεύτερη προγιαγιά, Βασιλική Πηλίτση του Δημητρίου, ήταν κουνιάδα της Μακαριώς, αδερφή του άντρα της. (Οι ενδογαμίες μέσα στα όρια της Εκκλησίας που λέγαμε...εγώ είμαι τρίτος ξάδερφος του εαυτού μου και ανηψιός και του πατέρα μου και της μητέρας μου). Εκείνη πέθανε νωρίς και δεν ξέρουμε πολλά πράγματα. Παραμένει άγνωστο αν η Μακαριώ την μάθαινε κορακίστικα για να κουτσομπολεύουν ομού ή η κουνιάδα της ήταν η αιτία για την εκμάθηση των κορακίστικων ως τρίτης γλώσσας. Τα κορακίστικα της γιαγιάς της Μακαριώς είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της γλωσσομαστορικής τάσης/διάθεσης για ξεχωριστή κωδικοποιημένη επικοινωνία ακόμα και στο επίπεδο της γειτονιάς και της οικογένειας.
Η τρίτη προγιαγιά, η Ελένη Τούντα από το Χλεμποτσάρι(Ασωπία), η επονομαζόμενη και “Μπιθασκόπουλο”, δεν σταμάταγε να τραγουδάει, λέει, τα κλέφτικα τραγούδια. Κλέφτικα τραγούδια, εμείς οι Αρβανίτες της νοτίου Ελλάδας έχουμε μόνο στα ελληνικά. Κι όταν σταμάταγε έφτιαχνε σκωπτικά στιχάκια για να κοροϊδεύει τα ελαττώματα των άλλων. Στα ελληνικά, φυσικά. Λέγεται δε ότι η σπάνια αυτή...υβριδική λέξη - μισή αρβανίτικη μισή ελληνική - “μπιθα-σκοπουλο” οφείλεται στην ικανότητά της να κάνει έμμετρους στίχους τις ατυχίες των άλλων.
Η τέταρτη προγιαγιά, η Αθηνά Δημητρίου, από το Σχηματάρι, έζησε αρκετά και τη γνώρισα. Σας βεβαιώνω ότι ήξερε άπταιστα ελληνικά και σε αυτά ανέπεμπε τις προσευχές και τις κατάρες της. Πολλές απ' αυτές πιάσανε. Στους “Στρατιώτες” αναφέρω μερικά στοιχεία από τη ζωής της και το χαρακτηριστικό στοιχείο ότι αυτή η γυναίκα ήξερε να τραγουδάει “Εγώ 'μαι η Σούσα η έμορφη της Κρήτης το καμάρι”, τραγούδι μεσαιωνικό των ΤουρκοΚρητικών. Εν παρόδω σημειώνω, πως η ελληνοφωνία των ΤουρκοΚρητικών δεν τους εμποδίζει καθόλου να γίνουν Τούρκοι και σκληροί αντίπαλοι όσων αντιστέκονται στην τουρκοποίηση.
Τόσο η προγιαγιά αυτή όσο και η κόρη της, η γιαγιά που με μεγάλωσε, ήξεραν τόσο καλά τα ελληνικά που χρησιμοποιούσαν λέξεις...άγνωστες και εξωτικές στο σημερινό κοινό.....”ει δε μη” έλεγε η γιαγιά η Κούλα και δεν πιστεύω ότι το έμαθε από τ' αδέρφια της όταν γύρισαν “από τον Στρατό”.
Αφού ξεμπερδέψαμε με τις προγιαγιάδες και τις γιαγιάδες, αν κανείς ξεμπερδεύει ποτέ με τέτοια υψηλής πολιτισμικής αξίας σημεία και τέρατα, ας περάσουμε, από τα επιχειρήματα του βιώματος, στα επιχειρήματα της επιστήμης που υποστηρίζουν και τεκμηριώνουν με τον τρόπο τους την διγλωσσία των Αρβανιτών.
  1. Πρώτη μαρτυρία του Στράβωνα. “Ένιοι δε και δίγλωσσοι εισίν”. Το αναφέρουν οι πιο πολλοί αρβανιτολόγοι και κυρίως όσοι εξηγούν την ταυτότητα των Αρβανιτών φυλετικά. Επαναλαμβάνω, και εδώ, ότι δεν συμμερίζομαι την θεωρία της φυλετικής καταγωγής. Είναι, ρηχή, αφελής και ανόητη. Εγώ αναφέρω τη μαρτυρία του Στράβωνα σαν ένα στοιχείο που υπήρχε στην Ήπειρο από πολύ παλιά και δεν είναι εφεύρεση της χύδην “εθνικιστικής” αρβανιτολογίας για να μασκαρέψει τους Αρβανίτες από....”Αλβανούς” σε Έλληνες(!)
  2. Στη Βενετία, όταν οι ελληνική παροικία έχει εισπράξει επανειλημμένως αρνήσεις στο θέμα της ίδρυσης ορθόδοξης εκκλησίας, οι Αρβανίτες Στρατιώτες παίρνουν επάνω τους το αίτημα και εξασφαλίζουν αυθημερόν τη θετική απάντηση. Βασικό επιχείρημά τους είναι η επιθυμία τους να κάνουν τις προσευχές τους στη δική τους γλώσσα, στα ελληνικά!ix Συνεπώς οι Αρβανίτες της Στρατιάς, που έφτασαν από όλα τα κάστρα της Ελλάδος και της Κύπρου στη Βενετία, ήταν δίγλωσσοι.
  3. Η διγλωσσία τους όμως δεν προκύπτει μόνο απ' αυτό το γεγονός. Τα έπη των Στρατιωτών, από τους ραψωδούς της Στρατιάς Μανόλη Μπλιέση, Τζάνε Κορωναίο και Μάρουλο Ταρχανιώτη, δεν γραφτήκανε στα αρβανίτικα.
Ο Μπλιέσης έγραψε στο ιδίωμα του Βένετου χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα πλήθος ελληνικών λέξεων. Στο “Παράρτημα” παραθέτω, ενδεικτικά, κατάλογο ελληνικών λέξεων, από τρία μακροσκελή (όλα ήταν μακροσκελή) ποιήματά του. Οι ίδιες οι λέξεις, όπως και η χρήση τους, δείχνουν πόσο καλά ήξεραν, αυτός και όσοι τον ακούγανε, τα ελληνικά. Το εντυπωσιακότερο όλων όμως είναι ότι πουθενά δεν υπάρχει αρβανίτικη λέξη ούτε κάποια αναφορά στην αρβανίτικη διάλεκτο. Όπως άλλωστε και στα αναρίθμητα γράμματα των αγωνιστών του '21 που κι εκείνοι ήξεραν άπταιστα και τις δύο γλώσσες. Αν δεν ήξεραν ελληνικά δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η Ελληνική Επανάσταση.
Ο Τζάνες Κορωναίος έγραψε εξ ολοκλήρου στα ελληνικά την εξαιρετικής αξίας ραψωδία “Μερκουρίου ανδραγαθήματα”. Αρκεί μια ματιά να ρίξει κανείς και θα καταλάβει πόσο καλά ήξερε τη γλώσσα και την τέχνη να συντάξει ένα τόσο μεγάλο έμμετρο κείμενο. Κι εδώ δεν υπάρχουν αρβανίτικες λέξεις. Το έργο, που γίνεται για λογαριασμό και κατά παραγγελία του ίδιου του Μερκουρίου Μπούα, προορίζεται για τον απαθανατίσει ανάμεσα στους συμπολεμιστές του οι οποίοι προφανώς ήταν δίγλωσσοι.
Ο τρίτος, ο πλέον λόγιος, ο εκπληκτικός Μιχαήλ Μάρουλος ο Ταρχανιώτης, γράφει στα λατινικά. Εκείνος μάλλον δεν απευθύνεται στους συστρατιώτες του αλλά προβάλει την Ελλάδα στους ξένους. Ακόμα περισσότερο στον Μάρουλο, οι αρβανίτικες λέξεις απουσιάζουν.
    1. Παρόμοιας λογικής έπος, αλλά μικρότερης ιστορικής και λογοτεχνικής αξίας, είναι η “Αληπασιάς” ( όπως λέμε “Ιλιάς”) του Χατζή Σεχρέτη. Ραψωδία που αφηγείται τη ζωή του Αλή των Ιωαννίνων. Εξ ολοκλήρου γραμμένη στην ελληνική γλώσσα της εποχής. Τραγουδιόταν από τον ίδιο τον Χατζή Σεχρέτη προς τέρψιν του τυράννου. Θέλει συζήτηση ότι τόσο ο ίδιος ο Αλής αλλά και το περιβάλλον του ήταν δίγλωσσοι; Όχι μόνο, λοιπόν, οι Έλληνες Αρβανίτες αλλά και οι εξισλαμισμένοι ΤουρκαΑρβανίτες ήταν δίγλωσσοι!
    2. Την ίδια εποχή που γράφεται και τραγουδιέται η “Αληπασιάδα” και ο Μάρκος γράφει το “Λεξικό της Ρωμαϊκής και Αρβανίτικης Απλής”, στην Ύδρα βρίσκεται ο Γάλλος Αύγουστος ντε Ζασσώ. Το 1808 συντάσσει το Υπόμνημα περί της φυσικής και πολιτικής καταστάσεως των νήσων Ύδρας, Σπετσών, Πόρου και Ψαρώνx. Άριστος γνώστης της ζωής των νησιών αυτών αλλά και οξυδερκής παρατηρητής, βεβαιώνει ότι όλοι οι κάτοικοι των νησιών Ύδρας, Σπετσών και Πόρου, γνωρίζουν τη δημώδη ελληνική αν και μιλάνε και αρβανίτικα. Ενδιαφέρον δε είναι το πώς χρησιμοποιεί τη λέξη “έθνος”. Είναι, λέει, Έλληνες , γνωρίζουν όλοι τη δημώδη ελληνική αλλά το “εθνικό τους ιδίωμα είναι τα αλβανικά, διάλεκτος που είναι μίγμα της ιλλυρικής, της τουρκικής και της ελληνικής”. Εδώ και εφόσον ο μεταφραστής αποδίδει σωστά το νόημα του πρωτοτύπου, “έθνος” σημαίνει το “ιδιαίτερο”αρβανίτικο μέσα στο “γενικότερο” ελληνικόxi.
    3. Το ελληνοαρβανίτικο λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη είναι λίγο πολύ γνωστό καθώς και η ιστορία του. Ο νεαρός Μάρκος, πολιτικός πρόσφυγας στη Κέρκυρα από το τουρκοπατημένο Σούλι, συντάσσει, το 1809, ένα εργαλείο για να το αξιοποιήσουν όσοι ξέρουν ελληνικά αλλά δεν ξέρουν αρβανίτικα. Δεν είναι ένα λεξικό για ευρύτερη χρήση. Λέγεται πως τον παρότρυνε ο ίδιος ο Πουκεβίλ ο οποίος δούλεψε τελικά πάνω σ' αυτό. Στο λεξικό περιέχονται μόνο 1701 λέξεις στο ελληνικό τμήμα του και 1494 λέξεις στο αρβανίτικο, καθώς λείπουν οι πρώτες είκοσι τέσσερις σελίδες. Από αυτές, 502 είναι ελληνικές και μάλιστα από τα αρχαία χρόνια - όπως λέει ο Τίτος Γιοχάλας - 187 είναι τουρκικές, 21 ιταλικές και 2 “άλλες”. Οι υπόλοιπες, δηλαδή οι 782 (1494-712= 782) είναι αρβανίτικες.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η γλωσσομαστορική των Σουλιωτών....ρήματα κομβικά της γλώσσας όπως: “λυπούμε”, “αγαπώ”, “χαϊδεύω”, “κερδίζω”, δεν έχουν αντίστοιχο αρβανίτικο αλλά χρησιμοποιούνται παραποιημένα....”λυπής”, “αγαπής”, “εχαϊδέψ”, “διαφορέψ”,....
Εκείνος, στον οποίο οφείλουμε το λεξικό, είναι ο Τίτος Γιοχάλας. Θα πούμε μερικά ακόμη γι' αυτόν παρακάτω. Εδώ σημειώνουμε ότι η πρώτη έκδοση τιτλοφορήθηκε ως “ΕλληνοΑλβανικό λεξικό”xii ενώ στις μετέπειτα εκδόσεις τιτλοφορείται ως “Λεξικόν της Ρωμαϊκής και Αρβανίτικης απλής”. Ο δεύτερος τίτλος είναι και αυτός που είχε δώσει ο Μάρκος στο έργο του! Τώρα, γιατί ο Τ. Γιοχάλας παραποιεί αυθαίρετα τον τίτλο στην πρώτη έκδοση και μάλιστα αυτό “περνάει” από την Ακαδημία Αθηνών και γίνεται δικής της έκδοση (το 1980, παρακαλώ, επί εθνικής κυβερνήσεως Γεωργίου Ράλλη), είναι άλλο θέμα και μπορεί ο καθένας να βγάλει τα συμπεράσματά του. Εμείς εδώ θα το θεωρήσουμε ενδεικτικό για τις “ατραπούς” μέσα από τις οποίες περνάει η αρβανίτικη αυτοκατανόηση, τις παγίδες και τις παμπεσιές αλλά και τις προόδους που σημειώνει παρά κι ενάντια σε όλα αυτά. Σημειώνουμε δε επίσης ότι ο Πουκεβίλ, ο οποίος μελετάει το λεξικό, το αποδελτιώνει και το μεταφράζει στα Γαλλικά, χρησιμοποιεί ως τίτλο το “de la langue Albanaise ou Schype” ( =Η γλώσσα των Αρβανιτών ή Σκιπητάρων). Είναι προφανές ότι ο πανούργος πολιτικός επιδιώκει να ενώσει αυτά που χωρίζει η ιστορία, η πίστη και το γκιάκ (=αίμα) που χύθηκε.
Οι λέξεις παρατίθενται από τον Τ. Γιοχάλα, α) στην ορθογραφία του πρωτοτύπου, β) στη σωστή ορθογραφία της ελληνικής γλώσσας, γ) στην ελληνική γραφή των αρβανίτικων λέξεων όπως τις έγραψε ο Μάρκος και δ) στην λατινική γραφή των σκιπητάρικων. Ο Μάρκος γράφει τις αρβανίτικες λέξεις με ελληνικά γράμματα. Ο φιλολογικός επιμελητής επισημαίνει σαφώς ότι μητρική γλώσσα του Μάρκου, “η γλώσσα που σκέπτεται”, είναι τα ελληνικά και ότι η σύνταξη του αρβανίτικου μέρους είναι ελληνική!
Ιδιαίτερης αξίας, για να κατανοήσουμε τη θεματολογία της σκέψης του Μάρκου Μπότσαρη “και των συνεργατών του”xiii, έχει η κατάταξη που κάνει ο επιμελητής στα λήμματα του λεξικού. Χρησιμοποιεί δέκα πέντε κατηγορίες ως εξής:
101 λέξεις “Εκκλησιαστικός βίος-Θρησκεία”
61 λέξεις “Πολεμικός βίος- Οπλισμός”
43 λέξεις “Νομικοί και δικαστικοί όροι”
30 λέξεις “Παιδεία”
24 λέξεις “Αφηρημέναι έννοιαι”
37 λέξεις “Μέλη και όργανα ανθρωπίνου σώματος”
22 λέξεις “Ασθένειαι-Ίασις”
14 λέξεις “Επαγγέλματα”
38 λέξεις “Εργαλεία-Όργανα-Σκεύη”
65 λέξεις “Ζώα-Πτηνά-Έντομα-Ιχθύες-Μαλακόστρακα”
82 λέξεις “Δένδρα-Φυτά-Καρποί-Φύσις”
19 λέξεις “Φυσικά προϊόντα”
8 λέξεις “Βαπτιστικά ονόματα”
4 λέξεις “Εθνικά ονόμα”
5 λέξεις “Πόλεις-Περιοχαί”
Η κατηγορία με τις περισσότερες λέξεις είναι εκείνη του Εκκλησιαστικού βίου και της Θρησκείας. Χαρακτηριστικό της επίδρασης των ύμνων και των κειμένων της εκκλησίας στη σκέψη και στη ζωή των Αρβανιτών Σουλιωτών. Μόνο η Φύση την ξεπερνάει εφόσον όμως ενοποιήσουμε τις τρεις κατηγορίες “Φυσικά προϊόντα”, “Δέντρα-Φυτά-Καρποί-Φύσις”, “Ζώα-Πτηνά-Έντομα-Ιχθύες-Μαλακόστρακα”.


    1. Τέλος χρειάζεται να πάμε στην Κύπρο για να δώσουμε ένα ακόμα χτύπημα στις θεωρίες που αμφισβητούν τη διγλωσσία των Αρβανιτών. Η κυρία Νάσα Παταπίου έχει δώσει στη δημοσιότητα μεταφρασμένες πολλές επιστολές Αρβανιτών Στρατιωτών της Κύπρου. Επιστολές προς τη Σινιορία, όπου, επικαλούμενοι τους αγώνες και τις θυσίες τους ζητούν κάποια οικονομική βοήθεια και κάποια θέση στο ιππικό της Βενετίας. Ανάμεσα σ' αυτές βρίσκονται και επιστολές γυναικών. Όπως αυτή της Μόσχως Ροντάκη. Κόρη, γυναίκα και μάνα Στρατιωτών με θητεία στο Ναύπλιο και μετά το 1540 στη Κύπρο, συλλαμβάνεται αιχμάλωτη(1571), χάνει πολλούς δικούς της, άλλοι αιχμαλωτίζονται επίσης, και μετά από δέκα χρόνια φτάνει στη Βενετία όπου κείρεται μοναχή με το όνομα Μερόπη.
Παρόμοια περίπτωση είναι και η Άννα Λούζη. Εκείνη μάλιστα είναι η ίδια τραυματίας στον πόλεμο με τους Τούρκους, έχει χάσει το πόδι της από μια μπάλα καθώς ανεβοκατέβαινε στις ντάπιες για να εμψυχώνει τους πολεμιστές.
Σε δύο περιπτώσεις, παραχωρούνται δημόσια αξιώματα από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, σε οικογένειες: Στις οικογένειες του Στάθη Μακρή και του Κόντου Χέλμη. Τα δημόσια αυτά αξιώματα παραχωρούνται με τη ρήτρα ότι μετά το θάνατο των ανδρών το αξίωμα περνάει στις γυναίκες της οικογένειας!
Πέρα από το τεράστιο θέμα που τίθεται σχετικά με το τι είδους γυναίκες ήταν αυτές που απολάμβαναν τέτοιο σεβασμό στα μέσα του 16ου αιώνα ώστε να τους ανατίθενται δημόσια αξιώματα και μάλιστα κληρονομικώ δικαίω, υπάρχει και το ζήτημα αν όντως εκείνες ήξεραν ελληνικά μαζί με τα αρβανίτικα ή μόνο τα αρβανίτικα όπως οι γιαγιάδες των προαναφερθέντων “αυθεντιών” της Αρβανιτιάς(!)


Το βεστφαλινού τύπου ελληνικό κράτος, οι Αρβανίτες και του στραβού το δίκιο


Ας περάσουμε τώρα στο άλλο μεγάλο ζήτημα της καθ' ημάς αρβανιτολογίας, “τις διώξεις της αρβανίτικης διαλέκτου από το κράτος”.
Στο θέμα αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε στιγμή το τι είδους κράτος οικοδομήθηκε, κόντρα μάλιστα στις αυθόρμητες και επίμονες αντιδράσεις των Ελλήνων, μετά την Επανάσταση του 1821. Σε αντίθεση με την ελληνιστική και ρωμανική οικουμένη όπου μια πανσπερμία λαών, πολιτισμών, γλωσσών, συμφύρονταν γύρω από μια κεντρική παράδοση, την Ελληνική, και ζούσαν αλληλοπεριχωρούμενοι πάνω από χίλια χρόνια, τα κράτη που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη μετά την Συνθήκη της Βεστφαλίας ( 1648) και κυρίως μετά τη Γαλλική Επανάσταση, αντλούσαν την νομιμοποίησή τους από την ύπαρξη μιας ομογενοποιημένης μάζας ανθρώπων με όσο το δυνατόν περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά. Η νέα Πολιτική παράδοση επέβαλε μια νέα Παιδεία και συνέτριψε τις εστίες αντίστασης οι οποίες συνέχισαν να μάχονται στα Κοινά των Ελλήνων και στην Εκκλησία προκειμένου να διασώσουν ό,τι μπορούσαν από την τεράστια ελληνική παράδοση της Πολιτικής και της Θεολογίας (Πίστης) της Ελευθερίας. Ταυτόχρονα ο καπιταλισμός και η μαζική παραγωγή θέριευε και κατέκλυζε τα πάντα. Απαραίτητη προϋπόθεση της επιτυχίας της (της παραγωγικότητας και του κέρδους) ήταν η εργασιακή πειθαρχία, η ευθυγράμμιση μεγάλων μαζών σε κοινούς σκοπούς που εξελάμβαναν μεταφυσικό χαρακτήρα. Η νέα θρησκεία του Μαμμωνά αντικαθιστούσε στην πράξη τον Λόγο του Ναζωραίου. Το πρόσημο των κοινωνιών άλλαξε. Η διαφορετικότητα, η ποικιλομορφία είναι πρόβλημα. Η ομοιομορφία και η ομογενοποίηση είναι το παν.
Εφόσον έχουμε αυτά τα στοιχειώδη στο μυαλό μας μπορούμε να κατανοήσουμε εύκολα τις παρακάτω επισημάνσεις για την πολιτική του κράτους και να μελετήσουμε μέσα σ' αυτή και τη θέση των Αρβανιτών.
  1. Το κράτος έθεσε “εκτός νόμου” όλες τις ντοπιολαλιές. Και δεν το έκανε μόνο με τους δασκάλους, όσους επιτέλους μπόρεσε να ενσωματώσει στις επιδιώξεις του. Το έκανε και με την νοοτροπία που διέσπειρε: “όσο πιο πολύ μοιάζουμε τόσο πιο καλοί είμαστε...τόσο πιο δυνατοί γινόμαστε” κ.ο.κ.
  2. Το κράτος έθεσε “εκτός νόμου” κάθε είδος δημοτικισμού. Είναι γνωστή η διαμάχη “καθαρεύουσας-δημοτικής” η οποία μάλιστα έφτασε μέχρι τις μέρες μας.
  3. Το κράτος έθεσε “εκτός νόμου” και καταδίωξε πολλά πράγματα, ακόμα και τη δημοτική μουσική, τα ρεμπέτικα, τα μοναστήρια, τα Κοινά των Ελλήνων και την πανάρχαιη νοοτροπία της αυτοδιοίκησης.
  4. Το κράτος έθεσε “εκτός νόμου” και τις πολιτικές ιδέες. Όχι μόνο τις εκ διαμέτρου αντίθετες αλλά κι αυτές που είχαν κοινή πολιτικο-φιλοσοφική αφετηρία τον Διαφωτισμό και επεδίωκαν απλώς να το επαναφέρουν στον ίσιο δρόμο των διακηρύξεών της Γαλλικής Επανάστασης.
  5. Το κράτος έθεσε “εκτός νόμου” και καταδίωξε, ενώ πριν κατασυκοφάντησε, την αρχέγονη πολεμική τέχνη των Ελλήνων και τους ηρωικούς φορείς της, χωρίς τους οποίους το ίδιο το κράτος θα ήταν ανύπαρκτο. Είναι γνωστή η διαμάχη “τακτικών και ατάκτων”, “ληστών και χωροφυλάκων”.
  6. Το κράτος καλλιέργησε τα κόμπλεξ του επαρχιωτισμού σε όποιον διέφερε και σε όποιον εξακολουθούσε να μην τείνει προς την συμπεριφορά των εξ εσπερίας “πολιτισμένων αρχοντανθρώπων”, στο ντύσιμο, στην ομιλία, στη διασκέδαση, στα ενδιαφέροντα, στην καθημερινή οργάνωση της ζωής, της εργασίας και της σχόλης. Δεν είναι τυχαίο που το ρολόι, ο μηχανικός και εκτεχνικευμένος χρόνος της βιομηχανοποιημένης Δύσης, πήρε τη θέση του δίπλα στις καμπάνες της εκκλησίας της κοινότητας, τις ιδιοποιήθηκε, τις κούρδιζε αυθαίρετα σε ίσα μέρη, αντικαθιστώντας, έτσι, τον ανείπωτης ομορφιάς και χρησιμότητας χρόνο του “βυζαντινού πολιτισμού”. Έκτοτε παραμένει εκεί , στο καμπαναριό, και φροντίζουν, τόσο οι παπάδες όσο και η “διανόηση” του κάθε χωριού, για την “εύρυθμη” λειτουργία του.
  7. Το κράτος, στην πραγματικότητα καταδίωξε όλο το έθνος, καταδίωξε την ουσία του ήτοι τις μεγάλες ελληνικές παραδόσεις που το συγκροτούν: την Πολιτική, την Πίστη και την Παιδεία. Κόβοντας και πετώντας, συνθλίβοντας και αποστεώνοντας, ό, τι απέμεινε το ονόμασε “έθνος”. Στην πραγματικότητα αναγόρευσε σε “έθνος” τον εαυτό του και τους εκάστοτε φορείς του, το πολιτικό σύστημα, το πολιτικό προσωπικό, τις διάφορες ελίτ, στρατιωτική, οικονομική, πνευματική, διοικητική κλπ. Όλοι οι άλλοι ήταν “αντεθνικώς δρώντες” και αποπέμπονταν με το καλό ή με το άγριο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι λοιπόν παράξενο το ότι “διώκονται τα αρβανίτικα”. Παράξενο θα ήταν να τύχαιναν άλλης μεταχείρισης τη στιγμή που αποπέμπονταν κάθε είδους “χωριάτικη” ομιλία και συμπεριφορά. Ό,τι “χωριάτικο” γλίτωσε, συκοφαντήθηκε, διαστρεβλώθηκε, λοιδορήθηκε, παραποιήθηκε, γελοιοποιήθηκε.
Δεν είναι λοιπόν τίμιο και δεν αρμόζει στην αρβανίτικη μεγαλόθυμη παλληκαριά να υποκύπτουμε στις θεωρίες των αρβανιτοπατέρων που μας υποβάλλουν την ιδέα ότι τα αρβανίτικα διώχθηκαν επειδή ήταν αρβανίτικα. Τα αρβανίτικα, όσο διώχθηκαν, διώχθηκαν γιατί ήταν κάτι διαφορετικό όπως και πολλά άλλα διαφορετικά - και μάλιστα με έντονο τρόπο διαφορετικό - από την επι-κρατούσα και κρατικοποιημένη κυρίαρχη εκδοχή της ελληνικότητας, η οποία, δεν ήταν και τόσο ελληνικότητα. Ήταν η αντίληψη που είχαν οι Δυτικοί για το τι είναι αυτό που κάνει τον Έλληνα να είναι Έλληνας.
Η αντίληψη αυτή για το κράτος και το έθνος που επέβαλε η νεωτερικότητα δεν ήταν το μόνο κακό που προκάλεσε η αντίληψη της νεωτερικότητας για όλα τα ζητήματα της κοινωνίας, της πολιτικής, της πίστης, της παιδείας.
  1. Η νεωτερικότητα αντέστρεψε το πρόσημο της κοινωνίας: αντί να θέλουμε να διαφυλάξουμε την ετερότητά μας, ατομική και συλλογική, μέσα στον κοινό ρυθμό της παράδοσής μας, αρχίσαμε να θέλουμε να είμαστε ίδιοι με τους άλλους. Πράγμα αδύνατον, φυσικά. Δεν χάθηκε μόνο η ποικολομορφία, χάθηκε και ο ρυθμός. Η ασχήμια πήρε τη θέση του, από τους ανθρώπους μέχρι τα σπίτια, τα χωριά και τις πόλεις.
  2. Η γλώσσα υπέστη κι αυτή την ασύμμετρο σχάση. Από δίαυλος επικοινωνίας με τους άλλους έγινε όριο στις σχέσεις μας με τους άλλους. Η ελληνική γλώσσα ήταν “ανεπαρκής” για να μας δώσει την εικόνα του κόσμου και να μας συνδέσει με αυτόν. Τη θέση της πήραν τα αγγλικά – φτάσαμε ήδη στις γνωστές ανοησίες κάποιοι να θέλουν να την κάνουν και επίσημη γλώσσα - και τα ελληνικά υποβιβάστηκαν σε δευτερεύουσα γλώσσα. Τα αρβανίτικα, και γενικά οι ντοπιολαλιές, αποπέμφθηκαν ολοσχερώς.
  3. Η αποπομπή όμως αυτή έγινε ασύμμετρα στον τόπο και στο χρόνο. Όπως είπαμε και παραπάνω δεν ξέχασαν όλοι οι Αρβανίτες τη γλώσσα μέσα σε κάποια χρόνια και σε κάποιες γενιές από τότε που εφαρμόστηκε η πολιτική αποπομπής τους μέσω της Παιδείας. Αυτό σημαίνει πως η κρατική πολιτική δεν είχε την αποτελεσματικότητα που της αποδίδεται. Ο Ναύαρχος Κουντουριώτης, στις 3 Δεκεμβρίου 1912, πριν δώσει το σύνθημα “βρας” (=σκοτώστε, αρβ) στη Ναυμαχίας της Έλλης, εξακολουθεί να μιλάει αρβανίτικα στο “Αβέρωφ” και οι ναύτες τον καταλαβαίνουν πλήρως παρά το ότι η κρατική παιδεία στην Ελλάδα κοντεύει έναν αιώνα. Εκ παραλλήλου εκπέμπει το σήμα:
«Με την βοήθειαν του Θεού, τας ευχάς του Βασιλέως μας και εν ονόματι του Δικαίου, πλέω μεθ' ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθησιν της νίκης κατά του εχθρού του Γένους».
Το ίδιο συμβαίνει και τον Δεκέμβρη του 1943, τριάντα ένα χρόνια μετά, όταν ο Συνταγματάρχης Γεώργιος Ρήγος-Φεραίος (κι αυτός “βασιλικός” ήταν πριν) μιλάει αρβανίτικα στο συγκεντρωμένο πλήθος στο Καπαρέλι της Βοιωτίας ως στρατιωτικός διοικητής της 5ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ ΑττικοΒοιωτίας και εξηγεί τους σκοπούς του νέου ξεσηκωμού.
    1. Χρειάστηκε να περάσουν ακόμη μερικά χρόνια για να αλλάξει και η νοοτροπία των γιαγιάδων αφού η αλλαγή της νοοτροπίας του δασκάλου δεν ήταν αρκετή. Μόνο όταν άλλαξαν στάση οι γέροντες του σπιτιού, μόνο όταν οι ίδιοι αποθάρρυναν τα εγγόνια να μάθουν τα αρβανίτικα, μόνον τότε κατέστη δυνατή η αποπομπή των αρβανίτικων από τα “συμφωνημένα μας υπονοούμενα”. Τη γενιά τη δικιά μας - είναι η πρώτη στα δικά μας χωριά που δεν μαθαίνει καλά τα αρβανίτικα - δεν την απέτρεψε ούτε ο δάσκαλος ούτε το κράτος. Ούτε το κύρος είχαν πια για να μας πείσουν ούτε τη δύναμη για να μας αναγκάσουν. Την απέτρεψαν οι ίδιες οι γιαγιάδες μας γιατί είχαν κι αυτές με τη σειρά τους πέσει θύματα της νεωτερικής αντίληψης για το τι σημαίνει “πρόοδος”. ....”Τι τα θέλετε εσείς αυτά;....αυτά είναι παλιά γλώσσα...”. Από την εποχή που ο δεκαεννιάχρονος Μάρκος καθόταν με τους δικούς τους γερόντους και έγραφε λεξικό της Αρβανίτικης Απλής μέχρι την εποχή που εμείς δεκαεννιάχρονοι μαθαίναμε αγγλικά, έχει παρεμβληθεί άβυσσος.
Κοντεύουν πια διακόσια χρόνια από τότε που το κράτος άρχισε να οργανώνεται με τον τρόπο της νεωτερικότητας, να κόβει και να πετάει ό,τι δεν του ταιριάζει και ό, τι δεν μπορεί να ελέγξει το ελεγχόμενο, από τους ισχυρούς ξένους, “κέντρο” του. Ωστόσο, επειδή δεν διαθέτουμε, προς το παρόν, άλλο καλύτερο, και μέχρι να αποκτήσουμε εκείνο το καλύτερο, οφείλουμε να το υπερασπιστούμε έναντι των ξένων, ισχυρών και ανίσχυρων. Κι ας μας έχει αδικήσει και ας το έχουμε στη “μπούκα του ντουφεκιού”. Επομένως, οφείλουμε να πούμε του “στραβού το δίκιο” και να κάνουμε τις δέουσες διακρίσεις....η μέγιστη των αρετών είναι η διάκριση.
  1. Από τα διακόσια σχεδόν χρόνια του κράτους, τα εκατό τελευταία τα περάσαμε, εμείς οι Αρβανίτες, με την ύπαρξη ενός άλλου κράτους δίπλα μας το οποίο “μας διεκδικεί”.
  2. Είναι κι αυτό της ίδιας νεωτερικής νοοτροπίας οπότε κατανοεί το έθνος όπως και το δικό μας. Ό,τι δεν μοιάζει με την “κρατική ελληνικότητα” και ό,τι μοιάζει με την “κρατική-σκιπηταρικότητα” θεωρεί ότι του ανήκει(!) Δεν περνάει καν από το “μυαλό του” το αντίθετο.
  3. Επειδή είναι κράτος ατελές, και ως προς την πολιτική συγκρότηση αλλά και ως προ ς την εθνική, ενδείκνυται για να πλαγιοβάλλει την Ελλάδα. Όπως ακριβώς και τα Σκόπια. Πάντα βέβαια σε σχέση και σε συνδυασμό με μια γενικότερη και μεγαλύτερη επιθετική πολιτική κατά της Ελλάδας που συνήθως είναι η Τουρκική. Και επειδή η Ελλάδα δεν είναι Τουρκία, δεν πας να βγάλεις δα ένα δόντι με κρουστικό δράπανο, όπως έκανε δηλ., η Τουρκία με την Κύπρο. Το κράτος λοιπόν των Σκιπητάριδων είναι ό,τι πρέπει για να παίζει το ρόλο του αγκαθιού στα πλευρά της Ελλάδας. Άλλωστε αυτό έγινε επανειλημμένως στο παρελθόν και εξακολουθεί να γίνεται και σήμερα.
  4. Τούτων όλων δοθέντων, είναι εύλογο το ελληνικό κράτος να υπεραντιδρά στις όποιες επιθέσεις δέχεται αλλά και στις ενδεχόμενες επιθέσεις που μπορεί να δεχτεί. Είπαμε δε ότι και το ίδιο δεν είναι ό,τι καλύτερο. Επομένως αυτές οι “λογικές” υπεραντιδράσεις είναι μέσα στη “λογική” της νεωτερικότητας. “Το Α είναι Α και δεν είναι Β” μας μάθαινε το μάθημα της “Λογικής” στο παλιό γυμνάσιο (εξατάξιο). Το μεγαλειώδες “οι δύο φύσεις συνηρέθησαν ασυγχύτως και αδιαιρέτως” είχε ήδη πάει περίπατο στην ίδια την “Ελλάδα των Ελλήνων Χριστιανών”. Το ότι μπορεί να είσαι ο ελληνικότερος των Ελλήνων μιλώντας “φαρσί” τα αρβανίτικα – διάλεκτο που μοιάζει με εκείνη του γειτονικού κράτους – είναι κάτι ακατανόητο από τα νεωτερικά μυαλά, αντιδραστικών, συντηρητικών τε και προοδευτικών.
“Δεν καταλαβαίνουν πώς είναι δυνατό, ενώ βρίσκεται σε αντίθεση, να συμφωνεί με τον εαυτό του: υπάρχει ένας παλίντονος δεσμός, όπως στο τόξο και τη λύρα”xiv...λέει ο “Σκοτεινός” Ηράκλειτος για να μας φωτίσει...


Το ζήτημα της εκμάθησης και της διδασκαλίας του αρβανίτικου ιδιώματος.


Το ζήτημα της διδασκαλίας τους αρβανίτικου ιδιώματος, και μάλιστα στα σχολεία, το έθεσε πρώτος ο Αριστείδης Κόλλιας και οι συν αυτώ του “Αρβανίτικου Συνδέσμου”. Η Αρβανιτιά αντέδρασε έντονα και απέτρεψε τη συνέχιση της ανόητης αυτής φιλολογίας. Όχι ότι μπορούσε ποτέ να υλοποιηθεί ένα τέτοιο “μέτρο διάσωσης” μιας ντοπιολαλιάς αλλά και μόνο η συζήτησή του είναι σε βάρος της Αρβανιτιάς. Διεκδικώντας τη διδασκαλία των αρβανίτικων στο σχολείο, από “συνιστώσα” του Ελληνικού Έθνους, από ακρογωνιαίος λίθος του, θα διεκδικούσε τον ρόλο μειονότητας(!) Να λάβουμε υπόψη ότι τότε δεν είχαν έρθει ακόμη οι Σκιπητάρηδες μετανάστες.
Έκτοτε πέρασαν αρκετά χρόνια. Παρά ταύτα κάποιοι επιμένουν ακόμη και μάλιστα κάποιοι, όπως ακούω, θέλουν να την “βάλουν και στο πανεπιστήμιο”. Εκείνα που έχω να σημειώσω είναι τα εξής, αν υποθέσουμε, καθώς δεν έχουμε δουλειά να κάνουμε και διαθέτουμε πλούσια φαντασία, ότι κάπως αρχίζει η διδασκαλία των αρβανίτικων στα σχολεία. Των αρβανίτικων, λέω, γιατί τα “Αλβανικά” κάποια στιγμή θα διδαχθούν στα παιδιά των μεταναστών αφού κι αυτοί υφίστανται το ίδιο πρόβλημα: τα παιδιά τους δεν μιλάνε την μητρική τους γλώσσα! Και ακόμα χειρότερα. Ούτε η μητέρα μιλάει την μητρικής της γλώσσα με τα παιδιά της! Ενώ όλη η οικογένεια μιλάει πολλές φορές την ημέρα άπταιστα ελληνικά!
  1. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οποιαδήποτε διδασκαλία των αρβανίτικων στα σχολεία δεν θα είναι αυτή που αφελώς φανταζόμαστε μέσα στην αγάπη μας για τις παραδόσεις και την εκπληκτική ιστορία των Αρβανιτών. Θα είναι η διδασκαλία της Σκιπητάρικης κρατικής και ομογενοποιημένης γλώσσας. Όταν διδάσκεται μια γλώσσα, το σωστό, εξ ορισμού, είναι αυτό που λέει ο δάσκαλος και γράφει το βιβλίο. Η προσαρμογή των ήδη γνωστών και η εκμάθηση των καινούργιων στοιχείων της γλώσσας γίνεται με βάση ΕΝΑ ΚΑΛΟΥΠΙ, αυτό που διαμόρφωσε η κρατικά και κεντρικά σχεδιασμένη παιδεία. Και επειδή το αρβανίτικο ιδίωμα τυγχάνει να μοιάζει, καθώς έχει αρχαίες κοινές καταβολές, με την γλώσσα του γειτονικού κράτους, η κεντρικά και κρατικά σχεδιασμένη μέθοδος εκμάθησης θα είναι ντε φάκτο η κυρίαρχη εκδοχή εκείνου. Από αυτό το στοιχείο το πράγμα που θα προκύψει είναι η εξαφάνιση των διαφορών, της ποικιλομορφίας στην οποία κατά τα άλλα ομνύουμε. Το άλλο που θα προκύψει θα είναι η και τυπικώς κατάργηση της γλωσσομαστορικής και της γλωσσοπλαστικής. Είπαμε από την αρχή ότι όλη η μαγεία του αρβανίτικου ιδιώματος βρίσκεται στα δύο αυτά στοιχεία. Ακόμη κι όταν κάποιος παππούς προσπαθήσει να μάθει τα εγγόνια τον τρόπο που χτίζεται η ντοπιολαλιά τα εγγόνια θα παίρνουν κυρίως αυτά που του λέει ο δάσκαλος. Αν η “πρόταση” του Αριστείδη Κόλλια είχε τότε περάσει, σήμερα οι Σκιπητάροι θα είχαν έτοιμα τα σχολεία για τα παιδιά τους και τα παιδιά των Αρβανιτών θα φοιτούσαν μαζί με κείνα. Εκείνο που θα έμενε, το καταστάλαγμα, η μούργα, θα ήταν πως είμαστε το ίδιο πράγμα και ότι “Έλληνες είναι οι πολιτισμένοι Αρβανίτες”, που έλεγε ο μακαρίτης.
  2. Όταν λέμε ότι μια γλώσσα μαθαίνεται για να μιλιέται σημαίνει πως μπορεί να φέρει σε συνεννόηση σημερινούς ανθρώπους των οποίων τα συμφωνημένα υπονοούμενα, ο κοινός τους λόγος ο σημερινός, διαφέρει από εκείνον των παλαιοτέρων αν δεν έχει αλλάξει εντελώς. Θα χρειαστεί λοιπόν η γλώσσα να συμπληρωθεί με νέες λέξεις. Οι παλαιότεροι Αρβανίτες Έλληνες είπαμε πως το πετύχαιναν αυτό παραποιώντας ελληνικές προς το αρβανιτικότερον. Οι Σκιπητάριδες προσάρμοζαν τις τουρκικές (αραβο-περσικές)xv. Όταν θα υπάρχει η ανάγκη για να βρούνε την κατάλληλη λέξη δεν θα την φτιάχνουν με τα γύρω “υλικά” όπως το “χαϊδέψ”, “διαφορέψ”, “αγαπής”, “λυπής”, “ουμαρένσιε”, “παρατήση” κλπ αλλά θα ανοίγουν το λεξικό και θα βρίσκουν τη “σωστή” λέξη. Στο μέλλον, όσοι θα μιλάνε “αρβανίτικα” δεν θα είναι αρβανίτικα αλλά Σκιπητάρικα. Σήμερα, όλο και περισσότερο, οι Σκιπητάροι προσαρμόζουν τις ευρωπαϊκές λέξεις. Συνεπώς, οι λέξεις που λείπουν από το αρβανίτικο ιδίωμα πώς θα συμπληρωθούν; Παραποιώντας τις ελληνικές, τις τούρκικες ή τις ευρωπαϊκές; Και τι θα προκύψει τελικά; Θα είναι αυτό διάσωση της αρβανίτικης ή θα είναι ένα έκτρωμα το οποίο το μόνο που θα προσφέρει θα είναι η ευκαιρία στου γείτονες να ισχυρίζονται ότι οι Αρβανίτες είναι ...Αλβανοί;
  3. Επομένως το ζητούμενο για τη διάσωση και διαιώνιση των αρβανίτικων διαλέκτων είναι η ικανότητα των κοινωνιών να τις διασώσουν όπως τις διέσωζαν μέχρι πρότινος προσαρμόζοντάς την στα πράγματα της καθημερινής ζωής. Το ζητούμενο είναι οι γλωσσομάστορες και η γλωσσομαστορική τους, οι γιαγιάδες και οι παππούδες, η συγκέντρωση της οικογένειας δίπλα στο τζάκι κι όχι μπροστά στην τηλεόραση, τις ατελείωτες ώρες της χειμωνιάτικης νύχτας. Η συγκέντρωση των ανδρών στα καφενεία και των γυναικών στις αυλές και στις αυλόπορτες, οι απογευματινές τους “εκδρομές” στα ξωκλήσια. Τα ομαδικά αρβανίτικα παιγνίδια των αγοριών και των κοριτσιών, των παιδιών και των εφήβων. Η κοινοτική, αυτόνομη και αυτοδιοίκητη ζωή που εκδηλώνετο στη Γη, στη Θάλασσα, στην Αγορά και στον Πόλεμο, διαπλάθοντας έτσι τον Κοινό Λόγο και τα σύμβολά του, τη γλώσσα της Μικρής Πατρίδας, τη γλώσσα της Μεγάλης Πατρίδας και τη γλώσσα της Οικουμένης. Όσο αυτά είναι εν εκλείψει και ακριβώς γι' αυτό, την αναβίωση των αρβανίτικων ξεχάστε την....”ου παγάν λαλέουσα....απέσβετο και λάλον ύδωρ.....”


Το ζήτημα της μελέτης του αρβανίτικου ιδιώματος


Κι ενώ η συζήτηση για την διδασκαλία των αρβανίτικων είναι εκτός πραγματικότητας πολύ ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση που φουντώνει τόσο στα διαδικτυακά μέσα όσο και σε παρέες, τοπικές κοινωνίες και ατομικές προσπάθειες. Σχετικά νέοι άνθρωποι, που δεν φαντάζεσαι ότι μπορεί να ξέρουν τόσο καλά την διάλεκτο της καταγωγής τους - η ανισόμετρη εξαφάνιση που λέγαμε έχει αφήσει εστίες ζωντανές – ψάχνουν, ερευνούν, μαθαίνουν, ανταλλάσσουν απόψεις, παραδόσεις, τραγούδια, ήθη και έθιμα. Ωστόσο στην ενδιαφέρουσα αυτή συζήτηση, γύρω από την ταυτότητά μας και την αυτογνωσία μας, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε μερικά πράγματα, αν, βέβαια, θέλουμε να φτάσουμε κάπου αφήνοντας στους επόμενους γερά πατήματα για να πατήσουν και όχι γραφικότητες, ενδεχομένως χαριτωμένες μα καθόλου τεκμηριωμένες.
1. Δεν μπορεί να αγνοείται η γλωσσολογία και τα θεμελιώδη θεωρήματά της. Σωστά ή λάθος, πρέπει να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης. Παράδειγμα: η θεωρία περί “ινδοευρωπαϊκών” γλωσσών. Όποιος την αμφισβητεί, και καλά κάνει, πρέπει να γράψει ένα κείμενο, μικρότερο ή μεγαλύτερο, να παραθέσει τα επιχειρήματά του, τις πηγές του, τους συλλογισμούς του, να το δημοσιεύσει και να υποστεί, με τη σειρά, την βάσανο της αμφισβήτησης και της αντίρρησης. Το ίδιο πρέπει να γίνει και για τις “ρίζες” των λέξεων, τις ετυμολογίες, τις ερμηνείες κτλπ. Το να “διαρρέει” κάποιος στο διαδίκτυο “επιστημονικά επιχειρήματα” στάγδην και μάλιστα χωρίς να σηκώνει μύγα στο σπαθί του δεν προσδίδει κύρος στον ίδιο ούτε στις απόψεις του ενώ υπονομεύει την προσπάθεια να φτάσουμε σε κάποια ακριβή συμπεράσματα. Από την άλλη μεριά αφήνει ανοικτές πόρτες σε όλους τους διαστρεβλωτές και τις εσκεμμένες παραποιήσεις.
    1. Η μελέτη του ιδιώματος δεν μπορεί να γίνεται μόνο σε σχέση με την ελληνική και σαν να μην υπάρχουν όμορες γλώσσες γύρω μας. Είναι σαφές ότι πρέπει να γίνεται κυρίως με την τουρκική – και κατ' επέκτασιν με την αραβική και περσική – και μετά, με την ιταλική-λατινική όπως και με τις άλλες γλώσσες των Βαλκανίων. Εκείνοι δε που υιοθετούν την ανόητη θεωρία ότι οι “Αλβανοί” ήρθαν από τον Καύκασο και την εκεί “Αλβανία” οπωσδήποτε και πρέπει να μας προσκομίσουν στοιχεία για τη γλωσσική συγγένεια της “αλβανικής γλώσσας” με τις άλλες καυκασιανές. Κι εκείνοι, αντίστοιχα, που ισχυρίζονται ότι οι “Αλβανοί” είναι Ιλλυριοί, θα πρέπει να μας δείξουν την γλωσσική συγγένεια με τους άλλους, ήτοι Κροάτες, Μαυροβούνιους και Μποσνάκους, οι οποίοι δηλώνουν κι αυτοί Ιλλυριοί.
    2. Πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι τόσο η φυλετική καταγωγή των ανθρώπων όσο και η γλώσσες που μιλάνε είναι σαν ένας ανεστραμμένος κώνος. Κάτι σαν χωνί. Όσο πιο “κάτω” πάμε, όσο δηλαδή, γυρνάμε πίσω στο χρόνο, τόσο πιο κοντά ερχόμαστε και τόσο πιο πολύ “σφιγκόμαστε” ο ένας πάνω στον άλλο. Όσο πιο παλιά πάμε τόσο είναι φυσικό να βρίσκουμε κοινές “ρίζες” στο αίμα και στη γλώσσα. Τελικά, πηγαίνοντας πίσω θα περάσουμε από τον Άνθρωπο του Νεάτερναλ – καθώς έχει πια αποδειχθεί ότι “συνευρέθη” με τον Homo Sapiens – και θα καταλήξουμε στον Κάιν και στον Άβελ, στον Αδάμ και στην Εύα. Αυτή όμως η εγγύτητα ΔΕΝ είναι ταυτότητα και δεν αρκεί να εξηγήσει γιατί ο ένας είναι-όπου είναι και εφόσον είναι - συνέχεια του άλλου! Είναι το κοινό υλικό υπόβαθρο της ανθρωπότητας πάνω στο οποίο όλοι κλήθηκαν να φτιάξουν τους πολιτισμούς τους. Η ταυτότητα του κάθε λαού προκύπτει από κει και πέρα, ήτοι, από το ΠΩΣ το ίδιο, πάνω κάτω, φθαρτό υλικό χρησιμοποιείται για να δώσει αθάνατο πνευματικό πολιτισμό. Πώς από το ευτελές και θνησιγενές υλικό, που στο κάτω-κάτω δεν μπορούμε να επέμβουμε ώστε να το αλλάξουμε αυτό καθ' εαυτό, φτιάχνουμε αθάνατο πνευματικό πολιτισμό και μάλιστα πολιτισμό υποβάθρου ο οποίος με τη σειρά του παίρνει τη θέση του υλικού, λειτουργεί σαν να “αντικειμενική προϋπόθεση”, τετελεσμένη και αθάνατη, για την ύπαρξη και ανάπτυξη άλλων πολιτισμών.
    3. Δεν μπορεί η μελέτη του αρβανίτικου ιδιώματος να γίνεται αγνοώντας τη μεγάλη και πολύχρονη έρευνα του Τίτου Γιοχάλα αλλά και των άλλων τοπικών μελετητών. Ειδικά ο πρώτος έχει καταθέσει ένα πολύτομο και ογκώδες έργο για τις ντοπιολαλιές της Άνδρου (ένας τόμος), της Πελλοπονήσου (δύο τόμοι), της Ύδρας (δύο τόμοι), της Νοτίου Ευβοίας(ένας τόμος) και δεν ξέρω αν μου διαφεύγει ακόμη κάτι. Πέραν αυτών έχει επίσης καταθέσει μονογραφία για τον Γεώργιο Καστριώτη με ενδιαφέροντα στοιχεία. Για το Λεξικό το Μάρκου είπαμε ήδη. Συνεπώς έχουμε να κάνουμε με έναν χαλκέντερο ερευνητή που κατέγραψε “πράματα και θάματα” σε εποχές που ακόμη η νεωτερικότητα δεν είχε σαρώσει το παν. Δεν μπορούμε να αγνοούμε όλη αυτή την έτοιμη δουλειά.
Βέβαια ο Τ. Γιοχάλας έχει κάνει και πολλά “λάθη”. Στην ερμηνεία των στοιχείων αλλά και στο ιστορικό τους υπόβαθρο και την κοινωνική τους διάσταση. Τα “λάθη” αυτά μάλιστα έχουν κατεύθυνση. Τείνουν όλα να “τεκμηριώσουν” ότι οι Αρβανίτες, όταν ήρθαν στην Ελλάδα, ήταν “Αλβανοί” και μετά εξελληνίστηκαν και τώρα πια δεν υπάρχει θέμα. Στην πραγματικότητα μένει ατεκμηρίωτο και σαθρό το αν όντως υπήρχε “Αλβανικό” έθνος τον 13ο και 14ο αιώνα, αν υπήρχε, δηλαδή, άλλη δομή ταυτοτητο-ποιητικών παραδόσεων την εποχή εκείνη πέραν της ελληνικής που δρούσε μέσα στην Ρωμανική Οικουμένη ως πολιτισμός υποβάθρου.
Για το “λάθος” στο Λεξικό του Μάρκου μιλήσαμε ήδη. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα ατοπήματα και δεν υπάρχει καν σχετική φιλολογία, είτε υπέρ είτε κατά.
Άλλο μεγάλο “λάθος” είναι το αλφάβητο των γλωσσολογικών μελετών του. Ό, τι διασώζει, ο Τ.Γ.,το μεταγράφει στο λατινικό αλφάβητο της Σκιπητάρικης κρατικοποιημένης γλώσσας. Ό, τι διασώζεται μπορεί να το μελετήσει ο κάθε πολίτης της γείτονος αλλά δεν μπορεί να το μελετήσει εκείνος που παρείχε στον Γιοχάλα το πολύτιμο γλωσσικό υλικό! Όλος αυτός ο όγκος των μελετών του παραμένει δώρον άδωρον για τους Έλληνες Αρβανίτες. Εκτός κι αν πρώτα μάθουν....αλβανικά(!)
Το λάθος αυτό πάει μαζί με ένα ακόμη. Δεν είναι μόνο ότι δεν μπορούν να διαβάσουν οι Έλληνες Αρβανίτες τις μελέτες για την ντοπιολαλιά τους. Είναι και το ότι το λατινικό αλφάβητο δεν καθιερώθηκε με γλωσσολογικά κριτήρια ως γραφή της Σκιπητάρικης γλώσσας αλλά με πολιτικά κριτήρια και καθαρά βάσει των συσχετισμών των δυνάμεων τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Ας μη ξεχνάμε πως στη γλωσσολογία επικρατεί η άποψη ότι «γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό». Πράγμα που σημαίνει ότι, η μία από τις διαλέκτους της Αρβανιτιάς που “ανυψώθηκε” σε επίσημη γλώσσα του Σκιπητάρικου κράτους, γλωσσολογικά, δεν διαθέτει κάτι τις παραπάνω από τις άλλες εκτός από “τον στρατό και το ναυτικό”(Μαξ Βάινραϊχ) που όμως δεν είναι γλωσσολογικές κατηγορίες. Ο Τ. Γιοχάλας, δηλαδή, δεν διαπράττει μόνο δεοντολογικό λάθος αλλά και επιστημονικό-γλωσσολογικό. Βγαίνει από τα όρια της επιστήμης του, “αγοράζει” από την πολιτική – όπως “αγοράζει” στις εισαγωγικές τοποθετήσεις του από την ιστορία και την κοινωνιολογία – και επιστρέφει στη γλωσσολογία παρουσιάζοντας τα αξιώματα, που απεδέχθη ως προϋποθέσεις, σαν αποτελέσματα της “επιστημοσύνης” του και της γλωσσολογίας. Βέβαια, η “αγορά” γίνεται σε “σκληρό” νόμισμα, όχι σε λεκ, είναι “τοις μετρητοίς” και το προϊόν είναι σκάρτο(!) Μια κουταλιά κατράμι σε μια καρδάρα γάλα!
Ωστόσο, ακριβώς αυτό το πρόβλημα αυξάνει την απαίτηση, από τους εμβριθείς μελετητές των αρβανίτικων, να σκύψουν πάνω του, να βελτιώσουν τα γλωσσικά τους ερευνητικά εργαλεία και να κάνουν “φύλλο και φτερό” τον Τ. Γιοχάλα. Είναι ανήκουστο να επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε “αρχαίες επιγραφές” με βάση τα αρβανίτικα και ο Τ. Γιοχάλας να αγνοείται επιδεικτικά και να καθίσταται αδύνατη η αξιολόγηση του έργου από τους ίδιους τους αρβανίτες. Ακόμη περισσότερο κύρος στον μελετητή και σε μας γνώση και σοφία θα προσέθετε η επέκταση των ερευνών πέρα κι από τον Τ. Γιοχάλα. Υπάρχει η συστηματική κατάταξη των αρβανίτικων διαλέκτων από τον Γερμανό καθηγητή Hans Jurgen Sasse (1943-1915) στη μελέτη του “Arvanitika, die albanischen sprachieste in Griechenland”. Ο καθηγητής ήταν ιδρυτής της πρωτοβουλίας “Τεκμηρίωση απειλούμενων γλωσσών” του Ιδρύματος Volkswagen.




Παράρτημα


Στο “Παράρτημα” παραθέτουμε κείμενα και στοιχεία με τα οποία τεκμηριώνονται επιχειρήματα και ερμηνευτικές προτάσεις του κυρίως κειμένου.

1

Ελληνικές λέξεις στο επικό ποίημα του Μανώλη Μπλιέση, Balzeletta

  1. Στρατιώτη παλληκάρι
  2. δεν φοβάται τώρα πλιο
  3. ημέρα
  4. στον άλλο χρόνο
  5. λόγια
  6. γλήγορα
  7. όλοι
  8. γενιά
  9. μάτια
  10. επτά κάτεργα
  11. συντροφιά
  12. σπαθιά
  13. πλιο
  14. γιατί
  15. πλιο
  16. θεός
  17. πλιο
  18. ακόμα
  19. κακή σπέρα
  20. πλιο
  21. άλλο χρόνο
  22. τώρα
  23. μουστάκι
  24. γίνεσε
  25. μεγάλος
  26. μικρός
  27. ψωμί
  28. κρέας
  29. ρύζι
  30. πλιο
  31. άλλο χρόνο
  32. γιατί
  33. ψυχή
  34. τρέχε τώρα
  35. μαντριά
  36. γιατί
  37. ποτέ
  38. θεός
  39. όλη μέρα
  40. γενιά
  41. πρέπει
  42. Χριστός
  43. λόγια
  44. όλος ο κόσμος
  45. καλώς ήρθες
  46. τριακόσια


2

Ελληνικές λέξεις στο επικό ποίημα του Μανώλη Μπλιέση, Η πολιορκία του Μαργαριτίου

  1. Άλλο χρόνο
  2. απάνω
  3. σπίτι
  4. πλιο
  5. γύρισε
  6. απάνω
  7. αντάμα
  8. καινούργιο κάστρο
  9. γιατί
  10. χειμώνα
  11. ομπρός
  12. Σταυρός
  13. πάντα
  14. τώρα
  15. δεν πιστεύω
  16. άλλο
  17. εκκλησία
  18. λέγω, μωρέ Φασίν, πού είσαι; έλα δω
  19. γιατί δουλειά
  20. πιάστον
  21. απάνω
  22. γρικάς
  23. πορπάτει ομπρός
  24. πιστεύω
  25. πλιο
  26. πιάστο τα στενέματα
  27. στάσου, γαμώ τον τάφο
  28. εμένα
  29. άφστο με
  30. αρχίδι
  31. γίδι
  32. σκιάδι
  33. καρτέρι τώρα
  34. σκύλος, γαϊδούρι
  35. να
  36. τώρα
  37. πλιο
  38. παρακαλώ σε
  39. απάνω
  40. κάτω
  41. μεγάλος
  42. μεταμόρφωσις
  43. θυμάσαι
  44. άντρας
  45. τώρα
  46. χρόνος
  47. βλέπω τώρα
  48. πάντα
  49. καρδιά
  50. δικό μας
  51. κάμει ο θεός
  52. χέρι
  53. πλιο
  54. εξήντα πέντε
  55. τώρα
  56. γιατί
  57. πλιο
  58. γλήγορα
  59. γιατί κλησιά
  60. ψυχία


3
Ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιεί ο Μανώλης Μπλιέσης σταχυολογημένες από τον Κων. Σάθα και μεταφρασμένες για να γίνουν κατανοητές από τους ιταλομαθείς αναγνώστες Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας τόμος VIII σελ 240

Για να μην υπάρξει καμία αμφιβολία για τον κρυπτικό χαρακτήρα των αρβανίτικων καθώς και τον ισχυρισμό του συγγραφέα ότι πρόκειται για επαγγελματική-συντεχνιακή γλώσσα, παραθέτω τέσσερα κείμενα επιφανών γλωσσολόγων. Τα δύο πρώτα είναι του Ν. Τριανταφυλλίδη....















Σημειώσεις:


ἀλλ᾽ ἄγε μύθων κλῦθι· μάθη γάρ τοι φρένας αὔξει·
15ὡς γὰρ καὶ πρὶν ἔειπα πιφαύσκων πείρατα μύθων,
δίπλ᾽ ἐρέω· τοτὲ μὲν γὰρ ἓν ηὐξήθη μόνον εἶναι
ἐκ πλεόνων τοτὲ δ᾽ αὖ διέφυ πλέον᾽ ἐξ ἑνὸς εἶναι,
πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γαῖα καὶ ἠέρος ἄπλετον ὕψος,
Νεῖκός τ᾽ οὐλόμενον δίχα τῶν, ἀτάλαντον ἁπάντῃ,
20καὶ Φιλότης ἐν τοῖσιν, ἴση μῆκός τε πλάτος τε·
τὴν σὺ νόῳ δέρκευ, μηδ᾽ ὄμμασιν ἧσο τεθηπώς·
ἥτις καὶ θνητοῖσι νομίζεται ἔμφυτος ἄρθροις,
τῇ τε φίλα φρονέουσι καὶ ἄρθμια ἔργα τελοῦσι,
Γηθοσύνην καλέοντες ἐπώνυμον ἠδ᾽ Ἀφροδίτην·
25τὴν οὔ τις μετὰ τοῖσιν ἑλισσομένην δεδάηκε
θνητὸς ἀνήρ· σὺ δ᾽ ἄκουε λόγου στόλον οὐκ ἀπατηλόν.
ταῦτα γὰρ ἶσά τε πάντα καὶ ἥλικα γένναν ἔασι,
τιμῆς δ᾽ ἄλλης ἄλλο μέδει, πάρα δ᾽ ἦθος ἑκάστῳ,
ἐν δὲ μέρει κρατέουσι περιπλομένοιο χρόνοιο.
30καὶ πρὸς τοῖς οὔτ᾽ ἄρ τι ἐπιγίνεται οὐδ᾽ ἀπολήγε


ii Σκωπτικό αλλά καίριο σε σημασία, το τραγούδι του Σπύρου Ζαγοραίου
iii Ο Κιουταχής - Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς (1780-1839) ήταν Γεωργιανής καταγωγής και μάλιστα παιδί ορθόδοξου παπά καταγόμενου από τον Πόντο. Πιάστηκε σκλάβος και εξισλαμίστηκε σε μικρή παιδική ηλικία.


iv Για περισσότερα σχετικά με τους εκτουρκισμένους Τσάμηδες βλέπε: https://pratto.gr/2016/06/15/%CF%84%CE%BF-%CF%84%CF%83%CE%AC%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%BF-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%B5%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CF%89%CE%B2%CE%AF%CE%B6%CE%B5%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CE%BB%CE%B2%CE%B1/ και στο Σωτήρης Λ. Δημητρίου, Μείναμε εμείς, Ηγουμενίτσα Θεσπρωτίας, 2015.
Σχετικό με τους Τσάμηδες είναι και το παιδικό τραγουδάκι που το λέγανε τα παιδιά στο αντίστοιχο παιγνίδι: “Τσάμη Τσάμη, τούρλια Αλή/ στο καζάνι στην αυλή/φύτρωσε μια λεμονιά/λεμονιά πορτοκαλιά/πόσα ξύλα στα βουνά;” βλέπε σχετική παραλλαγή και ερμηνεία στο Κώστας Π. Ραχούτης, Τα αρβανίτικα επώνυμα των Ελλήνων και η πορεία τους μέχρι σήμερα, εκδ. Μπατσιούλα, Αθήνα, 2013


v Μετάφραση Κακριδή-Καζαντζάκη.


Στο πρωτότυπο:
«...γηθόσυνος δ᾿ οὔρῳ πέτασ᾿ ἱστία δῖος Ὀδυσσεύς.
αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως
ἥμενος, οὐδέ οἱ ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν
Πληιάδας τ᾿ ἐσορῶντι καὶ ὀψὲ δύοντα Βοώτην
Ἄρκτον θ᾿, ἣν καὶ ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν,
ἥ τ᾿ αὐτοῦ στρέφεται καί τ᾿ Ὠρίωνα δοκεύει,
οἴη δ᾿ ἄμμορός ἐστι λοετρῶν Ὠκεανοῖο..»


vi Ηράκλειτος, Περί φύσεως,: “ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει”.


vii Ηράκλειτος, Περί φύσεως ο.π.: “Γι᾽ αυτό είναι αναγκαίο να ακολουθούμε το κοινό· αλλά, παρόλο που ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν δική τους αντίληψη”.


viii Ηράλειτος, Περί φύσεως, ο.π.: “κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων”.


ix Βλέπε: Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες, εκδ. Αλφειός, σελ., 120


x εκδ. Βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα, 2015


xi Οι μεταφραστές πολλές φορές, τις περισσότερες, αποδίδουν το “Αρβανίτης” με το “Αλβανός”. Αιτία είναι η σύγχυση γύρω από τις ταυτότητες των δύο αυτών κατηγοριών. Ελπίζουμε συν τω χρόνω να αίρονται τέτοιες “ακούσιες” παραχαράξεις.


xii Πρώτη έκδοση: Το Ελληνο- Αλβανικόν Λεξικόν του Μάρκου Μπότσαρη (φιλολογική έκδοση εκ του αυτογράφου), υπό Τίτου Γιοχάλα, Γραφείο δημοσιευμάτων Ακαδημίας Αθηνών, Αθήναι 1980.
Δεύτερη έκδοση: Μάρκου Μπότσαρη, Λεξικόν της Ρωμαϊκής και Αρβανίτικης Απλής- φιλολογική έκδοση του αυτογράφου, Τίτου Π. Γιοχάλα, Αθήνα 1993.


xiii Ο Τ. Γιοχάλας θεωρεί ότι τον δεκαεννιάχρονο Μάρκο βοηθούν και συμβουλεύουν ο πατέρας του Κίτσος, ο θείος του Νότης και ο πεθερός του Χριστάκης Καλογήρου εκ Πρεβέζης.


xiv Ηράκλειτος, Περί φύσεως, ό.π.: “οὐ ξυνιᾶσιν ὅκως διαφερόμενον ἑωυτῷ ξυμφέρεται· παλίντονος ἁρμονίη ὅκωσπερ τόξου καὶ λύρης”.



xv Ρωτάς σήμερα τον Σκιπητάρη που τραγουδάει όλη μέρα ελληνικά στην οικοδομή “πώς λέτε τη γειτονιά στη γλώσσα σας;” και σου απαντάει: “τώρα τη λέμε «μαχαλά», παλιότερα τη λέγαμε «γιτονίν».