Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

Ποιος είναι ο Ταγιαπιέρας;

 


Από τον Στρατιώτη της Βενετίας στον γιατρό του Καποδίστρια



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



Το όνομα “Ταγιαπιέρας”, σήμερα, το έχουν ακούσει οι παρεπιδημούντες στην ομώνυμη οδό, κάπου εκεί στους Ελληνορώσους, οι ταξιτζήδες φυσικά, και μερικοί φιλόλογοι που μελετάνε τις διάφορες εκφάνσεις της ελληνικής γλώσσας. Σ' αυτούς τους φιλόλογους φαίνεται ότι οφείλεται και η ανάρτηση του κάτωθι ποιήματος στην Βικιθήκη.

Φιλολογικοί είναι και οι λόγοι που ωθούν τον Αιμίλιο Λεγκράν, εκ Παρισίων, να δημοσιεύσει τους στίχους του Κερκυραίου στιχοπλόκου Ιωάννη Τριβώλη. Στίχους που κατά τα λοιπά θεωρεί χυδαίους και στους “στολίζει” ανάλογα για την έλλειψη οποιασδήποτε ποιητικής αξίας.

Οι ιστορικοί, όπως φαίνεται από την αφάνεια σχετικών ιστορικών αναφορών, δεν εμπλέκονται, μέχρι τώρα στη μελέτη και τη διερεύνηση του εμφανιζομένου στην ιστορία ονόματος και μάλιστα δύο φορές, με μεγάλη μεταξύ τους χρονική απόσταση.

Τη δουλειά αυτή θα επιχειρήσουμε να κάνουμε εμείς, εδώ, σήμερα, προσκομίζοντας κάποια στοιχεία που βάζουν σε τάξη τα πράγματα και συσχετίζουν το όνομα με την εδώ και μια δεκαετία προσπάθειά μας να φωτίσουμε τη... μυστηριώδη ταυτότητα των Αρβανιτών Στρατιωτών που έγιναν γνωστοί στην Ιταλία και την Ευρώπη ως Stradioti.


Το πρώτο που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι η οδός Ταγιαπιέρα δεν οφείλει το όνομά της στον ήρωα που ο Τριβώλης εξυμνεί με τους άτεχνους μεν, πολύ σημαντικούς δε στίχους του.

Ο Διονύσιος Ταγιαπιέρας της οδού των Ελληνορώσων, ήταν εξαίρετος γιατρός στη Ζάκυνθο.

Θερμός πατριώτης, από γονείς Έλληνες και ορθόδοξους, είχε φιλοεπαναστατική δράση με την έναρξη της Επανάστασης του '21 και για τον λόγο αυτό φυλακίστηκε από τους Άγγλους.

Η αξία του ως γιατρού ήταν τόσο μεγάλη ώστε ο Κυβερνήτης τον “δανείζεται” από τον πρέσβη της Ρωσία Βούλγαρη. Ο τελευταίος, περνώντας από τη Ζάκυνθο με προορισμό το Ναύπλιο, τον παίρνει μαζί του.

Έτσι, ο Ταγιαπιέρας ο νεώτερος, θα συναντήσει τον Νικόλαο Δραγούμη, τον νεαρό τότε γραμματέα του Κυβερνήτη, έναν από τους πρώτους δέκα δημόσιους υπάλληλους και παππού του Ίωνα Δραγούμη.

Κι αν τον Ιώνα και άλλους της οικογενείας Δραγούμη τους γνωρίζουμε σήμερα και τους αναφέρουμε από δω κι από κει, τον σημαντικότερο όλων, κατά την άποψή μου, αγνοούμε.

Ο πανέξυπνος και ιδιαίτερα καλλιεργημένος αυτός νέος, εκ της Πόλεως ορμώμενος, βρίσκεται από τη Συνέλευση της Τροιζίνας να υπηρετεί στο νεοσύστατο Δημόσιο. Έτσι, γίνεται μάρτυς αλλά και παράγων των γεγονότων της εποχής εκείνης, τα οποία και διασώζει στις αναμνήσεις που δημοσιεύει αργότερα. Εκεί, σ' αυτό το πολύ σημαντικό ιστορικό τεκμήριο οφείλουμε και εμείς τις σχετικές με τον Διονύσιο Ταγιαπιέρα πληροφορίες.

Εύχαρης νέος ο Δραγούμης, με πολύ ενδιαφέρον χιούμορ που δεν τον εγκαταλείπει ακόμα και στην προχωρημένη ηλικία που γράφει τις αναμνήσεις του, μάς δίνει μια πολύ ωραία εικόνα του γιατρού του Καποδίστρια. Μέσα από τις γραμμές του κειμένου του διαφαίνεται αδρά η χαρά και το κέφι που προκαλούσε στον νεαρό Κωνσταντινουπολίτη η εκρηκτική προσωπικότητα του Διονυσίου...


«... Εδανείζετο (ο Κυβερνήτης) δε πάντοτε τον της ρωσικής πρεσβείας Διονύσιον Ταλιαπέτραν ή Ταγιαπιέραν, ον ο πρεσβευτής Βούλγαρης, Κερκυραίος την καταγωγήν, καταβαίνων εις Ελλάδα, παρέλαβεν εκ Ζακύνθου ως άριστον Ασκληπιάδην και αρχαίον εν Παρισίοις συμμαθητήν.

Άξιον δε να μη παραδράμω ανεπισήμαντον τον ιατρόν τούτον, διότι και επιστημονικήν αξίαν και ευφυΐαν ου την τυχούσαν και να σπανίαν διαλεκτικήν είχεν. Ει δε και το επίθετον αυτού δεικνύει ξένην καταγωγήν, είχεν όμως γονείς Έλληνας και ορθοδόξους. Και αυτός δε εθερμαίνετο υπό εξαιρέτου φιλοπατρίας, δι' ο και κατά τα πρώτα έτη της επαναστάσεως εφυλακίσθη υπό του Αρμοστού των Ιονίων νήσων και έπαθεν. Έλεγε δε ότι κατήγετο από τινος Ταγιαπιέρα, ού τινος η μικρά δια στίχων ιστορία ετυπώθη το πρώτον προ τριακοσίων ετών υπό τον εξής τίτλο:


Ιστορία του Ταγιαπιέρα
Που την σήμερον ημέρα,
Σαν αυτόν ουδέν εφάνη
Εις οσ' ορίζουν οι Χριστιάνοι ».

Από την αναφορά αυτή του Ν. Δραγούμη όπως και με την αντίστοιχη του Λεγκράν, πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος γνώριζαν τα σχετικά με τον Ταγιαπιέρα που ο καθείς εκόμιζε στην τότε φιλολογική ζωή. Και ο μεν Λεγκράν προηγείται με τη δημοσίευση στο περιοδικό “Πανδώρα” κατά πέντε έτη, ο Δραγούμης όμως έπεται, με την έκδοση του βιβλίου το 1874. Γράφει δλδ τους στίχους από μνήμης ή από σημειώσεις πάνω στις αφηγήσεις του γιατρού.

Στη συνέχεια δε αναφέρει:

« Κατά την ιστορίαν ταύτην ο επισημότερος των προγόνων του ημετέρου ιατρού ήκμασεν επί της ενετικής πολιτείας ως γενναίος πολεμιστής` αλλ' ήτο Ενετός, Φράγκος ή εκ των Ελλήνων των καλουμένων Στρατιωτών; ( η επισήμανση του Ν. Δραγούμη). Ο ιστοριογράφος σιωπά` επειδή όμως το ανδραγάθημα ό περ διηγείται εγένετο επί Ρωμαίων, Ρωμαίοι δε ονομάζονται έτι και σήμερον οι κατά την Τουρκίαν Γραικοί, ίσως ήτο Έλλην εκ των υπηρετούντων την Ενετίαν.

Κατά την ένορκον βεβαίωσιν του ποιητού, ην όμως δεν θα ήτο άτοπον να εκλάβωμεν ως οιστρηλάτου φαντασίας προϊόν, ο Ταγιαπιέρας εκείνος υπήρξεν ανώτερος πάντων των ηρώων του αρχαίου και νεωτέρου κόσμου.

Μνέγω σας την Παναγία

Χριστιανών την μεσιτεία

Και τον άγιον Νικόλα

Πώνε βοηθός εις όλα

Και Σπυρίδωνα τον Μέγαν

Καθώς ήκουσα και λέγαν

Κάλλιος εεν παρ' Αχιλλέας

Και ανδρειωμένος Αίας

Τι ο Έκτωρ της Τρωάδος

Ή εκείνος ο Ρενάλδος;

Τι Ορλάνδος ακουσμένος

Πούταν ' ξ όλους διαλεμένος;

Και ο νους όλους τρομάσσει

Που να τον εσουσουμιάση.


Και δικαίως κατελάμβανε τον ιστοριογράφον ίλιγγος` διότι τοιούτον ημίθεον, συγκεφαλαιούντα εν εαυτώ Αχιλλέα, Αίαντα, Έκτορα, Ρενάλδον και Ορλάνδον, ουδέ θουκυδίδειος γραφίς ήρκει να εσουσουμιάση. Και αυτή η επισήμανση του Ν. Δ.)

Ο αρχηγός άρα της οικογενείας του ημετέρου Διονυσίου Ταγιαπιέρα, ιατρού του Κυβερνήτου, ήκμαζε περί τας αρχάς της ΙΣΤ' εκατονταετηρίδος, τουτέστιν προ 350 και επέκεινα ετών. Και δεν είχε μεν ο καθ' ημάς την πολεμικήν αρετήν του περιβλέπτου προπάτορος, επροικίσθη όμως υπό μεν της φύσεως δια σπανίας ευφυΐας, υπό δε της τύχης και της επιμελείας δι' επιστημονικής μαθήσεως ου της τυχούσης. Γεννηθείς εν Ζακύνθω περί τα τέλη της παρελθούσης εκατονταετηρίδος, μετέβη εις Παρισίους επί της πρώτης γαλλικής επαναστάσεως, ότε οι Γάλλοι ήρχον της Επτανήσου` και διατρίψας εκεί δεκατέσσαρα έτη εξέμαθε την ιατρικήν, επιδοθείς και εις άλλας μελέτας, ων ένεκα κατέστη πανδαήμων, δια την τεραστίαν προ πάντων μνήμην αυτού. Παρευρεθείς δε εις το αιματηρόν δράμα της επαναστάσεως εξιστόρει μετά πολλής χάριτος και ζωηροτάτων χωμάτων και τα ελαχίστας περιπετείας αυτού. Και ότε ωμίλει περί των υπέρ ελευθερίας και κατά τυράννων δημηγοριών των γενομένων είτε εν υπαίρθω είτε εν τοι κοινείοις (=αίθουσα, λέσχη, τόπος συγκεντρώσεως), ηγάλετο αναπολών τας δημοσίας αγορεύσεις ομεγενούς τινος και φίλου, τούνομα Νάζου, καταγομένου εκ Μυκώνου και λαλούντος ως άλλος αυτόχθων την γαλλικήν. Ο ομογενής ούτος, συνενών την περί το λέγειν ευχέρειαν των Ελλήνων μετά της ευπρεπείας των Γάλλων, έχων δε και το ήθος αρρενωπόν και επιδεικτικόν, επευφημείτο υπό των ακροατών και πριν ή αναβή εις το βήμα. Ενώ δε ανέβαινε πάντες ανέκραζον` “chut! Voila le descendant des Aristide et des Themistocle qui va parler” (= Σιωπή! Εδώ θα μιλήσει ο απόγονος του Αριστείδη και του Θεμιστοκλή!) Και ερρητόρευεν ο απόγονος του Αριστείδου και του Θεμιστοκλέους και εχειροκροτείτο ενθουδιωδώς.

Οσάκις δ' επανελάμβανε το μικρόν τούτο επεισόδιον ο Ταγιαπιέρας, εσπινθηροβόλει ο οφθαλμός αυτού (διότι ήτο ετερόφθαλμος) (=μονόφθαλμος) και οίησις πατριωτική εζωγραφείτο επί του μετώπου αυτού.

Ότε δ' επανελθών εις Ζάκυνθον εξήσκει το ιατρικόν επάγγελμα, τοσούτον ηυδοκίμησεν, ώστε η κοινή εύνοια έτι και σήμερον επιποθεί αυτόν. Αλλά και ο τύραννος της Ηπείρου Αλή πασάς, ακούσας την φήμην αυτού, μετεπέμψατο εις Ιωάννινα. Και υπήκουσε μεν, αλλά ως φιλών εξαιρέτως την διανοητικήν τροφήν, πολύ δεν θα διέμενεν εν τη αυλή του αιμοβόρου εκείνου, ει μη απήντα έτερον σοφόν, τον ιατρόν Ιωάννην Βηλαράν».


Μετά από σύντομη αναφορά στον Βηλαρά και στους στίχους του ο Δραγούμης μας πληροφορεί για τον στιχουργικό καρπό της συνάντησης των δύο γιατρών πάνω από ένα σωρό... τηγανίτες.


«Προς τους άλλοις δε στιχουργήμασι του Βηλαρά, αναγιγνώσκομεν και το επιγραφόμενον “Τηγανίταις του Ταγιαπιέρα” και ιδού διατί` Ο Ταγιαπιέρας είχε προσκαλέσει φίλους τινάς, μεταξύ δε των άλλων και αυτόν, ίνα φιλεύση τηγανίτας` Ταύτας δε ιδών ο Βηλαράς ανεφώνησε περιχαρής`

Ω! τηγανίταις καλοφκιασμένες

Ω! τηγανίταις με το σωρό

Ζαχαρωμέναις και μελωμέναις,

Και με σουσάμι τ' ασπρουδερό.

Φαίνεται δε ότι ο λοφώδης σωρός αυτών δεν ήτο ευάλωτος, και ότι οι δαιτυμόνες απέκαμον επιτιθέμενοι, ως πότε οι Αγγλογάλλοι περί το Μαλακώφ` αλλ' ο Βηλαράς, άλλος Πελισιέ, παρορμά αυτούς ενθουσιών εις νέαν έφοδον. Επειδή όμως εφοβούντο δυσπεψίαν και επεκαλούντο την ιατρικήν αυτού αντίληψιν, ο οπαδός του Ιπποκράτους σπεύσας προσέθετο νέον αφορισμόν εις τους αφορισμούς του διδασκάλου αυτού, τον εξής`

Ο Ιπποκράτης δεν έχει τώρα

Σταις τηγανόταις καθόλου χώρα

Για τηγανίταις αυτός δεν λέγει

Κι' ανίσως είπε, ποιος του το στέργει

Αν είπε βλάβουν με συμπαθάει

Γιατί από τούταις δεν είχε φάει

Για φάτε, φίλοι, και μην τραβιέστε

Πώς θα χωνέψουν μη συλλογιέστε

Αλέθει ο μύλος; ρίξτου ν' αλέση

Κριθάρι, στάρι, ό,τι μπορέσει».

Με τον γιατρό Ταγιαπιέρα δεν συναντήθηκε μόνο ο Βηλαράς αλλά και όλοι οι εν Ναυπλίω κορυφαίοι των λογίων της νέας Ελλάδας. Τους καλούσε στο σπίτι του. Μεταξύ αυτών και οι αδελφοί Σούτσοι. Ο Αλέξανδρος δε του αφιέρωσε και τον “Άσωτον”, τραγωδία, της οποίας πολλά μέρη διόρθωσε μετά από τις συμβουλές του.


Κατά τα πολιτικά ο Διονύσιος Ταγιαπιέρας είχε αρχές φιλελεύθερες όχι όμως και “ακόλαστες ή ιακωβινικές”, όπως διευκρίνιζε ο ίδιος. «Επρέσβευε δε ότι ούτε αι πολιτείαι κυβερνώνται ευστόχως, ούτε η επιστήμη τελειοποιείται, ούτε αρεταί αναπτύσσονται άνευ πνεύματος δημοσίου. Όπου αληθής ελευθερία, έλεγε, εκεί και πνεύμα δημόσιον. Προς απόδειξιν δε εδημοσίευσε και διατριβήν δια του τύπου».


Επίσης αγαπούσε και την ελευθεροτυπία αλλά «γενναίαν, πατριωτικήν, “de bonne foi” (με καλή πίστη)», όπως του άρεσε να λέει. Αποδοκίμαζε δε τόσο τις εφημερίδες όσο και το γενικότερο κλίμα που είχε διαμορφωθεί κατά του Καποδίστρια, τον οποίο θαύμαζε για τη σύνεση και την εμπειρία.

Τον Αύγουστο του 1831, βλέποντας την κακή τροπή των πραγμάτων και τις επερχόμενες ανατροπές ετοιμάστηκε να γυρίσει στη Ζάκυνθο.

«Προσαγορεύων δε το τελευταίον τους οικείους αυτού, “Όπως τρέχετε, είπε, δακρύων, πολύ θα δεν θα περάση και θα τον φονεύσετε, μετ' αυτού δε θα φονεύσετε και την πατρίδα”.

Και επληρώθη το ρηθέν μετά ένα μήνα παρά την πύλην του ναού του Αγίου Σπυρίδωνος», καταλήγει ο Νικόλαος Δραγούμης στην αφήγησή του για τον νεώτερο των δύο διακεκριμένων της οικογενείας Ταγιαπιέρα.



Όσο για τον ένδοξο πρόγονο του γιατρού, πρέπει να συμπεράνουμε ότι σαφώς είναι ένας εκ των διακεκριμένων Στρατιωτών της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, ο οποίος έχοντας το προηγούμενο του Μερκουρίου Μπούα υπόψη του, και την από τον Τζάνε Κορωναίο έμμετρη απόδοση της ιστορίας του, θέλησε κι αυτός να τον μιμηθεί.

Προσέφυγε, λοιπόν, στον Τριβώλη που ήταν επαγγελματίας στιχοπλόκος, χωρίς όμως τούτος να διαθέτει τα εφόδια του Κορωναίου γι' αυτή τη δουλειά. Ούτε του ανάλογου τάλαντου είναι ο Τριβώλης αλλά ούτε και γνώστης είναι της ζωής και των κατορθωμάτων των Στρατιωτών, όπως ήταν ο Κορωναίος.

Άλλωστε, φαίνεται ότι διαθέτει μόνο κάποια στοιχεία για τη δράση του Ταγιαπιέρα σε αντίθεση με τον Κορωναίο, ο οποίος όχι μόνο την ιστορία του Μπούα γνωρίζει αλλά και τη γεωγραφία και την ιστορία της Ιταλικής χερσονήσου κατά την εποχή εκείνη, με όλες τις πολύπλοκες συμμαχίες και ισορροπίες της πολικής των “μεγάλων δυνάμεων” της εποχής.

Παρά ταύτα, “Η ιστορία του Ταγιαπιέρα” παραμένει ένα πολύτιμο μνημείο της ιστορίας των Στρατιωτών, το οποίο φωτίζει με τον τρόπο του την ταυτότητά τους και τη δράση τους.

Και από το τεκμήριο αυτό προκύπτει ότι οι Στρατιώτες ήταν Έλληνες στην υπηρεσία της Βενετίας με εχθρό τους κύριο και σταθερό σε όλους τους αιώνες της δράσης τους, τους Τούρκους.





ΙΣΤΟΡΙΑ

ΤΟΥ

ΤΑΓΙΑΠΙΕΡΑ

Ποῦ τὴν σημερνὴν ἡμέρα
Σὰν αὐτὸν οὐδὲν ἐφάνη,
Εἰς ὅσ’ ὁρίζουν οἱ Χριστιάνοι.

ΠΟΙΗΜΑ

Ἰακώβου τοῦ Τριβώλη

ἐπιμελείᾳ τε καὶ διορθώσει

Αἰμυλίου Λεγρανδίου

«Heroica carmina mando»


ΑΘΗΝΗΣΙΝ

ἐν τῷ γραφείῳ τῆς Πανδώρας.

1869.


ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ

ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΟΥ.


Τὸ ποίημα, ὁ σήμερον ἐκδίδομεν, φιλολογικῆς ἀξίας παντελῶς ἀποστερεῖται. Ἐν τοῖς τριακοσίοις στίχοις οὓς ὁ Τριβώλης ἀφιεροῖ εἰς τὸ νὰ ἐξυμνήσῃ τὰ ἡρωϊκὰ ἀνδραγαθήματα τοῦ κόμητος Ταγιαπιέρα δὲν λάμπει ὁ μικροτέρος ποιητικοῦ πνεύματος σπινθήρ. Δὲν ὑπάρχουσιν ἐν αὐτοῖς μηδὲ λέξις ὑψηλὴ, μηδὲ εἰκὼν χαρίεσσα, μηδὲ ἐπίθετόν τι ἱκανὸν νὰ φανερώσῃ μελοποιοῦ φαντασίαν. Ἐάν τις ἀφανίσῃ τὸ μέτρον τῶν ἐν τούτῳ τῷ ψυχρῷ ποίηματι στίχων, ἐὰν ἀφαιρέσῃ τὴν αὐτῶν ὁμοιοκαταληξίαν, τότε ἀδύνατον ἔσται ἀνεύρειν τὰ, περὶ ὧν ὡμίλησεν ὁ Ὁράτιος, disjecti membra poetæ.

Τούτων οὕτως ἐχόντων, ἴσως θαυμάσεταί τις τὴν ἀνατύπωσιν βιβλιδίου ἀξίου μόνον νὰ μείνῃ αἰωνίως εἰς τὴν βαθυτάτην τῶν βιβλιοθηκῶν λήθην τεθαμμένον.

Ἀλλ’ ὅμως δύο αἴτια ὤθησαν ἡμᾶς εἰς τὸ νὰ δημοσιευσώμεν αὐτό. Πρῶτον μὲν, τὸ ἐν λόγῳ ποίημα εἶνε περιεργότατον μνημεῖον τῆς καθομιλουμένης ἐν τῇ ΙΣΤῃ ἑκατονταετηρίδι Ἑλληνικῆς γλώσσης· ὑπ’ ἔποψιν τῆς γλωσσολογικῆς ὕλης καὶ τῆς συντάξεως πολύτιμα πολλὰ περιέχει τὰ ὁποῖα θέλουσι βεβαίως ἐκτιμήσει οἱ Ἑλληνισταὶ οἱ ἐπιθυμοῦντες νὰ σπουδάσωσι τὴν Ἑλληνικὴν εἰς πάσας τὰς φάσεις ἀκμῆς τε καὶ παρακμῆς ἅς, κατὰ τὸ τρισχιλιετὲς διάστημα ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁμήρου μέχρι τῆς σήμερον διέτρεξε. Δεύτερον δὲ, τὸ ποίημα τοῦ Τριβώλη εἶνε ἓν τῶν πρώτων ὁμοιοκαταλήκτων πονημάτων τῆς νεοελληνικῆς φιλολογίας.

Οὐδεὶς δὲ τῶν Ἑλλήνων, πρὸ τοῦ Ἰακώβου Τριβώλη·, μετεχειρίσθη τὴν ὁμοιοκαταληξίαν, εἴμη ὁ Τζάνες Κορωναῖος ἐν τῇ διὰ στίχων ἐξιστορήσει τῶν κατορθωμάτων τοῦ Ἠπειρωτικοῦ ὁπλαρχηγοῦ, Μερκουρίου Μπούα, ἣν πρὸ δύο ἐτῶν ἐξέδωκεν Ἀθήνῃσιν ὁ ἡμέτερος φίλος Κ. Κωνσταντῖνος Σάθας.

Τίς δὲ ἐγένετο οὗτος ὁ Ταγιαπιέρας, ὃν ὁ Τριβώλης παραβάλλει οὐ μόνον πρὸς τοὺς παλαιοὺς τῆς Ἰλιάδος ἥρωας, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ὑπὸ τῶν Ἰταλῶν μουσοποιῶν ὑμνουμένους, Ὀρλάνδον τε καὶ Ῥενάλδον; Οὐδὲν οἴδαμεν. — Ἀναντιῤῥήτως ὁ Ἐνετὸς Ἀχιλλεὺς ἄξιος ἦτο τῶν ἐπῶν τοιούτου Ὁμήρου!

Μ’ ὅλον τοῦτο, ὁ Ταγιαπιέρας, ὡς ἐξάγεται ἐκ τῶν τοῦ Τριβώλη στίχων, καταγόμενος ἐκ περιφανοῦς οἴκου τῆς Βενετίας, ἔφερε τὸν τίτλον τοῦ Κόμητος, καὶ ἦν ἀνὴρ τῶν τοῦ πολέμου λίαν ἔμπειρος, ἀκάματος δὲ, ἐπίφοβος καὶ ἀδιάλλακτος τῶν τε πειρατῶν καὶ Τούρκων ἐχθρὸς, οὓς ἐδίωκεν εἰς πάντας τοὺς μυχοὺς καὶ γωνίας τῆς Μεσογείου θαλάσσης.

Ἔν τινι χειρογραφῷ σημειώσει ἣν ἐπεσύναψέ τις ἐν τῷ ἀντιτύπῳ τῆς Ἱστορίας τοῦ Ταγιαπιέρα, τῷ ἐν τῇ ἐθνικῇ τῶν Παρισίων βιβλιοθήκῃ τηρουμένῳ, λέγεται ὅτι inter scriptores Venetos reperitur Stephanus Tagliapietra. Ἐν τίνι καιρῷ ὑπῆρξεν ὁ Στέφανος καὶ ἂν ἦν τις τῶν τοῦ ἡμετέρου Ταγιαπιέρα συγγενῶν, ἐντελῶς ἀγνοοῦμεν.

Ἀλλὰ ἂς εἴπωμεν καί τινα περὶ τοῦ συγγραφέως. — Ἰάκωβος ὁ Τριβώλης ἦτο Κερκυραῖος· δὲν ἠξεύρομεν πότε ἐγεννήθη, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι συνέγραψε τὰ ἑαυτοῦ κατὰ τὸ πρῶτον τέταρτον τῆς ΙΣΤῆς ἑκατονταετηρίδος. Ὁ συμπολίτης του Σοφιανὸς, ἀνὴρ, εἰ καί τις ἄλλος, πολυμαθέστατος, ἀποκαλεῖ τὸν Τριβώλην « ἱλαρώτατον καὶ χαριέστατον ποιητὴν, » ὅθεν εἰκάζομεν ὅτι, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ὁ Σοφιανὸς ἐγνώριζεν ἄλλα ποιήματα τοῦ Τριβώλη ἢ τὰ νῦν σωζομένα, ὅπως ἐγκωμίασῃ τόσον λαμπρῶς τοῦτον τὸν βαρβαρόφωνον Πίνδαρον.

Ἐκτὸς δὲ τῆς « Ἱστορίας τοῦ Ταγιαπιέρα », ὁ Τριβώλης ἔγραψε καὶ μυθικόν τι διήγημα, τοῦ ὁποίου τὴν ὑπόθεσιν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ Δεκαημέρου τοῦ Βοκκακίου. Τοῦ πονήματος τούτου ἡ ἐπιγραφὴ οὕτως ἔχει ἐν τῇ κατὰ τὸ 1624 ἔτος, παρὰ Αντωνίῳ τῷ Πινέλλῳ, Ἐνετίῃσι τετυπωμένῃ ἐκδόσει· « Ἱστορία τοῦ Ῥὲ τῆς Σκοτίας μὲ τὴν Ῥίγησα τῆς Ἐγκλητέρας, ὁπόγνε εἰς σὲ καιρὸν ἐκείνας τῆς ἡμέρας. » Ἐτηρήσαμεν δ’ ἀπαραλλακτὸν τὴν τότε ἐν χρήσει ὀρθογραφίαν.

Ἰδοῦ οἱ τελευταῖοι τοῦ ποιήματος τούτου στίχοι:

«Καὶ ὁποῦ θελήσει νὰ εἰδὴ ποῖος ἔναι ὁ γραφέας,
Τριβώλης ὁ Ἰάκωβος, υἱός τῆς καλογραίας·
Εἰς χιλίους πεντακόσιους καὶ ἀρχὴ μὲ τοὺς σαράντα,
Στὴν Βενετία τὴν φουμιστὴν ὁποῦ νὰ στέκῃ πάντα.
Σταῖς κθ΄ τοῦ Ἀπριλλίου, μπαίνοντας τοῦ Μαΐου,
Καὶ ὅλοι νἄχετε χαρὰν ἐκ Πνεύματος ἁγίου.
Καὶ ἔτζι τὸ ἐχάρησα Βητορίου Πετριτίνου,
Τοῦ εὐγενοῦς, καὶ ἐνδόξου, καὶ ἀνδρείου ἐκείνου·
Καθημερνῶς νὰ τὸ κράτῃ, νἄχῃ παρηγορία,
Καὶ μένα νὰ μὲ ἀγαπᾷ μὲ ὅλην τὴν καρδία. »

Ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν δημοσιεύσω νέαν ἔκδοσιν καὶ τοῦ στιχουργήματος τούτου.

Ἐν τῇ ἀνατυπώσει τῆς Ἱστορίας τοῦ Ταγιαπιέρα, δὲν ἐφύλαξα τὴν ἐλεεινὴν τῶν παλαῖων ἀντιτύπων ὀρθογραφίαν, διότι οἱ τότε συντάκται καὶ ἐκδόται ἄνευ ὡρισμένων κανόνων ὀρθογραφίας, καὶ πολλάκις μίαν καὶ τὴν αὐτὴν λέξιν διαφοροτρόπως ἐν τῷ αὐτῷ βιβλίῳ ἔγραφον. Ἐνίοτε τόσον ἀλλοκότως ἔχει ὁ τρόπος τοῦ γράφειν, ὥστε ἀδύνατον ἀποβαίνει τὸ νὰ γιγνώσκῃ τις ἃ ἀναγιγνώσκει.

Ἔγραψα ἐν Παρισίοις, τῇ 5 Ἀλωναρίου 1869.

Émile LEGRAND.


ΙΣΤΟΡΙΑ

ΤΟΥ

ΤΑΓΙΑΠΙΕΡΑ,

Ποῦ τὴν σημερνὴν ἡμέρα,
Σὰν αὐτὸν οὐδὲν ἐφάνη
Εἰς ὅσ’ ὁρίζουν οἱ Χριστιάνοι.




Ὦ Χριστὲ καὶ ποιητή μου,
Ὁπωδῶσες τὴν ζωή μου,
Χάρισαί μου καὶ τὴν χάρι
Νὰ παινέσω τὸ λειοντάρι,
Τὸν εὐγενῆ καὶ ἀνδρειωμένον.
Φρόνιμον καὶ παινεμένον,
Τοῦ κονσέγιου διαλεμένον,
Σοπρακόμιν ἀξιωμένον
Πὤχει τὴν ψυχὴν ὡς πάρδος,
Καὶ τοῦ πρέπει ἕνας στεντάρδος
Ὡς γιὰ τὴν ἀποκοτία
Καὶ τὴν πρόθυμον καρδία,

Πὤχει μέσα στὸ κορμί του
Δὲν στιμάρει τὴν ζωή του.
Οὐδὲ χρήζει αὐτὸς λουμπάρδαις
Τούρκους μὲ ἀνακαράδες.
Δὲν ψηφάει ταὶς σαΐταις,
Σὰν ὁ φούρναρης ταὶς πήτταις,
Ἀλλὰ οὐδὲ τα σκουτάρια,
Μουσουλμάνων τὰ κοντάρια.
Μόνον μέσα ὡς φαλκόνι
Καὶ τοὺς Τούρκους θανατώνει.
Ὅποιον σώσει τὸ σπαθί του
Νὰ τοῦ πέρνῃ τὴν ζωή του.
Ποίος τὸν εἶδε νὰ πολεμῇ
Καὶ νὰ μὴ τὸν ἐπαινῇ;
Μὲ τὸ εὐγενικὸν τὸ ἦθος
Καὶ μὲ τὸ πλατὺ τὸ στῆθος,
Τὸ πρόσωπο τ’ ἀγγελικὸ
Τὸ ἔμορφο, τὸ ρωτικό;
Μνέγω σας τὴν Παναγία,
Χριστιανῶν τὴν μεσιτεία,
Καὶ τὸν ἅγιον Νικόλα,
Πὦνε βοηθὸς εἰς ὅλα·
Καὶ Σπυρίδωνα τὸν μέγαν.
Καθὼς ἤκουσα πὡλέγαν
Κάλλιος ἔν’ παρ’ Ἀχιλλέας
Καὶ ὁ ἀνδρειωμένος Αἴας.
Τί ὁ Ἕκτωρ τῆς Τρωάδος,
Ἢ ἐκεῖνος ὁ Ῥενάλδος;

Τί Ὀρλάνδος ἄκουσμένος,
Ποῦ ’τον ’ξ ὅλους διαλεμένος;
Καῖ ὁ νοῦς μου ὅλος τρομάσει,
Ποῦ νὰ τόνε σοὺσουμιάσῃ.
Γιὰ τὴν σημερνὴν ἡμέρα
Σὰν αὐτὸν τὸν Ταγιαπιέρα
Ποίος μπορεὶ νὰ πολεμήσῃ
Τόσους Τούρκους ν’ ἀφανίσῃ.
Καὶ ὁποῦ ’σαν εὐγαλμένοι
Ξὲ δυὸ κάστρη διαλεμένοι;
Διακόσιους Μουσουλμάνους,
Σὰν ἐκείνους Καραμάνους,
Νὰ τοὺς κόψῃ γιὰ μίαν ὥρα,
Νὰ τοὺς πέψῃ στὴν κακὴ ὥρα.
ἔξω τὴν Ἀρβανιτία,
Κ’ ἦτον ἄνεμος, εὐδία,
Κ’ ἔρχοτον ’κ τὴν Σκλαβουνία
Γιὰ τῆς ἀφεντείας τὴν χρεία,
Βρίσκει ξύλο κουρσεμένο,
Τὸ κατάρτι του παρμένο,
Πῆράν του κ’ ἕνα παιδάκι
Ἐδ’ ἐκεῖ στὸ καβολάκι
Καὶ ῥωτάει τὸν θλιμμένον·
Τίς τὸν ἔχει κουρσευμένον;
Λέγει του ὁ Μόρος ἀσεβὴς[1]

Κ’ εἰς τὴ Δουράτσο νὰ τὸν βρῇς.
Τότε στὸ Δουράτσο πάει
Καὶ γιὰ τὸ παιδὶ ῥωτάει
Καὶ ὡς τὸν εἶδαν ἐκ τὴν χώρα
Ὅλοι εἰς μίο αὐτὴν τὴν ὥρα
Ἄρπαξαν τὰ ἄρματά τους,
Καὶ τὸν Μόρον συντροφιά τους.
Καὶ ἀπὸ τὴν πολλή τους βία,
Τὴν μεγάλην βιγωρία,
Ξυπόλητοι οἱ ὡργισμένοι
Ἐσεβαῖναν οἱ καϋμένοι.
Ὡς καὶ ἕνας Μπαρζακάνος
Μόρος, ποῦ ’τόνε Σουριάνος
Πῆγε μ’ ὅλη του τὴν γνῶσιν
Κατεργάρους ν’ ἀγοράσῃ.
Λέγει ὁ Μόρος· ἂν τοὺς πιάσω
Ὅλους θέλω νὰ τοὺς κρεμάσω,
Ὡς γιατὶ ὁ Μεεμέτης
Γιὰ Χριστιανοὺς μᾶς γράφει ἐδ’ ἔτις,
Εἴ τις σκοτώσει Χριστιανὸν
Τὸν ἔχει φίλον ἐμπιστινόν.
Καὶ ἂν ἑμᾶς σκοτώσουν πάλι
Γινομέσθ’ ἅγιοι μεγάλοι.
Καὶ γιὰ ταῦτο ἂς ἀνδρευθοῦμε
Ἀπάνω τους νὰ βρεθοῦμε
Χωρὶς πόλεμον καὶ σπαθὶ
Ὁ καθείς τους νὰ χαθῇ.
Ἔχω χιλίους πνιμένους

Καὶ μυρίους σκοτωμένους.
Νὰ σᾶς ’πῶ καὶ ἄλλο πάλι
Ὅτι ἡ φούστα ’νε μεγάλη.
Ἔνε εἴκοσι δυὸ παγκῶν
Καὶ τί φοβᾶστε τῶν Φραγκῶν;
Καὶ εἰς μία ὅσοι κι’ ἂν ἦσαν
Ὅλοι ἐσαλαβατίσαν,
Καὶ ἀσηκῶσαν τὰ σαντσάκια,
Καὶ βαροδέσαν τὰ τουμπάκια.
Καὶ φωνάζασι μεγάλα,
Λέγοντας ἐτοῦτα κι’ ἄλλα;
« Καρτερεῖτε δὰ, Φραγκάκια,
Μὲ τὰ κούντουρα βρακάκια. »
Κ’ ἔδραμαν μὲ βιγωρία
Ὡσάν τ’ ἄγρια θηρία.
Καὶ ὁ λέων ὡς τοὺς εἶδε[2]
Μὲ τοὺς ἐδικούς του ἐμίλειε·
— « Ὦ Ῥωμαῖοί μου ἀνδρειωμένοι,
« Τοῦ πολέμου μαθημένοι,
« Σήμερον ἂς ἀνδρευθοῦμε,
« Ὅλοι μας νὰ τιμηθοῦμε,
« Σὰν ἐκάμναν οἱ παλαῖοι
« Ἄνδρες οἱ ὠνομασμένοι,
« Ὁποῦ διὰ τὴν τιμή τους
« Δὲν ψηφοῦσαν τὴν ζωή τους.
« Δίδει μου καὶ ἡ ψυχή μου

«Ὅτι φούστα ’νε δική μου.
« Μόνον μὲ ἀποκοτία
« Νὰ τοὺς δώσωμε γιαμία.
« Πρῶτος εἶμαι ν’ ἀπηδήσω
« Τοὺς μισοὺς νὰ ἀφανίσω.
« Νὰ ἰδῆτε τὸν Ταγιαπιέρα
« Γιὰ τὴν σημερνὴν ἡμέρα
« Πῶς ξεύρει νὰ πολεμίζῃ,
« Καὶ τοὺς Τούρκους ν’ ἀφανίζῃ.
« Μόν’ καὶ σεῖς ὅλοι, ἀδελφοί μου,
« Καὶ συντρόφοι ἐδικοί μου,
« Κάμετε ὡς ἀνδρειωμένοι
« Νὰ βρεθοῦμε κερδεμένοι
« Ὅλοι ἀπὸ μίαν γνώμη,
« Ἀρχινῶντας ἐκ τὸν κόμη. — »
Εἶπαν; « εἰς τὸν ὁρισμό σου
Ν’ ἀποθάνωμεν ὀμπρός σου. »
Τότες ἔδειξε τὶ φεύγει
Κ’ εἰς τὸ πέλαγος ἐδιέβη.
Καὶ ὡς τὸν εἶδαν τὰ Τουρκάκια
Τὶ χαραὶς μὲ τὰ τουμπάκια,
Καὶ, καστὶ καοὺρ, φωνάζαν,
Καὶ ξοπίσω τοῦ χουγιάζαν
Καὶ εἰς μία[3] ’ς αὐτοὺς γυρίζει
Καὶ τὸν πόλεμον ἀρχίζει.
Τίς πορεῖ νὰ ἀριθμήσῃ

Τὸν πόλεμον νὰ μετρήσῃ
Πὤκαμεν ὁ Ταγιαπιέρας
Τὸ ταχὺ ὥς τῆς ἐσπέρας.
Πρῶτον δίδει τὴν λουμπάρδα
Καὶ τῆς πέρνει τὴν μία μπάντα·
Καὶ εἰς μία τὴν βιστιρία
Καὶ τῆς πέρνει τὰ κουπία.
Καὶ οἱ Τούρκοι ὡς παλληκάρια
Ἐμαλώναν μὲ δοξάρια,
Λέγω καὶ μὲ τὰ σκεπέτα
Π’ ἀπερνοῦσαν τὰ ἐλμέτα.
Τότες ὁ λέωντας ἐβρυχίστη
Τοὺς συντρόφους του ὠργίστη·
Λέγει τούς. « Τί καρτερεῖτε;
Τί στέκετε καὶ θωρεῖτε;
Μέσα ὅλοι σὰν λειοντάρια
Νὰ τοὺς πάρω σὰν γομάρια. »
Καὶ εἰς μίο πρῶτος εἰσεβαίνει,
Καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς σκοτώνῃ·
Τὸν ἀδελφὸν τοῦ Μπουταλᾶ
Εἰς μίο τῷ χύσε τὰ μυαλὰ
Καὶ τὸν Μπουταλὰ Ῥαΐζη
Μέσα εἰς δύο τόνε θερίζει.
Εἶδαν τ’ ἄδικο οἱ κουμπάνοι
Ποῦ κατεργοκύρης κάμνει.
Πέρνουν τόσην βιγωρία[4]

Τ’ εἰσεβαίνουν, σὰν θηρία.
Καὶ οἱ Τούρκοι ποῦ ’σαν μέσα
Ὅλοι ἔφριζαν καὶ ’τρομάσα.
Λέγω κείνην τὴν ἡμέρα
Μηδενεὶς ἐκ τὸν Ταγιαπιέρα
Τὶς μπορεῖ νὰ ἀριθμήσῃ
Τὸ αἷμα πὤτρεξεν ὡς βρύσι,
Καὶ τοῦ πολέμου ταὶς σπαθιαὶς
Ποῦ δὲν ἐγίνηκαν ποτές.
Δὲν εἶν’ τούτα μὲ φωτία,
Μὰ χέρια μὲ τὰ σπαθία,
Ποῦ τὸ εἶδεν μὲ τὰ μάτια
Πῶς τοὺς ἔκαμεν κομμάτια.
Κεφαλαὶς, χέρια, καὶ πόδια
Νὰ χωρίζῃ ἐκ τὰ καράδια.
Τότ’ οἱ Τούρκοι ἐτσακιστῆκαν,
Καὶ στὰ ἄρμενα ἐμπῆκαν
Γιὰ νὰ φύγουν οἱ καϋμένοι,
Λαβωμένοι, σκοτωμένοι.
Κ’ ἕνας ἀπὸ τοὺς κουμπάνους
Πά, καὶ κόφτει τους τοὺς μάντους,
Καὶ τὰ ἄρμενα ἐπέσαν
Καὶ τοὺς Τούρκους ἐπλακῶσαν
Κ’ ἐδ’ ἐκεῖ ἐκατέσφαξάν τους
Ὅλους, καὶ θανάτωσάν τους.
Τότες μίο τὴν φούστα δένει,
Κ’ ἐξοπίσω τοῦ τὴν σέρνει.
Καὶ οἱ Τούρκοι πὠκαρτεροῦσαν

Στὸ Δουράτσο, καὶ θωροῦσαν
Πῶς τὸ κάτεργον νὰ πάρουν
Στὸ Δουράτσο νὰ τὸ φέρουν,
Βλέποντας πῶς τὴν ἐπῆρε
Κ’ ἐκ τὴν πρύμνην τὴν ἐσύρε,
Ἄρχισαν τὸ βάϊ βάϊ,
Νἄχουν καὶ τὸ καταλάει.
Γι’ αὐτὸ, ἀφένταις Βενετσιάνοι,
Ποῦ βαστᾶτε τὸ στεφάνι
Κ’ ἦστεν στὴν χριστιανοσύνη,
Ζύγι στὴν δικαιοσύνη,
Ὅλοι σήμερον χαρῆτε,
Τὸν θεὸν εὐχαριστεῖτε,
Πὤχετε τέτοιο λειοντάρι,
Εἰς τὸν κόσμον γία καμάρι.
Ὦ μεγάλη ἡ ἀφεντεία,
Λαμπροτάτη Βενετία,
Δότε του τιμὴν καὶ πλούτη
Γιὰ τὴν νίκην τὴν ἐτούτη.
Π’ αὐτὸς πρέπει ν’ ἀρματώνῃ,
Ποῦ ’σεβαίνει σὰν φαλκόνι,
Καὶ συντρίβει καὶ χαλάει
Τούρκους ’ς ἕνα ’ς ἄλλο πλάϊ[5].
Καπετάνο δὲ βεντούρα[6]
Κάμετέ τον διὰ τὴν ὥρα,
Καὶ νὰ ἰδῆτε τί νὰ κάμῃ

Τοὺς ἐχθροὺς νὰ ἀποθάνῃ.
Καὶ μικροί τε καὶ μεγάλοι
Γιὰ νὰ σᾶς τρομάξουν ὅλοι.
Ν’ ἀφανίσῃ τοὺς κουρσάρους,
Τούρκους καὶ τοὺς Κατελάνους,
Ὁποῦ ὡς μέσα στὸ Κασσώπη
’Χμαλωτίζονται οἱ ἀνθρῶποι.
Θέλεις ἀπὸ Μεσσηνέζους,
Καὶ γαϊδάρους Καλαβρέζους,
Ὡς καὶ ἀπὸ τὴν Χιμάρα
Πᾶσα μέρα τὴν ἀντάρα.
Ἂς ἀφήσωμεν Ἀρτινιώταις,
Στὴν στερῃὰ τοὺς Ἀρβανίταις,
Ἔως τὸ Κοντυλονῆσι
Τίς ν’ ἀκούσῃ νὰ μὴν φρίσσῃ;
Καὶ τινὰς δὲν συντυχαίνει
Εἰς ἐκεῖνα τὸ συμβαίνει.
Ὦ θεόργιστοι Καλαβρέζοι,
Καὶ ἀνταμό σας οἱ Πουλιέζοι,
Ἀμπρουτσάνοι καὶ Ἀσκουλάνοι,
Καὶ γαϊδάροι Μαρκεζάνοι,
Μαζωχθῆτε, προσκυνεῖτε,
Τὸν θεὸν παρακαλεῖτε
Νὰ βοηθάῃ τὸ λειοντάρι
Ποῦ σᾶς ἔκαμε τὴν χάρι
Ποῦ σᾶς ἔγλυσε ἐκ τοῦ Μόρου,
Τοῦ ἀνόμου τοῦ κουρσάρου.
Ὅπου τώρα ἂν εἶχε γλύσει

Ὀξ’ ἐσᾶς δὲν εἶχε ἀφήσει.
Καὶ γυναίκαις καὶ παιδία
Ἔπερνε στὴν Βαρβαρία
Καὶ ὅσοι εἶστεν στὸν Ἀγκῶνα
Ἤφερέ σας στὸν Αὐλῶνα.
Γι’ αὐτὸ ὅλοι μαζωχθῆτε
Καὶ ζωγράφο νὰ εὑρῆκε
Νὰ σᾶς κάμῃ μίαν εἰκόνα
Νὰ τὸ λέτε εἰς τὸν αἰῶνα.
Γράφετε καὶ τ’ ὄνομά του
Καὶ τὰ κατορθώματά του,
Πῶς εἰς χρόνους τοὺς χιλίους
Εἴκοσι πεντακοσίους,
Ἄν ἔλειπε ὁ Ταγιαπιέρας,
Εἶστεν ὅλοι τῆς κακῆς ὥρας,
Εἶστεν ὅλοι ἀποθαμένοι,
Καὶ ὡς σκλάβοι πουλημένοι.
Καὶ ἡμεῖς ἐκ τὴν Κερκύρα
Γιὰ ταὐτὸν τὸν Ταγιαπιέρα
Τὸν θεὸν παρακαλοῦμε·
Σὲ τιμὴν νὰ τὸν ἰδοῦμε
Ὡς ὀρέγετ’ ἀπατός του
Καὶ νὰ σπάσῃ ὁ ἐχθρός του
Νἄχῃ πάντοτε ὑγεία,
Πλοῦτον καὶ εὐημερία.
Νὰ χαρῇ καὶ ν’ ἀφεντέψῃ,
Τοὺς ἐχθρούς του νὰ παιδέψῃ
Καὶ ὁποῦ δὲν τὸν ἐπαινέσει,

Κακὸν θάνατον νὰ δώσῃ.
Καὶ ὁποῦ δὲν τὸν ἀγαπάει,
Φάγουσα[7] νὰ τόνε φάῃ.
Κάμειν ἤθελα καὶ ἄλλα
Ποῦ τοῦ πρέπουσι μεγάλα,
Ἀμὴ ὁ νοῦς ἦν συγχισμένος
Στὴν τοᾶναν ἔνε βαλμένος.
Καὶ καλὸ τὸ γύρισμά του
Νὰ γενῇ στὸ θέλημά του
Μὲ δεκαπέντε συλλαβαίς,
Ποῦ ’νε ἔμορφαις καὶ ἀκριβαίς.
Ἄλλο τίποτε γιὰ τώρα
Δὲν γράφω κατὰ τήν ὥρα.
Ὁ θεὸς νὰ τοῦ δώσῃ χρόνους,
Καὶ χίλιαις χιλιάδες θρόνους·
Νὰ τὸν ’δῶ καὶ προβεδόρο,
Ὡσὰν εἶδα καὶ τὸν Μόρο,
Λέγω τὸν μισὲρ Μπαστία
Πὦνε δὰ στὴν Βενετία.
— Ἀπὸ μένα τὸν Τριβώλη
Ἐγεννήθη ἡ ῥήμα ὅλη,
Κ’ εἰ τινὸς οὐδὲν ἀρέσει,
Ἄλλη ἂς κάμῃ κι’ ἂς παινέσῃ.
Ἔγραψα καὶ τύπωσά το
Κ’ εἰσὲ ῥήμαν ἔβαλά το,
Νὰ τὸ βλέπουν οἱ ἀνδρωμένοι,

Τοῦ πολέμου οἱ μαθημένοι,
Καὶ νὰ τυπαίνουν καὶ αὐτῆνοι.
Οἱ ἀνήξευροι μεσχίνοι,
Εἰς τὸν πόλεμον λειοντάρια
Ἄνδρες τε καὶ παλληκάρια.

(Τὸ ὅλον στίχοι 312.)


  1. ↑ Ἀντὶ της λέξεως « Μόρος » ἡ παρὰ Ἰωάννῃ Βίκτωρι τῷ Σαβιῶνι ἔκδοσις τοῦ 1643, ἣν ἔχομεν ὑπ’ ὄψιν, ἔχει δὶς « μόνος » ὅπερ εἶνε φανερῶς τυπογραφικὸν σφάλμα.

  2. ↑ Leo Tagliapietra, λέγει μία σημείωσις τοῦ ἀντιτύπου τῆς ἐν Παρισίοις ἐθνικῆς βιβλιοθήκης.

  3. ↑ Ἔν τίσιν ἀντιτύποις ἀντὶ « μία » εὑρίσκεται « μίο. »

  4. ↑ Ἔν τίσιν ἐκδόσεσιν ἀντὶ « βιγωρία » ἀναγινώσκεται « βιγορία. » Ἡ λέξις ἐξάγεται ἐκ τῆς λατινικῆς· vigor, oris.

  5. ↑ « Πλάϊ » τοὐτέστι « πλάγιον »

  6. ↑ Ἰταλικαὶ εἰσιν αἱ λέξεις ἐκεῖναι· Capitano di ventura.

  7. ↑ Φάγουσα, ἡ, τοὐτέστι φάγαινα· γαλλιστὶ cancer.

 


Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

"Κουρμπετλήδες", ένα ακόμα όνομα για τους Αρβανίτες Στρατιώτες

 






Στην 77η επέτειο της Συμφωνίας της Βάρκιζας




Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής


Σε ένα από τα θεμελιακά κείμενά μας, τα ακολουθήσαντα και συμπληρώσαντα τους Παράξενους φτωχούς Στρατιώτεςοπού διαπραγματευόμαστε την ταυτότητα των Αρβανιτών (Ελλήνων και Τούρκων) παρατίθεται ένα από τα ωραιότερα σημεία των Μακρυγιάννειων Απομνημονευμάτων. Συγκεκριμένα γράφαμε:


[....Στον Μακρυγιάννη υπάρχει ένα απόσπασμα που, μέχρι τώρα, δεν έχει τύχει της ανάλογης προσοχής. Είναι στο Βιβλίο Α, κεφάλαιο 7ο. Έχουν αρχίσει οι διαπραγματεύσεις με τον Ιμπραήμ για την παράδοση του Νιόκαστρου....

“Παρουσιαστήκαμεν, ἦταν ῾σ ἕνα λαμπρὸ τζαντίρι, εἶχε καὶ δυὸ ἀξιωματικοὺς καὶ τοῦ βαστοῦσαν τὰ δυό του χέρια μὲ μεγαλοπρέπεια, νὰ ἰδοῦμε ἐμεῖς τὸ μεγαλεῖον του. Μᾶς ρώτησε πούθεν εἴμαστε. Ὁ ἕνας εἶπε ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν Σπάρτη κ᾿ ἐγὼ «ἀπὸ τὴν Ρούμελη» τὸ εἶπα. «Ποῖον μέρος;» Τοῦ τὸ εἶπα. Καὶ τοῦ εἶπα ψέματα ὅτ᾿ ἤμουν σωματοφύλακας τοῦ Ἀλήπασσα, «Μᾶς σκότωσαν τὸν ἀφέντη μας, κίνησα μὲ καμπόσους ἀνθρώπους ναρθῶ εἰς τὸ Μισίρι, εἰς τὴν Ὑψηλότη σας. Δὲν εἴχαμε τὰ ἔξοδά μας, ἤρθαμε ἐδῶ, εἰς τοὺς Ρωμαίγους. Μᾶς ἀπάτησαν, μᾶς ἔβαλαν σὲ τοῦτο τὸ κάστρο. Πολεμοῦμεν νύχτα καὶ ἡμέρα. Αὐτεῖνοι μας κάνουν σίγρι ἀπὸ μακρυὰ θέλουν νὰ χαθοῦμεν. Ἐμεῖς, διὰ νὰ σωθοῦμεν καὶ νὰ πάμεν νὰ πολεμήσουμεν μ᾿ ἐκείνους, βιαζόμαστε, καὶ ἤρθαμεν νὰ κάμωμεν συνθῆκες, νὰ σοῦ παραδώσουμεν, ἂν συνφωνήσουμεν, κάστρο ἐφοδιασμένο. (Σὰν τὸ λάβης, τὸ λέπεις τί ῾φόδιασμα ἔχει. Ποῦ ἀφῖν᾿ νὲ οἱ καλωσύνες τῶν προκομμένων νὰ ῾φοδιάσουμεν κάστρα. Τρομάξαμεν νὰ πάρωμεν ὀλίγα ντουφέκια ἀπὸ τοὺς Τούρκους, νὰ πολεμήσουμεν διὰ τὴν πατρίδα). Δία ῾κεῖνο, πασσά μου, θὰ σοῦ παραδώσουμεν τὸ κάστρο...................... «Κ᾿ ἐσὺ ὅπου εἶσαι κουρμπετλής, μοῦ εἶπε, σοῦ χαρίζω τριάντα ζευγάρια πιστιόλες, ντουφέκια, γιαταγάνια ἢ σπαθιά». Τὸν περικάλεσα κ᾿ ἔγιναν τριάντα πέντε καὶ τοῦ εἶπα, παράδες ὅποιος ἔχει κι᾿ ἄλλα ἀσήμια νὰ μὴν τοὺς πειράζη κανένας. Μείναμεν σὲ ὅλα σύνφωνοι. Μὲ ρώτησε πόσους ἀνθρώπους ἔχω. Τοῦ εἶπα, ὀχτακόσους. Νὰ τοὺς πάρω καὶ νὰ πάγω μαζί του. Καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ γένουν τζιράκια του. Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Γνωρίζομεν τὰ ὀτζάκια σας ὅπου κάνουν τοὺς ἀνθρώπους τζιράκια. Τώρα ἦρθα στελμένος ἀπὸ τὸ κάστρο νὰ κάμω συνθῆκες, κι᾿ ὄχι νὰ μπῶ μιστωτός. Τελειώνοντας ἡ ὑπόθεση τοῦ κάστρου, τότε τηρᾶμε αὐτό».

Στο απόσπασμα αυτό φαίνεται καθαρά πως υπάρχει μια διακεκριμένη στρατιωτική συσσωμάτωση, ένα σινάφι εύκολα αναγνωρίσιμο, το οποίο έχει τους δικούς του κώδικες και προπαντός είναι περιζήτητο.....” Καὶ τοῦ εἶπα ψέματα ὅτ᾿ ἤμουν σωματοφύλακας τοῦ Ἀλήπασσα, «Μᾶς σκότωσαν τὸν ἀφέντη μας, κίνησα μὲ καμπόσους ἀνθρώπους ναρθῶ εἰς τὸ Μισίρι, εἰς τὴν Ὑψηλότη σας. Δὲν εἴχαμε τὰ ἔξοδά μας, ἤρθαμε ἐδῶ, εἰς τοὺς Ρωμαίγους”..... Του είπε ψέματα και ο άλλος τον πίστεψε γιατί τον έβλεπε. Έφερε επάνω του όλα εκείνα που τον έκαναν διακριτό από τους άλλους και το ψέμα του πιστευτό.....Μη ξεχνάμε ότι ο Μωχαμέτ Αλής της Αιγύπτου είναι κι αυτός Αρβανίτης από την Καβάλα και ο Ιμπραήμ είναι γυιος του. “Εσύ που είσαι κουρμπετλής...”, λέει ο Μπραήμης στον Μακρυγιάννη, του χαρίζει άρματα και ζητάει να τον “προσλάβει”, μαζί με τους ανθρώπους του. Φιλοφρονώντας τον Μακρυγιάννη προθυμοποιείται, εκείνους να κάνει “τζιράκια” του , όχι τον καπετάνιο τους.

Kουρμπέτι <τουρκική gurbet(=ξενιτειά, νοσταλγία) < αραβική ġurbat غربة(=αλλόκοτος) < κουρμπετλής είναι αυτός που “έχει βγει στο κουρμπέτι”. Τα λεξικά συμφωνούν ότι “βγαίνω στο κουρμπέτι” σημαίνει “βγαίνω στη βιοπάλη”.... Ο Μακρυγιάννης με τα παλληκάρια του, δηλαδή, είναι, στα μάτια του Ιμπραήμ, “βιοπαλαιστής”, επαγγελματίας Στρατιώτης!..... “Ὁ πόλεμος εἶναι ἡ τύχη μας“, διακηρύσσει ο πρώτος λίγο παραπάνω. Και ο δεύτερος δεν έχει καταλάβει ακόμη ότι εν τω μεταξύ αποφάσισαν να πολεμήσουν για την πατρίδα τους.....”Τρομάξαμεν νὰ πάρωμεν ὀλίγα ντουφέκια ἀπὸ τοὺς Τούρκους, νὰ πολεμήσουμεν διὰ τὴν πατρίδα”.....Γι' αυτό και ο Ιμπραήμ του προσφέρει εργασία....«Γνωρίζομεν τὰ ὀτζάκια σας ὅπου κάνουν τοὺς ἀνθρώπους τζιράκια. Τώρα ἦρθα στελμένος ἀπὸ τὸ κάστρο νὰ κάμω συνθῆκες, κι᾿ ὄχι νὰ μπῶ μιστωτός. Τελειώνοντας ἡ ὑπόθεση τοῦ κάστρου, τότε τηρᾶμε αὐτό» είναι η...πληρωμένη απάντηση του ιδιοφυούς Μακρυγιάννη....]


Αυτά λέγαμε τότε, έξι χρόνια πριν.

Προϊούσης της ερεύνης, όμως, ερχόμαστε σήμερα να προσδιορίσουμε έτι περαιτέρω τον όρο αυτό που χρησιμοποιεί ο Μακρυγιάννης για τους Στρατιώτες εκείνους τους οποίους με το που τους συναντά ο Ιμπραΐμ σπεύδει να τους “κάνει τζιράκια του” προσφέροντάς τους στην ουσία ό,τι θελήσουν.


Θα ξεκινήσουμε προτάσσοντας τα λόγια ενός μεγάλου και οξυδερκούς μελετητή της Ελληνικής Επανάστασης, των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.

«...Είναι συμφέρον ν' αναδειχθή πλήρης εκ βασίμων και εμπεριστατωμένων μελετών η ιστορική αλήθεια, ότι ο πόλεμος 1821-1829 δεν διεξήχθη δι' αυτοσχεδίων στρατιωτών και ιδίως αρχηγών μη τυχόντων σπουδαίας στρατιωτικής προπονήσεως...»


Οπαδοί της άποψής αυτής από δεκαετίας, όταν γράφαμε τους “Στρατιώτες”, όχι μόνο συμφωνούμε με τα ανωτέρω αλλά και επαυξάνουμε προσθέτοντας ότι η σπουδαία αυτή στρατιωτική προπόνηση αποτελεί την κατάληξη μιας μεγάλης και ιδιόρρυθμης στρατιωτικής παράδοσης, η οποία αφ' ενός έχει ηρωικά πρότυπα τους ομηρικούς ήρωες αφ΄ ετέρου δε λαμβάνει χώρα μέσα στην ευρύτερη ελληνική οικουμένη, τόσο κατά την περίοδο που αυτή θεμελιώνεται πολιτικά στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όσο και κατά την περίοδο που η Αυτοκρατορία καταρρέει αφήνοντας, την οικουμένη εκείνη, κληρονομιά και μήλον της έριδος στις υπερδυνάμεις της εποχής, χωρίς όμως να απωλέσει δια μιας το εκπληκτικό φορτίων των τριών ταυτοτητο-ποιητικών παραδόσεων του Ελληνισμού (Πολιτική- Πίστη- Παιδεία). Φορτίο που ενεργεί υποδορίως, εκρήγνυται κατά διαστήματα και κατά τόπους, έως ότου ξεσπάσει στη μεγάλη Επανάσταση του 1821.


Σήμερα, είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε, όχι μόνο θεωρητικά αλλά και απτά ιστορικά τεκμήρια, ότι η παράδοση αυτή υπάρχει και συνδέεται με τις τύχες του ελληνισμού, άλλοτε προπορευόμενη και άλλοτε ακολουθούσα, από την 11η εκατονταετηρίδα, δλδ από την Άννα την Κομνηνή και τους “καλούμενους Αρβανίτες” της μέχρι την 19η, την εποχή του Καποδίστρια. Σβήνει δε οριστικά, την εποχή των διωγμών που λαμβάνουν χώρα τόσο στο Βαυαροκρατούμενο ανασυσταθέν Ελληνικό Κράτος όσο και στην έτι περαιτέρω παρακμάζουσα Οθωμανική αυτοκρατορία. Θα ξεπροβάλλει δε, ακριβώς εκατό χρόνια αργότερα, εν ετέρα μορφή, στην Εθνική Αντίσταση, και μάλιστα με επικεφαλής τους άμεσους και βιολογικούς απόγονους των Στρατιωτών αυτών, τον Άρη Βελουχιώτη και τον Ναπολέοντα Ζέρβα. Οι συμβολισμοί βέβαια είναι ωραίοι και συγκλονιστικοί από μόνοι τους, γίνονται όμως περισσότερο εντυπωσιακοί όταν συσχετιστούν με τα πρότυπα των φορέων τους και με τις κατά τόπους παραδόσεις. Η ίδια στρατιωτική παράδοση, διαθέτει, στα μέσα της 20ης εκατονταετηρίδος, τα πρότυπα των ηρώων και την πείρα των μαχών του '21. Δυο μεγάλες πηγές έμπνευσης και παραδειγματισμού, η μια η αρχαία και ιδρυτική του Ελληνισμού και η άλλη η νεώτερη και Επαναστατική του Ελληνισμού.

Στο θέμα αυτό όμως θα επανέλθουμε με πολλά και σημαντικά ακόμα.

Προς το παρόν ας δούμε τι διατάσσει ο αρχιστράτηγος της Ανατολικής Ρούμελης Δημήτριος Υψηλάντης, στις 19 Μαρτίου 1828:



Προς τον Υπασπιστήν μου και Εκατόνταρχον

Κ. Γεώργιον Βοϊνέσκον


Σοι εγχειρίζεται και προς τον Στρατηγόν Βάσον Μαυρουβουνιώτην διαταγή` εξ αυτής πληροφορείσαι, ότι διατάττεται να διοργανίσει μετά σου το σώμα του` διατάττεσαι λοιπόν να απεράσης αύριον πολλά πρωί εις Ελευσίνα` εκεί θέλεις ενεργήσει μετά τον εφεξής τρόπον.

1ον. Θέλεις βάλει βάσιν να διοργανισθή πρώτον το υπό την άμεσον οδηγίαν σώμα του Στρ: Βάσου` ο διοργανισμός θέλει είναι σύμφωνος με των προλαβουσών χιλιαρχιών` αλλά θέλεις έχει πάντοτε προ οφθαλμών να μη δοθή εις κανένα αξιωματικόν μήτε υπόσχεσις πεντηκονταρχίας` διότι ο βαθμός ούτος εξήρτηται από μόνην την εκλογήν του Εξοχωτάτου Κυβερνήτου` το έργον οπού επιφορτίζεσαι να διενεργήσης μετά του Στρ! Βάσου είναι το να σχηματισθώσι μόνον εκατονταρχίαι.

2ον. Ο αριθμός των εκατονταρχιών πρέπει να ήναι πλήρης, αλλά προτού να συμπληρωθή θέλεις προσέξη να μη δοθώσι βαθμοί αξιωματικών, και μη αναλόγως του αριθμού των στρατιωτών, και εις τούτο δεν είναι συγχωρημένη καμμία συγκατάβασις.

3ον. Οι στρατιώται οπού θέλουν σχηματίσει τας εκατονταρχίας, θέλουν είναι όλοι κουρπετλήδεςi ήτοι αεικίνητοι` δεν είναι δεκτοί οι μη αεικίνητοι καθώς και οι ψυχογοί, και εις αυτάς τα δύο περιστάσεις η προσοχή σου πρέπει να ήναι μεγάλη.

4ον. Αφού κατά τον ειρημένον τρόπον διοργανισθή το Σώμα του Στρ: Βάσου, θέλεις προσκαλέσει να έμβωσιν εις αυτήν την τάξιν, όσα μικρά σώματα ευρίσκονται εις Ελευσίνα` εις έκαστον οδηγόν των τοιούτων σωμάτων, θέλετε προσφέρει τον ανάλογον βαθμόν, πάντοτε όμως εις το τοιούτον θέλετε έχει οδηγόν την αξιότητα, και βάσιν τον αριθμόν των στρατιωτών, τους οποίους έκαστος αυτών διοικεί.

5ον. Όσα ταύτα σώματα δεν θέλουσι δεχθή να συγκαταταχθώσι δι' οποιουσδήποτε λόγους θέλεις φροντίσει εγκαίρως εις την έκθεσιν των πρακτικών σου να μοι σημειώσης τα ονόματα αυτών και τους σκοπούς των, αν δε η χρεία το καλέση, ημπορείς και εκείθεν να με γράψης και να μου ζητήσης τας αναγκαίας προς αυτούς διαταγάς. Εν τοσούτω θέλεις κοινοποιήσει εις όσους αποποιούνται του να συγκατατεθώσιν, ότι ευθύς όπου μάθω τας αιτίας της αποποιήσεώς των, θέλω διαλύσει τα σώματά των, κ.τ.λ.

6ον. Οι καταλεγόμενοι εις τας διαφόρους εκατονταρχίας, πρώτον επιθεωρούνται παρά σου μετά του Στρ: Βάσου, και έπειτα διευθύνει ο Στρ: Βάσος δια κάθε εκατονταρχίαν, ιδιαιτέρως προς τον Γεν. Φροντιστήν διαταγήν, να δίδη τα καθημερινά ταΐνια καθώς διορίζει ο στρατιωτικός κανονισμός, όχι όμως προτού να κάμουν οι εκατόνταρχοι εγγράφως την καθημερινήν κατάστασιν των εκατονταρχιών, επάνω εις την οποίαν πρέπει να γίνεται η πρόσκλησις προς τον φροντιστήν δια τα ταΐνια καθ' ημέραν.

7ον. Κάθε δύο ημέρας θέλεις μοι διευθύνει έκθεσιν των πρακτικών σου και θέλεις ενεργεί, κατά τας οποίας ημπορείς να λαμβάνης ακολούθους οδηγίας.


19 Μαρτίου 1828


Ο Στρατάρχης

Δ: Υψηλάντης



Ούτε λίγο ούτε πολύ τούτη η άκρως σημαντική διαταγή του Δ. Υψηλάντη είναι η μετατροπή της αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης, που κάποια στιγμή μετεξελίχθηκε σε αρματολική για να καταλήξει να λέγεται, στην εποχή του Κυβερνήτη, “κουρμπετλίδικη”, αφού πια ο όρος “Αρβανίτης” είχε δυσφημιστεί, τουλάχιστον από τους χρόνους των Ορλοφικών, όπου ο εξωμοσμένος κλάδος της Αρβανιτιάς είχε θύσει και απολύσει.

Ο δε όρος “Αρματολοί”, επίσης δεν προσφέρεται γιατί α) αρματολοί πια δεν υπάρχουν στην αναδυόμενη Επικράτεια, β) αρματολοί υπάρχουν στην Οθωμανική Επικράτεια, γ) αρματολοί υπάρχουν στη μεθόριο και σε συνεννόηση με τους Τούρκους μέσω των γνωστών “καπακίων” δ) ο καινούργιος στρατός δεν θέλει να εγκολπωθεί σχήματα και νοοτροπίες που ακυρώνουν την πυραμιδική και ιεραρχική δομή του. Εξ ου και η απαγόρευση της στρατολογίας των “ψυχογιών”, η οποία, είναι μάλιστα ιδιαίτερα αυστηρή και στοχεύει ακριβώς εκεί: Να μην αναπαραχθεί στη νέα δομή ολόκληρη η προηγούμενη οργανωτική παράδοση αλλά μόνο η μαχητική πλευρά της.

Όπως μας κατατοπίζει ο προρρηθείς ιστορικός των στρατιωτικών, “αεικίνητοι” ή κορμπετλήδες είναι αυτό που λέγεται “ενεργός στρατός” στη Δύση, εν αντιθέσει προς εκείνους που έπαιρναν τα όπλα για να συνδράμουν το “στρατιωτικόν” εφ' όσον εμάχοντο εντός των ορίων της περιοχής των. Είναι δε εντυποσιακότατον το ότι το σχήμα αυτό αναπαρήχθη αυτούσιο στον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό- ΕΛΑΣ με το σχήμα “ενεργός ΕΛΑΣ – Εφεδρικός ΕΛΑΣ”. Και εκεί οι “εφεδρικοί” στρατεύονταν υπό αυτόν τον όρο, να πολεμούν κοντά στα χωριά τους! Τώρα, η απορία και η έκπληξή μας παραμένει και στις δύο εκδοχές της καταγής αυτής της.. αναβίωσης του ΕΛΑΣ: Είχαν, οι ηγέτες του ΕΛΑΣ, υπόψη τους την πείρα της Επανάστασης και την αναπαρήγαγαν συνειδητά; ή δεν την είχαν υπόψη τους και την αναπαρήγαγαν “αυθορμήτως”;

Τέλος, είναι ευκαιρία εδώ και τώρα να σημειώσουμε και να επισημάνουμε ότι όπως στον 20ο αιώνα με το Αντάρτικο, έτσι και στον 19ο αιώνα με τους Κουρμπετλήδες- Αρβανίτες, χάθηκε μια ακόμη ευκαιρία να συγκροτηθεί τακτικός στρατός που θα εγκολπώνονταν όλη αυτή τη θετική στρατιωτική παράδοση των ελληνικών αγώνων υπέρ ελευθερίας και ανεξαρτησίας της Πατρίδας.

Ακριβώς πέντε χρόνια αργότερα, οι Μύριοι αυτοί του Κυβερνήτη, συγκεντρωμένοι στο Άργος, και αφού έχουν μακελευτεί μαζί με τους αμάχους της πόλης, από το εκστρατευτικό σώμα των φίλων μας των Γάλλων, θα αναγκαστούν να παραδώσουν τα όπλα τα ιερά σαν σε μια άλλη πρώιμη και από τον Γερμανών (όχι των Άγγλων!) Βάρκιζα.


«...Εν τη Αργολίδι είχον αθροισθή δεκακισχίλια παλληκάρια συν τοις εαυτοίς αρχηγοίς, απεκδεχόμενα τας περί αυτών αποφάσεις της αντιβασιλείας [...] Τα μεν παλληκάρια ηρνούντο, να καταταχθώσιν εις τον τακτικόν στρατόν και της αρνήσεως ταύτης κυρία αιτία ήτο ότι δεν ήθελον να φορέσωσι φραγκική μονοστολίαν, η δ' αντιβασιλεία εφρόνει ότι ώφειλε να μη επιτρέψη αυτοίς την εθνικήν φουστανέλλαν, διότι, προς τον ιματισμόν τούτον συνέδεε την έννοιαν του αγρίου βίου και της αταξίας.

Η αντιβασιλεία ήρξατο τότε φοβουμένη μη τα παλληκάρια εξεγερθώσι κατ' αυτής και διώξωσιν αυτήν, ως είχον εξεγερθή και κατά των Γάλλων. Όθεν προσέταξεν τον αφοπλισμόν αυτών διαβουκολήσασα αυτά δια της υποσχέσεως ότι θα κατήρτιζεν αμέσως εθνικόν στρατόν έχοντα τακτικά όπλα και εθνικά φορέματα. Συγχρόνως εδόθη και η υπόσχεσις ότι έκαστος, καθ' ην είχεν αξίαν, θα ελάμβανεν έγγραφον, δι' ου θα εγίνετο ιδιοκτήτης μερίδος τινός γηςii.

Η πίστις των τότε Ελλήνων εις τας υποσχέσεις της αντιβασιλείας ήτο απεριόριστος` ο αφοπλισμός εγένετο εν Αργολίδι συναχθέντων παλληκαρίων περί τα δεκακισχίλια. Καίτοι δε η παράδοσις των όπλων και ξιφών επότισεν αυτούς ανέκφραστον πικρίαν, διότι απεχωρίζοντο των φιλτάτων πανοπλιών, δι' ων είχον πολεμήσει υπέρ της ελληνικής ελευθερίας, ουδεμία όμως εγένετο αταξία κατά την παράδοσιν, μόνον δε λυπηραί τινες σκηναί ετάραξαν την καρδίαν ημών. Είδομεν πρεσβύτα και σχεδόν πολιούς άνδρας αρειμάνιον το ήθος έχοντας, κλαίοντας δε ως παιδία και χύνοντας δάκρυα δια των ηλιοκαών παρειών αυτών. Η κατάθεσις των όπλων ενέβαλεν εις άλλους απελπισμόν, μη θελήσαντας να παραδώσιν εις χείρας αλλοτρίων τον πολύτιμον θυσαυρόν και ρίψαντας εις τους βράχους τα ξίφη και λοιπά αυτών όπλα...»


Η μαρτυρία αυτή δεν είναι κάποιου Έλληνα. Είναι Γερμανού αξιωματικού από το σώμα εκείνο που φέρανε οι Βαυαροί μαζί τους και στον οποίον οφείλουμε πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για τα πρώτα εκείνα χρόνια της βαυαροκρατίας. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα για άλλο κείμενο...



Σημειώσεις: 


iΗ επισήμανση είναι του πρωτοτύπου.

iiΠαρόμοια... διαβουκόλευση υπήρξε και το 1944. Μόνο που οι Άγγλοι πληρώνανε σε χρυσό. Μία λίρα το ντουφέκι!

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

Ο Έλληνας Αρβανίτης Κίτζος Τζαβέλλας και ο Τούρκος Αρβανίτης Αχμέτ Ν' Πρεβίστα

 






Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




Χαριτολογώντας θα λέγαμε ότι, με τον Δερβέναγα των Κραβάρων Αχμέτ Ν' Πρέβιστα έχουμε “παλιές” διαφορές.

Ασχοληθήκαμε μαζί του στους Παράξενους φτωχούς Στρατιώτες, στο ιδιαίτερο σημείωμα που προσαρτήθηκε στο “Επίμετρο” με αφορμή το βιβλίο Σούλι και Σουλιώτες της Β. Ψιμούλη και της σχετικής διαμάχης που προέκυψε με τον Γ. Καραμπελιά.

Εκεί, στο βιβλίο της κ. Ψιμούλη, αναφέρεται ένα απόσπασμα επιστολής του Αχμέτ της Πρέβιστας στον Κίτζο Τζαβέλα, όπου, ο πρώτος... εγκαλεί τον δεύτερο γιατί “πού στο διάβολο τα έμαθες αυτά τα ελληνικά, εγώ σε ξέρω αρβανίτη σαν εμένα”. Θέλει να πει μ' αυτό η συγγραφέας ότι οι Σουλιώτες και κατ' επέκτασιν οι Αρβανίτες πριν γίνουν Έλληνες ήταν... Αλβανοί.

Στον ισχυρισμό αυτό έχουμε απαντήσει ήδη και με τους “Στρατιώτες” και με πολλά ακόμη συμπληρωματικά κείμενα. Σήμερα θα ασχοληθούμε αναλυτικότερα με τον Αχμέτ Ν' Πρέβιστα και θα δούμε πώς μπλέχτηκε με τον Κίτζο Τζαβέλα σε αλληλογραφίες και τι τελικά έγινε.


Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Κυβερνήτη Ιωάν. Καποδίστρια, οι “άτακτοι” αγωνιστές της Επανάστασης, οι “απόγονοι της φρουράς του Βασιλέα μας” όπως τους αποκαλούσε ο Κασομούλης αλλά και ο Γέρος του Μοριά, διοργανίστηκαν σε χιλιαρχίες και στις δεκαδικές τους υποδιαιρέσεις.

Σχηματίστηκαν έτσι εννιά και μισή χιλιαρχίες, εννέα συν μία πεντακοσιαρχία της Φρουράς του Στρατάρχου, που δεν ήταν άλλος από τον Δημήτριο Υψηλάντη, και είχε διοικητή τον Σπύρο Μήλιο.

Οι άλλες εννέα ήταν οι εξής με τους διοικητές τους:


1η Κίτζος Τζαβέλας

2η Χριστόδουλος Χατζή Πέτρος

3η Γιαννάκης Στράτος

4η Διαμάντης Ζέρβας

5η Νικόλαος Κριεζώτης

6η Βάσος Μαυροβουνιώτης

7η Τόλιας Λάζος

8η Γεώργιος Δυοβουνιώτης

9η Διονύσιος Ευμορφόπουλος


Υπήρξε επίσης ένα σώμα υπονομοποιών (λαγουμιτζήδων) υπό τον υπέροχο ήρωα του Μεσολογγίου και της Ακρόπολης Κώστα Λαγουμιτζή, ένα μικρό απόσπασμα ιππικού υπό τον Αθανάσιο Παπάζογλου και ένα μικρό επίσης τμήμα πυροβολικού, μικρού διαμετρήματος, υπό τον Γεράσιμο Φωκά Γεωργάτο. Αργότερα προστέθηκαν οι χιλιαρχίες του Ρούκη και του Καρατάσου, όπως και το ιππικό του Χατζή Χρήστου.


Αποστολή αυτής της νεώτερης στρατιάς των “Μυρίων” ήταν η απελευθέρωση της ανατολικής Ρούμελης. Να κάνει δηλαδή ό,τι έκανε και ο Στρατάρχης της Γεώργιος Καραϊσκάκης, με περισσότερη τώρα βοήθεια από την νεαρά εξουσία του Κυβερνήτη αλλά με τις ίδιες και χειρότερες υπονομεύσεις της προσπάθειας, κυρίως από τη Μεγάλη Βρετανία. Στη δυτική Ρούμελη επιχειρούσε ο Τσουρτς και στον Κορινθιακό έκανε τα παρθενικά της κατορθώματα η “Καρτερία” με τον Άστιγκα.


Ο Κίτζος Τζαβέλας, ο ήρωας της Κλείσοβας, ήταν τότε μόλις 28 χρονών. Θεωρείτο όμως ήδη παλαίμαχος και ο έχων τον μεγαλύτερο αξίωμα μετά τον Στρατάρχη. Δια τούτο και απεσπάσθη από το κύριο σώμα των χιλιαρχιών και πήρε διάταξη στην κεντρική προς δυτική Ρούμελη για να διενεργήσει εκστρατεία ανεξάρτητη, ακολουθώντας, βέβαια, τις γενικές οδηγίες του στρατηγείου και του επιτελείου του.

Σημειωτέον ότι, το επιτελείο του Υψηλάντη το αποτελούσαν οι: Χριστόφορος Περραιβός, ο συνταγματάρχης Γκραλλιάρ, ο χιλιάρχος Ι. Ρούκης, ο Δαγκλής, ο Μπλοντέν, οι υπασπιστές του Γ. Σάλλας, Γ. Σκούφος, Π. Ορφανός, Ν. Κανούσης, συν/ρχης Δανιέλ, Γ. Βοϊνέσκος, ο στρατοπεδάρχης Λασσάνης, ο αρχίατρος Βόνθρων και ο γραμματέας Ι. Φιλήμων.


Ο Κίτζος τέλος του καλοκαιριού του 1828 απευθύνει επαναστατική προκήρυξη στους πρόσφυγες του Λοιδωρικίου και του Μαλανδρίνου που βρίσκονται στην Αχαΐα.


Προκήρυξις προς τους εκ Λοιδωρικίου και Μαλανδρίνου παροίκους εις το τμήμα της Αχαΐας


Η Αυτ. Εξ. Ο Κυβερνήτης της Ελλάδος προνοών δια την σωτηρίαν της Επικρατείας και θεωρών εν των αναγκαιοτάτων την ανάστασιν της Ρούμελης, διέταξε τον Στρατάρχην της Αν. Ελλάδος ν' αποστείλη εις ανωτέρω επαρχίας μίαν δύναμιν. Ο Στρατάρχης διέταξεν εμέ να παραλάβω την παρ' εμού διοικουμένην Α' χιλιαρχίαν, την πεντακοσιαρχίαν του αυταδέλφου μου και τους οπλοφορούντες εις την νήσον των Τριζωνίων Στερεοελλαδίτας και να τρέξω δια την απελευθέρωσιν αυτών των επαρχιών. Εις τοιαύτην περίστασιν κρίνω χρέος μου να προσκαλέσω και εσάς τους παροίκους εις το τμήμα της Αχαΐας δια να συναγωνισθώμεν και μαζί να ελευθερώσωμεν την γην των προπατότων μας, την γην της γεννήσεώς μας, την γην της ζωής, της δόξης και της ευτυχίας μας, την γην τέλος πάντων την οποίαν εποτίσαμεν με ρύακας πολυτίμων αιμάτων. Η τορινή εκστρατεία δεν ομοιάζει τας προτητερινάς. Τότε μας έλειπον όλα, τόρα έχομεν την προστασίαν των τριών μεγάλων και Σ. Δυνάμεων της Ευρώπης` έχομεν τον Σ. Κυβερνήτην μας, έχομεν εν αφθονία τα προς το ζην αναγκαία των στρατιωτών, και έχομεν τέλος πάντων ιδιαιτέρως τα λαμπρά όπλα των Ρώσων, τα οποία επαπειλούν την εξόντωσιν του Οθωμ. Εθνουςi. Τρέξατε λοιπόν εις την φωνήν της Πατρίδος και ενωθείτε μετ' εμέ. Βεβαιωθήτε ότι οι αγώνες σας, δεν θέλουν μείνει χωρίς ανταμοιβήν, ενώ η αδιαφορία σας δεν θέλει μείνει ατιμώρητος` κατά το παρόν ας ακολουθήσουν οι δυνατοί να φέρουν όπλα και οι αδύνατοι ας μείνουν αυτού με τας οικογενείας, όπου κατοικούν. Φθάσας εις τον Ακράταν μετά πολλάς δυσκολίας εις την θάλασσαν δια τον εναντίον καιρόν και πληροφορηθείς ότι εις την Αχαΐαν παροικούν πολλοί από τους κατοίκους των ανωτέρω επαρχιών εκδίδω την παρούσαν προκήρυξιν.


Ο Α' χιλίαρχος και αρχηγός

Λοιδωρικίου και Μαλανδρίνου

Κίτσος Τζαβέλλας



Τάδε έφη Κίτζος Τζαβέλλας και σπεύδει να περάσει απέναντι, από κει περίπου που περνούσαν πάντα οι “άτακτοι” από τον Μοριά στη Ρούμελη και το ανάποδο, εισβάλει στην επαρχία των Κραβάρων και περικυκλώνουν την Λομποτινά για να εκδιώξουν τον εκεί οχυρωθέντα Δερβέν Αγασή των Κραβάρων, Αχμέτ,  τον οποίο, ο Τζαβέλλας από την Βόνιτσα προσκαλεί να καταθέσει τα όπλα.


Ο δερβέναγας των Κραβάρων απαντάει με το κάτωθι γράμμα που εδώ το παραθέτουμε ολόκληρο, μαζί με το υστερόγραφο, μέρος του οποίου έγινε αντικείμενο της προρρηθείσης συζητήσεως.


Ηγαπητέ μοι κίτζο τζαβέλα


το γράμμα σου έλαβα` τα γραφόμενα καλώς εκατάλαβα` τζαβέλα ήξευρε ότι από τον καιρό οπού εγώ έβαλα το ντουφέκι εις τον ώμον στοχάζομαι τον εαυτό μου των όντι δια βασιλέα` και τα ιδικά σου τα ελληνοκορομπλίσματα να τα επής εκεί οπού σου περνάνε ειδέ σ' εμένα μένουν άκυρα ορφανά. Ότι αν θέλης να δείξης το ελληνικόν σου έρχεσαι εδώ. Και τότε θέλεις καταλάβεις δυστυχισμένε εκείνους οπού τρώγουν τα ψημένα κάστανα` ορέ κίτζο τζαβέλα, το να μου λέγης ότι η υψηλή σας πόρτα της ρωσίας πολεμά εις τα κάστρα της πόλεως, και τον βασιλέα μας τον έχουν κλεισμένον εις το ουτζκελεσή, το γνωρίζω καϋμένε, ότι με αυτά σας γελούν οι Φράγκοι, και σας στέλνουν εδώθε δια να σας σκοτώνωμεν σαν τα σκυλιά, και έχομεν ελπίδα εις τον Θεόν, οπού ο πολυχρονεμένος βασιλέας μας την υψηλήν πόρταν της ρωσίας σας θέλει την χαμηλώσει, τζαβέλα περισσότερα δεν σου γράφω και θεόθεν υγίαινε.


Τη 8 Σεπτεμβρ. 1828

Λομποτινά


Ο του κραβαρ: ντερβέναγας

Αχμέτ

νπρεβίστας


Τ.Σ.


Και το υστερόγραφο:


λέγεις ότι είναι τόπος ελληνικός, ήξευρε ότι εγώ οπού έχυσα τόσον αίμα ως καθώς λέγεις άλλο τόσον θέλεις χύσει και εσύ και τότε θα φας κράβαρα και λοιδορίκι, πλην μην στέλνεις και μαζώνεις καρβουνιαραίουςii. Πολλά λόγια δεν σου λέω σύρε από εκεί οπού ήλθες ορφανέ, ότι σας λυπάμαι οπού εμείνατε τρεις σουλιώτες και θα χαθήτε όλοι και δια τόπον ελληνικόν οπού τον λέγεις εδώ, τόπος είμαι εγώ, και νησαλά θέλεις με γνωρίσει ογλίγορα. Μωρά κίτζο εγώ σε ηξεύρω αρβανήτην ωσάν εμένα, εσύ που στον διάβολον τα έμαθες αυτά τα ελληνικά και εγώ δεν ηξεύρω.


Ο ίδιος


Τ.Σ.



«Κανείς, λέει ο Νέστορας του Αγώνα Χ. Περραιβός, δεν επίστευεν αισίαν την έκβασιν της εκστρατείας, αλλ' η ανδρεία, η δραστηριότης, η φρόνησις και το εμπειροπόλεμον του Τζαβέλλα εκατόρθωσαν ν' αποβάλωσι δια των όπλων από πολλάς επαρχίας τους Τουρκαλβανούς, ματαιώσωσι ταυτοχρόνως και τας συνδραμούσας επικουρίας».


Πραγματικά, τον Αχμέτ της Πρέβιστας, που είναι κλεισμένος στην Λομποτινά με 1.200 πεζούς και καβαλαραίους, σπεύδουν να ενισχύσουν 3.000 υπό τον Οσμάν πασά και τον Ασλάν μπέη, από την περιοχή της Υπάτης.

Ο Κίτζος όμως τους προλαβαίνει στην Γραμμένη Οξιά και τους γυρίζει πίσω. Ενώ με την Γ' χιλιαρχία του Στράτου καταλαμβάνει τη γραμμή Ζέλιστα- Παλούκοβα- Τέρνοβα και αποκόπτει την Λομποτινά από την πλευρά της Ναυπάκτου, στενεύοντας έτσι περισσότερο την πολιορκία.

Νέα επίθεση, μετά από την ανασυγκρότησή τους, διενεργούν οι Οσμάν και Ασλάν στη γραμμή Κλεπά- Αβόρανη- Άγιοι Απόστολοι, όπου και οι προφυλακές του Αου πεντακοσίαρχου της Αης χιλιαρχίας Χρήστου Φωτομάρα.

Με τη βοήθεια όμως των ενισχύσεων, της Βας πεντακοσιαρχίας υπό τον Γιαννούση Πανομάρα, τεσσάρων άλλων εκατονταρχιών όπως και των Γιαννάκη Στράτου (Γη χιλιαρχία) και Ι. Μπαϊρακτάρη (Βα πεντακοσιαρχία) ανατρέπεται η κύρια προσπάθεια του εχθρού που εκδηλωνόταν στην κατεύθυνση Παλούκοβα- Τέρνοβα και η λύση της πολιορκίας της Λομποτινάς ματαιώνετε οριστικά.


Μετά τι μάχες αυτές που, όπως βλέπουμε από τα λίγα τούτα που χωράνε εδώ, δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από μάχες τακτικού στρατού, ο Αχμέτ της Πρεβίστας απελπίζεται και επιχειρεί έξοδο μέσα σε πυκνή ομίχλη με κατεύθυνση τη Ναύπακτο μέσω της Βαρνάκοβας. Ακολουθεί φοβερή σύγκρουση οπού τα πυροβόλα όπλα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν λόγω της μεγάλη υγρασίας. “Ο αγών διεξήχθη αποκλειστικώς σχεδόν δι' αγχεμάχων όπλων”!

Οκτακόσιοι Τούρκοι “ετέθησαν εκτός μάχης”. Εκατόν πενήντα πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Άλλοι τόσοι, με τον Καφτάν αγά, σώθηκαν με βάση το αρχικό σχέδιο. Δηλαδή έφτασαν στη Βαρνάκοβα και από κει στη Ναύπακτο.

Άφθονα λάφυρα και 400 ίπποι, “το πλείστον πολεμιστήριοι” έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων.

Μα το σπουδαιότερο από αυτά είναι ο ίδιος ο προπετής και πεφυσιωμένος Αχμέτ ν' Πρεβίστα.

Γνωρίστηκαν ογλίγορα με τον Κίτζο για να τον οδηγήσει δεμένο πισθάγκωνα ενώπιον του Κυβερνήτη στην Αίγινα!





Σημειώσεις:


iΕννοεί τον ΡωσοΤουρκικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει.

iiΟ Αχμέτ ενώ αναγνωρίζει τον Κίτζο “αρβανίτη” σαν κι αυτόν, δεν εννοεί να αναγνωρίσει τους επίστρατους ως ισότιμους στους πολεμικούς αγώνες. Γι΄ αυτό και τους αποκαλεί υποτιμητικά “καρβουνιαραίους”, ότι δλδ ασχολούνται με την παραγωγή ξυλοκάρβουνου στα ρουμάνια και όχι με τον πόλεμο. Και όμως αυτοί οι “καρβουνιαραίοι” θα τον ζωγρήσουν και θα τον πάνε δεμένο στον Κυβερνήτη.