Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα στρατιωτική παράδοση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα στρατιωτική παράδοση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

Οι Δροσουλίτες-Αρβανίτες του ΧατζηΜιχάλη Νταλλιάνη

Hatzimichalis Dalianis.JPG

Ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης γεννήθηκε το 1775 στο Δελβινάκι της Ηπείρου και το πραγματικό όνομά του ήταν Μιχαήλ Χρήστου. Το «Νταλιάνης» είναι παρατσούκλι, στα αρβανίτικα σημαίνει ο λεπτός και ψηλός άντρας – ο Καραϊσκάκης ονόμαζε «νταλιάνα» το μακρύκανο ντουφέκι του. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη, όπου μορφώθηκε και ασχολήθηκε με το εμπόριο των καπνών, από το οποίο απέκτησε σημαντική περιουσία. Μετά τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία το 1816, εργάστηκε δραστήρια για την προετοιμασία της Επανάστασης.
Ο χρόνος άφιξής του στις επαναστατημένες ελληνικές επαρχίες δεν είναι επακριβώς γνωστός. Γνωρίζουμε ότι το 1825 χρηματοδότησε με προσωπικά κεφάλαια και τέθηκε επικεφαλής σώματος «ατάκτου» ιππικού, με το οποίο διακρίθηκε στις μάχες εναντίον του Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο. Διακρίθηκε ιδιαίτερα, μαζί με τον Υψηλάντη και τον Μακρυγιάννη, στη μάχη των Μύλων (13 Ιουνίου 1825), που έσωσε την πόλη του Ναυπλίου, και στις μάχες της Πιάνας και της Δαβιάς Μαντινείας (12 και 14 Αυγούστου 1825) με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Στις αρχές του 1826 σε συνεργασία με τον Νικόλαο Κριεζώτη και τον Βάσο Μαυροβουνιώτη, συμμετείχε στην εκστρατεία του Λιβάνου (τέλη Φεβρουαρίου-25 Μαρτίου), με σκοπό την ενίσχυση του τοπικού εμίρη Μπεσίρ, ο οποίος είχε την πρόθεση να εξεγερθεί εναντίον του Σουλτάνου. Από το 1924 είχε ζητήσει τη βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά εκείνη δεν είχε ανταποκριθεί λόγω της έλλειψης χρημάτων και των εμφυλίων διενέξεων. Έτσι, οι εν λόγω καπεταναίοι ενήργησαν αυτοβούλως κατά το «πρωτεύθυνον» και το «αυτεξούσιον», για τα οποία θα μιλήσουμε κι αλλού. Ο Μπεσίρ, όταν διαπίστωσε ότι η εκστρατεία δεν είχε κάλυψη από την ελληνική κυβέρνηση, αρνήθηκε τη συνεργασία των Ελλήνων αγωνιστών, οι οποίοι, αφού λεηλάτησαν τα περίχωρα της Βηρυτού, αποφάσισαν να επιστρέψουν άπρακτοι στην Ελλάδα.
Μετά την επιστροφή του, έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Καραϊσκάκη στη βορειοδυτική Αττική εναντίον των τουρκικών φρουρών, που προορίζονταν για την ενίσχυση της πολιορκίας της Ακρόπολης, και στη συνέχεια, συμμετείχε στην προσπάθεια του Καραϊσκάκη να βοηθήσει τους πολιορκημένους στην Ακρόπολη Έλληνες. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη (23 Απριλίου 1827) πήγε στην Κρήτη και από τη Γραμβούσα, όπου αποβιβάστηκε στις 5 Ιανουαρίου 1828 με σώμα πεζών και 100 ιππέων, μετακινήθηκε στα Σφακιά στις αρχές Μαΐου. Στις 18 Μαΐου έπεσε μαχόμενος στο Φραγκοκάστελο.

Την παρακάτω δημοτική έμμετρη αφήγηση την οφείλουμε στον Γ. Βλαστό,  [Ήθη και έθιμα των Κρητών]. Αναδημοσιεύεται στο Ο πολέμαρχος Χατζημιχάλης Νταλιάνης, (Αλεξάνδρεια, 1950) του μητροπολίτου Ερμουπόλεως (Αιγύπτου), Ευαγγέλου, σελ 199.

Αφουγκραστείτε να σας πω ούλοι μικροί μεγάλοι
πώς πολεμά o Μουσταφάς με το Χατζή Μιχάλη.
Έπιασαν οι Γκραμπουσιανοί και γράψαν και ζητούνε
Ατλήδες[1] απού το Μωρηά πολλοί να κατεβούνε.
Κι επέψαν γράμμα του Χατζή του Στερεολλαδίτη
να πρεμαζώξη[2] τσ’ άντρες του να κατεβή στη Κρήτη.
Στ’ Ανάπλι μονομέριασε[3] τριακόσιους δυο ατλήδες
στην Κρήτη για να καταβή απού ’ν οι Μισερλήδες[4]
Κι εδιάλεξε ’τση Ρούμελης άντρες και παλληκάρια
κι απής[5] τση μονομέριασε τσ’ έβαλε στα καράβια.
Πάει και ξεβαρκάρει ’τση στη λεύθερη Γραμπούσα
κι ερώτα τση Γραμπουσιανούς αν έχουσι μπαρούθια.
—Εμείς μπαρούθια έχουμε, βόλια να πολεμούμε,
άλογα μόνο θέλουμε και τση στερηά να βγούμε.
Μα πάλι δεν επίστεψε κι εμπήκε στα καΐκια
και ξεβαρκάρει στο Λουτρό να μάθη την αλήθεια.
Κι ευρίσκει ’κεί τση Σφακιανούς κι όσ’ ήταν ανδριεμένοι
κι όσ’ ήταν εις τον πόλεμο περίσσια τιμημένοι.
—Ελάστε σεις οι Σφακιανοί και να ’ρθουν κι οι Ριζίταις
να πάμε να σηκώσωμε και τση Κατωμερίταις.
Ελάστε σεις οι Σφακιανοί μπρόβολα[6] παλληκάρια
να πολεμούμε την Τουρκιά κι αφήτε τα κοπάδια.
Και ο Πασάς ως τ’ άκουσε πολλά του βαρεφάνη
στο Κάστρο κ’ εις το Ρέθυμνος γραφή πιάνει και κάνει.
—Ελάστε σεις οι Καστρινοί κ’ εσείς οι Ρεθεμιώταις
επά στον Αποκόρωνα που ’μαι με τση Χανιώταις.
Πρεμαζωχτήτε τση Τουρκιάς μπρόβολα παλληκάρια
να πάμε να τση σφάξωμε να πιάσουν τη Μαδάρα[7]
Να πάμενε εις τα Σφακιά να κάμωμε ένα χάλι
να δω πως θα τα βγάλουμε με το Χατζημιχάλη.
Γη[8] στη Μαδάρα να χαθή, γή στο γιαλό να πέση
γη να τονε σκοτώσωμε σαν ήρθενε πεσκέσι.[9]
Κι ο Κεχαγιάς[10] του, τον γροικά γυρίζει και του κάνει:
—Δεν φεύγει Μουσταφά πάσα γιατί είναι παλληκάρι,
δεν είναι αυτός Λαζόπουλος[11] να πιάση τη Μαδάρα
μόνο ’νε από τη Ρούμελη και σέρνει παλληκάρια,
μ’ αυτά τα Ρουμελόπουλα είν’ άντρες τιμημένοι
και θα μας εσκοτώσουνε, κι ας είμεθα ’γνοιασμένοι.
—Σώπασε… μη μου τση ’παινάς εξήντα καβαλλάρος
μα ’γώ σαλάτα τρώγω τση, ως τρων τση ψαρογάρους.[12]
Μονομεριάζει η Τουρκιά και κάνει μια κολώνα[13]
να πάνε να πατήσουνε τω Σφακιανώ τη χώρα.
Πάνε μονομεριάζουνε στ’ Ελληνικές καμάραις
κι οι Χριστιανοί κατέβαιναν και πιάνουν τση Μαδάραις.
Κι ο Κυριακούλης[14] έλεγε απού ’τον αντρειωμένος
κ’ ήτουνε κ’ εις τον πόλεμο άξιος και τιμημένος.
—Αρπάξετ’ ούλοι τα σπαθιά τ’ άρματα και μαχαίρια
να πάμε να μουντάρουμε[15] εις της Τουρκιάς τ’ ασκέρια
μπορέτως[16] τσ’ αλαργάρουμεν[17] έξω απού τα ταμπούρια.
Και όντεν[18] εκαταβαίνανε στ’ Άσκύφου στα μουράγια[19]
ο κόσμος ελουλούδιζε Τούρκικα μπαϊράκια.
Σαν τα είδασιν οι Σφακιανοι είπαν μικροί μεγάλοι
—Χατζή μην πας στον πόλεμο γιατ’ είσαι η κεφαλή μας
κι άνε και σε σκοτώσουνε χάνουμε τη ζωή μας.
Την όρεξί σου φύλαγε και τη καβαλλαρία
ώστε να πάμε την Τουρκιά σε άλλην επαρχία,
που να ’χη κάμπο γι άλογα και ρίζα για παιχνιώταις[20]
για την καβαλλαρία σου τση ξακουστούς Στραθιώταις.192
Έπα[21] στο Φραγκοκάστελλο στενός σούνε ο τόπους,
κι αν δεν λυπάσαι το Χατζή, λυπήσου σκιάς[22] τσ’ ανθρώπους.
—Μα μια φορά γεννήθηκα και μια θε να πεθάνω,
και μια θα τονε στερηθώ τον κόσμο τον απάνω.
Εδώ οπού βρεθήκαμε τον πόλεμο θα κάμω,
κι αν με σκοτώσουν σήμερο σαν άντρας θ’ αποθάνω.
Κι αν με σκοτώση ο Πασάς, κόβγει την κεφαλή μου,
και τήνε πάει στα Χανιά και παίρνει την τιμή μου.
Πάλι και τον σκοτώσω εγώ, κόβγω την κεφαλή του,
και τήνε πέμπω στο Μωρηά και παίρνω την τιμή του.
Σελλώσετέ μου τ’ άλογο στον πόλεμο ν’ αράξω[23]
να πάω να βρω τον Μουσταφά και σκλάβο να τον πιάσω.
Και κάνει παρακάλεση, και κάνει το σταυρό του
και πιάνει τ’ αλαφρό σπαθί κρεμνά το στο λαιμό του.
Πιάνει και τα πιστόλια του στη μέση του τα βάνει,
σαν πολέμαρχος δεν δειλιά κι αν ήθελε αποθάνει.
Και όντας εκαβαλλίκεψε έκλαψε τ’ άλογό του
και τότε δα το γνώρισε δεν ήτο για καλό του.
Και δίδει τη διαταγή εις την καβαλλαρία
—Σήμερα θα την δείξωμε, αδέρφια, την αντρεία!
Κι αν βγούμε απού τον πόλεμο, παιδιά μου, κερδεμένοι,
στση Κρήτης ούλο το νησί Τούρκος δεν απομένει.
Πάλι κι αν σκοτωθούμενε την σημερινή ημέρα,
θα μάσε ’μνημονεύγουνε τση Κρήτης τα Καστέλλια.
Δίδει βιτσιά του μαύρου του στην πόρτα ξεπορτίζει
και πιάνονται με την Τουρκιά κι ο πόλεμος αρχίζει.
Στην λύσσα την πολεμική και την φωθιά την τόση,
απ’ όλους που λαβώθηκαν κάνεις δεν θα γλυτώση.
Σαν τρία κάρτα εβάσταξε μα ήτανε δυο ώραις.
κανείς Τούρκος δε γύριζε στση βουλισμέναις[24] χώραις.
Στην μια μεριά τα άλογα, στην άλλην οι σκοτωμένοι
δεμένοι με τση ζώνες των εχάθηκαν οι ξένοι.
Και μετρηθήκαν οι Ρωμηοί κι έλειπαν διακόσοι,
κι οι Τούρκοι μετρηθήκανε κι έλειπαν οκτακόσιοι.
Χατζή Μιχάλης φώναξε που τη ψαρή φοράδα:
—Πρόβαλε, Μουσταφά πασά, κοντά στην ευγοράδα[25]
μη χώνεσαι σαν αλουπού ’που πίσω απού τ’ ασκέρι
έλα κοντά μου σίμωσε κι η μοίρα ό,τι φέρει.
Μια μπαλωθιά του παίζουνε[26] στο μαρμαρένιο μπέτη[27]
μα κείνος δεν τήνε ψηφά σαν παλληκάρι στέκει.
Και σέρνει το σπαθάκι του και μπαίνει στο ντουμάνι
και την Τουρκιά εσάστισε τον πόλεμο που κάνει.
Δεύτερη μπάλα[28] παίζουν του και στο μερό του δίδει,
μα κείνος δεν τήνε ψηφά κι οπίσω δεν γυρίζει.
Καστίζει[29] την φοράδα του και πάει σ’ ένα κάρτο,[30]
κι όντιμος[31] βρίσκει σφαλιχτό το βουλιασμένο[32] κάστρο.
—Μα δα που σ’ ηύρα σφαλιχτό, πειο σου να μην άνοιξης!
για δεν ευρέθηκ’ ανθρωπος όξω να μου βοηθήξη
Και παίζουνσιν του κι άλλη μια δίδουν του στη μασέλλα,[33]
και εκείνη τον εγκρέμισε απάνου από τη σέλλα.
—Μα ελάστε σεις οι Σφακιανοί απού ’στε παινεμένοι
να κάνετε τα δίκηα μου ταχυά το μεσημέρι.
Τότες γιουρούντισ’[34] η Τουρκιά την κεφαλή του έκοψαν
για να την πάνε του Πασσά να τώνε δώση γρόσια.
Κι ο Μουσταφάς ως τ’ άκουσε πολύ του βαρεφάνη
γιατί να τονε σφάξουνε απού ήτον παλληκάρι.
Κι αν ήθελε γιατρεύγεται, ήθελε τονε γιάνει,
γιατ’ ήτο συντοπίτης του άντρας και παλληκάρι.
Μ’ ακόμη και το σήμερο στης Δεκαφτά του Μάι
ούλο τ’ ασκέρι φαίνεται με το Χατζή Μιχάλη.
Και πολεμούν στα σύννεφα κι ακούγοντ’ οι μπουρμπάδες[35]
φωνές κι αλογοπεταλιές στου Καστελλιού τση μπάντες.
Ούλοι οι αλαφρόστρατοι θωρούν τση και τρομάζουν,
μα κείνοι Θιός συγχωρέσει των κανένα δεν πειράζουν».
Άραγες κι είντα θέλουσι κι είντα μας εθυμίζουν;
Αυτούς που σφάχτηκαν εκειά και τα βουνά ραΐζουν.

[1]. Ατλήδες=ιππείς.
[2]. Πρεμαζώξει=συλλέξει.
[3]. Μονομέριασε=συγκέντρωσε.
[4]. Μισερλήδες=Αιγύπτιοι.
[5]. Απής=ευθύς.
[6]. Μπρόβολα=εκλεκτά, άξια.
[7]. Μαδάρα=τόπος ορεινός
[8]. Γη=ή.
[9]. Πεσκέσι=δώρον, προσδοκία.
[10]. Κεχαγιάς=οικονόμος, επίτροπος,
[11]. Λαζόπουλος=Ελλαδίτης που επιχείρησε αποτυχημένη επανάσταση.
[12]. Ψαρογάρος=σαρδέλλα.
[13]. Κολώνα=στρατιωτικό σώμα.
[14]. Κυριακούλης (Άργυροκαστρίτης), εκατόνταρχος και υπασπιστής του Χατζή Μιχάλη.
[15]. Μουντάρω=εφορμώ.
[16]. Μπορέτως=δυνατόν.
[17]. Αλαργάρω=απομακρύνω.
[18] Όντεν=όταν.
[19] Μουράγιο=τείχος, κρηπίδωμα.
[20] Παιχνιώτης=αυτός που κάνει ελιγμούς.
[21]. Έπα=εδώ.
[22]. Σκιάς=τουλάχιστον.
[23]. Αράζω=πηγαίνω.
[24]. Βουλισμένη=κατεστραμμένη.
[25]. Ευγοράδα=εμφανές μέρα, τα ανοικτά.
[26]. Μπαλωθιά=τουφεκιά.
[27]. Μπέτη=στήθος.
[28]. Μπάλα=σφαίρα, οβίδα.
[29]. Καστίζω=μαστιγώνω.
[30]. Κάρτο=μικρή είσοδος φρουρίου.
[31]. Όντιμος=οπότε.
[32]. Βουλιοσμένο=κατηραμένο, αναθεματισμένο.
[33]. Μασέλα=σιαγών.
[34]. Γιουρουντίζω= κάνω έφοδο (γιουρούσι).


Αποτέλεσμα εικόνας για χατζημιχάλης νταλιάνης

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

1515 μΧ: Οι Ελβετοί, οι Γάλλοι, οι Βενετοί και οι παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες του Μερκούριου Μπούα

"Η Μάχη τους Μαρινιάνο", Urs Graf (1485-1527) Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους χαράκτες της εποχής. Ελβετός, γυιός χρυσοχόου, χρυσοχόος κι ίδιος και μαζί χαράκτης και ζωγράφος. Πέρασε μεγάλες περιόδους της ζωής του ως μισθοφόρος στρατιώτης. Στον πίνακα φαίνονται οι αρβανίτες Στρατιώτες με τα ψηλά καπέλα τους, έφιπποι καθώς εφορμούν κατά των αντιπάλων.


Σχόλια κι επεξηγήσεις πάνω σε στίχους από το έπος του Τζάνε Κορωναίου "Μερκουρίου Μπούα ανδραγαθήματα"



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




Η Ελβετία που ξέρουμε σήμερα είναι μια χώρα με εντελώς μοναδικά χαρακτηριστικά. Πρώτα θα έλεγε κανείς ότι απολαμβάνει μια....αιώνια ειρήνη. Κανείς ειδήμων περί τα ευρωπαϊκά δεν θα μπορούσε να μας πει, αν δεν συμβουλευτεί πρώτα τα κιτάπια του, πότε ήταν η τελευταία φορά που η Ελβετία πήρε μέρος σε κάποιον από τους αναρίθμητους ευρωπαϊκούς πολέμους και πότε έχασε πολίτες της στα πεδία των μαχών. Όλοι οι σύγχρονοι πόλεμοι - ακόμη και οι πλέον αιματηροί, οι δύο παγκόσμιοι - σταμάτησαν στα σύνορά της. Υπ' αυτή την έννοια, φαίνεται γεγονός εξόχως παράταιρο η διατήρηση της ελβετικής φρουράς στο Βατικανό μέχρι σήμερα. Φαίνεται κάτι σαν σώου και σαν φολκλόρ, κάτι σαν ρουσφέτι του Πάπα στους συμπαθείς Ελβετούς. Σαν να τους επιτρέπει χατιρικώς να έχουν μια κάποια παρουσία στα σημερινά στρατιωτικά πράγματα.

Κι όμως. Οι Ελβετοί κάποτε, μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα, ήταν ιδιαίτερα πολεμικός λαός με πολύ μεγάλη παρουσία στους πολέμους και στις αιματοχυσίες της Κεντρικής Ευρώπης. Οι πεζοί Ελβετοί μαχητές (οι [Σ]βίτζαροι, όπως τους λέει ο Κορωναίος) έχαιραν γενικότερου σεβασμού, οι δε Έλληνες Στρατιώτες στη Δύση μόνο εκείνους αναγνώριζαν ως ισότιμους στην πολεμική επιδεξιότητα. Ισότιμους και όχι ίσους, γιατί οι μεν ήταν έφιπποι οι δε πεζοί.

Τι συνέβη λοιπόν και η κραταιά αυτή πολεμική δύναμη της Ευρώπης μετατράπηκε σε ένα φιλειρηνικό κράτος, το οποίο, σε τίποτα δεν θυμίζει το αιματηρό του παρελθόν; Τι συνέβη και η κραταιά πολεμική μηχανή μετέτρεψε τον έντονα διεθνή πολιτικό της ρόλο, από πολεμικό στον οικονομικό που ξέρουμε σήμερα; Πώς κατάφερε να συνεχίσει την πολιτική της με άλλα μέσα, πέρα από εκείνα του πολέμου;
Οι αιτίες είναι πολλές. Χρειάζονται πολλές και αλλεπάλληλες συγκυρίες για να διαμορφωθεί μια κατάσταση τέτοια ώστε να είναι παντελώς απαραβίαστη στη ζούγκλα των διεθνών σχέσεων.
Εμείς θα δείξουμε τη μία, την πρωταρχική. Εκείνη που στάθηκε ικανή να μεταστρέψει τη γνώμη ενός ολόκληρου λαού και να μεταλλάξει την πολεμική του “φύση”. Για μια ακόμη φορά, “πατήρ πάντων πόλεμος”....πατήρ προπάντων της ειρήνης!
Εξέχοντα ρόλο θα διαδραματίσουν σ' αυτή οι Έλληνες Στρατιώτες και ο καπετάνιος τους Μερκούριος Μπούας. Έξι δεκαετίες μετά από τον αφανισμό της Ρωμανίας, τα λείψανα του στρατού της, μπορούν και παίζουν σημαντικό ρόλο στα ευρωπαϊκά πράγματα. Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί σε αυτό το γεγονός είναι το πνεύμα και η αρβανίτικη στρατιωτική παράδοση που φέρουν μαζί τους εκείνοι οι σκληροτράχηλοι και καρτερικοί παράξενοι φτωχοί στρατιώτες.

Urs Graf, "Στρατιώτες"


Στις αρχές του 16ου αιώνα, στην Ιταλική χερσόνησο, ήτοι στην κοιτίδα της Αναγέννησης, ταυτόχρονα με την πιο εκρηκτική σε δημιουργικότητα φάση της, όλοι πολεμούσαν εναντίον όλων. Μικροί και μεγάλοι ηγεμόνες από όλη την Ευρώπη, διασταύρωναν ξίφη, συμφέροντα και άφρονες φιλοδοξίες, μέσα και γύρω από τις πόλεις-κράτη της Ιταλίας. Καρφί στο μάτι όμως των Δυτικών, όπως άλλωστε και των Οθωμανών, ήταν Βενετία. Η ξακουστή πόλη των τεναγών. Είχε έρθει τώρα η σειρά της να γίνει το μήλον της έριδος και να υποστεί την επιθετικότητα όσων επιθυμούσαν τον πλούτο που συσσώρευσε, με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, επωφελούμενη από την κατάρρευση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Το 1508, ο Πάπας Ιούλιος Β'(1443-1513), ο “Πάπας Πολεμιστής” όπως ονομάστηκε, καταφέρνει να διαμορφώσει μια συμμαχία όλων κατά της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου. Ήταν η “συμμαχία του Καμπραί” ή αλλιώς “Ιερή Συμμαχία”.
Ο Μαξιμιλιανός Α'(1459-1519) αυτοκράτορας της “Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας”, ο Λουδοβίκος ΙΒ'(1462-1515) βασιλιάς της Γαλλίας, ο Φερδινάνδος της Αραγωνίας και φυσικά ο παπικός στρατός με τους Ελβετούς, συνασπίστηκαν εναντίον της Βενετίας.
Μετά από επτά χρόνια και πολλές μάχες, πολιορκίες, αλώσεις αλλά κι επιδέξιες πολιτικές κινήσεις, η Βενετία κατορθώνει να σπάσει την συμπαγή εναντίον της συμμαχία και να ανατρέψει άρδην τον συσχετισμό των δυνάμεων. Σήμερα τέτοια πράγματα φαίνονται αδιανόητα σε όλες τις βαθμίδες της πολιτικής κλίμακας. Πέρα απ' αυτό, έχει χαθεί ολοσχερώς η μαστορική να σκέφτονται έτσι και να δρουν αναλόγως οι πολιτικοί σε όποιο πεδίο της πολιτικής κι αν βρίσκονται, είτε αυτό είναι της Μικρής Πατρίδας (πόλης) είτε της Μεγάλης Πατρίδας (κράτους) είτε στο διεθνές. Τότε όμως αυτά ήταν η αλφαβήτα της πολιτικής και εντρυφούσαν όλοι όσοι την ασκούσαν είτε με ειρηνικά είτε με πολεμικά μέσα.
Έτσι και ο δικός μας ήρωας, ο Μερκούριος Μπούας, αφού πέρασε από τους στρατούς των Γάλλων και των Γερμανών, αφού πολέμησε και διέπρεψε σε μικρές και μεγάλες μάχες, τον Σεπτέμβριο του 1515 βρίσκεται στην υπηρεσία των Βενετών. Εκεί απ' όπου ξεκίνησε την πολεμική ζωή του θα την τερματίσει δυο χρόνια μετά μέσα σε μεγάλες τιμές και θριάμβους.
Αρχιστράτηγος των δυνάμεων της Δημοκρατίας είναι ο Μπαρτολομαίο Αλβιάνο, ο σπουδαίος εκείνος στρατηγός που είχε την διορατικότητα να τον επαναστρατολογήσει όταν ο Μερκούριος κινείτο από τον Μαξιμιλιανό Α' προς τον Φραγκίσκο Α' για να τον χρησιμοποιήσει ο δεύτερος στον πόλεμο κατά του Ερρίκους Η' της Αγγλίας. Ο Μερκούριος ήταν σε όλους απαραίτητος!
Τον συνάντησε, λοιπόν, ο Μπαρτολομαίο, κυριολεκτικά στο δρόμο και κάτσανε να τα πούνε σαν παλιοί συμπολεμιστές που ο ένας υπολήπτεται και σέβεται τον άλλον. Ο Μαρτολομαίο γνωρίζοντας, κατά πως φαίνεται, αρκετά καλά τον φιλόδοξο χαρακτήρα του, δεν κλείνει ο ίδιος τη συμφωνία μαζί του. Θέλοντας να τον τιμήσει και να δώσει μεγάλη σημασία στην προσχώρησή του Μερκούριου στις δυνάμεις της Δημοκρατίας, τον προσκαλεί στη Βενετία! Του κλείνει ραντεβού, θα λέγαμε σήμερα, με τον Πλανητάρχη της εποχής, τον ίδιο τον Δόγη, Λεονάρντο Λορεντάνο (1501-1521).

Τζιοβάνι Μπελίνι, "Ο Μπαρτολομαίος του Αλβιάνο" (1455-1515)

Ας δούμε πως τα αφηγείται έμμετρα, στη γλώσσα της εποχής, ο στρατιώτης-ποιητής Τζάνε Κορωναίος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την έμμετρη απόδοση της νωπής αφήγησης του Μερκούριου, μόλις τέσσερα χρόνια μετά τα γεγονότα...το 1519i.....

Ο Μερκούριος συναντάται με τον στρατηγό της Δημοκρατίας Μπαρτολομαίο Αβιάνο και εκείνος ζητάει από την Γερουσία να τον καλέσουν στην πόλη.

Κ’ είς καπετάνιος της αφεντιάς σινιόρ Μπαρτολομαίος,
Ο φρόνιμος και άξιος τα πλείστα και γενναίος,
Γινώσκωντα την περισσήν γνώσίν τε και ανδρείαν,
Του ευγενούς Μερκούριου που δείχνει εις την χρείαν,
Μεθ’ υποσχέσεις περισσές να μείνει επεισέ τον,
Και να δουλεύσωσιν ομού πολλά ανάγκασέ τον.
Μετέπειτα δ' απέστειλε χαρτί στην αυθεντείαν,
Τα πάντα δίδωντα γνωστόν, μάλλον δε την ανδρείαν
Του θαυμαστού Μερκούριου, κ’ εις τούτο παροτρύνει,
Την αυθεντιάν της Βενετιάς μετ’ αύτηνε να μείνη,
Και τιμήν να του δώσουσιν ως πρέπει τ' ανδρειωμένου,
Του γνωστικού, πολεμικού, και δεδοκιμασμένου.
Ιδόντα δε τα γράμματα ευθύς η αυθεντεία,
Επαίνεσε κ’ ετίμησε την τόσην προθυμίαν
Του αυθεντός Μπαρτολομαίου πως έχει ως δουλευτής των
Και προνοεί δια φύλαξιν ζωής και της τιμής των.
K’ είτ' άνθρωπον απέστειλαν ευθύς με προθυμίαν,
K’ έκραξε τον Μερκούριον νά' λθει στην Βενετίαν.

Ο Μερκούριος φτάνει στη Βενετία και γίνεται δεκτός με τιμές

Λοιπόν με τους ανθρώπους του ήλθε και εμφανίσθη,
Της δ’ αυθεντείας εφάνηκεν ότι εκ τα βάρη ερρύσθη.
Χαιράμενοι τον δέχθηκαν άπαντες και σκιρτώντες,
Γλυκία τον εφιλούσασιν, ως έπρεπε τιμώντες.
Τότ’ ο πρίντζιπος ήρχισε κ’ είπεν, ανδρειωμένε

Ο Δόγης τον προσφωνεί

Μερκούριέ μου θαυμαστέ, υιέ μου ηγαπημένε,
Πάντοτε το ευγενικόν γένος σου κ’ ανδρειωμένου,
Στον κόσμον όλον φημιστόν και πολλά παινεμένουii,
Ημάς πάντα δουλεύσασι και άξια τιμήσαμέν τους,
Και πλούτον των εδώκαμε, και εδοξάσαμέν τους.
Λοιπόν καθά ο γεωργός όστις κλαρί φυτεύει,
K’ επιμελώς λατρεύει το και με νερόν τ' αρδεύει,
Με θάρρος και με παντοχήν τα ’πίλοιπα κλαρία,
Με τους καρπούς των πάντοτε να τάχη εις την χρεία,
Ούτω κείνους δοξάσαμεν, όπως και τα παιδιά των
Πάντοτε εις την χρείαν μας να δείξουν την ανδρειάν των.
Λοιπόν είμεσθεν βέβαιοι και συ, ώσπερ παιδί μας,
Εις πάσαν μάχην κατ’ εχθρών ν’ αυξήσης την τιμήν μας.
Σ' τούτον τον πόλεμον πιστώς να δείξης την ανδρειάν σου,
Και τιμήν να σε δώσωμεν, ως πεθυμά η καρδιά σου,

Η αντιφώνηση του Μερκουρίου

Μερκούριος τότ’ ο θαυμαστός προς την εκλαμπροτάτην
Κυριαρχίαν Βενετιών, και την δικαιοτάτην,
Είπεν αποκρινόμενος πολλής μετ’ ευλαβείας,
Μ’ ολίγα λόγια και καλά, ως πρέπει της στρατείας:
Ω αρχηγέ 'ψηλότατε, και η λοιπή αυθεντεία,
Διοικηταί που βρίσκεσθε ’ς όλην την Βενετίαν,
Ούτως έχει η αλήθεια, ότι όλον μου το γένος
Πάντοτε σάς εδούλευσε μετά μεγάλου σθένους,
Και προς αυτούς εδείξατε και περισσήν αγάπη,
Γιατί από την πίστιν του τινάς ουδέν ετράπη,
Λοιπόν εις την παραβολήν του γεωργού που ορίζεις,
Άκουσον την απόκρισιν, αν ένι ότι χρήζεις`
Ο γεωργός αλήθεια δια τούτο κοπιάζει,
Και λατρεύει ένα κλαδί τελείως, και δοξάζει,
ότι τα επίλοιπα κλαδιά όλον γε τον καρπόν τους’
Να τόνε δώσουν προς αυτόν απάνω στον καιρόν τους,
Το δένδρον δε εκ του καιρού ύστερ' αφού γηράση,
Και όλην την ποιότητα τελείως θέλει χάσει,
Τότε συνάσει ο γεωργός τα κάλλιο του κλαδία,
Και εις την γην φυτεύει τα, και με καλήν καρδία
Ποτίζει και σκαλίζει τα, και όλως επιμελείται,
Και ως πατήρ τα τέκνα του ουδόλως τ’ απαρνείται
Σ' το θέλημά ’μαι το λοιπόν, και πάσαν εξουσίαν σας
Να περιμένω μετά σας εις την πολλήν την χρείαν σας.
Αφού δε τότε η αυθεντεία τους λόγους του νόησαν,
Μεθ’ όλον το συμβούλιον μετά χαράς ωρίσαν

Διορίζεται αρχηγός σε 1.200 Στρατιώτες και πηγαίνει στην Πάδουα, στο στρατόπεδο του Μπαρτολομαίο

Αρχηγός να γένη ’ς άλογα εκ τον Μοριά ’ξακόσια,
Μα ’στέρου τ’ ακολούθησαν πλέον περί άλλα τόσα.
Διά τον καιρόν δ' εκείνονε ο μέγας ανδρειωμένος,
Διατί το πρώτον έμεινε καλά ευχαριστημένος,
Κ’ ως έπρεπ’ ευχαρίστησεν είτα την αυθεντεία,
Ευθύς δ’ εκείθε ξέβηκε, γιατ’ ήτον πολλή χρεία`
Μετά σπουδής δ’ απέστειλε στης Ελλάδος τά μέρη,
Τους άνδρας και τα άλογα εκείθεν για να φέρη.
Μετέπειτα δ’ εμίσευσε στην Πάδουβα και διέβη,
Κ’ εις του σινιόρ Μπαρτολομαίου την κάμαρα εσέβη.
Κείνος δε τον εδέχθηκε καλά κ’ ετίμησέ τον,
K’ ως ανδρειωμένον θαυμαστόν, ως ένε δόξασέ τον.

Ανυπομονώντας να δοξαστεί ζητάει την άδεια να αναλάβει επιθετική πρωτοβουλία

Κ' η τρέβαiii δε που είχασιν ύστερον τελειώθη,
Κ’ ο βασιλεύς μετά στρατού εις μάχην εσηκώθη.
Μερκούριος ειτ’ ο θαυμαστός προς τον Μπαρτολαμαίον,
Τον άξιον καπετάνιον, τον άλλον Πτολεμαίον,
Ανίστατο κ’ ανήφερεν, ως λέων μανισμένος,
Εις τους εχθρούς να πορευθή πολλά προθυμημένος,
Αυθέντη καπετάνιε, με του θεού την χάρι,
Νυν βούλομαι ν’ αρματωθώ, να λάβω και κοντάρι
Σ' τούτα τα χειροπάλαμα, κ’ εις τους εχθρούς να πάγω,
Με μέρος μου στρατιωτών τα σκότιά των να φάγω`
Δός μοι ξουσίαν το λοιπόν να πα να πολεμήσω,
Γιατί ελπίζω εις θεόν μέγα πράγμα να πήσω.
Τότ’ ο σινιόρ Μπαρτολομαίος μετά της προθυμίας,
Την τέχνην του γινώσκωντα και περισσήν ανδρείαν,
Είπε, Μερκούρη θαυμαστέ, ύπα νά πολεμήσης,
Κ' από του νυν και έμπροσθεν κάμνε ωσάν ορίσης.

Οργανώνει το στρατήγημα του Παταβίου με 120 Στρατιώτες

Εκείθεν δε εξέβηκε και διέβη στην στρατιάν του,
Μέσα δε εις το κούφος του επήδαν η καρδιά του.
Απ’ όλους ’ξήντα διάλεξε καλά αρματωμένους,
Δοκιμασμένους στ’ άρματα, όλους ανδρειωμένους.
Κ' άλλους εξήντα έλαβεν απ’ όλον το φουσάτον
Το πράγμα δε που έπηκε πολλά εθαύμασά το’
Δώδεκα μίλια ξέβηκε μακράν από Παταβίου,
Λοιπόν την τέχνην άκουσον του θαυμαστού κ’ ανδρείου.
Είκοσιν άνδρας διάλεξεν άπ’ όλην την στρατιάν του,
Εις πόλεμον καρτερικούς, ως ήθελ’ η καρδιά του,
Και εις ταις τένταις των εχθρών τους έστειλε να πάσι,
Ο κάθε εις από κείνους ως λεοντάρι να δράση.
Λοιπόν ως τους επρόσταξεν εκείθεν εξεβήκαν,
Εις δε ταις τένταις των εχθρών μετέπειτα διαβήκαν`
Στον τόπον δ’ αυτός έμεινε με τους άλλους στρατιώτας,
Και χωσιασμόν εποίησε με τους Μακεδονίτας.
Αφού δε είδαν οι εχθροί την τόλμην την περίσσαν,
Μουντάρμοι τριακόσιοι προς αυτούς τότε ωρμήσαν
Εκείνοι δ’ ως τους είδασιν, ως ήσαν διδαγμένοι
Εκ τον σινιόρ Μερκούριον, και καλοτεχνισμένοι,
Ωρμήσασι και έφευγον και ως άνανδροι εδείχναν,
Οι εχθροί δε τους έδιωχναν, και λαντζονιαίς των ρίχναν
Ως ο καλός ψαράς λοιπόν το δόλος όπου βάνει
Στην άγκυστρον, έξω στην γην το ψάρι δια να ’βγάλη,
Ούτω και ο Μερκούριος με είκοσιν ανδρειωμένους,
Τους εναντίους απίστησε τους πολυφημισμένους
Αφού δ’ εκείθ’ απέρασαν, οπού ’τονε κρυμμένος,
Τότε φωνή εβόησε, πολλά προθυμουμένος`
Έστι καιρός, ω άνδρες μου, τώρα για να φανούμεν
Στον πόλεμον κατά εχθρών, πάντες να τιμηθούμεν.
Κ’ ώσπερ λεοντάρια ωρμήσασι κ’ οπίσω των πήγαιναν,
Και τούτων τα κοντάρια εις τους εχθρούς σεβαίναν.
K’ αυτούνοι δε οι άθλιοι δεν πόρουν να γυρίσουν,
Ούτε να δείξουν πρόσωπον, ούτε να πολεμήσουν’
Διατί αν ήθελαν ’πιστραφή στο στήθος λαβονόνταν,
Και σκοτωμένοι 'κ τ’ άλογον κάτω στην γην ριπτόνταν.


Αυτά γίνονται το 1513. Δύο χρόνια μετά, μερικά χιλιόμετρα νότια και λίγο ανατολικά του Μιλάνου, στο Μαρινιάν (Marignano), αντιπαρατάσσονται δύο μεγάλοι για την εποχή στρατοί. Ο στρατός των Γάλλων και των Βενετών από τη μια, με 30.000 άνδρες και ο στρατός των Ελβετών, του Μαξιμιλιανού Α' της “Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας”,του Μαξιμιλιανού Σφόρτσα, του Μαρκίσιου της Μάντουας και του Πάπα, από την άλλη με 20.000 άνδρες. Μαζί με τους Γάλλους πολεμούν και οι Γερμανοί “λάντσκνεχτ”, πεζοί που μιμούνται τους πολεμικούς τρόπους των Ελβετών, διαβόητοι για τις ωμότητές τους. Μεγάλες στρατιωτικές φυσιογνωμίες της εποχής ηγούνται των δύο στρατευμάτων. Ο ίδιος ο Φραγκίσκος Α' (την ίδια χρονιά έχει διαδεχτεί τον Λουδοβίκο ΙΒ'), ο ιππότης Μπαγιάρντ, ο Λουδοβίκος ντε λα Τρεμόι, ο Κάρολος ντε Μπουρμπόν, ο Τζαν Γιάκωμο Τριούλτζιο στο ένα στρατόπεδο και ο Μαξιμιλιανός Σφόρτσα, ο Φρανσέσκο ΙΙ Γκονζάγκα (ο Μαρκίσιος της Μάντουας), Μάρκους Ρόιστ και ο καρδιάλιος Schiner.
Την πρώτη μέρα της μάχης, 13 Σεπτεμβρίου 1515, οι Ελβετοί επιτίθενται στους Γάλλους και τους φέρνουν σε δύσκολη θέση. Ο ίδιος ο Φραγκίσκος κινδυνεύει με αιχμαλωσία. Η μάχη κρατάει μέχρι αργά τη νύχτα. Εκεί θα διακριθεί, από την μεριά των Ελβετών, ο μετέπειτα γνωστός Μεταρρυθμιστής ιερέας Σβίγκλιος. Κατά τη διάρκεια της ανάπαυλας της μάχης οι Γάλλοι ανασυντάσσονται και καλούν την εφεδρεία των Βενετών. Ο Μπαρτολομαίο Αλβιάνο μπαίνει στη μάχη το πρωί (14 Σεπτεμβρίου) με πρόμαχο τον Μερκούριο Μπούα. Χτυπούν τους Ελβετούς επικαλούμενοι τον πολιούχο της Δημοκρατίας “Μάρκο, Μάρκο” και ανατρέπουν την έκβαση. Η μάχη εξελίσσεται σε σφαγή των Ελβετών. Λέγεται ότι εκείνη την ημέρα έχασαν την ζωή τους 14.000 άνδρες, εξ αυτών 4.000 από την ορμητική επίθεση του ελαφρού ιππικού των Στρατιωτών του Μπούα και άλλοι 2.000 από τους Βενετσιάνους του Μπαρτολομαίου.

Urs Graf, "Η ταβέρνα". Μεταξύ των "λάντσκενχτ" κι ένας αρβανίτης Στρατιώτης. Τρώνε και πίνουν και ο χάρος καιροφυλακτεί...


Ο βασιλιάς της Γαλλίας επικαλείται δικαιώματα κληρονομικά επί του Μιλάνου

Του ρε ντε Φράντζαiv μένοντα η χώρα της Μιλάνας|
Ως λέγουσι πολλοί τινες από μέρους της μάνας,
Ο δ' ανεψιός του βασιλειώς εκείνην τε κρατώντα,
Κ’ ο Φράντζας τε την ύβριτα και άδικον θορώντα,
Εις την Μιλάναν ’πόφηνε να πα να πολεμήση,
Να εκδιώξω τον εχθρόν, ή την ζωήν ν’ αφήση.
Μουντάρμους δε τρισχίλιους έκαμε διαλεμένους,
Εις τ’ άρματα κ' εις πόλεμον άξια μαθημένους.
Κ’ έξε χιλιάδες άλογα λιντζέρα του πολέμου,
Τριάντα χιλιάδες απεζούς γοργότερους τ’ ανέμου.
Πεντήκοντά ’χε διαλεχτά κομμάτι’ αρτιλαρία,
Γιατί πολλά στον πόλεμον εκάμασί του χρεία.

Στέλνει πρεσβευτή στην Βενετία και προτείνει συμμαχία

Είτα πρέσβυν απέστειλε κ’ ήλθεν στην Βενετίαν,
Και παρευθύς εδιέβηκε μέσα στην αυθεντείαν.
Ω λαμπροτάτη αυθεντιά, ο ρήγας σας μηνύει,
Πως πόλεμον απέφηνε να πήση σας δεικνύει,
Με βασιλειώς ανεψιόν, τον δούκα της Μιλάνας,
Γιατί κείνου ακαρτερεί η χώρα εκ της μάνας.
Λοιπόν της αυθεντείας σας ζητεί τώρα βοήθειαν,
Και την ειρήνην μετά σας, πονεί κατά αλήθειαν
Να πάρη αυτός τους τόπους του, και σεις τους εδικούς σας,
Κ’ ως πρέπει να διώξετε εκείθεν τους εχθρούς σας.
Έπειτα δε η αυθεντεία ούτως του απεκρίθη
Και μέσα η καρδία του εισέ χαράν κινήθη.

Η Βενετία αποδέχεται την αμοιβαία επωφελή πρόταση

Ημείς ειρήνην καθαράν μετά ρηγός ποιούμεν,
Και να του βοηθήσωμεν, όσον κ’ αν δυνηθούμεν,
άπαντες υποσχόμεθα, και σύρ' ανάφερέ το,
Του αύθεντός σου αφ’ ημών, μετά σπουδής κ ειπέ το
Ευθύς δ’ αποχαιρέτησε, και απ' εκείθεν ξέβη,
Και μεθ' ημέρας ύστερον στην Φράντζαν εδιέβη
Του δε ρηγός ανήγγειλεν ό,τι του αποκριθήκαν,
Και πως με πρόσωπον γλυκύ πάντες τον εδεχθήκαν.
0 ρήγας δ' αφού το ’κουσεν εβάλθη 'ς ορδινίαν,
Και εκ την Φράντζα μίσευσε μετά καλήν καρδίαν.

Η Δημοκρατία διορίζει τον Μπαρτολομαίο αρχιστράτηγο και βοηθό τον Μερκούριο

Η 'κλαμπροτάτη δ’ αφεντιά πολλά φουσάτα πήκε,
Καβαλαρίους κ' απεζούς, και καπετάν αφήκε
Αυθέντην τον Μπαρτολομιόν για να τους διοικάη,
Και εις βοήθειαν του ρηγός μετά σπουδής να πάη.
Είχε και τον Μερκούριον τον μέγαν ανδρειωμένον
Μετά τους στρατιώτας του, τον πολυφημισμένον.

Ο βασιλιάς (Μαξιμιλιανός Α') προσπαθεί να εμποδίσει τον Φράντζα (τον ρήγα) να περάσει τις Άλπεις

Ο βασιλεύς δ’ αφού ’μαθεν ότι στα Άλπεια όρη
Ο ρήγας τότε έσωσε, να στέκη δεν εθώρει.
Τριάντα χιλιάδες απεζούς, και μουντάρμους ανδρείους,
Όσους κ’ αν ηδυνήθηκεν, εσύναξεν αξίους,
Και καπετάνιον έβαλε τον Πρόσπερον Κολώνα,
Διότι εκ τους ανθρώπους του ουδένα παρεπόνα.
Κ' εις το Πιομούντι διέβηκε και πίασε τα πάση,
Ο ρήγας με φουσάτο του στην ‘τάλιαν μη περάση.
Ο Φράντζας δε μετέπειτα έβαλ' εις ορδινίαν·
Σινιόρ ντε λα Παλίτζια με πολλήν προθυμίαν,
Μουντάρμους πήρε διαλεκτούς, κ’ άξιους καβαλαρίους,
Ομοίως κ’ άλλους απεζούς πολεμικούς κ' ανδρείους.
Και άνωθεν εκ το βουνόν απέρασε και διέβη,
Τον δε Κολώναν εύρηκε κ’ ευθύς προς αυτόν νεύει.
Όστις μουντάρμους εκλεκτούς είχε τριακοσίους,
Μ' άρματα θεοποίητα, πολεμικούς κ’ ανδρείους.

Ο βασιλιάς της Γαλλίας περνάει τις Άλπεις

Στο γεύμα δε τους εύρηκε πάντας ξαρματωμένους,
Και όλους τους επιάσασιν, ώσπερ παραδομένους.
K’ oι Σβίτζαροι το μάθασι, και με πολλήν προμήθειαν
Επήγασι μετά σπουδής να των δώσουν βοήθειαν.
Αλλ’ όμως δεν τους έσωσαν, γιατ’ ήσαν διαβασμένοι,
Εκείθεν δ’ επιστράφησαν πολλά αθυμισμένοι,
Τα πάση τε αφήκασι, και εις το Κόμη πήγαν,
Ταις πόρταις είχαν σφαλισταίς κ’ ουδόλως δεν άνοιγαν,
0 ρήγας δε μετέπειτα πέρασε τ’ Άλπεια όρη,
Γιατί ο στρατός των Βίτζαρων ουδόλως δεν επόρει
Ν’ αντισταθή εις πόλεμον, κ' εκεί να πολεμήση,
Και σέβα, στην Ιτάλιαν, ν' ως πρέπει να νικήση.

Η μάχη στο Μαρινιάν

Ύστερον δε διέβηκε κοντά εις την Μιλάναν,
Οι εχθροί δε ταις λουμπάρδαις των εις ορδινιάν εβάλλαν.
Έπειτα δε βοήθεια πολλ’ ήλθεν εις Βιτζάρους,
Κ’ ευθύς ο καπετάνιος των μετά μεγάλου θάρρους,
Φωνήν μεγάλην έσυρεν εις όλην την στρατειάν του,
Ο κάθε είς τώρα ’νε χρεία να δείξνι την ανδρειάν του.
Λοιπόν, ω παλληκάρια μου, νυν που ’χομεν βοήθεια,
Ας πάμεν κατά του ρηγός μετά πολλήν προμήθειαν.
K’ εκείνον να νικήσωμεν, ή πάντες να χαθούμεν, .
Διότι ουκ ένε άξιον να νικημένοι ζούμεν.
Ούτως είπε και άπαντες ως λέοντες μανισμένοι,
Εγέρθησαν μετά σπουδής καλά αρματωμένοι,
Εις την Μιλάνα διέβησαν, κ ηύραν εκεί τον ρήγαν,
Κ’ όσοι παντιέραις βάσταζαν τότεσον ταις άνοιγαν.
Πουρνό τον όταν έφθασαν και πόλεμον αρχίσαν,
Τον ρήγαν δε εις όρδινιάν να βαλθή, δεν τον άφησαν
Αλλ’ ως αρκούδια σέβαιναν, ποσώς ουδέν εφοβούντο,
K’ ως άνδρες να ’ποθαίνουσιν ουδόλως ελυπούντο.
Τον δε πόλεμον οπού 'καμναν εκείνην την ημέραν,
Εις τον σινιόρ Μπαρτολομιόν τα μαντάτα εφέραν.

Μπαρτολομαίος και Μερκούριος μπαίνουν στη μάχη

Όστις τον ρήγα διέβαινε βοήθεια να του δώση
Κ’ εχθρόν του εις τον πόλεμον για να τον θανατώση.
Τότ’ ο σινιόρ Μερκούριος, τεχνίτης του πολέμου,
Έχωντα άλογα καλά, γοργότερα του ανέμου,
Προς τον' σινιόρ Μπαοτολομιόν τούτους τους λόγους είπε,
Κ' αφού τούτους ανέφερεν, ευθύς τον κατελείπε.
Ω μέγα καπετάνιε, έστι μεγάλη χρεία
Να πας να σώσης εις πόλεμον μα πολλήν προθυμία,
Τον ρήγαν εις τον πόλεμον οι εχθροί μη τον νικήσουν,
K' ανθρώπους του χαμαί στην γην σφαμένους μην αφήσουν.
Πριν ουν να παύση ο πόλεμος βούλομαι να υπάγω,
Και των εχθρών μου ταις καρδιαίς ως λύκος να ταις φάγω.
Τότ' ο σινιόρ Μπαρτολομιός του θείου Μερκούριου
Την προθυμιάν επαίνεσε, του καρτερού κ’ ανδρείου,
Κ’ είπεν, ω καρτερώτατε, εμπρός να πας να σώσης,
Τώρα σύρε μετά σπουδής ρηγός χαράν να δόσης.
Ούτως είπε, κ' ηγέρθηκε μ’ 'ολην του την στρατείαν,
Με τ’ άλογά των τα γοργά που ’τον εις ορδινίαν,
Και εις τον πόλεμ’ έφθασαν δύο ώραις να ’σπερώσει,
Τον ρήγαν απο κίνδυνον να τον ελευθερώση.
Εκείνον δε επροσκύνησε κ’ επεχαιρέτησέ τον,
Κ’ ως ρήγα μετά ευλαβείας τότε ετίμησέ τον.
Είτα δ’ ως ένα κεραυνόν εξ ουρανού που πίπτει
Εις ένα τόπον που κτυπά ευθύς και άλλον ρίπτει,
Κ’ ούτω σινιόρ Μερκούριος εις πόλεμό ’ταν σέβη,
Κ’ ως Αχιλλεύς μετά μανίας προς ένα μόνον νεύει,
Δεν πίπτει κείνος μοναχός οπού ’θελε λαβώσει,
Αλλ’ άν ήτο κ’ άλλος του κοντά, πριν να τόνε σκοτώση.
0 ρήγας δε Μερκούριον μετά την συντροριάν του,
Αφού τον είδ’ εις πόλεμον, ξεύρωντας την ανδρειάν του,
Όλος ήτον χαιράμενος, καη η καρδιά τ’ επήδα,
Κ’ ατός του διαλογίζετον, τώρα ’χω πολλήν ’λπίδα,
Να καταστρέψω τους εχθρούς και χώρας μου να πάρω,
Είτα με παρρησίαν πολλήν, ως πρέπει, να τριομφάρω.
Τετρακισχιλίους σκότωσε μετά την συντροφιάν του
Εκ τους εχθρούς στον πόλεμον, και δείξε την ανδρειάν του.
Έξε κομμάτια αρτιλαριάν πήρε, κ’ έξε παντιέραις,
K’ οι πάντες τον τρομάξασιν εκείναις ταις ημέραις.
Εκεί δε στο ξημέρωμα, οι Βίτζαροι θορώντα
Τον θαυμαστόν Μερκούριον βαρύτερα ορμώντα,
Ευθύς ετζακισθήκασι, γιατί δεν ημπορούσαν
Ν’ αντισταθούν εις πόλεμον, ως πρότερον θαρρούσαν
Εις πολλά μέρη σκόρπισαν, και ούτοι τους εδιώχναν,
Κ’ όσους εσώνασι στην γην σφαμένους τους ερρίχναν.
0 δε σινιόρ Μπαρτολομής με πολλήν προθυμίαν
Στον πόλεμον ερχόμενος, και περισσήν μανίαν,
Δύο χιλιάδες Βίτζαρους απάντησε που φεύγαν,
Κ’ εις την Μιλάνα να σεβούν οι άθλιοι γυρεύαν,
Πάντας εκεί κατέκοψαν, κ’ ούδείς δεν εγλυτώσε,
Στόν ρήγαν δε διέβηκεν, αφού τους θανατώσε.
Η δε στρατεία του ρηγός ομού με τον Μερκούριον,
Τον ευγενή και άξιον, πολεμικόν και θούριον,
Τους άλλους εκατέτρωσαν και εις την γην τους βάλαν,
Μόνον ολίγοι πού φευγαν κ’ επήγαν στην Μιλάναν.

Ο βασιλιάς της Γαλλίας στο Μιλάνο, τιμές στον Μερκούριο

Ο ρήγας δε μετέπειτα με την πολλήν παρρησίαν,
Εις την Μιλάνα διέβηκε με περισσήν αξίαν,
Καί νικητής σπόμεινε, και έλαβε την χώραν,
Τον δούκα δε εις φυλακήν τότ' έβαλλε την ώραν.
Κ’ είπε, δοξάζω σε θεέ, και ποιητά των όλων,
Ότι ενικήθη άπ’ εμού εχθρός μου διά όλων.
Και τότε εύχαρίστησεν όλους τους ανδρειωμένους,
Τους είδεν εις τον πόλεμον δι’ αυτού προθυμουμένους.
Εξόχως δε Μερκούριον πολλά τον χαριστήσε,
Και δώρα πολυτίμητα πολλά του εχαρίσε.

Καρπός της συντριπτικής αυτής ήττας των Ελβετών ήταν η συνθήκη του Φράιμπουργκ(29 Νοεμβρίου 1516), η “αιώνια ειρήνη” μεταξύ Γαλλίας και Ελβετίας, η οποία έκτοτε παραβιάστηκε μόνο μία φορά, όταν ο Ναπολέων εισέβαλε στη χώρα των Καντονίων το 1789.
Οι Ελβετοί γιορτάζουν από τότε και μετά την ημέρα αυτή για να θυμούνται την εθνική τους συμφορά αλλά και την απαρχή μια άλλης αναγεννητικής φάσης, ενώ παραμένουν προσηλωμένοι σταθερά στην ειρηνική πορεία της χώρας τους. Πρόσφατα, το 2015, γιόρτασαν και τα πεντακόσια χρόνια της μάχης. Τελετές μνήμης έλαβαν χώρα τόσο στην Ελβετία όσο και στην Ιταλία.




Σημειώσεις:


i   Το 1519 είναι η χρονιά που ο Τζάνε Κορωναίος γράφει το “Μερκουρίου Μπούα ανδραγαθήματα”. Είναι επίσης η χρονιά που πεθαίνουν: ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Μαξιμιλιανός Α' και ο Μαρκήσιος της Μάντουας Φρανσέσκο ΙΙ Γκοζάγκα.

ii   Όταν ο Δόγης κάνει λόγο για το ευγενικό γένος του Μερκούριου που είναι στο κόσμο φημισμένο και παινεμένο από παλιά δεν εννοεί το έθνος των Σκιπητάρηδων. Εννοεί το έθνος των Ελλήνων και τον Μερκούριο τον τοποθετεί στη μακρά σειρά των συνεχιστών του.

iii   τρέβα=ανακωχή


iv   “Του ρε ντε Φράντζα”= του βασιλιά της Γαλλίας. Συχνά αναφέρεται στο ποίημα “ο Φράντζας”, “ο Σπάνιας” κοκ.