Τετάρτη 11 Απριλίου 2018

Οι Δροσουλίτες-Αρβανίτες του ΧατζηΜιχάλη Νταλλιάνη

Hatzimichalis Dalianis.JPG

Ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης γεννήθηκε το 1775 στο Δελβινάκι της Ηπείρου και το πραγματικό όνομά του ήταν Μιχαήλ Χρήστου. Το «Νταλιάνης» είναι παρατσούκλι, στα αρβανίτικα σημαίνει ο λεπτός και ψηλός άντρας – ο Καραϊσκάκης ονόμαζε «νταλιάνα» το μακρύκανο ντουφέκι του. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη, όπου μορφώθηκε και ασχολήθηκε με το εμπόριο των καπνών, από το οποίο απέκτησε σημαντική περιουσία. Μετά τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία το 1816, εργάστηκε δραστήρια για την προετοιμασία της Επανάστασης.
Ο χρόνος άφιξής του στις επαναστατημένες ελληνικές επαρχίες δεν είναι επακριβώς γνωστός. Γνωρίζουμε ότι το 1825 χρηματοδότησε με προσωπικά κεφάλαια και τέθηκε επικεφαλής σώματος «ατάκτου» ιππικού, με το οποίο διακρίθηκε στις μάχες εναντίον του Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο. Διακρίθηκε ιδιαίτερα, μαζί με τον Υψηλάντη και τον Μακρυγιάννη, στη μάχη των Μύλων (13 Ιουνίου 1825), που έσωσε την πόλη του Ναυπλίου, και στις μάχες της Πιάνας και της Δαβιάς Μαντινείας (12 και 14 Αυγούστου 1825) με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Στις αρχές του 1826 σε συνεργασία με τον Νικόλαο Κριεζώτη και τον Βάσο Μαυροβουνιώτη, συμμετείχε στην εκστρατεία του Λιβάνου (τέλη Φεβρουαρίου-25 Μαρτίου), με σκοπό την ενίσχυση του τοπικού εμίρη Μπεσίρ, ο οποίος είχε την πρόθεση να εξεγερθεί εναντίον του Σουλτάνου. Από το 1924 είχε ζητήσει τη βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά εκείνη δεν είχε ανταποκριθεί λόγω της έλλειψης χρημάτων και των εμφυλίων διενέξεων. Έτσι, οι εν λόγω καπεταναίοι ενήργησαν αυτοβούλως κατά το «πρωτεύθυνον» και το «αυτεξούσιον», για τα οποία θα μιλήσουμε κι αλλού. Ο Μπεσίρ, όταν διαπίστωσε ότι η εκστρατεία δεν είχε κάλυψη από την ελληνική κυβέρνηση, αρνήθηκε τη συνεργασία των Ελλήνων αγωνιστών, οι οποίοι, αφού λεηλάτησαν τα περίχωρα της Βηρυτού, αποφάσισαν να επιστρέψουν άπρακτοι στην Ελλάδα.
Μετά την επιστροφή του, έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Καραϊσκάκη στη βορειοδυτική Αττική εναντίον των τουρκικών φρουρών, που προορίζονταν για την ενίσχυση της πολιορκίας της Ακρόπολης, και στη συνέχεια, συμμετείχε στην προσπάθεια του Καραϊσκάκη να βοηθήσει τους πολιορκημένους στην Ακρόπολη Έλληνες. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη (23 Απριλίου 1827) πήγε στην Κρήτη και από τη Γραμβούσα, όπου αποβιβάστηκε στις 5 Ιανουαρίου 1828 με σώμα πεζών και 100 ιππέων, μετακινήθηκε στα Σφακιά στις αρχές Μαΐου. Στις 18 Μαΐου έπεσε μαχόμενος στο Φραγκοκάστελο.

Την παρακάτω δημοτική έμμετρη αφήγηση την οφείλουμε στον Γ. Βλαστό,  [Ήθη και έθιμα των Κρητών]. Αναδημοσιεύεται στο Ο πολέμαρχος Χατζημιχάλης Νταλιάνης, (Αλεξάνδρεια, 1950) του μητροπολίτου Ερμουπόλεως (Αιγύπτου), Ευαγγέλου, σελ 199.

Αφουγκραστείτε να σας πω ούλοι μικροί μεγάλοι
πώς πολεμά o Μουσταφάς με το Χατζή Μιχάλη.
Έπιασαν οι Γκραμπουσιανοί και γράψαν και ζητούνε
Ατλήδες[1] απού το Μωρηά πολλοί να κατεβούνε.
Κι επέψαν γράμμα του Χατζή του Στερεολλαδίτη
να πρεμαζώξη[2] τσ’ άντρες του να κατεβή στη Κρήτη.
Στ’ Ανάπλι μονομέριασε[3] τριακόσιους δυο ατλήδες
στην Κρήτη για να καταβή απού ’ν οι Μισερλήδες[4]
Κι εδιάλεξε ’τση Ρούμελης άντρες και παλληκάρια
κι απής[5] τση μονομέριασε τσ’ έβαλε στα καράβια.
Πάει και ξεβαρκάρει ’τση στη λεύθερη Γραμπούσα
κι ερώτα τση Γραμπουσιανούς αν έχουσι μπαρούθια.
—Εμείς μπαρούθια έχουμε, βόλια να πολεμούμε,
άλογα μόνο θέλουμε και τση στερηά να βγούμε.
Μα πάλι δεν επίστεψε κι εμπήκε στα καΐκια
και ξεβαρκάρει στο Λουτρό να μάθη την αλήθεια.
Κι ευρίσκει ’κεί τση Σφακιανούς κι όσ’ ήταν ανδριεμένοι
κι όσ’ ήταν εις τον πόλεμο περίσσια τιμημένοι.
—Ελάστε σεις οι Σφακιανοί και να ’ρθουν κι οι Ριζίταις
να πάμε να σηκώσωμε και τση Κατωμερίταις.
Ελάστε σεις οι Σφακιανοί μπρόβολα[6] παλληκάρια
να πολεμούμε την Τουρκιά κι αφήτε τα κοπάδια.
Και ο Πασάς ως τ’ άκουσε πολλά του βαρεφάνη
στο Κάστρο κ’ εις το Ρέθυμνος γραφή πιάνει και κάνει.
—Ελάστε σεις οι Καστρινοί κ’ εσείς οι Ρεθεμιώταις
επά στον Αποκόρωνα που ’μαι με τση Χανιώταις.
Πρεμαζωχτήτε τση Τουρκιάς μπρόβολα παλληκάρια
να πάμε να τση σφάξωμε να πιάσουν τη Μαδάρα[7]
Να πάμενε εις τα Σφακιά να κάμωμε ένα χάλι
να δω πως θα τα βγάλουμε με το Χατζημιχάλη.
Γη[8] στη Μαδάρα να χαθή, γή στο γιαλό να πέση
γη να τονε σκοτώσωμε σαν ήρθενε πεσκέσι.[9]
Κι ο Κεχαγιάς[10] του, τον γροικά γυρίζει και του κάνει:
—Δεν φεύγει Μουσταφά πάσα γιατί είναι παλληκάρι,
δεν είναι αυτός Λαζόπουλος[11] να πιάση τη Μαδάρα
μόνο ’νε από τη Ρούμελη και σέρνει παλληκάρια,
μ’ αυτά τα Ρουμελόπουλα είν’ άντρες τιμημένοι
και θα μας εσκοτώσουνε, κι ας είμεθα ’γνοιασμένοι.
—Σώπασε… μη μου τση ’παινάς εξήντα καβαλλάρος
μα ’γώ σαλάτα τρώγω τση, ως τρων τση ψαρογάρους.[12]
Μονομεριάζει η Τουρκιά και κάνει μια κολώνα[13]
να πάνε να πατήσουνε τω Σφακιανώ τη χώρα.
Πάνε μονομεριάζουνε στ’ Ελληνικές καμάραις
κι οι Χριστιανοί κατέβαιναν και πιάνουν τση Μαδάραις.
Κι ο Κυριακούλης[14] έλεγε απού ’τον αντρειωμένος
κ’ ήτουνε κ’ εις τον πόλεμο άξιος και τιμημένος.
—Αρπάξετ’ ούλοι τα σπαθιά τ’ άρματα και μαχαίρια
να πάμε να μουντάρουμε[15] εις της Τουρκιάς τ’ ασκέρια
μπορέτως[16] τσ’ αλαργάρουμεν[17] έξω απού τα ταμπούρια.
Και όντεν[18] εκαταβαίνανε στ’ Άσκύφου στα μουράγια[19]
ο κόσμος ελουλούδιζε Τούρκικα μπαϊράκια.
Σαν τα είδασιν οι Σφακιανοι είπαν μικροί μεγάλοι
—Χατζή μην πας στον πόλεμο γιατ’ είσαι η κεφαλή μας
κι άνε και σε σκοτώσουνε χάνουμε τη ζωή μας.
Την όρεξί σου φύλαγε και τη καβαλλαρία
ώστε να πάμε την Τουρκιά σε άλλην επαρχία,
που να ’χη κάμπο γι άλογα και ρίζα για παιχνιώταις[20]
για την καβαλλαρία σου τση ξακουστούς Στραθιώταις.192
Έπα[21] στο Φραγκοκάστελλο στενός σούνε ο τόπους,
κι αν δεν λυπάσαι το Χατζή, λυπήσου σκιάς[22] τσ’ ανθρώπους.
—Μα μια φορά γεννήθηκα και μια θε να πεθάνω,
και μια θα τονε στερηθώ τον κόσμο τον απάνω.
Εδώ οπού βρεθήκαμε τον πόλεμο θα κάμω,
κι αν με σκοτώσουν σήμερο σαν άντρας θ’ αποθάνω.
Κι αν με σκοτώση ο Πασάς, κόβγει την κεφαλή μου,
και τήνε πάει στα Χανιά και παίρνει την τιμή μου.
Πάλι και τον σκοτώσω εγώ, κόβγω την κεφαλή του,
και τήνε πέμπω στο Μωρηά και παίρνω την τιμή του.
Σελλώσετέ μου τ’ άλογο στον πόλεμο ν’ αράξω[23]
να πάω να βρω τον Μουσταφά και σκλάβο να τον πιάσω.
Και κάνει παρακάλεση, και κάνει το σταυρό του
και πιάνει τ’ αλαφρό σπαθί κρεμνά το στο λαιμό του.
Πιάνει και τα πιστόλια του στη μέση του τα βάνει,
σαν πολέμαρχος δεν δειλιά κι αν ήθελε αποθάνει.
Και όντας εκαβαλλίκεψε έκλαψε τ’ άλογό του
και τότε δα το γνώρισε δεν ήτο για καλό του.
Και δίδει τη διαταγή εις την καβαλλαρία
—Σήμερα θα την δείξωμε, αδέρφια, την αντρεία!
Κι αν βγούμε απού τον πόλεμο, παιδιά μου, κερδεμένοι,
στση Κρήτης ούλο το νησί Τούρκος δεν απομένει.
Πάλι κι αν σκοτωθούμενε την σημερινή ημέρα,
θα μάσε ’μνημονεύγουνε τση Κρήτης τα Καστέλλια.
Δίδει βιτσιά του μαύρου του στην πόρτα ξεπορτίζει
και πιάνονται με την Τουρκιά κι ο πόλεμος αρχίζει.
Στην λύσσα την πολεμική και την φωθιά την τόση,
απ’ όλους που λαβώθηκαν κάνεις δεν θα γλυτώση.
Σαν τρία κάρτα εβάσταξε μα ήτανε δυο ώραις.
κανείς Τούρκος δε γύριζε στση βουλισμέναις[24] χώραις.
Στην μια μεριά τα άλογα, στην άλλην οι σκοτωμένοι
δεμένοι με τση ζώνες των εχάθηκαν οι ξένοι.
Και μετρηθήκαν οι Ρωμηοί κι έλειπαν διακόσοι,
κι οι Τούρκοι μετρηθήκανε κι έλειπαν οκτακόσιοι.
Χατζή Μιχάλης φώναξε που τη ψαρή φοράδα:
—Πρόβαλε, Μουσταφά πασά, κοντά στην ευγοράδα[25]
μη χώνεσαι σαν αλουπού ’που πίσω απού τ’ ασκέρι
έλα κοντά μου σίμωσε κι η μοίρα ό,τι φέρει.
Μια μπαλωθιά του παίζουνε[26] στο μαρμαρένιο μπέτη[27]
μα κείνος δεν τήνε ψηφά σαν παλληκάρι στέκει.
Και σέρνει το σπαθάκι του και μπαίνει στο ντουμάνι
και την Τουρκιά εσάστισε τον πόλεμο που κάνει.
Δεύτερη μπάλα[28] παίζουν του και στο μερό του δίδει,
μα κείνος δεν τήνε ψηφά κι οπίσω δεν γυρίζει.
Καστίζει[29] την φοράδα του και πάει σ’ ένα κάρτο,[30]
κι όντιμος[31] βρίσκει σφαλιχτό το βουλιασμένο[32] κάστρο.
—Μα δα που σ’ ηύρα σφαλιχτό, πειο σου να μην άνοιξης!
για δεν ευρέθηκ’ ανθρωπος όξω να μου βοηθήξη
Και παίζουνσιν του κι άλλη μια δίδουν του στη μασέλλα,[33]
και εκείνη τον εγκρέμισε απάνου από τη σέλλα.
—Μα ελάστε σεις οι Σφακιανοί απού ’στε παινεμένοι
να κάνετε τα δίκηα μου ταχυά το μεσημέρι.
Τότες γιουρούντισ’[34] η Τουρκιά την κεφαλή του έκοψαν
για να την πάνε του Πασσά να τώνε δώση γρόσια.
Κι ο Μουσταφάς ως τ’ άκουσε πολύ του βαρεφάνη
γιατί να τονε σφάξουνε απού ήτον παλληκάρι.
Κι αν ήθελε γιατρεύγεται, ήθελε τονε γιάνει,
γιατ’ ήτο συντοπίτης του άντρας και παλληκάρι.
Μ’ ακόμη και το σήμερο στης Δεκαφτά του Μάι
ούλο τ’ ασκέρι φαίνεται με το Χατζή Μιχάλη.
Και πολεμούν στα σύννεφα κι ακούγοντ’ οι μπουρμπάδες[35]
φωνές κι αλογοπεταλιές στου Καστελλιού τση μπάντες.
Ούλοι οι αλαφρόστρατοι θωρούν τση και τρομάζουν,
μα κείνοι Θιός συγχωρέσει των κανένα δεν πειράζουν».
Άραγες κι είντα θέλουσι κι είντα μας εθυμίζουν;
Αυτούς που σφάχτηκαν εκειά και τα βουνά ραΐζουν.

[1]. Ατλήδες=ιππείς.
[2]. Πρεμαζώξει=συλλέξει.
[3]. Μονομέριασε=συγκέντρωσε.
[4]. Μισερλήδες=Αιγύπτιοι.
[5]. Απής=ευθύς.
[6]. Μπρόβολα=εκλεκτά, άξια.
[7]. Μαδάρα=τόπος ορεινός
[8]. Γη=ή.
[9]. Πεσκέσι=δώρον, προσδοκία.
[10]. Κεχαγιάς=οικονόμος, επίτροπος,
[11]. Λαζόπουλος=Ελλαδίτης που επιχείρησε αποτυχημένη επανάσταση.
[12]. Ψαρογάρος=σαρδέλλα.
[13]. Κολώνα=στρατιωτικό σώμα.
[14]. Κυριακούλης (Άργυροκαστρίτης), εκατόνταρχος και υπασπιστής του Χατζή Μιχάλη.
[15]. Μουντάρω=εφορμώ.
[16]. Μπορέτως=δυνατόν.
[17]. Αλαργάρω=απομακρύνω.
[18] Όντεν=όταν.
[19] Μουράγιο=τείχος, κρηπίδωμα.
[20] Παιχνιώτης=αυτός που κάνει ελιγμούς.
[21]. Έπα=εδώ.
[22]. Σκιάς=τουλάχιστον.
[23]. Αράζω=πηγαίνω.
[24]. Βουλισμένη=κατεστραμμένη.
[25]. Ευγοράδα=εμφανές μέρα, τα ανοικτά.
[26]. Μπαλωθιά=τουφεκιά.
[27]. Μπέτη=στήθος.
[28]. Μπάλα=σφαίρα, οβίδα.
[29]. Καστίζω=μαστιγώνω.
[30]. Κάρτο=μικρή είσοδος φρουρίου.
[31]. Όντιμος=οπότε.
[32]. Βουλιοσμένο=κατηραμένο, αναθεματισμένο.
[33]. Μασέλα=σιαγών.
[34]. Γιουρουντίζω= κάνω έφοδο (γιουρούσι).


Αποτέλεσμα εικόνας για χατζημιχάλης νταλιάνης