Το καπιτώλι –προφανώς από το Καπιτώλιο– παίζεται με βόλους. Είναι παιγνίδι για δύο τρία αγόρια (τα κορίτσια δεν έπαιζαν ποτέ). Στις γωνίες ενός νοητού τετραγώνου φτιάχνονται τέσσερα λακκουβάκια. Προσφιλής μέθοδος εκσκαφής ήταν η περιστροφή του τακουνιού του παπουτσιού. Στο σημείο που τέμνονται οι δύο νοητές διαγώνιες του τετραγώνου φτιαχνόταν το πέμπτο λακκουβάκι, που λεγόταν και «καπιτώλι». Εκείνο ήταν το σπουδαιότερης σημασίας λακκουβάκι.
Αφού στηνόταν το πεδίο της μάχης, τα παιδιά έριχαν, από μια νοητή πλευρά του τετραγώνου, τους βόλους τους στο «μπάσι» (=κεφάλι, τουρκ.), που ήταν συνήθως μια μεγάλη πέτρα. Όποιος βόλος ήταν πιο κοντά έδινε το δικαίωμα στο παιδί να παίξει πρώτο. Ξαναέριχνε λοιπόν τον βόλο του, αυτήν τη φορά από το μπάσι προς τα λακουβάκια. Επιδίωξη: ο βόλος να μπει με την πρώτη μέσα στο λακκουβάκι. Αν το κατάφερνε συνέχιζε στο επόμενο της επιλογής του. Οι άλλοι περίμεναν μέχρι να αποτύχει. Μόλις αποτύγχανε, μπαίνανε κι αυτοί στο παιγνίδι.
Μετά τη βολή από το μπάσι, η εκτόξευση των βόλων χρησιμοποιώντας δύο δάκτυλα, τον δείκτη και τον αντίχειρα, όπως για να περιστρέψουμε στον αέρα ένα κέρμα. Στα μεν περιμετρικά λακκουβάκια, σημείο εκτόξευσης ήταν τα «τέσσερα δάκτυλα» από τα χείλια του λάκκου· στο δε καπιτώλι, το σημείο εκτόξευσης ήταν η «μια πιθαμή». Η «μια πιθαμή» ίσχυε μόνο στην περίπτωση που είχες στην κατοχή σου τουλάχιστον ένα περιμετρικό λακκουβάκι. Στα ίδια αυτά όρια μπορούσες να «πιάσεις» τον βόλο του άλλου και να τον εξοστρακίσεις έξω από το πεδίο. Αν δηλαδή ο άλλος, προσπαθώντας να καταλάβει το δικό σου λακκουβάκι, ξέμενε από ορμή κοντά στα χείλη του, τότε μέτραγες ή τέσσερα δάκτυλα ή μια πιθαμή. Αν τον «έπιανες» μπορούσες να τον εξοστρακίσεις. Αν όχι, τότε αυτός ήταν σε πολύ πλεονεκτική θέση να καταλάβει το λακκάκι σου στην επόμενη βολή του.
Το «έξω» από το πεδίο καθορίζονταν από τα… μεγέθη των παπουτσιών. Ήταν δηλαδή διαφορετικό για το κάθε παιδί, αν βέβαια φόραγαν διαφορετικό νούμερο παπούτσια. Όλοι πάντως μέτραγαν δύο πέλματα, το ένα κολλητά με το άλλο, και μισό. Δηλαδή το τρίτο πέλμα τοποθετούνταν κάθετα στα δύο προηγούμενα. Είχες τρεις βολές να τον «τζανίσεις» έξω. Αν δεν τα κατάφερνες, τότε ήσουν σε μειονεκτική θέση, γιατί αυτός παρέμενε μέσα στο παιχνίδι, και μάλιστα κοντά σε ένα από λακκάκια σου. Αν τα κατάφερνες, τότε αυτός έβγαινε από το παιγνίδι και έπαιζε ξανά από το μπάσι. Ο εξοστρακισμός ήταν υποχρεωτικό να γίνει από το καπιτώλι, τότε και μόνο τότε – όταν το ένα παιδί δεν διέθετε περιμετρικό λακκάκι. Στην περίπτωση αυτή τα δικαιώματα του κεντρικού λάκκου άλλαζαν και η βολή δεν γινόταν από τη «μία πιθαμή», αλλά από τα «τέσσερα δάκτυλα». Αυτό ίσχυε είτε ήθελες να καταλάβεις ένα άλλο λακκάκι, είτε «έπιανες» τον άλλον, είτε ήθελες να τον εξοστρακίσεις. Βέβαια, όταν εξοστράκιζες τον άλλον από το κέντρο του πεδίου, είχες πιο πολλές πιθανότητες αποτυχίας.
Οι βολές ήταν πάντα τρεις, είτε έριχνες για να καταλάβεις λακκάκι είτε έριχνες για να εξοστρακίσεις. Εξαίρεση γινόταν μόνο στην περίπτωση που έπεφτε στην κατοχή σου το καπιτώλι από την πρώτη βολή (από το μπάσι). Τότε έριχνες μία βολή από τα χείλη του, προσπαθώντας να πετύχεις άλλο λακκάκι με τη μία. Το παιγνίδι τελείωνε μόνο όταν ο ένας καταλάμβανε όλα τα λακκάκια.
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής, Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες- Θαυμαστά στοιχεία της αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης των ελληνικών Κοινών, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2014, σελ. 340