Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σχηματάρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σχηματάρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Το "γκούτσι", ένα ακόμη αρβανίτικο πολεμικό παιχνίδι

Αποτέλεσμα εικόνας για γκολφ μπαστούνια




Το "γκολφ" των Αρβανιτών- παίζεται με ειδικά μπαστούνια, είναι λίγο πιο... άγριο και δεν χρειάζεται ακριβές εγκαταστάσεις. 



«Γκούτσι» στα αρβανίτικα σημαίνει «γουρούνι». «Γκούτσι» λέγαμε και το τενεκεδάκι από κονσέρβα που χρησιμοποιούσαμε για το ομώνυμο ομαδικό παιχνίδι. Όριο στη συμμετοχή των παιδιών δεν υπήρχε. Έπαιζαν όσα παιδιά βρίσκονταν εκεί, και μάλιστα ήταν καλό να βρίσκονταν πολλά. Γι’ αυτό και παιζόταν περισσότερο στο σχολείο που ήταν όλα.

Το πεδίο δεν είχε εξωτερικά όρια και δεν ήταν απαραίτητο να είναι ομαλό. Ποια αλάνα άλλωστε ήταν τότε ομαλή; Όσα παιδιά ήταν, «μείον ένα», άνοιγαν λακκάκι με τη μέθοδο που προαναφέραμε: με το τακούνι του παπουτσιού. Σε διάφορα σημεία, ακανόνιστα και σε κάποια απόσταση το ένα από το άλλο. Δεν υπήρχαν κανόνες και σχήματα. Εκεί, μέσα στο λακκάκι, έβαζε ένα ραβδί σαν το μπαστούνι του γκολφ. Έμοιαζε και στο μήκος και στο ότι φρόντιζαν, τα παιδιά, στο κάτω μέρος να έχει έναν κόμπο ώστε να βαραίνει και το χτύπημα να αποκτάει δύναμη. Ήταν στην πραγματικότητα ένα μικρό ρόπαλο.

Το παιδί που έμενε χωρίς λακκάκι, από την πρώτη αλαλάζουσα έφοδο για την κατάληψή τους, ωθούσε το γκούτσι με μικρά χτυπήματα προς τα πόδια των παιδιών που είχαν λακκάκι στην κατοχή τους. Μερικές φορές επιχειρούσε, σκοπίμως, βίαια και δυνατά χτυπήματα. Όποιος την έτρωγε, εκτός από τον πόνο που ένιωθε, έχανε και το λακκάκι. Οι ρόλοι άλλαζαν. Τώρα αυτός έσπρωχνε το γκούτσι, προσπαθώντας να «κάψει» κάποιον για να πάρει το λακκάκι του.

Όσοι τώρα διέθεταν λακκάκι, προσπαθούσαν να έχουν μονίμως το μπαστούνι τους καρφωμένο σ’ αυτό. Αν το έβγαζαν, μπορούσε κάποιος άλλος από τους κατέχοντες, και φυσικά εκείνος που έσπρωχνε το γκούτσι, να προλάβαινε να βάλει το δικό του. Τότε εκείνος έμενε χωρίς λακκάκι, εκτός κι αν προλάβαινε να πιάσει κάποιου άλλου μέσα στην αναμπουμπούλα. Εκτός από αυτά τα απρόβλεπτα συμβάντα, πάγια επιδίωξη του κάτοχου ήταν να απομακρύνει το γκούτσι, με ένα δυνατό χτύπημα, όταν ζύγωνε κοντά στα πόδια του και υπήρχε ο κίνδυνος να τον ακουμπήσει και να «καεί». Εκείνη τη στιγμή που έβγαζε το ραβδί από την τρύπα για να εξοστρακίσει το γκούτσι το παιγνίδι αποκτούσε όλο του το ενδιαφέρον.


Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής, Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες-Θαυμαστά στοιχεία της Αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης των ελληνικών Κοινών, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2014, σελ. 341

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Το ντερβένι των Κουντούρων και το Σχηματάρι μέσα από δύο σπάνια κείμενα

Το υπ. αριθμ. 93.3 αγνώστου συγγραφέα χειρόγραφο της Γενναδείου Βιβλιοθήκης και η προφορική παράδοση





Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής





Δύο κείμενα χειρόγραφα. Με διαφορά μεταξύ τους διακόσια περίπου χρόνια. Το ένα ανώνυμο το άλλο επώνυμο. Αν και κείμενα γραπτά είναι και τα δύο προφορικές παραδώσεις. Διότι δεν αποδεικνύουν το τι ισχυρίζονται αλλά παραθέτουν το τι ξέρει ο κάθε συγγραφέας. Το ένα γραμμένο για τα Δερβενοχώρια της Μεγαρίδος και το άλλο γραμμένο για το Σχηματάρι. Το δεύτερο, σήμερα πια, δεν θεωρείται ότι ανήκε στα Δερβενοχώρια ούτε της Αττικής ούτε της Βοιωτίας. Ας δούμε όμως τι μας λένε αυτά τα κείμενα και πώς υποστηρίζει- θα έλεγε κανείς- το ένα το άλλο...


Δερβενοχώρια Αττικής, Μεγαρίδος και Βοιωτίας




α) Απόσπασμα από κείμενο γραμμένο το 1796 και δημοσιευμένο από τον Σπ. Ασδραχά στο έργο του Πραγματικότητες από τον ελληνικό ΙΗ΄ αιώνα.
(υπ. Αριθμ. 93.3 χειρόγραφο της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, 1796)                                                       http://www.aspropyrgos.gr/docs/attachments/53.pdf σελ 32

«… Τα Ντερβενοχώρια Αττικής και Μεγαρίδος είναι επτά χωρία: Κούντουρα, Βίλια, Περαχώρα, Μπίσια, Μάζι, Μέγαρα και Εξαμίλια.
Η αναφορά στα Δερβενοχώρια είναι μερική. Αφορά εκείνα της Αττικής και Μεγαρίδος.
Αυτά κατά το παρόν είναι τα πλέον ελεύθερα και ακαταπάτητα χωρία οπού να είναι εις όλην την Βοιωτίαν και Πελοπόννησον, έστοντας και να έχουν τα προνόμια να είναι φύλακες εις τους δρόμους οπού εισέρχονται από Βοιωτίαν και Πελοπόννησον, αρχινώντας από το γεφύρι της Τανάγρας έως εις τον Ισθμόν της Κορίνθου∙ και έχουν υπόσχεσιν εις την αυθεντίαν να αποκραίνωνται όλοι κοινώς εις κάθε ζημίαν οπού ήθελεν ακολουθήσει εις τους δρόμους αυτούς εις το ένα χίλια, και έχουν βίγλες εις κάθε στενόν του δρόμου.
Αυτά τα χωριά, λέει, ότι “κατά το παρόν”, δηλαδή το 1796, είναι ελεύθερα και ακαταπάτητα περισσότερο από όλα εκείνα που είναι στη Βοιωτία και στην Πελοπόννησο. Άρα υπάρχουν κι άλλα χωριά “ελεύθερα και ακαταπάτητα” στη Βοιωτία και στην Πελοπόννησο, ίσως όμως, χωρίς τόση ελευθερία όσο τα χωριά της Μεγαρίδος.
Μας λέει επίσης ότι τα χωριά αυτά, και τα μεν με την περισσότερη ελευθερία και τα άλλα, έχουν προνόμια γιατί φυλάνε “τους δρόμους” που “εισέρχονται” από την Βοιωτία στην Πελοπόννησο. Αυτό πάει να πει πως η κίνηση γίνεται από τη Βοιωτία προς την Πελοπόννησο και ότι η κίνηση αυτή είναι που διατρέχει κίνδυνο και επομένως πρέπει να φυλάσσεται. Αρχίζουν δε αυτοί “οι δρόμοι” που εισέρχονται και χρειάζονται φύλαγμα, από το γεφύρι της Τανάγρας και τελειώνουν στον Ισθμό.
Ποιο είναι το γεφύρι της Τανάγρας; Προφανώς για μας τους γηγενείς της Ταναγραϊκής, εννοεί το γεφύρι στον Ασωπό, που βρίσκεται ακριβώς “στους πόδας” του βουνού της Τανάγρας, του Κηρύκειου Όρους ή Μάλι-βάλεζας. Συνδέει δε τον δρόμο που οδηγεί από την Οινόη στον Άγιο Θωμά, τη Λιάτανη. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και το αρχαίο ναΐδριο, ο Άγιος Θωμάς.
Στους δρόμους αυτούς, λοιπόν, έχουν βίγλες σε όλα τα στενά και “έχουν υπόσχεσιν” στην αυθεντία. Αυτό σημαίνει ότι αυτοί υπόσχονται στην αυθεντία, στην εξουσία, και όχι ότι η αυθεντία τους υποχρεώνει. Υπόσχονται όπως υπόσχεται κάποιος σήμερα να εκτελέσει κάποιο έργο, να παράσχει μια υπηρεσία έναντι κάποιου ανταλλάγματος.
Υπόσχονται να πληρώνουν τη ζημιά, που ενδεχομένως θα υποστεί κάποιος “στους δρόμους” αυτούς, αν και βρίσκονται υπό την δική τους φύλαξη. Επειδή όλα μπορούν να συμβούν και επειδή κάποιος μπορεί να ληστευτεί στους δρόμους αυτούς αν και φυλάγονται, εκείνοι, οι δερβενοφύλακες, για να είναι σωστοί αναλαμβάνουν να πληρώσουν την ενδεχόμενη ζημιά, ήγουν την ασφαλίζουν! Πόσο; Το ένα, χίλια! Υπόσχονται “να αποκραίνωνται όλοι κοινώς”! Όλοι μαζί, δηλαδή, να πληρώνουν από κοινού τη ζημιά. Άντε τώρα να κάνει κάποιο παρασπονδία και να μην τηρήσει την υπόσχεση!
Και δια ταύτην την αιτίαν είναι πολλά ολιγώτερα τα δοσίματά τους εις την αυθεντίαν. Είναι χαράτζι τους από 90 παράδες και η ποσότης των χαρατζίων αποκομμένη 700 χαράτζια. Και εκείνοι μοιράζοντάς τα ανάμεσόν τους, τους πίπτει από μία ολίγη ποσότης παράδων του κάθε ενός. Δίδουν οι υπαντρεμένοι και εις τον σπαή τον κάθε χρόνον δια σπέντζα παράδες 44 και οι ανύπαντροι, οπού είναι επάνω των δεκαπέντε χρόνων, 22 παράδες. Και την δεκαετίαν εις τους καρπούς τους, εις τα δέκα ένα· και εις τους αυθεντικούς ανθρώπους οπού περνούν, δύο φαγητά –ένα εις Κούντουρα και το άλλο εις Μέγαρα, ότι αυτά είναι πλησίον εις τους δρόμους. Και όσα έξοδα γίνουν τον χρόνον, τα ρίπτουν και εις τα επτά χωρία και τα πληρώνουν ανάμεσόν τους κατά την δύναμιν του κάθε ενός. Είναι: τα Κούντουρα έως 300 σπίτια, τα Βίλια έως 150, το Μάζι έως 030, η Περαχώρα έως 200, τα Μέγαρα έως 350, τα Μπίσια έως 080, τα Ξαμίλια έως 020, το όλον 1.130 σπίτια.
Για την αιτία αυτή, επειδή δηλαδή οι δρόμοι φυλάσσονται και ασφαλίζονται, είναι λιγότερα τα δωσίματά τους, οι φόροι, οι οποίοι είναι τριών ειδών:
  1. Το χαράτζι. Για να πληρώνουν χαράτζι σημαίνει πως είναι χριστιανοί και κάθε χρόνο εξαγόραζαν το δικαίωμα να έχουν το κεφάλι τους στους ώμους. Ένα χαράτζι είναι 90 παράδες και όλα μαζί τα χαράτζια είναι 700. Σύνολο 63.000 παράδες. Διαιρούνταν δια του υπόχρεου στο φόρο πληθυσμού και “έπιπτε μία ολίγη ποσότης παράδων του κάθε ενός”. Από πουθενά δεν προκύπτει πόσοι είναι οι κάτοικοι των χωριών αυτών. Από τις σχετικές στατιστικές, όμως, της εποχής μπορούμε να συμπεράνουμε ότι σε κάθε σπίτι αντιστοιχούνε πέντε περίπου άτομα. Οπότε έχουμε ένα πληθυσμό 5.650 ατόμων. Και πάλι όμως δεν μπορούμε να υπολογίσουμε πόσοι είναι οι υπόχρεοι στο φόρο, ήτοι οι πάνω από 12 χρονών.
  2. Εκείνο που μας λέει το κείμενο στο τέλος είναι πως μπορούσαν να εξοπλίσουν 2.000 άνδρες ( όταν το Σούλι διέθετε 1.000 ενόπλους) αν και δεν είναι απαραίτητο ο αριθμός των ενόπλων να ταυτίζεται με τον αριθμό των δυνάμενων να φέρουν όπλο και πολύ περισσότερο με τους υπόχρεους στην σπέντζα. Η σπέντζα είναι άλλο είδος φόρου. Σαράντα τέσσερις παράδες για τους ενήλικους και είκοσι δύο για τους ανήλικους.
  3. Απέδιδαν την δεκάτη της σοδειάς τους μόνο μια φορά στα δέκα χρόνια, “την δεκαετία”!
  4. Είχαν την υποχρέωση να δίνουν στους ανθρώπους της εξουσίας -“τους αυθεντικούς”-δύο γεύματα, ένα όταν έμπαιναν στα όρια του φυλασσόμενου μέρους και ένα όταν έβγαιναν, ήτοι στα Κούντουρα και στα Μέγαρα. Αυτά τα έξοδα, του φαγητού των “αυθεντικών”, τα μοίραζαν “ανάμεσόν τους κατά την δύναμιν του καθενός”!
Εις τους 1770 δεν ήτον τα ήμιση και από τότε υπάγουν καθημερινώς αυξάνοντας οι φαμελίες και την καλλιέργειαν της γης, και αγοράζουν και τόπους από τους πέριξ Τούρκους, όσους εύρουν. Αγόρασαν τώρα οι Κουντουριώτες όλην της Ελευσίνας την γην από τους αγάδες της Αθήνας. Αγόρασαν οι Βιλιώτες εις τον κάμπον της Πλαταιάς πολλήν γην έως τον ποταμόν της Τανάγρας από τους αγάδες της Θήβας. Αγόρασαν οι Περαχωρίται έναν κάμπον χέρσον επάνω εις τον Ισθμόν και άρχισαν να τον καλλιεργούν.
Στα 1770, λέει, τα χωριά “δεν ήτον τα ήμιση”. Ούτε τα μισά, δηλαδή, απ' ότι είναι τώρα...το 1796 που τα μετράει ως 1.130 σπίτια. Και όσο πάει καθημερινά αυξάνονται οι οικογένειες και η καλλιέργεια της γης. Έχουμε δηλαδή μια φοβερή τάση ανάπτυξης στα χωριά αυτά και σε άτομα και σε καλλιεργήσιμη γη. Μέσα σε είκοσι έξι χρόνια, από το 1770 μέχρι το 1796, οι κάτοικοι διπλασιάζονται και αυξάνονται κι άλλο! Ποια όμως χωριά, όμως, είναι αυτά και έως που φτάνει η έξαρση αυτή της ανάπτυξης; Είναι μόνο εκείνα του Δερβενιού της Μεγαρίδος; Προφανώς όχι αν και ο συγγραφέας αναφέρει μόνο εκείνα. Πρώτα πρώτα γιατί η ίδια η περιγραφή των αγοραζόμενων εκτάσεων εκτείνεται πέρα από τους δρόμους και τα χωριά που τους φυλάνε. Οι Κουντουριώτες αγοράζουν την Ελευσίνα. Οι Βιλιώτες τις Πλαταιές και ως τον ποταμό της Τανάγρας, ήτοι τον Ασωπό. Οι Περαχωρίτες αγοράζουν χέρσο κάμπο στον Ισθμό. Όταν, πχ, οι Βιλιώτες φτάνουν σχεδόν μέχρι τη Θήβα-τον Ασωπό- και αγοράζουν από τους αγάδες της Θήβας, αυτό σημαίνει πως όλη εκείνη η περιοχή επιτρέπεται να αγοραστεί από Έλληνες και ότι προφανώς δεν είναι μόνο οι Βιλιώτες που έχουν αυτό δικαίωμα. Όπως θα δούμε στο δεύτερο κείμενο και οι κάτοικοι του Σχηματαρίου αγοράζουν από Τούρκους. Άρα μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι η τάση αυτή, της αύξησης του πληθυσμού, των καλλιεργειών και των εξαγορών, αφορά μια ευρύτατη περιοχή, όση δηλαδή είναι και η έκταση της πρώτης εγκατάστασης των Αρβανιτών στη Βοιωτία όταν προνοιάστηκαν.
Αυτά τα χωρία έλαβαν τα προνόμια από τους Τούρκους εις τους 1677, όταν οι Βενέτικοι επήραν την Πελοπόννησον από τους Τούρκους. Τα χωρία αυτά εστάθησαν εις την υποταγήν των Τουρκών εις την Θήβαν και έλαβαν από την Πόρταν την οθωμανικήν αυτά τα προνόμια: να είναι φύλακες του δρόμου, να εμποδίζουν τους Βενετζάνους να μην έχουν την διάβασιν της Βοιωτίας και να περνούν οι κλέπται του Μορέως εις την Βοιωτίαν να κλέπτουν.
Τα προνόμια αυτά τα έλαβαν το 1677! Έναν αιώνα πριν! Τότε που ο Μοροζίνης κατέλαβε το Μοριά και τότε που πολιορκώντας την Αθήνα ανατινάχθηκε ο Παρθενώνας (1687). Τότε, τα χωριά αυτά, στην αρχή, συμμάχησαν με τους Βενετούς όπως όλοι οι Αρβανίτες. Ένας Ιωάννης Γκίνης πολεμάει με 1.500 άνδρες στην πολιορκία της Χαλκίδας υπό τον Μοροζίνη, προκύπτει και από την καταστροφή του Σχηματαρίου ως συνέπεια της συμμαχίας του με τους Βενετούς. Καταστροφής που δεν έχει αποδειχτεί ακόμη πλήρως αλλά μόνο από ενδείξεις όπως η μη αναφορά στο Σχηματάρι της Οθωμανικής απογραφής του 1687/8. (Βλέπε χάρτη Νο 5). Στη συνέχεια όμως οι Τούρκοι, δια του Λυμπεράκη που είχε αποστολή την καταστολή της εξέγερσης, παραχωρούν αμνηστία και επιπλέον προνόμια. Δεδομένης και της αναδίπλωσης των Ενετών οι Δερβενατζήδες “εστάθησαν εις την υποταγήν των Τουρκών”.
Αυτοί ήτον οκνηροί το πρότερον εις την γεωργίαν, πάρεξ έζουν βόσκοντες γίδια μερικοί και άλλοι ξυλοφόροι των ξύλων της φωτίας, να φέρουν εις Κόρινθον, εις Αθήναν και Θήβαν και εσύναζαν και το ρετζίνι των πεύκων. Και εζούσαν με πολλήν πτωχείαν έως εις τους 1770, όπου με την άδειαν του βεζίρ Μουσούν Ογλού εσκότωσαν πολύ πλήθος Τουρκών οπού επήγαν να έβγουν από τα ντερβένια χωρίς άδειαν του Μουσούν Ογλού, οπού ήτον φορτωμένοι από τα κούρση του δυστυχούς Μορέως. Και ο πασιάς δίδοντας άδειαν των ντερβεντζήδων ή να τους γυρίζουν οπίσω ή να τους θανατώσουν· και μετ’ αυτήν την αιτίαν τους εθανάτωναν. Και παίρνοντας εκείνα τα λάφυρα, επλούτισαν και μετήλλαξαν την οκνηρίαν εις καλλιέργειαν και πραγματείαν και υπάγουν πλουταίνοντες.
Αν και είχαν τα δικαιώματα από το 1677 δεν τα ασκούν! Ο λόγος; Δεν είχαν χρήματα! Μπορούσαν με βάση το δικαίωμα να αγοράσουν αλλά δεν μπορούσαν με βάση την τσέπη τους! Είχαν λίγη, λοιπόν, γη και αυτή καλλιεργούσαν. Και είναι αυτό το γεγονός, η λιγοστή γη, που τους έκανε οκνηρούς στη γεωργία. Στη γεωργία, όχι οκνηρούς γενικά, γιατί και γίδια έβοσκαν και ξύλα κουβάλαγαν στη Θήβα και ρετζίνι μάζευαν από τα πεύκα. Άλλωστε μας λέει πάρα κάτω πως “μετήλλαξαν την οκνηρία εις καλλιέργειαν και πραγματείαν και υπάγουν πλουταίνοντες”. Πήραν τα λάφυρα των “Τούρκων” που κινούνταν, αντίστροφα, από το Μοριά στη Βόρεια Ελλάδα.  
Οι “Τούρκοι” αυτοί δεν είναι άλλοι από τους Μουσουλμάνους Αρβανίτες που κατέστειλαν την εξέγερση του Μοριά κατά τα Ορλοφικά. Οι Τουρκαρβανίτες αυτοί, αφού έπνιξαν στο αίμα την επανάσταση, επί εννιά χρόνια λεηλατούσαν την Πελοπόννησο. Αυτονομήθηκαν δε τόσο πολύ που ο Σουλτάνος τους αποκήρυξε και κινήθηκε εναντίον τους με όλα τα μέσα. Τότε ήταν που τους έφαγε παμπέσικα στο Παλαμίδι ρίχνοντάς τους στον γκρεμό που λεγόταν ήδη τότε Αρβανιτιά. (Λεγόταν έτσι από την πρώτη εγκατάσταση των Αρβανιτών στο Ναύπλιο, επειδή εκεί ήταν η συνοικία τους. Υπάρχει χάρτης ενετικός όπου αναφέρεται ρητά). Εκείνους, λοιπόν, τους Αρβανίτες, πρώην όργανα της εξουσίας και τώρα διωκόμενους προς την πατρίδας τους, στρίμωξαν στα Δερβένια, οι κάτοικοι των εν λόγω χωριών, και τούς πήραν τα πλιάτσικα. Στην κίνηση αυτή προς την Ήπειρο θα υποστούν πολλές ανάλογες επιθέσεις από τους Αρματολούς και η ζημιά που θα πάθουν θα είναι τεράστια και καθοριστική για την ιστορία τους αλλά και για τη στάση τους έναντι των άλλων Αρβανιτών εκείνων που παρέμειναν Έλληνες. Εκεί οφείλεται τελικά η μεγάλη έχθρα ανάμεσά τους, έχθρα που κυριάρχησε στην Επανάσταση του 1821 και έκρινε την πλήρη ευθυγράμμισή τους με την Μεγάλη Πύλη.
Είναι συνήθεια να έχουν έναν Τούρκον με τίτλον να λέγεται ντερβέν αγάς και αυτό διότι το έχουν απαίσιον να είναι ρωμαίος αρχηγός. Αυτόν τον Τούρκον τον εκλέγει ο μπέης της Κορίνθου και παίρνει αναφοράν από τους ντερβεντζήδες και στέλλει εις την Πόλιν και του φέρνει το φερμάνι. Και η πάγα του δίδεται από το μιρί της Πελοποννήσου. Ημπορούν την σήμερον να είναι άνθρωποι δια να κρατούν άρματα έως δύο χιλιάδες.»
Από συνήθεια και επειδή “το έχουν απαίσιον να είναι ένας Ρωμαίος αρχηγός”, ορίζεται ένας Τούρκος ντερβέν αγάς. Οι Αρβανίτες, δηλαδή, των Δερβενίων είναι, αφενός, τελείως διαφορετικό πράμα από τους Τούρκους που το έχουν απαίσιον να ορίσουν έναν Αρβανίτη αρχηγό και ορίζουν έναν Τούρκο. Αφαιτέρου, οι Αρβανίτες των Δερβενοχωρίων είναι άλλο πράμα και από τους Τούρκους που πλιατσικολογούσαν τον Μοριά μετά τα Ορλοφικά και όπως ξέρουμε όλοι πρόκειται για Τουρκαρβανίτες.
Αυτόν λοιπόν τον Τούρκο ντερβέναγα στέλνει ο μπέης της Κορίνθου στην Κωνσταντινούπολη για να φέρει το φιρμάνι και τα έξοδά του τα καλύπτει το “μιρί” της Πελοποννήσου.
Κλείνοντας, ο ανώμυμος, επισημαίνει ακόμη μια φορά ότι πρόκειται για δυο χιλιάδες ντουφέκια.



ΣΧΗΜΑΤΑΡΙ . Πότε κτίστηκε το χωριό Σχηματάρι Βοιωτίας και Ιστορικά γεγονότα 


Του Θεοδώρου Αλεξάνδρου Μπεζιάνη .
Σχηματάρι 2 Αυγούστου 1987.

Πρόλογος
Στις αρχές του αιώνα μας το 1902 , στις 6 Ιανουαρίου , γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Σχηματάρι Βοιωτίας .
Ονομάζομαι Θεόδωρος Μπεζιάνης του Αλεξάνδρου και της Βασιλικής , το γένος Σάμιου και σας εξιστορώ με ακρίβεια τα όσα άκουσα και έμαθα από τους παππούδες αλλά και όσα θυμάμαι για να μάθουν οι νεότεροι πότε κτίσθηκε το χωριό Σχηματάρι Θηβών Βοιωτίας .

Πότε κτίστηκε το χωριό Σχηματάρι ;
Κατά τα λεγόμενα του παππού μου Ιωάννη Μπεζιάνη του Κωνσταντίνου .
Ο παππούς μου είχε γεννηθεί εις το χωρίον Σχηματάρι το έτος 1814 , επί Τουρκοκρατίας και μου τα έλεγε όλα αυτά και τα γράφω .
Ήλθαν από την Βόρειο Ήπειρο (18) δεκαοκτώ οικογένειες , κατά τα έτη 1770 με 1775 και αγόρασαν το κτήμα από ένα Τούρκο πασά, που τα σύνορα άρχονται από το γεφύρι του Παπαρόκα (μικρό γεφύρι στον παραπόταμο του Ασωπού, τον Λάρη), πιάνουν από το Δραγκό (=ορεινό ή δασώδες πέρασμα, συναντάται και στο Χρονικό του Μορέως ως “δρόγγος”) της Γκριμάδας ( ή Τανάγρας), ανεβαίνει κορυφογραμμή Μάλι – Βάλεζα, κατεβαίνει στο εξωκλήσι Μεταμόρφωση του Σωτήρος, εις θέση Λιοτρίβι και Κορυτσιά Κολυστάρα, Μανδρί Τσαμασίρη, Ράχη Μυζήθρα, Κοπρισιά Μυζήθρα, 200 μέτρα νοτινά της Κλήσισας. Ανατολικά πηγαίνει στο Βλυχονέρι και από εκεί τρείς (3) τσούκες και ευθεία Κοπρισιά Μπεζιάνη και ευθεία μνήμα Εβραίου, ευθεία χωράφι εκκλησίας, κορυφογραμμή, ελιές Χαλιώνη, πηγάδι Παπαγεωργάτση, κορυφογραμμή Άγιος – Νικόλαος, Άγιος Ιωάννης, το σημερινό νεκροταφείο και ευθεία όπως πάει ο δημόσιος δρόμος σταματάει στα σύνορα του χωριού Μαδαρού (πρόκειται ίσως για άλλο όνομα των Στανιατών), παίρνει το Σιδηροδρομικό Σταθμό Οινόης – Σχηματαρίου – καμίνι Μπαρόνη, κατεβαίνει Δραγκό του Κοκάλι στο δρόμο Μπούρτσι και καταλήγει στο γεφύρι του Παπαρόκα.
Η αφήγηση του μακαρίτη Μπάρμπα-Θοδωρή μας λέει πως ήρθαν από αλλού δεκαοκτώ οικογένειες. Ήρθαν μέσα στη δεκαετία του 1770. Συνηγορεί, δηλαδή, με το πρώτο κείμενο και επιβεβαιώνει με τον τρόπο της πως τότε έχουν ανάπτυξη στα χωριά και αθρόα συρροή από άλλα μέρη. Εδώ μας λέει πως τα άλλα μέρη είναι η Βόρειος Ήπειρος. Άμα θέλουμε το πιστεύουμε. Και το πιστεύουμε, για όλους ή για μερικούς. Αλλά δεν είναι εκεί το ζήτημα.
Το ζήτημα είναι πως έχουν κι εκείνοι το δικαίωμα να αγοράζουν κτήματα και μάλιστα από τους Τούρκους πασάδες! Πώς όμως μια γης που ανήκε στους Αρβανίτες, τούς προνοιασμένους από το 1392, τους ημιαυτόνομους αυτούς Στρατιώτες, περνάει στα χέρια του πασά; Μήπως είναι όντως αληθινή η θεωρία της καταστροφής του Σχηματαρίου κατά τα Μοροζινικά του 1687/8 και η απαλλοτρίωση της γης του μια ακόμη συνέπεια;
Εκτός αυτού. Οι “πρώτοι” δεκαοκτώ αν και είναι από αλλού έχουν το δικαίωμα. Λιγάκι σόλοικο. Τότε δεν κυκλοφορούσε ο καθείς με τον παρά στην τσέπη και αγόραζε ό,τι του άρεσε. Συνεπώς δεν νομίζουμε πως εκείνοι οι προπάτορές μας ήρθαν εδώ τότε που αγόρασαν. Θα θεωρήσουμε ότι ήρθαν εδώ, εγκαταστάθηκαν κάπου, απέκτησαν το δικαίωμα ως ντόπιοι και μετά προέβησαν στην αγορά. Είναι η πιο λογική υπόθεση. Άλλωστε έτσι αποκαθίσταται και η αντιστοιχία των χρονολογιών. Ήρθαν εδώ το 1770-1775, έμειναν λίγα χρόνια, όταν πέρασαν οι Τουρκαρβανίτες γύρω στο 1780 τους χτύπησαν, πήραν τα πλιάτσικα, πλούτησαν και άσκησαν, μαζί με τους υπόλοιπους, το δικαίωμα της εξαγοράς της τόσο μεγάλης έκτασης.
Το κτήμα αυτό αποτελείτο από 25.000 έως 30.000 στρέμματα. Τα πρώτα σπίτια του ήταν καλύβες , που τα έφτιαξαν στην θέση Μαυροβούνι (Μαυρογούνι, σημ. συγ.) για να είχανε το ποτάμι κοντά να υδρεύονταν, το ονομαζόμενο στην αρχαία Ελληνική Θερμόδοντα ή κοινός (Λάρη) ή παραπόταμος του Χείμαρου Ασωπού.
Αλλά επειδή ήταν μακριά το ποτάμι επήγαν απέναντι στη θέση Μπαλί, δυτικώς από το ποτάμι, εις την θέση Λιέδεζα αλλά εκεί τους έτρωγε το κουνούπι της Ελονοσίας και τους είπαν άλλοι γέροντες, να πάτε να κτίσετε χωριό εκεί που λαλούνε πέρδικες. Οι πέρδικες το καλοκαίρι βόσκουν στα απόσκια και το χειμώνα βοσκάνε στα προσήλια, εκεί που κτυπάει ο ήλιος το πρωί και όλη την ημέρα. Και επήραν τα τσεκούρια και τις κάπες και ήλθαν και κοιμήθηκαν εκεί που έχουν οι Καρατζιάδες (ή Καπάκηδες ) τα σπίτια τους και άκουσαν τις πέρδικες το πρωί που λαλούσαν και πηγαίνανε στην βρύση να πιούνε νερό. Πρώτα η πέρδικα πηγαίνει να πιει νερό και μετά πηγαίνει για βοσκή. Και εκεί που είναι το σπίτι του Τσορέ ( ή Σταύρου ) στο δρόμο ήταν κάτι βούρλα και είχε μία βρυσούλα με νερό και εκεί ποτίζονταν οι πέρδικες και ήταν όλο δάσος και έφτιαξαν από μία πρόχειρη καλύβα, έφεραν κατόπιν τις οικογένειες και έγινε το χωριό Σχηματάρι .
Η εγκατάσταση των κατοίκων αυτών στο συγκεκριμένο μέρος όπου και σήμερα βρίσκεται το Σχηματάρι, σαφώς δεν είναι η πρώτη εγκατάσταση αλλά η δεύτερη. Έχουμε δείξει αλλού πόσο παλιά είναι η πρώτη εγκατάσταση και πόσες αναφορές οθωμανικών απογραφών σ' αυτό καθιστούν περιττή όποια άλλη απόδειξη. Η εκ νέου εγκατάσταση φαίνεται να επιβεβαιώνει από μια ακόμη πλευρά τη θεωρία για την καταστροφή του χωριού το 1687/8. Το ότι δεν βρήκαν ερείπια και δεν αναφέρονται αυτά δεν σημαίνει πως δεν υπήρχε κάποτε χωριό εδώ. Πρώτον, τα σπίτια τότε ήταν πρόχειρα, όπως είπαμε, και ευτελή γιατί η απειλή της καταστροφής ήταν μόνιμη. Δεν έφτιαχναν ούτε σπίτια ούτε έργα ούτε καν εκκλησίες τέτοιες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενα εκδίκησης από τους κατακτητές. Αυτές οι ευτελείς κατασκευές είναι εύλογο, μέσα σε έναν αιώνα, να έχουν καταστραφεί πλήρως και χωρίς ίχνη. Δεύτερον, αν και ξέρουμε ότι το Σχηματάρι υπάρχει από το 14ο, τουλάχιστον, αιώνα δεν είναι απολύτως σίγουρο ότι ήταν, τότε, εκεί που είναι και τώρα. Μπορεί να ήταν λίγο πιο πέρα, πχ στη ράχη του των αγίων Νικολάου- Ιωάννη- Παρασκευής, εκεί όπου οι Στρατιώτες κατά την εγκατάστασή τους βρήκαν βυζαντινά λαμπρά κτίσματα. Η μικρή αυτή απόκλιση δεν μπορεί να απεικονιστεί στους χάρτες. Τρίτον, αν και δεν βρήκαν ερείπια βρήκαν....το όνομα. Πώς εξηγείται ότι το νέο χωριό έχει το ίδιο όνομα με το παλιό; Συμπέρασμα: Όταν ήρθαν οι Δεκαοκτώ οικογένειες κάτι βρήκαν και κάποιους βρήκαν εδώ. Από κει πήραν το όνομα και εκείνους ίσως, τους διάσπαρτους στους γύρω οικισμούς, συνένωσαν έτσι που η θεωρία, ότι το Σχηματάρι “σχηματίστηκε” από τους γύρω οικισμούς, να φαντάζει αληθινή. Μπορούμε με ασφάλεια να θεωρήσουμε ότι η ανάπτυξη που προέκυψε μαζί με την σχετική ειρήνη ώθησαν του κατοίκους να οικοδομήσουν μια ενιαία κοινότητα.
Το έτος 1777 είχε πέσει στην Ευρώπη μία ασθένεια, η λεγόμενη πανούκλα. Αρβανίτικα την έλεγαν κουκούδι και είχε γίνει σώμα και γύριζε τα χωριά και τις πολιτείες και ήταν και θωρακισμένη και δεν της κόλλαγε ούτε σφαίρα ( βόλι ) ούτε σπαθί.
Ήλθε στο χωριό μας από το δρόμο της Χαλκίδας βραδιάτικα, εκεί που είναι σήμερα η Αερογέφυρα ήταν μια αγκοριτζιά μεγάλη, δυτικά από το δρόμο Χαλκίδας. Εκεί του είχαν κάνει καρτέρι οι Άγιοι Ταξιάρχες, ο Μιχαήλ και ο Γαβριήλ και δεν τον άφησαν να μπει στο χωριό .
Τον κυνήγησαν γύρω από την Ντάρδιζα και μέχρι το λίσι (τη δρυ) του Λειβαδίτη ακούγονταν τα σπαθιά που τον χτύπαγαν οι Άγγελοι και τον έδιωξαν και επήγε για την Λιάτανη, το σημερινό χωριό Άγιος Θωμάς .
Αυτό το κομμάτι της αφήγησης είναι το πλέον ενδιαφέρον. Έχει λογοτεχνικές και λαογραφικές προεκτάσεις. Η πανούκλα δεν εμφανίζεται σαν γριά με μαύρα και ρόπαλο αλλά σαν πολεμιστής θωρακισμένος! Έχει και όνομα αρβανίτικο...”κουκούδι”! Έρχεται από την Χαλκίδα. Οι Αρχάγγελοι, οι πολιούχοι, του στήνουν καρτέρι και τον αποκρούουν, χωρίς να τον σκοτώσουν, μέχρι στο Λίσι του Λειβαδίτη - τη Βελανιδιά, δηλαδή, του Λειβαδίτη! Από κει φεύγει για τη Λιάτανη και μπαίνει στην αρμοδιότητα του Αγίου Θωμά. Όμορφος θρύλος που μας λέει ακόμη μερικά πράγματα.
Η χρονολογία 1777. Αν έχει κάποια αλήθεια τότε αυτή είναι πως το 1777 υπάρχει χωριό. Και δεν μπορεί από το 1770-1775 που ήρθαν οι πρώτοι Δεκαοκτώ, μέσα σε δυο χρόνια να έγιναν όλα αυτά που εξιστορεί το κείμενο για την εγκατάστασή τους και την αγορά της γης. Αν όντως το 1777 υπήρξε απειλή επιδημίας, πανώλης ή άλλης, και απεφεύχθη τότε όλα αυτά γίνανε πριν και μάλιστα αρκετά πριν.
Όμως τίποτα δεν μας λέει πως όντως υπήρξε απειλή πανώλης το 1777. Όσο έψαξα δεν βρήκα κάτι που να το επιβεβαιώνει, για την εποχή εκείνη τουλάχιστον. Επιδημία πανώλης αναφέρεται και μάλιστα στη Χαλκίδα κατά την πολιορκία της από τον Μοροζίνη το 1688. Ο αρχιστράτηγος μάλιστα του Μοροζίνη, ο Καίνιξμαρκ, πεθαίνει από την αρρώστια κατά τη διάρκειά της και πριν την αποτυχία της. Φαίνεται λοιπόν πως ο θρύλος είναι απήχηση αυτής της απειλής πράγμα που σημαίνει ότι η κοινωνία συνέχισε με κάποιο τρόπο να υπάρχει, έστω διασπαρμένη, αδιαλείπτως και να παραγάγει θρύλους και συλλογικές μνήμες ακόμη και μετά την καταστροφή του οικισμού.
Και μετά παρέλευση χρόνου συνέβη ένα μεγάλο δυστύχημα με το χωριό Μπράτσι του Ιμπραήμ Πασά. Επήγε μία γυναίκα από το χωριό Σχηματάρι στο εξωκλήσι απέναντι στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος για να ανάψει τα καντήλια. Ο Ιμπραήμ Πασάς είχε έναν αράπη αγροφύλακα και έπιασε την γυναίκα και την βίασε και αυτή γύρισε στο χωριό και διαμαρτυρήθηκε στους συγχωριανούς της. Την άλλη ημέρα πήγαν δύο έως τρία παλικάρια και έπιασαν τον αράπη και τον τεμάχισαν και τον έριξαν στα σταυροδρόμια .
Κατόπιν ο Ιμπραήμ Πασάς έστειλε χωροφύλακες και έπιασε τους προύχοντες του χωριού και τους κρέμαγε σε φούρκες με το κεφάλι προς τα κάτω για να μαρτυρήσουν τα πρόσωπα, αλλά δεν πρόδωσαν κανέναν και έκαναν συμβιβασμό και τους έδωσαν το κτήμα από το ποτάμι και πέρα και μετά τους ορμήνεψε ένας Πασάς από την Αθήνα, κρυφός Χριστιανός, και έκοψαν νύχτα ένα αυλάκι και έβαλαν το νερό απέναντι από το Πολυκρίπη . Έτσι τους είχε πει ο Πασάς, όπου είναι το νερό εκεί θα βάνω τα σύνορα .
Και μετά την απελευθέρωση του 1821 τα καταπάτησαν όλα απέναντι από το ποτάμι και τους έδιωξαν από το ποτάμι τους Μπρατσιέους και πήγαν δικαστικώς και τους χορήγησαν τέσσερα (4) μέτρα δρόμο για να έρχονται να πλένουν τα ρούχα τους .
Και μετά την απελευθέρωση του 1834 ήλθε ο Πασάς για να εισπράξει το χρήμα, διότι δεν του είχαν ξεχρεώσει οι Σχηματαραίοι το κτήμα. Είχε έλθει φρουρά από την Χαλκίδα και πετάχτηκε ένας από το σόϊ των Μικρών ( ή Φέρσαλα ) και είπε :
- Εμείς τα πήραμε με το σπαθί, τι θέλει αυτός ο κονιάρης εδώ που ήλθε ;
Και έφυγε και πήγε στην Χαλκίδα και τα πούλησε τα γραμμάτια στην τράπεζα και η τράπεζα τους έπιασε και τα πλήρωσαν .
Το Μπράτσι ήταν του Ιμπραήμ Πασά! Άλλος γρίφος και τούτος! Το Μπράτσι που φέρει το όνομα του οικιστή του, που απογράφεται από τον 15ο αιώνα να έχει περάσει στον Τούρκο! Ίσως είναι κι αυτό παράπλευρη απώλεια της εκστρατείας του Μοροζίνη. Σημασία έχει πάντως πως το Σχηματάρι είναι ελεύθερο, έχει με κάποιο τρόπο κερδίσει το δικαίωμα να αγοράζει γη και να συνδιαλέγεται με τον πασά. Βέβαια είναι λίγο παράξενο πώς ο πασάς από κει που τους έχει στη φούρκα προχωράει μαζί τους σε αλισβερίσι. Φαίνεται πως τα σινιάλα της κατάρρευσης υπήρχαν ήδη κάποια χρόνια πριν την επανάσταση και ο παράς ανέλαβε να διασώσει ό, τι διασώζονταν. Ό, τι δεν διασώζονταν ανέλαβε η τράπεζα να το ...διασώσει μετά την επανάσταση.
Ένα ακόμα συμπέρασμα που προκύπτει είναι το ότι η γη του Σχηματαρίου είναι πέρα για πέρα αγορασμένη. Από εκείνη του 1780 μέχρι εκείνη του Δήλεσι το 1922! Αγορασμένη, και πληρωμένη με γρόσια αλλά και με αίμα. Ο Μικρός (ή Φέρσαλας) το λέει καθαρά: «εμείς τα πήραμε με το σπαθί μας»! Και με την εξυπνάδα τους, θα προσθέταμε εμείς, αφού νύχτα πήγαν και εξέτρεψαν τον Λάρη σε ένα χαντάκι για να μετατεθούν τα σύνορα εκεί που τους συνέφερε. Ο θρύλος είναι άκρως παιδευτικός στο πώς γίνονται οι διαπραγματεύσεις και οι συμφωνίες. Μοιάζει με εκείνον τον θρύλο για τον Αλή Πασά που έταξε σε κάποιον γη όση το δέρμα ενός βοδιού κι εκείνος έκαμε από το δέρμα κλωστή και όσον τόπο κύκλωσε με την κλωστή τόση γη αναγκάστηκε να του δώσει ο Πασάς.
Χαρακτηριστικό είναι η αναφορά του Μικρού στον «Κονιάρο». Ο Τούρκος αυτός δεν ήταν «δικός τους», Τουρκαρβανίτης, ήταν Κονιάρος. Δηλαδή του Ικονίου, μικρασιάτης.


Οι πρώτοι, σύμφωνα με τον Θεόδωρο Μπεζιάνοι, κάτοικοι του χωριού Σχηματάρι Βοιωτίας .

1)   ΜΠΕΖΙΑΝΗΣ .
10)  ΡΟΥΣΗΣ .
2)   ΜΠΑΡΜΠΑΣ .
11)  ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΣ .
3)   ΚΑΖΙΑΝΗΣ .
12)  ΠΗΛΙΤΣΗΣ .
4)   ΔΕΔΑΚΗΣ .
13)  ΤΣΙΠΗΣ .
5)   ΠΙΝΗΤΑΣ .
14)  ΖΑΧΑΡΙΤΣΙΑΣ .
6)   ΤΣΟΥΤΣΑΣ .
15)  ΝΑΡΙΔΕΣ .
7)   ΚΑΡΥΔΑΣ .
16)  ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ .
8)   ΜΙΚΡΟΣ .
17)  ΜΠΛΑΒΈΣΗΣ .            
9)   ΤΟΛΙΑΣ .




Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Κείμενο παρουσίασης στο Σχηματάρι των Παράξενων Φτωχών Στρατιωτών



Κείμενο παρουσίασης  στο Σχηματάρι του βιβλίου

Παράξενοι  Φτωχοί Στρατιώτες-Θαυμαστά Στοιχεία της Αρβανίτικης Στρατιωτικής Παράδοσης των Ελληνικών Κοινών


Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής


Στην αρχή έγινε μια μικρή παρουσίαση του έγγραφου της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου όπου αναφέρεται ο Γεώργιος Σχηματάρης, μέχρι τούδε φερόμενος λανθασμένα ως ιδρυτής του χωριού.

Ο ανδρείος Τζώρτζης Σχηματάρης (σελ. 337 ΠΦΣ)


Έγραφο της Γαλινοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου
4 Ιουνίου 1541 (πρώτη άλωση του Ναυπλίου Νοέμβριος 1540)
Οι ανδρείοι:
  1. Λέκκας Μπαρμπάτης (αδελφός του δόμινου Αυγουστίνου Μπαρμπάτη)
  2. Τζώρτζης Μπαρμπάτης
  3. Πρόγανος Μπεδενής (Γκίνης)
  4. Τζώρτζης Σχηματάρης
      Οι λοιποί του Ναυπλίου:
    1. Πέτρος Σόϊχας
    2. Πέτρος Μπαρμπάτης
    3. Θεόδωρος Μπαρμπάτης (Γκίνης) (αναφορά στην οικογένεια)
    4. Νικόλαος Κλεισουριώτης (αναφορά στην αιχμαλωσία του)
Οι εκ της Μονεμβασίας μετά του Θωμά Μοντσενίγκου:
  1. Ιωάννης Σκουρής
  2. Νικόλαος Σκουρής (γυιός του Ιωάννη)
  3. Μανώλης Πίστρακος
  4. Μανούσος Κερουλίνης
  5. Γιάννη Τραμβοτινός του Τζώρτζη (ακρωτηριασμένος στα δύο χέρια)
  6. Ιωάννης Κορίνθιος από τον Κορθοφύλακα
(βλέπε όλο το κείμενο στη σελίδα 336 του βιβλίου)


Στη συνέχεια διαβάστηκαν αποσπάσματα από το πρώτο κεφάλαιο των "Στρατιωτών"

    Αρχές Απριλίου 1494, έφτασαν κι άλλοι. Από τη φρουρά της Ναυπάκτου. Ενενήντα άνδρες αποβιβάστηκαν στο Λίντο και παρέλασαν έφιπποι, καλπάζοντας ταχύτατα, μπροστά σε πλήθος λαού και πατρικίων.
Τους είχαν δει κι άλλη φορά στην πόλη τους, οι Βενετσιάνοι, εκείνους του παράξενους Στρατιώτες. Ήταν λίγοι τότε, πριν τρία χρόνια, τον δριμύ χειμώνα του 1491. Καθώς πάγωσε το Μεγάλο Κανάλι κι έπηξε το νερό, μια ομάδα απ’ αυτούς, με τους οκύποδες και ανεμόποδες ίππους τους, βγήκαν πρωί πρωί και διαδορατίστηκαν προς μεγάλη έκπληξη του λαού και των αρχόντων. Απέδιδαν τιμές στη βασίλισσα της Κύπρου Αικατερίνη Κορνάρο! Έπαθλό τους ήταν η ευαρέσκειά της.
Οι φρουροί του Λεπάντο ήταν ηρωικοί και συνάμα φτωχοί. «Φυλάει τη Ναύπακτο» άρχισε με τον καιρό να σημαίνει «είναι πάμπτωχος». Μέσα στον 15ο αιώνα οι Τούρκοι κατέκλυσαν την Ελλάδα, «η Πόλις εάλω», τα φράγκικα βασίλεια κατέρρευσαν το ένα μετά το άλλο και οι Ενετοί συμπτύχθηκαν στα κάστρα. Η Ναύπακτος, κάτι σαν μπούρτζι, σαν οχυρή προκεχωρημένη θέση, έστεκε ακόμη ορθή χάρη στους ανδρείους υπερασπιστές της.
  Η Αυθεντία, δελεαζόμενη από τους Τούρκους στην Ανατολή –«αυτοί οι άνθρωποι είναι κακής διαγωγής· γιατί δεν τους διώκετε;» «αν τους διώξετε, ουδέποτε θα έχομεν διαφορά τινά»– και απειλούμενη από τις εισβολές των Γάλλων στη Δύση, τους μεταφέρει στην περιοχή γύρω από τη Βενετία. Στην αρχή λίγους, κι έπειτα πολλούς. Αφήνει μόνο τους απαραίτητους για τη φύλαξη των κάστρων.
Χίλια τετρακόσια ενενήντα τέσσερα (1494), Απριλίου 22, έφτασαν οι πρώτοι 112 άνδρες από τη φρουρά της Κορώνης μαζί με τ’ άλογά τους. Σε 5.000 ψυχές υπολογίζονται, την εποχή εκείνη, οι κάτοικοι της καστροπολιτείας. Την κατοικούσαν αποκλειστικά οι πολεμιστές με τις οικογένειές τους. Οι θρυλικοί Κορωναίοι: «[…] οίτινες αποβάντες εν Λίδω εξετέλεσαν την ειθισμένην παρέλασιν ενώπιον απείρου πλήθους, θαυμάζοντος την ταχύτητα των ίππων και την επιδεξιότητα των ιππέων».


  Η Γερουσία αποφάσισε να τους στρατωνίσει στη Ραβένα και διόρισε αρχηγό τους τον Πέτρο Δουόγο, υπουργό των εν Στερεά κτήσεων.
Στη συνέχεια, οκτώ φορτηγά πλοία έφεραν ακόμη χίλιους Στρατιώτες με τους ίππους τους. Τις μέρες του ταξιδιού τα λογάριασαν και τα ξαναλογάριασαν. Συζήτησαν για την κακή τους τύχη, που τους έριχνε σε ξένους τόπους για να υπερασπιστούν άλλες πολιτείες.
  Έτσι, μόλις έφτασαν, ζήτησαν από την Αυθεντία τις εξής τρεις χάριτες: (α) Να μην θεωρηθούν μισθωτοί, όπως οι άλλοι, και να μην πληρώνονται με το μήνα, αλλά με δύο δουκάτα για τον κάθε αιχμάλωτο και ένα δουκάτο για κάθε εχθρικό κεφάλι, κατά τη συνήθειά τους· (β) να τους δοθεί, ως αρχηγός, Ενετός ευπατρίδης και όχι κάποιος ξένος, όπως στους άλλους στρατιώτες, «διότι έχουσι όλως διάφορα έθιμα»· (γ) να πληρωθεί ο καθένας τέσσερα δουκάτα, γιατί «αναχωρούντες εξώδευσαν τρία μηνιαία».
Είναι εντελώς παράξενο, πολλώ μάλλον για «μισθοφόρους», να μην καταδέχονται τον τακτικό μηνιάτικο μισθό και να απαιτούν την αμοιβή με το «κομμάτι». Έχουν αναγκαστεί να εκπατριστούν μακριά από τον πολυαγαπημένο τους Μοριά, από τους δικούς τους ανθρώπους. Θα περίμενε κανείς να επιζητούν την ασφάλεια της τακτικής μισθοδοσίας, το «μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει». Όμως αυτοί, σίγουροι για την αξία τους, διαθέτοντας αυτοπεποίθηση έναντι των βαρυσιδήρων Γάλλων ιπποτών, εκεί που οι άλλοι έχουν πανικοβληθεί, απαιτούν την «αμοιβή με το κεφάλι» και μόνο μία εφάπαξ αποζημίωση για τα έξοδα του ταξιδιού[...]

[...] «Όλα τα αιτήματα έγιναν δεκτά «μετά πάσης προθυμίας» και εξεδόθη σχετικό δουκικό σιγίλλιο:

«Εν τω συμβουλίω των Κλητών (Pregadi)2 εξελέγη προνοητής των Στρατιωτών ο Βαρθολομαίος Μίνιος, διατρίβων εν Lago Scuro, πρώην αρμοστής εν Ναυπλίω, και προς ταχείαν πληρωμήν των χρημάτων επεβλήθησαν δύο δεκάται επί του Monte nuovo, συνάμα δε απεφασίσθη ίνα στρατολογηθώσι χίλιοι Στρατιώται και χίλιοι Ζάγδαροι, ήτοι πεζοί».

Αρχές Μαΐου του ίδιου έτους (1494), καταπλέει στο Λίντο κι άλλο ιππαγωγό πλοίο και αποβιβάζει Ναυπλιείς Στρατιώτες αυτήν τη φορά, τους θεωρούμενους γενναιότερους όλων. Τούτοι ήταν συνταξιούχοι, διακριθέντες στον Φερραρικό Πόλεμο. Έπαιρναν τέσσερα με πέντε δουκάτα τον μήνα, ενώ οι νεόστρατοι έπαιρναν τρία. Οι αρχηγοί έπαιρναν οκτώ. Στον καθένα κατεβλήθησαν τέσσερα μηνιαία και η κριθή των ίππων τους. Αφού επιθεωρήθηκαν, ενώθηκαν με το σώμα του Δουόγου.


Προς το τέλος του ίδιου μήνα κι άλλα πλοία φτάνουν από το Ναύπλιο. Αποβιβάζουν 520 Στρατιώτες με τους ίππους τους. Αρχηγός τους είναι ο Πέτρος Βουζίκης, ο οποίος είχε ήδη διαπρέψει στον Φερραρικό Πόλεμο και είχε λάβει παράσημο και κληρονομική σύνταξη.
Οι κεφαλές των εν λόγω Στρατιωτών παρουσιάστηκαν στον Δόγη και του ζήτησαν τα εξής: (α) Να λαμβάνουν δώδεκα μηνιαία κατ’ έτος· (β) πάντες οι την Δημοκρατίαν υπηρετήσαντες επιστρέφοντες στο Ναύπλιο θα εγγραφούν στη φρουρά για να απολαμβάνουν την ειθισμένη ασυδοσία (=φοροαπαλλαγή)· (γ) ο μισθός του αποθνήσκοντος συνταξιούχου θα μεταβαίνει στον υιόν του· (δ) οι θνήσκοντες ίπποι θα αναπληρώνονται δαπάνη της Πολιτείας· (ε) θα τους χορηγείται ο ημερήσιος άρτος και η κριθή των ίππων τους. «Οι όροι εγένοντο δεκτοί πλην του της επιχορηγήσεως του ημερησίου άρτου».3
Έπειτα, ήρθε ο υπουργός του Κολεγίου, Βερνάρδος ο Λορεδάνος, να τους μετρήσει τα χρήματα. Μα οι Στρατιώτες αρνήθηκαν να τα δεχτούν και να εκτελέσουν την παρέλαση! Έκπληκτη η Γερουσία «διαφοροτρόπως ηρμήνευε την άρνησιν αυτήν». Ύστερα από δύο μέρες, οι κεφαλές παρουσιάζονται και εξηγούν ότι οι Στρατιώτες είναι πολύ οργισμένοι, γιατί ο Δόγης έδωσε το χέρι μόνο στον Πέτρον Βουζίκη, ενώ όλοι είναι ίσοι και με τον ίδιο ζήλο εννοούν να υπηρετήσουν την Πολιτεία.4 «Η Γερουσία αμέσως ικανοποιήσασα την μικροφιλοτιμίαν ταύτην των Στρατιωτών απέστειλε τούτους εις την χώραν της Παδούης»[...]

[...]« μέχρι της 20 Μαΐου κατέπλευσαν εν συνόλω 1.2006 Στρατιώται εκ Μεθώνης, Κορώνης, Ζακύνθου, Ναυπάκτου, και Ναυπλίου· διαιρεθέντες εις δύο σώματα, οι μεν οκτακόσιοι υπό τον Πέτρον Δουόγο διηυθύνθησαν εις Βονωνίαν, οι δε 625 υπό τον Βερνάρδον Κονταρίνην εις Μιλάνον· αμφότεροι οι Ενετοί ούτοι ευπατρίδαι ωνομάσθησαν προνοηταί των Στρατιωτών (provveditori di Stradiotti)» [...]

[…] «όλη η πόλις του Μιλάνου επληρώθη ανθρώπων ελθόντων να ίδωσι τους παράξενους Στρατιώτας· o δουξ και η δούκισσα ίππευσαν μεθ’ απάσης της αυλής και ήλθον εις την πλατείαν διά να τους παρατηρήσωσιν· o ηγεμών εκ καρδίας συγχαρείς τω Κονταρίνη τον παρεκάλεσεν να τω δείξη τρέχοντας τους Στρατιώτας, οίτινες έδραμον με τας λόγχας και τα ρόπαλα προς μεγάλην του πλήθους ευχαρίστησιν. Μετά τούτο οι Στρατιώται μετέβησαν εις τα ωρισμένα αυτοίς καταλύματα, ένθα τοις είχον παρατεθή τράπεζαι φαγητών».


Ακολουθεί το κυρίως κείμενο: 

Πρώτη αναφορά για τους Αρβανίτες γίνεται τον 11ο αιώνας από τον Μιχαήλ Ατταλειάτη.
Κάνει αναφορά και σε “αλβανούς” αλλά αυτό σημαίνει “ξένος”. (κλικ)
Διαβάζοντας την βιβλιογραφία την σχετική με τους Αρβανίτες και εκείνους που λέμε “Αλβανούς”, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα όργιο παραχάραξης.

α) Κάποιοι ψάχνοντας τα μεσαιωνικά κείμενα να βρουν τρόπο να “τεκμηριώσουν” ότι το σημερινό έθνος των Σκιπιτάριδων που ζει στη χώρα που τη λένε Σκιπερία έλκει την καταγωγή του από τα χρόνια αυτά, μεταφράζει και ανάγει κάθε λέξη από “αρβ” ή “άλβ” στις λέξεις “Αλβανός” και “Αλβανία” με την έννοια που απέκτησε στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου. Νομίζουν πως η εθνική ταυτότητα ενός λαού χωράει σε μια λέξη, οπότε πλαστογραφώντας την λέξη αλλάζουν και την ταυτότητα.
β) Κάποιοι άλλοι προσπαθούν να αντικρούσουν τις δόλιες αυτές θεωρίες με εξίσου έωλα επιχειρήματα. Ο λόγος είναι πως δεν μπορούν να βγουν από το γήπεδο των αντιπάλων και στην πραγματικότητα δίνουν την μάχη στο πεδίο που συμφέρει τους αντιπάλους.
Τι λένε οι “Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες”;
πρόκειται για την ελληνική άποψη για το έθνος και την ταυτότητα.
  • Για να υπάρχει εθνική ταυτότητα πρέπει να υπάρχει έθνος.
  • Έθνος είναι η δομή των ταυτοτητο-ποιητικών παραδόσεων.
  • Ταυτοτητο-ποιητικές παραδόσεις είναι το Βουλευτήριο(θρόνος), το Θυσιαστήριο και η Σχολή. Ήγουν: ο τρόπος με τον οποίο από “ζώα κοινωνικά” γινόμαστε (ή και δεν γινόμαστε) ζώα πολιτικά (Αριστοτέλης), ο τρόπος με τον οποίο σχετιζόμαστε (ή και δεν σχετιζόμαστε) με “την του Παντός Διοίκησιν”(Ηράκλειτος) και ο τρόπος που αναπαράγονται τα δύο πρώτα ώστε να εξασφαλιστεί η διάρκεια και η συνέχεια. Όλα αυτά μαζί μας περνάνε από την βαρβαρότητα στον πολιτισμό (Πόλις-Πολίτευμα-Πολιτική-Πολιτισμός). Εκείνο που διακρίνει τους Έλληνες από τους βαρβάρους είναι πως δεν έχουν βουληφόρο αγορά και στις γυναίκες τους φέρονται σαν κτήνη.
  • Οι τρεις αυτές παραδόσεις συγκροτούν την κεντρική παράδοση. Γύρω της περιστρέφονται, έλκονται, φωτίζονται, θερμαίνονται, οι περιφερειακές παραδόσεις. Επομένως η κεντρική παράδοση συν τω χρόνω γίνεται και ηγετική παράδοση.
  • Η ηγετική παράδοση μπορεί να γίνει ηγετική με δύο τρόπους: με την ελκτικότητά της και με την επιβολή, με την βία. Η ελληνική ανήκει στην πρώτη κατηγορία, η τουρκική ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Σήμερα έχουμε την αγγλοσαξονική ηγετική παράδοση που επιβλήθηκε με την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική βία, τότε είχαμε την ελληνική ηγετική παράδοση που κατόρθωσε με τη συμμαχία της Ορθόδοξης Παράδοσης να διαδοθεί και να καταστεί ηγετική.
    «Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
    τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
    πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
    Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
    αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.
    Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
    μας έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί,
    και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
    Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.
    (Καβάφης, “Φιλέλλην”)
  • Από τους Ελληνιστικούς χρόνους, στους ρωμαϊκούς και μετά στους λεγόμενους Βυζαντινούς, ένας κόσμος ολόκληρος, ο κόσμος γύρω από την Μεσόγειο, φωτίζονταν από έναν φάρο, από έναν ανθρωπολογικό τύπο. Ο ανθρωπολογικός αυτός τύπος είναι το αποτέλεσμα της μαστορικής των ψυχών που τα σχέδιά της βρίσκονται στα ομηρικά έπη, στις αρχαίες τραγωδίες και στην Ορθόδοξη Παράδοση.
  • Όλα αυτά μαζί συγκροτούν ένα πεδίο. Αυτό το πεδίο το λένε Έθνος. Το λένε και Κοινό Λόγο ή Ξυνό Λόγο. Είναι τα “συμφωνημένα υπονοούμενα” που λέει ο Σεφέρης.
  • Αυτό το πεδίο είναι γενικά εθνικό και τοπικά εθνικό. Έτσι, αν σας απαγγείλω «σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή», όλοι όσοι είναι Έλληνες θα με καταλάβουν. Αν σας πω όμως για το κρεμμύδι που κύλησε και πήγε κι έφραξε τη γέφυρα του Παπαρόκα, τότε θα με καταλάβουν μόνο οι Σχηματαραίοι και μάλιστα όχι όλοι. Οι νεώτεροι, καθώς άλλαξε ο τρόπος ζωής, δεν μετέχουν στην διαδικασία της αναπαραγωγής του σχηματαραίικου “κοινού λόγου” και δεν αντιλαμβάνονται όλα τα συμφωνημένα υπονοούμενα. Το ίδιο και οι “ξένοι”.
  • Οι “ξένοι” βέβαια είναι μια άλλη ιστορία. Κάθε φορά αλλάζουν. Έτσι κάποτε “ξένοι” ήταν οι Έλληνες που ήρθαν από τα Άγραφα. Και θυμίζω όλα αυτά τα “υπέροχα” πράγματα που γίνανε μέχρι να τους αποδεχτούμε και να τους εντάξουμε στη ζωή μας. Το “αλλιώτικο” το “διαφορετικό” είναι απειλή αλλοτρίωσης όταν δεν μπορείς να ορθώσεις τις δικές σου ελκτικές δυνάμεις και να συγκρατήσεις το ηλιακό σου σύστημα. Έτσι, τότε, ενώ βλέπαμε τους Αργιθεάτες ως απειλή μετάλλαξης του τρόπου ζωής μας, την ίδια στιγμή, αφήναμε τις πόρτες ανοικτές σε αυτό που λέγαμε τότε “αμερικάνικο τρόπο ζωής”.
  • Το Έθνος είναι “μέγεθος” και ποιότητα Πνευματική. Δεν πεθαίνει. Γι' αυτό και το λέμε και ουσία. Είναι το ουσιαστικό “Έλληνας”. Αθάνατη ουσία.
  • Καθαρή ουσία όμως δεν υπάρχει. Η ουσία υπάρχει πάντα μέσα από τις υποστάσεις (Αριστοτέλης).
  • Υπάρχοντας όμως “εν υποστάσει” ενεργεί δια των υποστάσεων. Οι ενέργειες της ουσίας είναι και ενέργειες των υποστάσεων αλλά και οι ενέργειες των υποστάσεων επηρεάζουν και αλλάζουν την ουσία. Μόνο με τον Θεό είναι κάπως διαφορετικά τα πράγματα αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
  • Αν όμως η ουσία του ελληνικού έθνους είναι αθάνατη αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς, μια από τις υποστάσεις του έθνους, είναι κι αυτή αθάνατη. Αν εμείς δεν είμαστε φορείς της ουσίας του και αν εμείς δεν το αναπαραγάγουμε σύμφωνα με τις προδιαγραφές της ουσίας του τότε θα χαθούμε. Με άλλα λόγια: οι υποστάσεις του έθνους, η Κρητική υπόσταση, η Ποντιακή υπόσταση, η Ιωνική υπόσταση, η Αρβανίτικη υπόσταση, είναι θνητές. Μπορεί κάλλιστα να χαθούν, να πεθάνουν.
  • Οι υποστάσεις αυτές, οι περιφερειακές-δορυφορικές παραδόσεις της ηγετικής, διασώζονται, ζουν, ή και ανασταίνονται μόνον όταν αντλούν το “ζων ύδωρ” από την πηγή του πνευματικού πεδίου που ονομάζουμε έθνος. Γι' αυτό σας παραπέμπω στον μύθο του Κάδμου που σαν πεζός Αι Γιώργης σκοτώνει το δράκο της Αρείας Κρήνης.
  • Οι υποστάσεις είπαμε πως ενεργούν. Οι ενέργειες αυτές λαμβάνουν χώρα “επί της γης”. Οι ενέργειες προ-βάλλονται πάνω στον Τόπο. Ο Τρόπος ζωής δια-μορφώνει τον Τόπο της ζωής. Τόπος είναι το πρόσωπο του τρόπου. Δεν υπάρχει Τρόπος χωρίς Τόπο. Ο Τόπος του Τρόπου λέγεται Πατρίδα. Η Πατρίδα, για μας τους Έλληνες τουλάχιστον, είναι τριών “επιπέδων”. Ή μάλλον τριών δωματίων. Η Μικρή Πατρίδα (πχ το Σχηματάρι), η Μεγάλη Πατρίδα (η Ελλάδα) η οποία τότε είχε διασταλεί και είχε γίνει Οικουμένη, και Άνω Πατρίδα, η Άνω Πόλις, όπως τη λέμε.
  • Ανάλογα με το είδος της Άνω Πόλεως διαμορφώνεται και το είδος της Μεγάλης αλλά και της Μικρής Πατρίδας. (Ηράκλειτος, «πάντες οι νόμοι των ανθρώπων τρέφονται υπό ενός, του θείου»).
  • Στην περίοδο της έκλειψης της Ελληνικής Οικουμένης διαμορφώθηκαν άλλες. Μία από αυτές ήταν η Ρωσική. Έτσι, ο Περραιβός, κάπου στην βιογραφία του Ρήγα λέει: « όθεν πορευθείς την επαύριον μετά τινός αξιωματικού Ρώσσου, Έλληνος το γένος, Κεφαλλήνος την Πατρίδα, Γαβριήλ Παλατινού καλουμένου». Η πάλη ανάμεσα στις διάφορες αυτές “μεγάλες πατρίδες” οδήγησε στην επικράτηση μίας: της νεωτερικής. Είναι η Ευρωπαϊκή με την προέκτασή της στην βόρειο Αμερική. Κεντρική και ηγετική παράδοση είναι η Νορδική-βορειοευρωπαϊική.
  • Μια άλλη Μεγάλη Πατρίδα ήταν η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου. Εχθρός για πολλά χρόνια, μια από τις αιτίες της καταστροφής της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, συμμάχησε με κάποιες υποστάσεις-παραδόσεις της Ελληνορωμαϊκής Οικουμένης που διαλύονταν. Έτσι, δόθηκε η ευκαιρία σε αυτές τις παραδόσεις να αναστηθούν εν ετέρα μορφή, μέσα στα πλαίσια αυτής της οικουμένης της πολιτείας των τεναγών.

Από τη θεωρία στην πράξη: Οι Αρβανίτες

  1. Στρατιωτική κοινότητα, συσσωμάτωση, στα πλαίσια της Βυζαντινής Οικουμένης. Οι Αρβανίτες ΔΕΝ είναι οι Δωριείς του νέου Ελληνισμού είναι οι Κοζάκοι της Ελληνικής Οικουμένης.
  2. Η προέλευσή τους ΔΕΝ είναι το Άρβανον αλλά ΤΑ άρβανα. Οι στρατιωτικές τους εγκαταστάσεις, δηλαδή, που λεγόντουσαν και κατούντια και κατούνες. Εγκαταστάσεις που δεν διαρκούσαν μήνες αλλά χρόνια και γι' αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για νομάδες. Τα άρβανα εγκαθίστανται κοντά σε κόμβους και στρατηγικής σημασίας στόχους. Εξού και δερβένια και δερβενοφύλακες στη συνέχεια. Το Χρονικό του Μορέως αλλά κι ο Μπαρμπα-Θοδωρής ο Μπεζιάνης κάνουν λόγο για δρόγκο. (Το δασώδες πέρασμα). Η Βοιωτία είναι ολόκληρη ένα πέρασμα αφού ελέγχει τρεις θάλασσες και τρεις περιοχές στρατηγικής σημασίας: Αττική, Μοριάς, Εύβοια. (Σχεδόν όλο το Β' Μέρος αναφέρεται στη Βοιωτία).
  3. Οι εγκαταστάσεις αυτές γίνονταν στα πλαίσια του θεσμού της Πρόνοιας. Παροχή γαιών έναντι “δουλείας αρμάτων”. Κύπρος! Ηρωικά πεσόντες στην Λευκωσία και στην Αμμόχωστο. Τον θεσμό αυτό υιοθετούν και όλοι οι σφετεριστές της Ελληνικής Οικουμένης: Φράγκοι, Βενετοί Τούρκοι. Οι εξισλαμισμένοι Στρατιώτες λέγονται Σπαχίδες και Ακιντζίδες.
  4. «Τι είδους άνθρωποι είναι;» όμως οι Αρβανίτες Στρατιώτες; Στο κάτω κάτω της γραφής, τι είδους ανθρώπους διαμορφώνουν οι τρεις ταυτοτητο-ποιητικές παραδόσεις -Βουλευτήριο, Θυσιαστήριο και Σχολή-που είπαμε στην αρχή της εισήγησης; Με βάση ποια σχέδια, ποιες μαστορικές, ποιες τεχνικές διαμορφώνονται οι άνθρωποι από τους οποίους καταγόμαστε; Ο Θεόδωρος Ζιάκας (κλικ) που προλογίζει το βιβλίο κωδικοποιεί την ταυτότητά τους σε επτά σημεία:
      α) Είναι «έθνος εταίρων». Το άτομο αποχωρεί από την ομάδα όταν η ισοτιμία παραβιαστεί. Διαθέτουν βουληφόρο αγορά και έχουν την παρρησία να σταθούν στο βήμα και να μιλήσουν πρόσωπο με πρόσωπο και επώνυμα. Μόνο όταν ο Δόγης τους χαιρέτησε όλους, έναν προς έναν, επέστρεψαν στην τράπεζα.
      β) Ασέβεια προς την άδικη εξουσία. Ο Αχιλλέας αλλά και ο Θερσίτης.
      γ) Φιλοτιμία. Προσωπική τιμή. Επ' αρετή ανδρεία.
      δ) «Θνητά φρονείν». Όλοι θα πεθάνουμε, το ζήτημα είναι πώς θα πεθάνουμε. «Κάτθανε και Πάτροκλος». Έντιμος θάνατος, γιατί όχι και ηρωικός.
      ε) Ο εχθρός δεν είναι χειρότερος από μας. Ο Δίας αμείξας τα δυο πιθάρια με το καλό και το κακό τα δώρισε στους ανθρώπους.
      στ) Ο φονιάς και ο πατέρας του σκοτωμένου μπορούν να κάτσουν να κλάψουν, να φάνε και να κοιμηθούν μαζί. Αχιλλέας-Πρίαμος.
      ζ) Η φιλία αρετή που υπερβαίνει της συλλογικότητες και της εκατέρωθεν ομαδοποιήσεις. Ο Γλαύκος και ο Διομήδης, ο Κολοκοτρώνης με τον Αλή Φαρμάκη.

Άρα: Η ταυτότητα των Αρβανιτών είναι ιλιαδική. Είναι η ταυτότητα των Ελλήνων. Από τον Πλάτωνα ως τον Μέγα Βασίλειο, οι πάντες ομοδοξούν επ' αυτού. Από δω και πέρα, όποιος θέλει να αμφισβητήσει την εθνικότητα των Αρβανιτών θα πρέπει να κωδικοποιήσει ανάλογα την ταυτότητά τους και να την συγκρίνει με εκείνη που ισχυρίζεται, την Ιλλυρική, την Παλασγική κ.ο.κ.
Πολλώ δε μάλλον που η ιλιαδική αυτή ταυτότητα των Αρβανιτών δοκιμάστηκε ιδιαίτερα κατά τους τελευταίους έξη αιώνες. Μπροστά στον Τουρκικό κίνδυνο οι Αρβανίτες διχάστηκαν. Άλλοι, για να σωθούν, γίνανε Τούρκοι. Πορεύτηκαν μαζί τους και ως όργανά τους μέχρι που η Οθωμανική Αυτοκρατορία χάθηκε. Μπροστά στο φάσμα της ανταλλαγής πληθυσμών θεώρησαν πως πρέπει πια να φτιάσουν κράτος. Το είπαν Σκιπερία και τους εαυτούς τους Σκιπιτάρους. Τις μετέπειτα απόπειρές τους να σταθούν στα πόδια τους τις είδαμε. Κάθε φορά ποντάρουν τα ρέστα τους σε κάποιον ισχυρό με τον ίδιο φανατισμό και το ίδιο “αρβανίτικο κεφάλι”. Τώρα ξαναγυρίζουν στην αγκαλιά των Τούρκων. “Αδέλφια” τους είπε προχθές ο Ερντογάν.
Άλλοι για να σωθούν γίνανε πιο καλοί Έλληνες και ακόμα καλύτεροι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Οχύρωσαν την ταυτότητά τους στην Πίστη τους και δεν είναι τυχαίο που, από τους Σουλιώτες μέχρι τον Θανάση Σκουρτανιώτη, οι εκκλησίες αποτέλεσαν τους προμαχώνες τους και τους τόπους του ένδοξου θανάτου που λέγαμε. Σε αντίθεση με τους Σκιπιτάριδες και παρά την δόλια προπαγάνδα διαφόρων οι Αρβανίτες δεν ήταν ποτέ “ανεξίθρησκοι”. Πλήθος στοιχείων τεκμηριώνουν το αντίθετο. Στην Κύπρο που πάνε μετά την πτώση του Ναυπλίου (1540) φέρνουν μαζί τους μόνο τ' άρματα και τις καμπάνες! Εκεί τους παραχωρείται οικισμός και μια εκκλησία, ο Άγιος Γεώργιος της Άβιντα. Στη μάχη επιτίθενται φωνάζοντας τον Αι Γιώργη και τον Μάρκο, τον προστάτη της Βενετίας. Η δική τους παρέμβαση είναι που εξασφαλίζει την ίδρυση του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων στη Βενετία. Εικόνες πολλές και αφιερώματα δείχνουν την προσήλωση στην εκκλησία. Ενώ ένα τραγούδι τους, των αρχών του 16ου αιώνα, κάνει σαφές ποιο είναι το Κέντρο της Πίστης αυτής.




Τα πράγματα και τα καλά μας
εμείς τ' αφήσαμε στην Κορώνη.
Τον Χριστό τον έχουμε μαζί μας,
αχ ωραίε μου Μοριά!
Βαθιά βαλαντωμένοι, με δάκρυα στα μάτια,
σε λυπόμαστε μωρ' Αρβανιτιά
Γοργό χελιδονάκι μου,
σαν έλθεις μιαν άλλη φορά,
σαν πας μες στην Κορώνη,
δεν θα' βρεις πια τα σπίτια μας
ούτε τα ωραία μας τα παλικάρια,
αλλά ένα σκυλί (τον Τούρκο)
που μακάρι να πέθαινε.
Όταν ξεκίνησαν τα πλοία
κι η γη μας έφυγ' απ' τα μάτια μας,
όλοι οι άντρες μ' έναν αναστεναγμό,
κι οι γυναίκες μ' ένα παράπονο
φώναζαν:
- Βγες να μας κατασπαράξεις,εσύ Στοιχειό,
Αχ Μοριά, αχ Αρβανιτιά!...




Φιλέλλην

Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό·
εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.
Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά·
όχ’ υπερβολική, όχι πομπώδης—
μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος
που όλο σκαλίζει και μηνά στην Pώμη —
αλλ’ όμως βέβαια τιμητική.
Κάτι πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος·
κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος.
Προ πάντων σε συστήνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.
Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.
Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί,
και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ. 
(Κ. Καββάφης, Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 



Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Συνέντευξη του Γιώργου Σαλεμή στον Δημήτρη Φύσσα






(δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό Athens Voice)



  1. Πώς θα παρουσιάζατε το βιβλίο σας σε 50 λέξεις;


Ως παρουσίαση της ελληνικής στρατιωτικής παράδοσης, από τα «λείψανα του στρατού του βασιλείου μας»(Ν. Κασομούλης) έως τους Αρματολούς, τους Κλέφτες, τους Σουλιώτες.« ...εγίγνωσκεν ο Κλέφτης....εν μυστήριον διδάσκον πώς η μονάς καταπολεμεί την χιλιάδα». (Κ. Σάθας) Η καθ' ημάς ιπποτική παράδοση η οποία, συνάμα, χαρακτηρίζεται ως Αρβανίτικη και ως ανήκουσα στα Κοινά των Ελλήνων.


  1. Πώς θα σχολιάζατε το "φευγάτο" τίτλο του;


Ο τίτλος βγαίνει από την ίδια την εποποιία των Αρβανιτών Στρατιωτών:

«...όλη η πόλις του Μιλάνου επληρώθη ανθρώπων ελθόντων να ίδωσι τους παράξενους Στρατιώτας. Ο δουξ και η δούκισσα ίππευσαν μεθ' απάσης της αυλής και ήλθον εις την πλατείαν δια να τους παρατηρήσωσιν. Ο ηγεμών εκ καρδίας συγχαρείς τω Κονταρίνη τον παρεκάλεσεν να τω δείξη τρέχοντας τους Στρατιώτας, οίτινες έδραμον με τας λόγχας και τα ρόπαλα προς μεγάλη του πλήθους ευχαρίστησιν..» (Μαρίνο Σανούτο, βενετός συγγραφέας και αυτόπτης μάρτις). 
Αυτά όλα τέλη του 15ου αιώνα.

«Κι'εμπήκαμε στον χειμώνα,
θα ξαναγυρίσωμε στο καλοκαίρι,
με την τόσο καλή συντροφιά
των καβαλλαραίων και των βολιστών,
παλληκαριών και καλών πολεμιστών,
όπως έκαναν κι'οι παλιότεροί μας,
Ω φτωχοί Στρατιώτες»

(Μανώλης Μπλιέσης, ραψωδός της Στρατιάς με οκτώμισι χιλιάδες στίχους στο «ενεργητικό» του. Στην εν λόγω ραψωδία, στο τέλος κάθε στροφής, επαναλαμβάνεται η επωδός «Ω φτωχοί Στρατιώτες»)
Τέλος, να αναφέρω και το εξής ενδιαφέρον. Στη φρουρά της Ναυπάκτου υπηρετούσαν οι πλέον φτωχοί Στρατιώτες. Έτσι με τον καιρό έγιναν παροιμία. «Αυτός φυλάει τη Ναύπακτο», σήμαινε πως κάποιος ήταν πάμπτωχος.


3. Τι καινούργιο φέρνει το βιβλίο στην υπάρχουσα "Αρβανιτολογία" - "Αρβανιτογραφία"; Τι επιβεβαιώνει και τι ανατρέπει; Τι προσφέρει, ειδικότερα, σ΄ ένα πιθανά ανυποψίαστο για το θέμα αναγνώστη;


Η μέχρι τούδε αρβανιτολογία ψάχνει τα πατήματα και όχι τον λύκο.
Πρώτον: Δέσμια, άλλοτε από ανεπάρκεια και άλλο από δόλο, του δόγματος «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις» προσπαθεί να ερμηνεύσει τα ονόματα, να τα ετυμολογήσει και να τα χρονολογήσει(!) Δεν ψάχνει την ίδια τη στάση των ανθρώπων της κάθε εποχής απέναντι στα καίρια της ζωής για να ανιχνεύσει από κει το «τι είδους άνθρωποι είναι».
Δεύτερον: Άλλοτε από ανεπάρκεια και άλλοτε από δόλο, αποδέχεται ως κριτήριο της εθνικότητας το φυλετικό-γλωσσικό. “Ο Έλληνας κατάγεται από τους Πελασγούς, ο Αρβανίτης κατάγεται από του Πελασγούς, άρα ο Αρβανίτης είναι Έλληνας”(!) Πώς ξέρουμε πως ο Αρβανίτης κατάγεται από τους Πελασγούς;;; “Μα μιλάει...πελασγικά”(!) Αν τώρα και ο Σκιπητάρης (αυτός που κακώς ονομάζουμε “Αλβανό”) κατάγεται από τους Πελασγούς, τι γίνεται; Δεν είναι αυτός σήμερα ή και τον 19ο αιώνα διαφορετικής ετερότητας-εθνικότητας;
Μη μπορώντας, στην ουσία, να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα άλλοτε εφευρίσκει θεωρίες περί μη αυτοχθονίας των Σκιπητάριδων (ήρθαν τάχα από την “Αλβανία του Καυκάσου”) και άλλοτε σταματά να διακρίνει τις δύο εθνικότητες, την Ελληνική και την Σκιπητάρικη. Τότε, ή θα “κατατάξει” τους Σκιπητάριδες στους Έλληνες ή θα “κατατάξει” τους Αρβανίτες στους Σκιπητάριδες που τους αποκαλεί “Αλβανούς”(!)
Ακόμη και οι επικριτές του φυλετικού-γλωσσικού κριτηρίου λειτουργούν εκ των πραγμάτων στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του εθνοφυλετισμού. Αντιτάσσοντας το “είσαι ό, τι νομίζεις” και το “είσαι ό,τι δηλώσεις”, καλυπτόμενοι πίσω από το “δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό”, τροφοδοτούν το χάος χωρίς να κλείνουν τον δρόμο, με αξιόπιστα επιχειρήματα, στον εθνοφυλετισμό. “Ο Αρβανίτης είναι μεν Έλληνας σήμερα, επειδή δηλώνει Έλληνας, αλλά τότε, τον 14ο αιώνα που ήρθε εδώ, ήταν Αλβανός”(!) Οι τρομεροί αντίπαλοι του εθνοφυλετισμού στο σήμερα, καταντούν ακόλουθοι του εθνοφυλετισμού στο τότε, γιατί δεν μπορούν να εννοήσουν τη διαμόρφωση της ετερότητας ως σύνθετη και πολύπλοκη κοινωνική διεργασία πάνω από την φυλετική καταγωγή και πέρα από την ιδεολογική κατασκευή.
Άλλο παρατράγουδο είναι το εξής. Εκείνοι που θεωρούν το ελληνικό έθνος κατασκεύασμα του κράτους, της αστικής τάξης, της αμερικανικής ή της γαλλικής επανάστασης, είναι πρόθυμοι να θεωρήσουν τους Αρβανίτες “Αλβανούς” χωρίς να μας λένε ποια επανάσταση, ποιο κράτος, ποια αστική τάξη έφτιαξε τάχα το έθνος των “Αλβανών” τον 14ο αιώνα. Προσπαθώντας να αποφύγουν τον τάχα ελληνικό εθνικισμό βουλιάζουν αύτανδροι στον Σκιπητάρικο εθνικισμό και στην προπαγάνδα ενός κράτους που στο κάτω κάτω είναι εντελώς κατασκεύασμα των “Μεγάλων Δυνάμεων” και κανένα πραγματικό εθνικοαπελεθερωτικό κίνημα δεν βρίσκεται πίσω από την συγκρότησή του.


Οι Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες αξιοποιούν τις πληροφορίες και τις περιγραφές της εποχής εκείνης και αναλύουν το «τι είδους άνθρωποι» είναι οι Αρβανίτες που προνοιάζονται στη νότια Ελλάδα, από τους Δεσπότες του Μορέα και τους ηγεμόνες της Ιταλικής “φραγκοκρατίας”. Το αποτέλεσμα της ανάλυσης αυτής οδηγάει κατευθείαν στην Ιλιαδική ταυτότητα. Έχοντας πρότυπά τους τους ομηρικούς ήρωες αλλά και τον Αλέξανδρο, τον Πύρρο κλπ αποκτούν κι εκείνοι την ταυτότητα των ηρώων τους. Από τις πρώτες σελίδες τεκμηριώνεται το ότι πρόκειται για εξατομικευμένους ανθρώπους, για «έθνος εταίρων» (έθνος=πλήθος), τόσο πολύ ισότιμων ώστε ο Σάθας αναφωνεί: «οι Στρατιώτες είναι Έλληνες γιατί φέρουν την πατρογονική αμαρτία της μέχρι φθόνου ισότητας». Τότε που αφενός η Ανατολή στενάζει κάτω από τους δεσποτικούς-κολεκτιβιστικούς πολιτισμούς και αφετέρου η εξατομίκευση των δυτικών κοινωνιών είναι στα σπάργανα, οι Στρατιώτες αποβιβάζονται και παρελαύνουν στο Λίντο της Βενετίας, στο Μιλάνο, στη Ραβένα, στη Φεράρα, φτάνουν και ως τις όχθες του Ατλαντικού υπό τις σημαίες του Ερρίκου του Η΄, πλήρως “εξοπλισμένοι” με ό,τι ακόμα και ο σημερινός άνθρωπος θα ζήλευε. Ούτε λίγο ούτε πολύ, τριακόσια χρόνια πριν τον Διαφωτισμό, πραγματώνουν στις στρατιωτικές τους κοινότητες το Ελευθερία-Ισότητα και κάτι ακόμα παραπάνω, Φιλία! Ενώ ο Διαφωτισμός κάνει λόγο για Αδελφότητα που παραπέμπει στη φυλετική-γλωσσική συγγένεια, οι Αρβανίτες Στρατιώτες ξεπερνούν το πάθος του φθόνου για τον “άλλον ίσο και εταίρο” με την την φιλία και την Μπέσα (=πίστη). Αυτά τα στοιχεία είναι που τους κάνουν Έλληνες και τίποτα λιγότερο ή περισσότερο. Είναι δε τόσο προσηλωμένοι στον τρόπο αυτό του ζην και θνήσκειν που τον “αγκυρώνουν” και σε μεταφυσικό επίπεδο. Είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι και οι άγιοι, τους οποίους επικαλούνται στη μάχη, ο Μάρκος και ο Γεώργιος, οι πολιούχοι των κατουνιών τους, είναι «φίλοι του Χριστού». Η Φιλία, υπέρτατη αξία και γι΄ αυτούς όπως και για τον Αχιλλέα, είναι πια εδώ θεϊκή ιδιότητα. Έτσι η υπέρβαση των εκάστοτε συλλογικοτήτων χάριν της φιλίας, μεταβαίνει από το σχήμα Αχιλλέας-Πρίαμος του Ω της Ιλιάδας, στο «αγαπάτε τους εχθρούς υμών» του Ευαγγελίου. Όλα αυτά επιβιώνουν ως τον Κολοκοτρώνη και τον Αλή Φαρμάκη, ως τον Καραϊσκάκη και τους Γκέγκηδες στον Άϊ Σπυρίδωνα στον Πειραιά και φτάνουν, εν πολλοίς αποδεκατισμένα από την νεωτερικότητα, ως τις μέρες μας, στην Αντίσταση και τον Εμφύλιο.
Αυτά περίπου είναι τα καινά δαιμόνια που κομίζουν οι «Στρατιώτες», όσο μπορούν να παρουσιαστούν συνοπτικά εδώ. Υπάρχουν και κάποια άλλα, ο ρόλος του βυζαντινού θεσμού της Πρόνοιας στην εγκατάσταση των Στρατιωτών στη νότια Ελλάδα, το τι ήταν το Άρβανο και τα άρβανα (Χρονικό των Τόκκων), η διγλωσσία και η χρήση των αρβανίτικων διαλέκτων ως συντεχνιακής-στρατιωτικής γλώσσας (“εκτεταμένο κώδικα Ναβάχο” την αποκαλώ χαριτολογώντας). Τέλος, πληθώρα υλικού παρατίθεται για την Βοιωτία και την Κύπρο. Από τα στοιχεία αυτά μπορούμε να αντλήσουμε πολλά τεκμήρια για όσα εξέθεσα παραπάνω αλλά και την καταγωγή των Μικρών Πατρίδων. Οι «Στρατιώτες» της εποχής της Βυζαντινής Οικουμένης ήταν, βλέπετε, πολίτες τριών πόλεων: της Μικρής (του αυτοδιοίκητου Κοινού), της Μεγάλης (Οικουμένης) και της Άνω πόλεως... Όταν λοιπόν το Ναύπλιο παραδίνεται στους Τούρκους, τον Νοέμβριο του 1540, εκείνοι βάζουν όρο και παίρνουν μαζί τους, στη νέα τους πατρίδα την Κύπρο, τα άρματα και τις καμπάνες!




4. Σε πόσους -και ποιους- επιμέρους γνωστικούς τομείς "πατάει" το βιβλίο;  


Πατάει αφενός στην ιστορία, ήτοι στο πυκνό και ογκώδες υλικό του Κ. Σάθα, κυρίως, αλλά και άλλων ιστορικών. Αφετέρου πατάει στην Κοινωνική Οντολογία του Θ.Ι. Ζιάκα, χάρη στην οποία το πολύτιμο υλικό του Σάθα αποκωδικοποιείται και αναδεικνύεται.


5. Πόσον καιρό σάς πήρε η συγγραφή και ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε; 
Οι έρευνές μου ξεκινάνε από το 1990. Εν παρόδω αναφέρω για τους νοώντες πως τότε ήμουν συνειδητός και συνεπής άθεος και δεν είχα καθόλου καλή γνώμη για το Βυζάντιο. Πέρασαν χρόνια είκοσι δύο. Το 2011 επέστρεψα στη Μικρή Πατρίδα. Με όλη την ιστορία των Στρατιωτών στο μυαλό μου τριγύριζα στα μέρη που μεγάλωσα και σκεφτόμουν, τι όμορφος που θα ήταν ο κάμπος μας τότε που πρωτοήρθαν εδώ οι οικιστές ημών πρόγονοι. Καθώς έχω απορρίψει προ πολλού την περιγραφή και την καταγγελία των σημερινών αθλιοτήτων ως ατελέσφορη αλλά και δηλητηριώδη για τις ψυχές μας, ωρίμαζε η σκέψη να στρωθώ και να “κάνω τις συστάσεις” ανάμεσα στους προπάτορες και στους άσωτους υιούς της εποχής μας.
Η κρίση και η αναγκαστική αργία στην οποία περιήλθα, μου έδωσαν τον χρόνο που δεν είχα ποτέ. Αποφάσισα να γράψω το βιβλίο και να φυτέψω ένα μικρό, πλην όμως...πολυώνυμο, περιβόλι. Η συγγραφή του βασικού σκελετού του βιβλίου κράτησε σαράντα τρεις ημέρες. Φυγή στην...έρημο, τρεις μέρες παραπάνω από τον Χριστό. (Αυτό είναι αυτοσαρκασμός αρβανίτικος). Από τις 10 Μαρτίου ως τις 23 Απριλίου του 2012, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου. Έγραφα από τις επτά το πρωί έως αργά το βράδυ με ένα μικρό διάλειμμα το μεσημέρι. Μετά άρχισε το “σκάλισμα”. Διορθώσεις, διάβασμα ξαναδιάβασμα, πάλι διορθώσεις, προσθήκες, σημειώσεις, στίχοι από γνωστά και άγνωστα δημοτικά τραγούδια, άλλες σκέψεις, παραπομπές, ανταλλαγή απόψεων με φίλους και κυρίως με τον Θόδωρο Ζιάκα που ήταν δίπλα μου σε όλη τη φάση της συγγραφής. Η δουλειά αυτή κράτησε μέχρι και την έκδοση του βιβλίου τον Νοέμβριο του 2014. Τους τελευταίους όμως μήνες πριν την έκδοση, είχα την σπουδαία βοήθεια και την παρέα του επιμελητή, του Κώστα Κωνσταντίνου.
Οι δυσκολίες ήταν (α) στο να μορφοποιήσω όλο αυτό το υλικό καθώς δεν είχα ασχοληθεί ξανά με το πώς γράφεται ένα βιβλίο και τι ακριβώς πρέπει να γίνει για να φτάσει στο τυπογραφείο και (β) στην ίδια την έκδοση. Σε αυτές τις δυσκολίες οφείλονται και κάποια λάθη που μου ξέφυγαν και τα οποία ελπίζω να διορθώσω στη β' έκδοση. Σημειώνω δε ότι η ενιαία τιμή πώλησης των βιβλίων που ίσχυε τότε καθόλου δεν βοήθησε στην έκδοσή του. Μέσα από όλα αυτά σχημάτισα διάφορες αιρετικές απόψεις για την περιπέτεια της έκδοσης ενός πονήματος και μάλιστα από έναν καινούργιο και άγνωστο συγγραφέα. Ελπίζω κάποτε να βρουν θέση στις φιλόξενες αράδες του περιοδικού σας.


 6. Πώς "κολλήσατε" με το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο  και τι σας προσφέρει η ενασχόληση μ΄ αυτό; 


Κόλλησα από την διάθεση αυτογνωσίας που είχα από μικρός. Τι είναι αυτό που με κάνει να είμαι ό,τι είμαι. Εμείς οι Αρβανίτες, τέτοια “ελαττώματα” τα λέμε «ψώρα». Με το ψι βαρύ και έντονο. “Κόλλησα” την «ψώρα» λοιπόν από μικρός. Μετά, εγκαίρως, διάβασα τους Έλληνες Στρατιώτες εν τη Δύσει του Κ. Σάθα. Εκεί κατανόησα ότι δεν μπορώ να πάω μακριά αν δεν μελετήσω περισσότερο την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την Ορθόδοξη Παράδοση. Σε αυτό συνέκλιναν και τα “θεωρητικά” διαβάσματα της εποχής, Ζουράρις, Γιανναράς, Ράμφος. Ταυτόχρονα ταξίδευα για δουλειές στην Άσπρη Θάλασσα, στα Νησιά του Αιγαίου και του Σαρωνικού. Οι εντυπώσεις μου από την επαφή μου με τον πολιτισμό των Κυκλάδων ήταν για μένα ένα ακόμη σχολείο. Το μεγάλο άλμα όμως συντελέστηκε με την μελέτη του έργου του Θ.Ι. Ζιάκα, το 2006. Διάβαζα τότε ταυτόχρονα και τον Γκλέικ, για το Χάος, την Τάξη, την αβεβαιότητα, το πάντα “περίπου” και ποτέ “ακριβώς”, τους παράξενους ελκυστές, τον χώρο των φάσεων. Ενθουσιάστηκα! Ήταν, ο Ζιάκας, “κάτι” πέραν πάσης προσδοκίας. Έσπευσα να τον γνωρίσω προσωπικά. Μια παρουσίαση βιβλίου στον Ιανό (το 1204 του Γ. Καραμπελιά) και μετά μια σειρά διαλέξεων στο πατάρι του Αρμού. Θυμάμαι πως από τα πρώτα πράγματα που του έθεσα υπόψη ήταν τα περιστατικά με τους Στρατιώτες και τον Δόγη....εκεί που δεν έβγαιναν να εισπράξουν τους μισθούς γιατί ο Δόγης χαιρέτησε μόνο τον καπετάνιο τους και όχι έναν έναν ξεχωριστά... πεντακόσιους είκοσι νωματαίους, και εκεί που δεν ήθελαν να πληρώνονται με τον μήνα αλλά ανάλογα με την ικανότητα του καθενός, ήγουν με το “κομμάτι”: ένα δουκάτο για το κεφάλι και δύο για τον αιχμάλωτο. Η ιστορία των Στρατιωτών εβεβαίου του λόγου το αληθές στο έργο του Ζιάκα. Υπό αυτή την έννοια οι «Στρατιώτες» είναι η εφαρμογή της θεωρίας του Ζιάκα για το έθνος, την παράδοση και τις ταυτότητες, στο συγκεκριμένο πεδίο της Αρβανίτικης Στρατιωτικής Παράδοσης των Ελληνικών Κοινών.
Τι μου πρόσφερε εμένα. Πέρα από τα καλά σας λόγια και την τόσο απαραίτητη στον άνθρωπο εκ-τίμηση των “άλλων”, από τον ενδεχόμενο έπαινο του δήμου και των σοφιστών, μου πρόσφερε ήδη ταξίδια πολλά στον χρόνο και στον χώρο! Μέσα από “σκουλικότρυπες”... σταυροειδώς....από το τότε στο τώρα...από τη Βενετία στην Κύπρο, στις επάλξεις της Λευκωσίας και στους πύργους της Αμμοχώστου...από το Σχηματάρι στην Κρήτη, στα Παλιά Ρούματα, στο Αποπηγάδι και πάλι πίσω στα μνήματα των εδικών μας, από τον μπάρμπα μου τον άθαφτο αντάρτη στον άταφο Πολυνίκη και την Αντιγόνη....Από το Σούλι του Σωτήρη Τζίπη στο Σάλεσι και στα Δερβενοχώρια...από την Βοιωτία του Παγώνδα στη Βοιωτία των οικιστών προγόνων, από τον Κάδμο και τους πέντε Σπαρτούς, πρώτους πολίτες-οπλίτες της Θήβας, στον “σημερινό” χρησμό του Μαντείου των Δελφών για την Ευρώπη που αναζητούσε ο Κάδμος πριν σκοτώσει τον δράκο της Αρείας Κρήνης, σαν πεζός Αι Γιώργης, και πριν οι θεοί τον παντρολογήσουν με την Αρμονία!

Περί μεν Ευρώπης μη πολυπραγμονείν,
....πόλιν κτίζειν”




7. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από την παρουσίαση στο Σχηματάρι και, γενικότερα, από την αρχική υποδοχή του βιβλίου τώρα, τον πρώτο καιρό που κυκλοφόρησε; 


Η παρουσίαση του βιβλίου στη γενέτηρά μου εξελίχθηκε, όπως είπε ο εκδότης μου Κώστας Αναστόπουλος (Αλφειός), σε πανηγυρική. Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι, ντόπιοι και ξένοι, φόρεσαν τα καλά τους και ήρθαν να ακούσουν τι έχω πω. Ιδιαίτερα με συγκίνησε αυτό, το ότι φόρεσαν τα καλά τους. Το “Καθ' οδόν Καφέ” στο παλιό σπίτι του δικού μας μακαρίτη Γιάννη Αργύρη, του ηθοποιού, γέμισε. Πάνω από εκατό άτομα. Η τεχνική υποδομή του μαγαζιού μού επέτρεψε να παρουσιάσω σε μεγάλη οθόνη, χάρτες, εικόνες, γκραβούρες και γενικά υλικό από το βιβλίο αλλά και άλλο που δεν “χώρεσε” στα δέκα τετράχρωμα από τα είκοσι έξι τυπογραφικά. Ιδιαίτερη αναφορά έκανα στον «ανδρείο Τζώρτζη Σχηματάρη», Στρατιώτη, υπερασπιστή του Ναυπλίου (1540) στον οποίο η Σινιορία παραχωρεί σύνταξη εφ' όρου ζωής για τις υπηρεσίες που προσέφερε και για την περιουσία που απώλεσε κατά την παράδοση της πόλης.
Αλλά και στην Αθήνα ήταν η παρουσίαση πέρα από τις προσδοκίες μου. Σάββατο απόγευμα το “Πόλις Αρτ Καφέ” γέμισε. Ήρθαν σημαντικοί άνθρωποι, συμπατριώτες , φίλοι από την Αθήνα και από τα παλιά. Με τίμησαν με την παρουσία τους και οι ακαδημαϊκοί Βασίλης Καραποστόλης, Χαρίκλεια Τσοκανή, Τάσος Τσάμης. Την παρουσίαση έκαναν ο Θ.Ι. Ζιάκας και ο Γιώργος Καραμπελιάς. Οι ομιλίες τους υπάρχουν στο διαδίκτυο. Εγώ παρουσίασα τις αναφορές των βυζαντινών ιστορικών στο Άρβανο, στους Αρβανίτες, στα άρβανα, και στις παραχαράξεις που γίνονται στο θέμα αυτό. Εν ευθέτω χρόνω θα “ανεβεί” κι αυτή στο διαδίκτυο.
Όσο για την γενικότερη υποδοχή του βιβλίου, είμαστε ακόμα στην αρχή. Πέρα από σας, αγαπητέ κύριε Φύσσα, κανείς άλλος βιβλιοκριτικός ακόμη δεν μου έκανε την τιμή να ασχοληθεί με τους “Στρατιώτες”. Αυτό έχει κι ένα καλό, «πετώντας κάτω από τα ραντάρ», το βιβλίο, δεν έχει δεχθεί ακόμη τις επιθέσεις που προβλέπονται. Μόνο κάποιες κρούσεις. Από τους αναγνώστες, όσοι το διαβάσανε λένε καλά λόγια, επαινούν τον μόχθο, την πρωτοτυπία, τη συσσώρευση στοιχείων και τεκμηρίων. Εκείνο που με κολακεύει ιδιαίτερα είναι ότι αρέσει σε όλα τα φάσματα των ηλικιών και των πολιτικών και των “κοσμοθεωριών” ή εν πάση περιπτώσει των έτι αδώντων κουρελιών των κοσμοθεωριών. Αν όντως έχει αξία το βιβλίο , αυτή θα πρέπει να βρίσκεται στο ότι συμ-βάλλει στην προσπάθεια «υπέρ της των πάντων ενώσεως». Στην ένωση και στην συν-ύπαρξη μοναδικών ανεπανάληπτων ποικιλόμορφων και πολυποίκιλων ετεροτήτων!
Σας ευχαριστώ ακόμη μια φορά και αφιερώνω σε σας και στους αναγνώστες σας ένα σπάνιο αρβανίτικο τραγούδι (αρχές του 16ου αιώνα) των Κορωναίων της Κάτω Ιταλίας, την διάσωση του οποίου οφείλουμε στον Λάμπρο Λιάβα....




*******************************************************************************