Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αρβανίτικη στρατιωτική παράδοση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αρβανίτικη στρατιωτική παράδοση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

"Κουρμπετλήδες", ένα ακόμα όνομα για τους Αρβανίτες Στρατιώτες

 






Στην 77η επέτειο της Συμφωνίας της Βάρκιζας




Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής


Σε ένα από τα θεμελιακά κείμενά μας, τα ακολουθήσαντα και συμπληρώσαντα τους Παράξενους φτωχούς Στρατιώτεςοπού διαπραγματευόμαστε την ταυτότητα των Αρβανιτών (Ελλήνων και Τούρκων) παρατίθεται ένα από τα ωραιότερα σημεία των Μακρυγιάννειων Απομνημονευμάτων. Συγκεκριμένα γράφαμε:


[....Στον Μακρυγιάννη υπάρχει ένα απόσπασμα που, μέχρι τώρα, δεν έχει τύχει της ανάλογης προσοχής. Είναι στο Βιβλίο Α, κεφάλαιο 7ο. Έχουν αρχίσει οι διαπραγματεύσεις με τον Ιμπραήμ για την παράδοση του Νιόκαστρου....

“Παρουσιαστήκαμεν, ἦταν ῾σ ἕνα λαμπρὸ τζαντίρι, εἶχε καὶ δυὸ ἀξιωματικοὺς καὶ τοῦ βαστοῦσαν τὰ δυό του χέρια μὲ μεγαλοπρέπεια, νὰ ἰδοῦμε ἐμεῖς τὸ μεγαλεῖον του. Μᾶς ρώτησε πούθεν εἴμαστε. Ὁ ἕνας εἶπε ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν Σπάρτη κ᾿ ἐγὼ «ἀπὸ τὴν Ρούμελη» τὸ εἶπα. «Ποῖον μέρος;» Τοῦ τὸ εἶπα. Καὶ τοῦ εἶπα ψέματα ὅτ᾿ ἤμουν σωματοφύλακας τοῦ Ἀλήπασσα, «Μᾶς σκότωσαν τὸν ἀφέντη μας, κίνησα μὲ καμπόσους ἀνθρώπους ναρθῶ εἰς τὸ Μισίρι, εἰς τὴν Ὑψηλότη σας. Δὲν εἴχαμε τὰ ἔξοδά μας, ἤρθαμε ἐδῶ, εἰς τοὺς Ρωμαίγους. Μᾶς ἀπάτησαν, μᾶς ἔβαλαν σὲ τοῦτο τὸ κάστρο. Πολεμοῦμεν νύχτα καὶ ἡμέρα. Αὐτεῖνοι μας κάνουν σίγρι ἀπὸ μακρυὰ θέλουν νὰ χαθοῦμεν. Ἐμεῖς, διὰ νὰ σωθοῦμεν καὶ νὰ πάμεν νὰ πολεμήσουμεν μ᾿ ἐκείνους, βιαζόμαστε, καὶ ἤρθαμεν νὰ κάμωμεν συνθῆκες, νὰ σοῦ παραδώσουμεν, ἂν συνφωνήσουμεν, κάστρο ἐφοδιασμένο. (Σὰν τὸ λάβης, τὸ λέπεις τί ῾φόδιασμα ἔχει. Ποῦ ἀφῖν᾿ νὲ οἱ καλωσύνες τῶν προκομμένων νὰ ῾φοδιάσουμεν κάστρα. Τρομάξαμεν νὰ πάρωμεν ὀλίγα ντουφέκια ἀπὸ τοὺς Τούρκους, νὰ πολεμήσουμεν διὰ τὴν πατρίδα). Δία ῾κεῖνο, πασσά μου, θὰ σοῦ παραδώσουμεν τὸ κάστρο...................... «Κ᾿ ἐσὺ ὅπου εἶσαι κουρμπετλής, μοῦ εἶπε, σοῦ χαρίζω τριάντα ζευγάρια πιστιόλες, ντουφέκια, γιαταγάνια ἢ σπαθιά». Τὸν περικάλεσα κ᾿ ἔγιναν τριάντα πέντε καὶ τοῦ εἶπα, παράδες ὅποιος ἔχει κι᾿ ἄλλα ἀσήμια νὰ μὴν τοὺς πειράζη κανένας. Μείναμεν σὲ ὅλα σύνφωνοι. Μὲ ρώτησε πόσους ἀνθρώπους ἔχω. Τοῦ εἶπα, ὀχτακόσους. Νὰ τοὺς πάρω καὶ νὰ πάγω μαζί του. Καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ γένουν τζιράκια του. Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Γνωρίζομεν τὰ ὀτζάκια σας ὅπου κάνουν τοὺς ἀνθρώπους τζιράκια. Τώρα ἦρθα στελμένος ἀπὸ τὸ κάστρο νὰ κάμω συνθῆκες, κι᾿ ὄχι νὰ μπῶ μιστωτός. Τελειώνοντας ἡ ὑπόθεση τοῦ κάστρου, τότε τηρᾶμε αὐτό».

Στο απόσπασμα αυτό φαίνεται καθαρά πως υπάρχει μια διακεκριμένη στρατιωτική συσσωμάτωση, ένα σινάφι εύκολα αναγνωρίσιμο, το οποίο έχει τους δικούς του κώδικες και προπαντός είναι περιζήτητο.....” Καὶ τοῦ εἶπα ψέματα ὅτ᾿ ἤμουν σωματοφύλακας τοῦ Ἀλήπασσα, «Μᾶς σκότωσαν τὸν ἀφέντη μας, κίνησα μὲ καμπόσους ἀνθρώπους ναρθῶ εἰς τὸ Μισίρι, εἰς τὴν Ὑψηλότη σας. Δὲν εἴχαμε τὰ ἔξοδά μας, ἤρθαμε ἐδῶ, εἰς τοὺς Ρωμαίγους”..... Του είπε ψέματα και ο άλλος τον πίστεψε γιατί τον έβλεπε. Έφερε επάνω του όλα εκείνα που τον έκαναν διακριτό από τους άλλους και το ψέμα του πιστευτό.....Μη ξεχνάμε ότι ο Μωχαμέτ Αλής της Αιγύπτου είναι κι αυτός Αρβανίτης από την Καβάλα και ο Ιμπραήμ είναι γυιος του. “Εσύ που είσαι κουρμπετλής...”, λέει ο Μπραήμης στον Μακρυγιάννη, του χαρίζει άρματα και ζητάει να τον “προσλάβει”, μαζί με τους ανθρώπους του. Φιλοφρονώντας τον Μακρυγιάννη προθυμοποιείται, εκείνους να κάνει “τζιράκια” του , όχι τον καπετάνιο τους.

Kουρμπέτι <τουρκική gurbet(=ξενιτειά, νοσταλγία) < αραβική ġurbat غربة(=αλλόκοτος) < κουρμπετλής είναι αυτός που “έχει βγει στο κουρμπέτι”. Τα λεξικά συμφωνούν ότι “βγαίνω στο κουρμπέτι” σημαίνει “βγαίνω στη βιοπάλη”.... Ο Μακρυγιάννης με τα παλληκάρια του, δηλαδή, είναι, στα μάτια του Ιμπραήμ, “βιοπαλαιστής”, επαγγελματίας Στρατιώτης!..... “Ὁ πόλεμος εἶναι ἡ τύχη μας“, διακηρύσσει ο πρώτος λίγο παραπάνω. Και ο δεύτερος δεν έχει καταλάβει ακόμη ότι εν τω μεταξύ αποφάσισαν να πολεμήσουν για την πατρίδα τους.....”Τρομάξαμεν νὰ πάρωμεν ὀλίγα ντουφέκια ἀπὸ τοὺς Τούρκους, νὰ πολεμήσουμεν διὰ τὴν πατρίδα”.....Γι' αυτό και ο Ιμπραήμ του προσφέρει εργασία....«Γνωρίζομεν τὰ ὀτζάκια σας ὅπου κάνουν τοὺς ἀνθρώπους τζιράκια. Τώρα ἦρθα στελμένος ἀπὸ τὸ κάστρο νὰ κάμω συνθῆκες, κι᾿ ὄχι νὰ μπῶ μιστωτός. Τελειώνοντας ἡ ὑπόθεση τοῦ κάστρου, τότε τηρᾶμε αὐτό» είναι η...πληρωμένη απάντηση του ιδιοφυούς Μακρυγιάννη....]


Αυτά λέγαμε τότε, έξι χρόνια πριν.

Προϊούσης της ερεύνης, όμως, ερχόμαστε σήμερα να προσδιορίσουμε έτι περαιτέρω τον όρο αυτό που χρησιμοποιεί ο Μακρυγιάννης για τους Στρατιώτες εκείνους τους οποίους με το που τους συναντά ο Ιμπραΐμ σπεύδει να τους “κάνει τζιράκια του” προσφέροντάς τους στην ουσία ό,τι θελήσουν.


Θα ξεκινήσουμε προτάσσοντας τα λόγια ενός μεγάλου και οξυδερκούς μελετητή της Ελληνικής Επανάστασης, των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.

«...Είναι συμφέρον ν' αναδειχθή πλήρης εκ βασίμων και εμπεριστατωμένων μελετών η ιστορική αλήθεια, ότι ο πόλεμος 1821-1829 δεν διεξήχθη δι' αυτοσχεδίων στρατιωτών και ιδίως αρχηγών μη τυχόντων σπουδαίας στρατιωτικής προπονήσεως...»


Οπαδοί της άποψής αυτής από δεκαετίας, όταν γράφαμε τους “Στρατιώτες”, όχι μόνο συμφωνούμε με τα ανωτέρω αλλά και επαυξάνουμε προσθέτοντας ότι η σπουδαία αυτή στρατιωτική προπόνηση αποτελεί την κατάληξη μιας μεγάλης και ιδιόρρυθμης στρατιωτικής παράδοσης, η οποία αφ' ενός έχει ηρωικά πρότυπα τους ομηρικούς ήρωες αφ΄ ετέρου δε λαμβάνει χώρα μέσα στην ευρύτερη ελληνική οικουμένη, τόσο κατά την περίοδο που αυτή θεμελιώνεται πολιτικά στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όσο και κατά την περίοδο που η Αυτοκρατορία καταρρέει αφήνοντας, την οικουμένη εκείνη, κληρονομιά και μήλον της έριδος στις υπερδυνάμεις της εποχής, χωρίς όμως να απωλέσει δια μιας το εκπληκτικό φορτίων των τριών ταυτοτητο-ποιητικών παραδόσεων του Ελληνισμού (Πολιτική- Πίστη- Παιδεία). Φορτίο που ενεργεί υποδορίως, εκρήγνυται κατά διαστήματα και κατά τόπους, έως ότου ξεσπάσει στη μεγάλη Επανάσταση του 1821.


Σήμερα, είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε, όχι μόνο θεωρητικά αλλά και απτά ιστορικά τεκμήρια, ότι η παράδοση αυτή υπάρχει και συνδέεται με τις τύχες του ελληνισμού, άλλοτε προπορευόμενη και άλλοτε ακολουθούσα, από την 11η εκατονταετηρίδα, δλδ από την Άννα την Κομνηνή και τους “καλούμενους Αρβανίτες” της μέχρι την 19η, την εποχή του Καποδίστρια. Σβήνει δε οριστικά, την εποχή των διωγμών που λαμβάνουν χώρα τόσο στο Βαυαροκρατούμενο ανασυσταθέν Ελληνικό Κράτος όσο και στην έτι περαιτέρω παρακμάζουσα Οθωμανική αυτοκρατορία. Θα ξεπροβάλλει δε, ακριβώς εκατό χρόνια αργότερα, εν ετέρα μορφή, στην Εθνική Αντίσταση, και μάλιστα με επικεφαλής τους άμεσους και βιολογικούς απόγονους των Στρατιωτών αυτών, τον Άρη Βελουχιώτη και τον Ναπολέοντα Ζέρβα. Οι συμβολισμοί βέβαια είναι ωραίοι και συγκλονιστικοί από μόνοι τους, γίνονται όμως περισσότερο εντυπωσιακοί όταν συσχετιστούν με τα πρότυπα των φορέων τους και με τις κατά τόπους παραδόσεις. Η ίδια στρατιωτική παράδοση, διαθέτει, στα μέσα της 20ης εκατονταετηρίδος, τα πρότυπα των ηρώων και την πείρα των μαχών του '21. Δυο μεγάλες πηγές έμπνευσης και παραδειγματισμού, η μια η αρχαία και ιδρυτική του Ελληνισμού και η άλλη η νεώτερη και Επαναστατική του Ελληνισμού.

Στο θέμα αυτό όμως θα επανέλθουμε με πολλά και σημαντικά ακόμα.

Προς το παρόν ας δούμε τι διατάσσει ο αρχιστράτηγος της Ανατολικής Ρούμελης Δημήτριος Υψηλάντης, στις 19 Μαρτίου 1828:



Προς τον Υπασπιστήν μου και Εκατόνταρχον

Κ. Γεώργιον Βοϊνέσκον


Σοι εγχειρίζεται και προς τον Στρατηγόν Βάσον Μαυρουβουνιώτην διαταγή` εξ αυτής πληροφορείσαι, ότι διατάττεται να διοργανίσει μετά σου το σώμα του` διατάττεσαι λοιπόν να απεράσης αύριον πολλά πρωί εις Ελευσίνα` εκεί θέλεις ενεργήσει μετά τον εφεξής τρόπον.

1ον. Θέλεις βάλει βάσιν να διοργανισθή πρώτον το υπό την άμεσον οδηγίαν σώμα του Στρ: Βάσου` ο διοργανισμός θέλει είναι σύμφωνος με των προλαβουσών χιλιαρχιών` αλλά θέλεις έχει πάντοτε προ οφθαλμών να μη δοθή εις κανένα αξιωματικόν μήτε υπόσχεσις πεντηκονταρχίας` διότι ο βαθμός ούτος εξήρτηται από μόνην την εκλογήν του Εξοχωτάτου Κυβερνήτου` το έργον οπού επιφορτίζεσαι να διενεργήσης μετά του Στρ! Βάσου είναι το να σχηματισθώσι μόνον εκατονταρχίαι.

2ον. Ο αριθμός των εκατονταρχιών πρέπει να ήναι πλήρης, αλλά προτού να συμπληρωθή θέλεις προσέξη να μη δοθώσι βαθμοί αξιωματικών, και μη αναλόγως του αριθμού των στρατιωτών, και εις τούτο δεν είναι συγχωρημένη καμμία συγκατάβασις.

3ον. Οι στρατιώται οπού θέλουν σχηματίσει τας εκατονταρχίας, θέλουν είναι όλοι κουρπετλήδεςi ήτοι αεικίνητοι` δεν είναι δεκτοί οι μη αεικίνητοι καθώς και οι ψυχογοί, και εις αυτάς τα δύο περιστάσεις η προσοχή σου πρέπει να ήναι μεγάλη.

4ον. Αφού κατά τον ειρημένον τρόπον διοργανισθή το Σώμα του Στρ: Βάσου, θέλεις προσκαλέσει να έμβωσιν εις αυτήν την τάξιν, όσα μικρά σώματα ευρίσκονται εις Ελευσίνα` εις έκαστον οδηγόν των τοιούτων σωμάτων, θέλετε προσφέρει τον ανάλογον βαθμόν, πάντοτε όμως εις το τοιούτον θέλετε έχει οδηγόν την αξιότητα, και βάσιν τον αριθμόν των στρατιωτών, τους οποίους έκαστος αυτών διοικεί.

5ον. Όσα ταύτα σώματα δεν θέλουσι δεχθή να συγκαταταχθώσι δι' οποιουσδήποτε λόγους θέλεις φροντίσει εγκαίρως εις την έκθεσιν των πρακτικών σου να μοι σημειώσης τα ονόματα αυτών και τους σκοπούς των, αν δε η χρεία το καλέση, ημπορείς και εκείθεν να με γράψης και να μου ζητήσης τας αναγκαίας προς αυτούς διαταγάς. Εν τοσούτω θέλεις κοινοποιήσει εις όσους αποποιούνται του να συγκατατεθώσιν, ότι ευθύς όπου μάθω τας αιτίας της αποποιήσεώς των, θέλω διαλύσει τα σώματά των, κ.τ.λ.

6ον. Οι καταλεγόμενοι εις τας διαφόρους εκατονταρχίας, πρώτον επιθεωρούνται παρά σου μετά του Στρ: Βάσου, και έπειτα διευθύνει ο Στρ: Βάσος δια κάθε εκατονταρχίαν, ιδιαιτέρως προς τον Γεν. Φροντιστήν διαταγήν, να δίδη τα καθημερινά ταΐνια καθώς διορίζει ο στρατιωτικός κανονισμός, όχι όμως προτού να κάμουν οι εκατόνταρχοι εγγράφως την καθημερινήν κατάστασιν των εκατονταρχιών, επάνω εις την οποίαν πρέπει να γίνεται η πρόσκλησις προς τον φροντιστήν δια τα ταΐνια καθ' ημέραν.

7ον. Κάθε δύο ημέρας θέλεις μοι διευθύνει έκθεσιν των πρακτικών σου και θέλεις ενεργεί, κατά τας οποίας ημπορείς να λαμβάνης ακολούθους οδηγίας.


19 Μαρτίου 1828


Ο Στρατάρχης

Δ: Υψηλάντης



Ούτε λίγο ούτε πολύ τούτη η άκρως σημαντική διαταγή του Δ. Υψηλάντη είναι η μετατροπή της αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης, που κάποια στιγμή μετεξελίχθηκε σε αρματολική για να καταλήξει να λέγεται, στην εποχή του Κυβερνήτη, “κουρμπετλίδικη”, αφού πια ο όρος “Αρβανίτης” είχε δυσφημιστεί, τουλάχιστον από τους χρόνους των Ορλοφικών, όπου ο εξωμοσμένος κλάδος της Αρβανιτιάς είχε θύσει και απολύσει.

Ο δε όρος “Αρματολοί”, επίσης δεν προσφέρεται γιατί α) αρματολοί πια δεν υπάρχουν στην αναδυόμενη Επικράτεια, β) αρματολοί υπάρχουν στην Οθωμανική Επικράτεια, γ) αρματολοί υπάρχουν στη μεθόριο και σε συνεννόηση με τους Τούρκους μέσω των γνωστών “καπακίων” δ) ο καινούργιος στρατός δεν θέλει να εγκολπωθεί σχήματα και νοοτροπίες που ακυρώνουν την πυραμιδική και ιεραρχική δομή του. Εξ ου και η απαγόρευση της στρατολογίας των “ψυχογιών”, η οποία, είναι μάλιστα ιδιαίτερα αυστηρή και στοχεύει ακριβώς εκεί: Να μην αναπαραχθεί στη νέα δομή ολόκληρη η προηγούμενη οργανωτική παράδοση αλλά μόνο η μαχητική πλευρά της.

Όπως μας κατατοπίζει ο προρρηθείς ιστορικός των στρατιωτικών, “αεικίνητοι” ή κορμπετλήδες είναι αυτό που λέγεται “ενεργός στρατός” στη Δύση, εν αντιθέσει προς εκείνους που έπαιρναν τα όπλα για να συνδράμουν το “στρατιωτικόν” εφ' όσον εμάχοντο εντός των ορίων της περιοχής των. Είναι δε εντυποσιακότατον το ότι το σχήμα αυτό αναπαρήχθη αυτούσιο στον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό- ΕΛΑΣ με το σχήμα “ενεργός ΕΛΑΣ – Εφεδρικός ΕΛΑΣ”. Και εκεί οι “εφεδρικοί” στρατεύονταν υπό αυτόν τον όρο, να πολεμούν κοντά στα χωριά τους! Τώρα, η απορία και η έκπληξή μας παραμένει και στις δύο εκδοχές της καταγής αυτής της.. αναβίωσης του ΕΛΑΣ: Είχαν, οι ηγέτες του ΕΛΑΣ, υπόψη τους την πείρα της Επανάστασης και την αναπαρήγαγαν συνειδητά; ή δεν την είχαν υπόψη τους και την αναπαρήγαγαν “αυθορμήτως”;

Τέλος, είναι ευκαιρία εδώ και τώρα να σημειώσουμε και να επισημάνουμε ότι όπως στον 20ο αιώνα με το Αντάρτικο, έτσι και στον 19ο αιώνα με τους Κουρμπετλήδες- Αρβανίτες, χάθηκε μια ακόμη ευκαιρία να συγκροτηθεί τακτικός στρατός που θα εγκολπώνονταν όλη αυτή τη θετική στρατιωτική παράδοση των ελληνικών αγώνων υπέρ ελευθερίας και ανεξαρτησίας της Πατρίδας.

Ακριβώς πέντε χρόνια αργότερα, οι Μύριοι αυτοί του Κυβερνήτη, συγκεντρωμένοι στο Άργος, και αφού έχουν μακελευτεί μαζί με τους αμάχους της πόλης, από το εκστρατευτικό σώμα των φίλων μας των Γάλλων, θα αναγκαστούν να παραδώσουν τα όπλα τα ιερά σαν σε μια άλλη πρώιμη και από τον Γερμανών (όχι των Άγγλων!) Βάρκιζα.


«...Εν τη Αργολίδι είχον αθροισθή δεκακισχίλια παλληκάρια συν τοις εαυτοίς αρχηγοίς, απεκδεχόμενα τας περί αυτών αποφάσεις της αντιβασιλείας [...] Τα μεν παλληκάρια ηρνούντο, να καταταχθώσιν εις τον τακτικόν στρατόν και της αρνήσεως ταύτης κυρία αιτία ήτο ότι δεν ήθελον να φορέσωσι φραγκική μονοστολίαν, η δ' αντιβασιλεία εφρόνει ότι ώφειλε να μη επιτρέψη αυτοίς την εθνικήν φουστανέλλαν, διότι, προς τον ιματισμόν τούτον συνέδεε την έννοιαν του αγρίου βίου και της αταξίας.

Η αντιβασιλεία ήρξατο τότε φοβουμένη μη τα παλληκάρια εξεγερθώσι κατ' αυτής και διώξωσιν αυτήν, ως είχον εξεγερθή και κατά των Γάλλων. Όθεν προσέταξεν τον αφοπλισμόν αυτών διαβουκολήσασα αυτά δια της υποσχέσεως ότι θα κατήρτιζεν αμέσως εθνικόν στρατόν έχοντα τακτικά όπλα και εθνικά φορέματα. Συγχρόνως εδόθη και η υπόσχεσις ότι έκαστος, καθ' ην είχεν αξίαν, θα ελάμβανεν έγγραφον, δι' ου θα εγίνετο ιδιοκτήτης μερίδος τινός γηςii.

Η πίστις των τότε Ελλήνων εις τας υποσχέσεις της αντιβασιλείας ήτο απεριόριστος` ο αφοπλισμός εγένετο εν Αργολίδι συναχθέντων παλληκαρίων περί τα δεκακισχίλια. Καίτοι δε η παράδοσις των όπλων και ξιφών επότισεν αυτούς ανέκφραστον πικρίαν, διότι απεχωρίζοντο των φιλτάτων πανοπλιών, δι' ων είχον πολεμήσει υπέρ της ελληνικής ελευθερίας, ουδεμία όμως εγένετο αταξία κατά την παράδοσιν, μόνον δε λυπηραί τινες σκηναί ετάραξαν την καρδίαν ημών. Είδομεν πρεσβύτα και σχεδόν πολιούς άνδρας αρειμάνιον το ήθος έχοντας, κλαίοντας δε ως παιδία και χύνοντας δάκρυα δια των ηλιοκαών παρειών αυτών. Η κατάθεσις των όπλων ενέβαλεν εις άλλους απελπισμόν, μη θελήσαντας να παραδώσιν εις χείρας αλλοτρίων τον πολύτιμον θυσαυρόν και ρίψαντας εις τους βράχους τα ξίφη και λοιπά αυτών όπλα...»


Η μαρτυρία αυτή δεν είναι κάποιου Έλληνα. Είναι Γερμανού αξιωματικού από το σώμα εκείνο που φέρανε οι Βαυαροί μαζί τους και στον οποίον οφείλουμε πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για τα πρώτα εκείνα χρόνια της βαυαροκρατίας. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα για άλλο κείμενο...



Σημειώσεις: 


iΗ επισήμανση είναι του πρωτοτύπου.

iiΠαρόμοια... διαβουκόλευση υπήρξε και το 1944. Μόνο που οι Άγγλοι πληρώνανε σε χρυσό. Μία λίρα το ντουφέκι!

Σάββατο 15 Μαΐου 2021

Εξήντα παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες στην Κέρκυρα το 1541

Η μετοικεσία Αρβανιτών Στρατιωτών με τις οικογένειές τους από το Ναύπλιο και την Μονεμβασία- Ζώρζης Σχηματάρης

Το κάστρο της Κέρκυρας το 1573



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμή


Η λήξη του Γ΄ ΒενετοΤουρκικού Πολέμου- οι συνέπειές της για τους υπερασπιστές Ναυπλίου και Μονεμβασίας.

Ο Γ' ΒενετοΤουρκικός Πόλεμος ξεκίνησε με την πολιορκία της Κέρκυρας (1537) και τέλειωσε με την πολιορκία του Ναυπλίου το 1540. Στους όρους της ειρήνης περιλαμβάνονταν α) η παράδοση των δύο πόλεων -και της Μονεμβασίας- στους Τούρκους β) η απόσυρση της φρουράς τους και κυρίως των Αρβανιτών Στρατιωτών, οι οποίοι ήταν εκεί εγκατεστημένοι από τον 14ο αιώνα και επί των Δεσποτών του Μορέα, Καντακουζινών και Παλαιολόγων.

Μερικούς μήνες μετά την παράδοση των πόλεων, το Συμβούλιο των Δέκα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου ρυθμίζει τις τύχες των γενναίων αυτών ανδρών προνοιάζοντάς τους σε διάφορα στρατηγικά σημεία του Κράτους της Θάλασσαςi. Άλλους τους στέλνει στην Κύπρο, άλλους στην Κρήτη και τα Επτάνησα. Εξήντα απ' αυτούς στην Κέρκυρα.

Λίγο πρωτύτερα, είχαν λαχταρίσει αρκετά, γιατί το αρχικό σχέδιο ήταν να εγκατασταθούν στα προκεχωρημένα Κύθηρα, αλλά μετά από την κινητοποίησή τους και την επιστολή του μητροπολίτη Μονεμβασίας Μητροφάνη στη Σινιορία, τους αναγνωρίστηκε ότι έπρεπε να εγκατασταθούν σε λιγότερο επικίνδυνα σημεία, αφού και γενναία είχαν πολεμήσει και τις περιουσίες τους είχαν χάσει. Κάμποσοι δε απ' αυτούς ήταν πολυτραυματίες και ανάπηροι.

Ειδικά οι Ναυπλιώτες είχαν υποβάλλει στις 20 Ιουλίου 1540 αναφορά στον Γενικό Καπετάνιο της Θάλασσας Θωμά Μοκενίκο, όπου, μεταξύ των επτά άρθρων περιλαμβάνονται και τα εξής:

α) η παραχώρηση καταλλήλων οικημάτων για την εγκατάστασή τους

β) η παραχώρηση γαιών για καλλιέργεια ανάλογα με την κοινωνική θέση του καθενός

γ) η ασφαλής μεταφορά, με ειδική γαλέρα και με τη συνοδεία ιερέων, των οστών των προγόνων τους όπως και των ιερών σκευών και εικόνων.

Ο Θωμάς Μοκενίκος εγγράφως αποδέχτηκε όλους τους όρους, εκτός από τα περί παραχωρήσεως γαιών που έπρεπε να αποφασίσει η κυβέρνηση της Δημοκρατίας.


Η εγκατάσταση στην Κέρκυρα

Η κυβέρνηση πράγματι αποφάσισε και διέταξε τον βάιλο της Κέρκυρας Στέφανο Τιέπολο για τις ζωοτροφές, την εγκατάστασή τους και την παραχώρηση γαιών άμα τη αφίξει τους το καλοκαίρι του 1541.

Οι εξήντα οικογένειες (κατ' άλλους 63) ορίστηκε να εγκατασταθούν στη θέση νοτιοανατολικά της πόλης όπου και πήρε το όνομα Στρατιά ή Αναπλιτοχώρι και έτσι αναφέρεται έκτοτε στα διάφορα συμβολαιογραφικά έγγραφαii. Για καλλιέργεια τους παραχωρήθηκε μια έκταση στην Κασσιώπη, 3.200 στρεμμάτων, η οποία είχε περιέλθει στο δημόσιο μετά την πολιορκία του 1537, το σκλάβωμα και τον εξανδραποδισμό 20.000 κατοίκων του νησιού που επακολούθησε την αποτυχημένη εκείνη προσπάθεια του Σουλεϊμάν.

Οι Κερκυραίοι, όσοι είχαν απομείνει από εκείνη την τρομερή καταστροφή, δέχτηκαν τους Στρατιώτες με ικανοποίηση και ανακούφιση γιατί η φήμη τους είχε προηγηθεί. Τα πήγαν γενικά καλά μαζί τους παρά το ότι οι Στρατιώτες ήταν “κλειστή” κοινωνική ομάδα κι έκαναν φιλίες μόνο μεταξύ τους και με τους συμπολεμιστές τους των άλλων νησιών. Μεταξύ τους γίνονταν και οι γάμοι, που όμως πρόκοψαν και έδωσαν πολλούς απογόνους. Οι φάρες του εξαπλώθηκαν σε όλο το νησί και παρέμειναν όλους τους επόμενους αιώνες τα ονόματά τους, κάμποσα εκείνων δε συναντούμε ως τα σήμερα.

Εκτός αυτού, οι Στρατιώτες παρεκτρέποντο μερικές φορές και έκαναν ζημιές, με τα άλογα τους, σε καλλιέργειες γειτόνων τους. Σοβαρότερη είναι μια διαφορά που προέκυψε από σφετερισμό γαιών στην Κασσιώπια από τους νέους καλλιεργητές. Όλες διευθετήθηκαν είτε με την ανάθεση των υποθέσεων στους καπετάνιους τους είτε με την διαιτησία της Σινιορίαςiii.


Η Στρατιά και ο διοργανισμός της

Οι εξήντα Στρατιώτες της Κέρκυρας συγκροτούσαν τη Στρατιά και έφεραν τη σημαία τους με έναν σημαιοφόρο. Διαιρούνταν σε τέσσερα μαχητικά τμήματα-λόχους, από 15 ιππείς ο καθένας. Κάθε λόχος είχε τον λοχαγο-καπετάνιο του, που λεγόταν και λουογκοτενέντε. Επίσης ο κάθε λόχος είχε σαλπιγκτή και τυμπανιστή. Ο γενικός διοικητής της Στρατιάς λεγόταν Γκουβερναδόρος διοριζόταν από την κυβέρνηση και υπαγόταν στον Προβλεπτή που έπρεπε να είναι πάντα Βενετός και όχι άλλος Ευρωπαίος γιατί δεν ήξεραν εκείνοι τα χούγια τους. Ο Γκουβερναδόρος ήταν ισόβαθμος των “ταγματαρχών της γραμμής” (maggiori di Linea)

Κατανέμονταν στα τέσσερα τμήματα που ήταν χωρισμένο το νησί και είχαν αποστολή να το φυλάνε. Σε κάθε διαμέρισμα υπήρχαν επιλεγμένοι κάτοικοι -“εφεδρικοί”όπως λέμε εμείς σήμερα, cernidi λέγονταν τότε- οργανωμένοι σε τμήματα, επικεφαλής των οποίων τίθονταν οι Στρατιώτες και φρόντιζαν για την εκγύμναση και την οργάνωσή τους, τις βάρδιες και τις σκοπιές, ημερήσιες και νυχτερινές.

Η ανανέωση των γραμμών γινόταν από τους δικούς τους απογόνους μετά από έγκριση της κυβέρνησης. Ποτέ όμως δεν δέχτηκαν, ούτε και η Σινιορία τους χάλασε το χατήρι, στις γραμμές τους ντόπιους κατοίκους. Όταν δε οι τελευταίοι ζήτησαν από τη Αυθεντία το δικαίωμα να συγκροτήσουν δικό τους σώμα με πρότυπο τη Στρατιά, η κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα.

Λέγεται από τους ερευνητές του 19ου αιώνα ότι αυτοί απετέλεσαν “στρατιωτική αριστοκρατία” και “κάστα”. Δεν νομίζω ότι ήταν τίποτα διαφορετικό από μια ελληνική στρατιωτική κοινότητα, αυτοκέφαλη και αυτοδιοικούμενη. Δεν ήταν “αριστοκρατία” γιατί τέτοια υπήρχε ήδη και ήταν άλλη. Την συγκροτούσαν τόσο οι Βενετοί όσο και οι άρχοντες της “Χρυσής Βίβλου”. Οι Στρατιώτες ήταν λαός, μάτωνε και δούλευε για να ζήσει και να προκόψει.

Δεν ήταν ούτε “κάστα” γιατί αυτό σημαίνει κάποια προνόμια και κάποια αυστηρά προκαθορισμένη αναπαραγωγή και ανανέωση. Κάστα θα ήταν αν όλοι οι άρρενες γίνονταν αυτοδικαίως μαχητές των λόχων. Ξέρουμε όμως ότι από τις δεκάδες κι εκατοντάδες παιδιά που γεννιόνταν, μόνο λίγα τοποθετούνταν στους λόχους. Από την άλλη μεριά αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι μη στρατολογηθέντες δεν ήξεραν την τέχνη του πολέμου ή δεν συνέχιζαν, όταν χρειαζόταν, τη στρατιωτική παράδοση. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να θεωρήσουμε ότι τα παιδιά που δεν εντάσσονταν στους λόχους της Κέρκυρας, επεδίωκαν να διακριθούν σε άλλες φρουρές της Δημοκρατίας και έτσι εξηγείται η διασπορά των οικογενειακών ονομάτων σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο και ίσως ακόμα πολύ μακρύτεραiv.


Μερικά εντυπωσιακά στοιχεία της παρουσίας των Στρατιωτών

Στη μακρά θητεία των Στρατιωτών στην Κέρκυρα, η οποία κράτησε μέχρι την διάλυση της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου από τον Ναπολέοντα το 1799, καταγράφονται μερικά πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας τους.

Ένα απ' αυτά είναι οι ιππικοί αγώνες και το άλλο ήταν “του Λεβέντη”.

Οι ιππικοί αγώνες ήταν δύο ειδών. Τζούστρες και ρέντες τις λέει ο Τζάνε Κορωναίος, στο έπος του για τον Μερκούριου Μούα που μεγάλωσε στο Ναύπλιο αλλά διακρίθηκε στην Ιταλία ήδη από το τέλος του 15ου αιώνα και ανακηρύχθηκε ιππότης του Αγίου Μάρκου με πολλές κολαΐνες (χρυσές καδένες, σύμβολα της ευαρέσκειας του δόγη).

Τζιούστρες ή γκιόστρες ήταν οι διαδορατισμοί. Κάτι σαν κι αυτούς που βλέπουμε στις ταινίες. Δύο ιππείς αντιμέτωποι καλπάζουν εναντίον αλλήλων και διαδορατίζονται με σκοπό να πέσει ο ένας από το άλογο και να αναδειχτεί νικητής ο άλλος.

Σε μια τέτοια γκιόστρα το 1599, στις 28 Φεβρουαρίου, ο φρούραρχος DA Viterbo-Meo, αστόχαστα κομπάζων και κομπορρημονών, αναμετρήθηκε με τον ευπατρίδη Λουκάνη και τον καπετάνιο των Στρατιωτών Νικόλαο Σκλήρη. Με τον Λουκάνη, μια φορά βγήκαν ισόπαλοι και δυο φορές ηττήθηκε. Με τον Σκλήρη όμως τραυματίστηκε καίρια και μετά από λίγες μέρες πέθανε.

Στα 1685 καταγράφεται διαφορετικό ιππικό αγώνισμα. Μάλλον αυτό θα ήταν η ρέντα.

Μια ημέρα των αποκριών, ανάμεσα στις δυο Κυριακές, στην Πλατεία οδό, οι ιππείς έτρεχαν με τα ανεμόποδα και υψαύχενα άλογά τους προκειμένου να διαπεράσουν με το δόρυ τους και να αφαιρέσουν ένα κρεμασμένο δακτυλίδι. Πλήθη λαού μαζί με όλη την αριστοκρατία παρακολουθούσε το αγώνισμα με τις κυρίες να σείουν τα μαντήλια τους. Ο νικητής παρελάμβανε το έπαθλο από τον βάιλο του νησιού, ο οποίος παρακολουθούσε τους αγώνες, μαζί με τις υπόλοιπες αρχές, από τον ευρύχωρο εξώστη του μεγάλου Ρίκκη.

Αλλιώτικο αρκετά πρέπει να ήταν το άλλο έθιμο “του Λεβέντη”.

Στη συνοικία της Στρατιάς, στα ωραία πανηγύρια των Στρατιωτών, της Αναλήψεως, του Σωτήρος, της Παναγίας της Κασσιωπαίας, του Αγίου Γεωργίου, συνηθίζετο οι Στρατιώτες να εισέρχονται πανηγυρικά και μεγαλοπρεπώς στην πόλη, χωρίς τα άλογά τους, τραγουδώντας ένα τραγούδι- ύμνο, “του Λεβέντη”, όπως επικράτησε να λέγετε.

Θα πρέπει να ήταν πολύ εντυπωσιακή αυτή η άλλου είδους στρατιωτική παρέλαση, όπου οι Στρατιώτες ρυθμίζοντας το βήμα τους σύμφωνα με το σκοπό, αλλά ταυτόχρονα με χάρη και αμέλια, τραγουδούσαν:


- Διαβάτες που διαβαίνετε

Στρατιώτες που περνάτε

Μην ίδατε το υιόκα μου

τον Γιάννη το παιδί μου;


- Κι ανίσως και τον ίδαμε

κι ανίσως τον ιδούμε,

Πούθε να τον γνωρίσουμε,

για πες μας τα σημάδια!


- Ήταν ψηλός ήταν λιγνός,

ήταν και μαυρομάτης,

Είχε τα μάτια σαν ελιές

τα φρύδια σαν γαϊτάνι.


- Εχθές προχθές τον ίδαμε

στον κάμπο ξαπλωμένον,

Μαύρα πουλιά τον τρώγαν,

κι άσπρα τον τρογυρίζαν,

Κι ένα πουλί, κακό πουλί

δεν ήθελε να φάγη.


- Φάτε πουλιά μου, φάτε με

φάτε χορτάστεμέ τε,

Φάτε πουλιά τα νειάτα μου

φάτε την ανδρειά μου,

Κι αφήστε μου την γλώσσα μου

και το δεξί μου χέρι,

Να κάμει τρία γράμματα

και τρία μυρολόγια,

Το ένα να πάη στη μάνα μου,

τ' άλλο στην αδελφή μου,

Το τρίτο το φαρμακερό

να πάη στην ποθητή μου,

Να το διαβάζη η μάνα μου

να κλαίη η αδελφή μου

Να το διαβάζη η αδελφή

να κλαίη η ποθητή μου,

Να το διαβάζη τη ποθητή,

να κλαίη ο κόσμος όλος.


Σώθηκαν μερικοί στίχοι απ' αυτό το τόσο σπάνιο τραγούδι, άλλοι μέσα σε μεταγενέστερα δημοτικά τραγούδια άλλοι μέσα σε κάποιες μνημειακές συλλογές όπως του Φωριέλ, του Πασσώβιου, του Μανούσου και του Ζαμπέλιου. Όχι όμως σε αυτή του την μορφή. Νομίζω ότι θα ήταν δόκιμο να επιχειρηθεί η επαναμελοποίησή του στο σκοπό του “Βλαχοθανάση” που είναι ανάλογου νοήματος τραγούδι και περιέχει τους δυο πρώτους χαρακτηριστικούς στίχους. Ίσως είναι ο μακρινός δημοτικός απόγονός εκείνου του ύμνου που τραγουδιόταν ως τον 19ο αιώνα από όλο το λαό.


Ο γενναίος Ζώρζης Σχηματάρης

Στους Παράξενους φτωχούς Στρατιώτες, είχαμε παρουσιάσει ένα έγγραφο, δημοσιευμένο από τον Σάθα, με ημερομηνία 4 Ιουνίου 1541, το οποίο, ρύθμιζε τη σχέση μιας ομάδας Στρατιωτών με τη Δημοκρατία. Εκεί αναφέρονταν πολλοί με το όνομα Μπαρμπάτης, ένας δε εξ αυτών, ο Λέκκας (Αλέξανδρος), σημειώνεται ότι ήταν αδελφός του δόμινου (ιππότου) Αυγουστίνου Μπαρμπάτη. Δεν προσδιορίζεται όμως ακριβώς που εκείνοι οι Στρατιώτες προνοιάζονται. Τότε είχαμε επισημάνει ότι αυτό θα προκύψει αν εντοπιστούν σε καταλόγους κάποια απ' αυτά. Πράγματι, οι σημαντικότεροι, από πλευράς πλήθους και αναγνωσιμότητας, οι Μπαρμπαταίοι, εντοπίζονται σε καταλόγους που καταρτίζονται από διάφορους ερευνητές στην Κέρκυρα. Αν και οι κατάλογοι αυτοί δεν είναι πλήρεις και δεν καταγράφονται και οι 60 Στρατιώτες του Ναυπλίου και της Μονεμβασιάς, μπορούμε να θεωρήσουμε με αρκετή ασφάλεια ότι και ο Ζώρζης Σχηματάρης εγκαταστάθηκε τελικά στην Κέρκυρα, μαζί με τους συμπολεμιστές του και ήταν ένας απ' αυτούς που τραγουδούσαν τον “Λεβέντη” παρελαύνοντας, κατά τον τρόπο των παράξενων Στρατιωτών, στη πόλη της Κέρκυρας.

Μένει να διερευνηθεί ιστορικά, αν ο απέκτησε απογόνους κι αν αυτοί συναντήθηκαν με τους πρόσφυγες Σουλιώτες, όταν εκείνοι κατέφυγαν στο νησί. Γιατί είναι σίγουρο ότι οι δύο διαφορετικών διαδρομών Αρβανίτες Στρατιώτες συναντήθηκαν...


Σημειώσεις:

i Έχουμε γράψει τόσο στους Παράξενους φτωχούς Στρατιώτες (εκδ. Αλφειός), όσο και σε άλλα κείμενά μας ότι ο θεσμός της Πρόνοιας ήταν πανάρχαιος. Ωστόσο, άκμασε και χρησιμοποιήθηκε πολύ στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ οι “διάδοχοί της”, τον αξιοποίησαν επίσης ευρύτατα, με πρώτους τους Βενετούς.

ii Παρόμοιος είναι και ο τρόπος προνοιασμού των Στρατιωτών στην Κύπρο, όπου και εκεί αναφέρεται οικισμός “Αναπλιτοχώρι” βλέπε Παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες.

iii Προστριβές παρατηρήθηκαν και στην Κύπρο. Λύθηκαν κι εκεί από τους καπεταναίους τους αφού η Σινιορία αναγνώρισε ότι μόνο εκείνοι μπορούν να τους δικάζουν.

iv Οικογένεια Λουκίσσα έχουμε και στη Βοιωτία και στην Κύπρο. Ρένεση, Μάνεση, Ροντάκη επίσης στην Κύπρο και αλλού. Ένας Μπαρμπάτης είναι ήρωας της ταινίας L' oro και ένας εκ των δύο που επιβιώνουν και φτάνουν στις ακτές του Ειρηνικού. Πρέπει να το δεχτούμε ως θρύλο έχοντα βάση αφού πλήθος Στρατιωτών υπηρέτησε υπό τις Ισπανικές σημαίες εκείνη ακριβώς την εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων.

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Πρόλογος του Θ.Ι. Ζιάκα στο βιβλίο "Παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες"

Ο Αρβανίτης Στρατιώτης Γεώργιος Μάνεσης. Λεπτομέρεια από την εικόνα της Δέησης, 15ος αιώνας, Άγ. Γεώργιος των Ελλήνων, Βενετία


Θεόδωρος Ι. Ζιάκας




Το κεντρικό ζήτημα του βιβλίου είναι ο παράξενος ανθρωπολογικός τύπος των «Στρατιωτών», που παρελαύνουν στη Βενετία του 15ου αιώνα και καταπλήσσουν την Εσπερία με την ακαταμάχητη «ανορθόδοξη» τακτική τους. Ποια είναι η ταυτότητα των παράξενων αυτών πολεμιστών; 

Ο Γιώργος Σαλεμής δεν είναι «ιστορικός». Το βιβλίο του δεν είναι βιβλίο ιστορίας, αν και είναι πραγματική ιστορία από την αρχή ως το τέλος. Είναι κάτι παραπάνω από «ιστορία», καθώς βγάζει στο φως άγνωστες ή παρανοημένες πτυχές της συλλογικής μας ταυτότητας.



Ι 

Όπως το λέει κι ο υπότιτλος οι «Στρατιώτες» αντιπροσωπεύουν την αμυντική παράδοση των ελληνικών Κοινών. 

Ο όρος «Κοινό» παραπέμπει σε μια πολιτειακή συσσωμάτωση κοινοτήτων, κατά το πρότυπο του αρχαίου Δήμου, το ανάλογο του οποίου είναι σήμερα το έθνος-κράτος. Το δίκτυο των Κοινών αποτέλεσε τη διαχρονική βάση της Οικουμενικής κρατικής συγκρότησης του ελληνικού πολιτισμού, από τους ελληνιστικούς χρόνους και εντεύθεν. Επιβίωσε της βυζαντινής κατάρρευσης και γνώρισε μάλιστα μια δεύτερη άνθηση στην εποχή της Οθωμανοκρατίας. Τα Κοινά ήταν αυτόνομα, με θεσμούς που «..ουδέν άλλο ήσαν τότε ειμή τροπολογία τις, των έτι αρχαιοτέρων αυτονόμων αστικών πολιτευμάτων», κατά τον Κων/νο Παπαρρηγόπουλο (1815-1891). 

Για τη στρατιωτική ασφάλεια των Κοινών η υπερκείμενη οικουμενική Αρχή, ο Αυτοκράτωρ, τοποθετούσε εντός τους –«προνοίαζε»- επαγγελματίες πολεμιστές. Αυτοί λέγονταν «Στρατιώτες». Το αμυντικό σύστημα της «Πρόνοιας», όπου οι «Στρατιώτες» είχαν καθορισμένα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, ως προς το Κοινό και ως προς τον Αυτοκράτορα, ήταν έκγονο του παλιότερου συστήματος των «Θεμάτων». Οι θρυλικοί πολεμιστές των Ακριτικών επών, ήταν οι «θεματικοί» πρόγονοι των «προνοιακών» πολεμιστών. Το σύστημα της «Πρόνοιας» το διατήρησαν και οι Οθωμανοί με τα «Αρματολίκια», όπως είχαν κάνει νωρίτερα οι Φράγκοι και οι Βενετοί στις ελληνικές κτήσεις τους. Για τους πολέμους της με τους Τούρκους η Γαληνοτάτη βασιζόταν στους Ρωμιούς «Στρατιώτες». Οι «Στρατιώτες» του 1494 με τους οποίους ξεκινά το βιβλίο, έχουν μετακληθεί από τη Σινιορία για να αναχαιτίσουν τους Γάλλους εισβολείς στην Ιταλία.

Τα Κοινά καταργήθηκαν το 1833 με ειδικό νόμο της Βαυαροκρατίας, προκειμένου να εγκατασταθεί στη μετα-οθωμανική Ελλάδα το βεστφαλιανό εθνοκρατικό σύστημα. Μαζί τους εκλείπει και η στρατιωτική τους παράδοση, οι οπλαρχηγοί και με τα παλληκάρια της, που έκαναν την Επανάσταση του 1821. Οι άλλοτε «προνοιασμένοι» απορροφώνται από τις τοπικές κοινωνίες ως αγρότες, πλην των ελαχίστων που ενσωματώθηκαν στον εθνικό στρατό ή κυνηγήθηκαν και έγιναν ληστές. Το πόσο βαθιά ήταν τα ριζώματα της αρχέγονης αυτής στρατιωτικής παράδοσης θα φανεί στο έπος της Εθνικής Αντίστασης (1941-1944). Ήταν φυσικά το «κύκνειο άσμα» της. Το κρεμασμένο κεφάλι του Πρωτοκαπετάνιου στο φανοστάτη των Τρικάλων κι ο εν συνεχεία εθνοκτόνος Εμφύλιος, θα υπογραμμίσουν το τέλος. 



ΙΙ

Έναντι του ονόματος «Στρατιώτης» επικρατεί (από κάποιο σημείο και πέρα -στις ελάχιστες γραπτές αναφορές που διαθέτουμε) το όνομα «Αρβανίτης». Ότι πρόκειται βέβαια για το ίδιο είδος ανθρώπων δεν γεννάται θέμα. (Ο Γιώργος Σαλεμής έχει βάσιμους λόγους να ετυμολογεί το όνομα «αρβανίτες» από τα «άρβανα»: τους καταυλισμούς τους.) 

Ο προνοιασμός με αρβανίτες γίνεται σε συγκεκριμένη περιοχή, στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά Αιγαίου και Ιονίου. Αρβανίτης όμως δεν είναι ο προνοιασμένος Στρατιώτης γενικά, αλλά ο προνοιασμένος Στρατιώτης που προέρχεται από εκείνο τον κακοτράχαλο τόπο - τρόπο που τροφοδοτεί το στρατιωτικό επάγγελμα και τοποθετείται κυρίως στον βορειοηπειρωτικό χώρο, απ’ όπου ως επί το πλείστον στρατολογείται. 

Με την κατάρρευση της Οικουμένης-κράτους των Ρωμιών ένα μέρος των «Στρατιωτών» / «Αρβανιτών» εξισλαμίστηκαν. Τους εξισλαμισμένους θα τους χρησιμοποιήσει συστηματικά η Οθωμανική δεσποτεία σαν δύναμη καταστολής των εξεγέρσεων των χριστιανών ομοτέχνων τους. Όλες οι εξεγέρσεις την εποχή της Τουρκοκρατίας κατευθύνονται από χριστιανούς αρβανίτες. Και καταπνίγονται από τουρκαρβανίτες. Εμβληματικές μορφές των δύο τύπων έχουμε στην Επανάσταση του ’21 τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη (1770-1843), αφ’ ενός, και τον «αιγύπτιο» Ιμπραήμ πασά (1789-1848), αφ’ ετέρου. 

Το ερώτημα για την ταυτότητα των «Στρατιωτών» μεταπίπτει έτσι σε ερώτημα για την ταυτότητα των «Αρβανιτών». Και επειδή τελικά οι μεν πληθυσμοί των χριστιανών αρβανιτών συναποτέλεσαν το ελληνικό έθνος-κράτος, οι δε εξισλαμισμένοι το αλβανικό (που ίδρυσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις το 1913), το ερώτημα θα πάρει περίεργη τροπή: Μήπως τελικά «δεν είναι έλληνες οι αρβανίτες, αλλά αλβανοί;», όπως υποστηρίζουν μερικοί ιστορικοί της μεταμοντέρνας φουρνιάς; 

Αλλά με ποιο κριτήριο μπορεί να διαγνωσθεί η εθνική ταυτότητα; Προφανώς το κριτήριο προηγείται. Με λάθος κριτήριο θα λάβεις λάθος απάντηση. Ακόμα κι αν έχεις «πλήρη γνώση» των «ιστορικών δεδομένων». 

Καθώς το «όραμα» του μετεπαναστικού μας κράτους ήταν να γίνουμε το «Πρότυπο Βασίλειο» της Εσπερίας στην Ανατολή, επόμενο ήταν να μην παραδεχόμαστε άλλα κριτήρια εθνικού αυτοπροσδιορισμού από τα υφιστάμενα νεωτερικά. Αυτά όμως ήταν όσα και οι Μεγάλες Δυνάμεις: α) Το «γαλλικό-υποκειμενικό» κριτήριο: η «συνείδηση». (Εφόσον πιστεύουμε ότι είμαστε Έλληνες είμαστε κιόλας.) β) Το «γερμανικό-αντικειμενικό» κριτήριο: αίμα και γλώσσα. (Αν υπάρχει φυλετική και γλωσσική συνέχεια ανάμεσα σε μας και στους αρχαίους Έλληνες, τότε και μόνο τότε είμαστε Έλληνες.) γ) Το «αγγλοσαξωνικό» κριτήριο: η κρατική υπηκοότητα. (Το Συλλογικό είναι «Σύμβαση», το δε έθνος «Σύνταγμα». Εξ ού και η σημασία του «συνταγματικού πατριωτισμού» για την αμερικανική εθνική ταυτότητα.) δ) Το «ρωσικό» κριτήριο (των «σλαβόφιλων»): κάθε έθνος ανήκει σε κάποιον πολιτιστικό τύπο. Στην Ευρώπη υπήρξαν ο ελληνορωμαϊκός τύπος, ο γερμανορωμαϊκός και ο σλαβοελληνικός, που είναι και ο «κληρονόμος» του Βυζαντίου. (Εμείς είμαστε ρωμιοί-βυζαντινοί. Άρα νομιμοποιούνται οι Ρώσοι να μας «απελευθερώσουν»!)

Τα κριτήρια αυτά υπήρξαν, φυσικά, ισάριθμες Κλίνες του Προκρούστη. Και δούλεψαν τόσο αποτελεσματικά, επί δύο αιώνες τώρα, που είναι ζήτημα αν έχει μείνει κάτι απ’ αυτό που όντως ήμασταν. Πρώτοι και σθεναρότεροι Προκρούστες ήταν ανέκαθεν τα καλά τα κόμματά μας: αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό, γερμανικό, αμερικάνικο. Μόνο ελληνικό κόμμα δεν ευτύχησε να έχει η αλήστου μνήμης νεωτερική κρατική μας οντότητα!

Ο Γιώργος Σαλεμής, αρβανίτης ο ίδιος από το Σχηματάρι, με νωπές τις «ανορθόδοξες» στρατιωτικές μνήμες στον οικογενειακό και τον κοινοτικό του περίγυρο, δεν καλύπτεται από τα προκρούστεια νεωτερικά κριτήρια. Ανα-καλύπτει και εφαρμόζει το παραδοσιακό ελληνικό κριτήριο, που είναι η ανθρωπο-ποιητική παιδεία: Τις ταυτότητες τις φτιάχνει ο Τρόπος που το ανθρώπινο ζώο γίνεται «ζώον πολιτικόν». Δηλαδή κοινωνικό υποκείμενο, φορέας αναπαραγωγής του Τρόπου που του επιτρέπει «να γίνει άνθρωπος». 
Το θέμα, λοιπόν, είναι να διαγνωσθεί η ταυτότητα των «Στρατιωτών» / «Αρβανιτών» με το ελληνικό κριτήριο. 



ΙΙΙ

Οι «Στρατιώτες» συγκροτούν επαγγελματική κοινότητα. Τούτο δεν είναι βέβαια παράξενο για μια «εταιρική οικονομία» σαν τη βυζαντινή, η οποία αναπαράγεται ακόμα και επί οθωμανικού καθεστώτος. 

Οι εταιρικές οικονομικές συσσωματώσεις (τα βυζαντινά «συστήματα») και οι πολιτειακές συσσωματώσεις (τα Κοινά) αποτελούσαν τεμνόμενα λειτουργικά σύνολα. Η ταυτότητα της επαγγελματικής κοινότητας είναι η ταυτότητα της παράδοσής της: της ιδιαίτερης «μαστορικής» ή «τέχνης» που διακονεί. Ουσιαστικά της σχέσης με τα πρότυπα, τις τεχνικές, τα ήθη και τα έθιμα, της επαγγελματικής παράδοσης. Επομένως την ταυτότητα του «Στρατιώτη» θα τη βρούμε στη σχέση του με τα πρότυπα της στρατιωτικής παράδοσης που τον κατασκευάζει ως «επαγγελματία». Και καθώς είναι μια σχέση ιστορική, εγγεγραμμένη στην ευρύτερη δομή των παραδόσεων που συγκροτούν τους τρεις πυλώνες της Οικουμένης-κράτους, το Θυσιαστήριο, τον Θρόνο και τη Σχολή, η στρατιωτική ταυτότητα εγγράφεται ως συνιστώσα α) της ελληνικής ταυτότητας των Κοινών, β) της ρωμαϊκής ταυτότητας της Οικουμένης και γ) της χριστιανικής-εκκλησιαστικής ταυτότητας της Άνω Πόλεως, από την οποία οι της κάτω πόλεως αντλούν τη μεταφυσική τους αναφορά.

Μελετώντας, υπ’ αυτό το πρίσμα, τον τύπο του «Στρατιώτη» - «Αρβανίτη», το βιβλίο αποδελτιώνει βήμα προς βήμα την ταυτότητά του. Εδώ ο αναγνώστης, ο εξοικειωμένος με τα Ομηρικά έπη, σίγουρα θα εκπλαγεί. Θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για τον ίδιο ανθρωπολογικό τύπο μ’ αυτόν που περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα. 

Ιδού μερικά χαρακτηριστικά της ιλιαδικής ταυτότητας: α) Οι Αχαιοί «Στρατιώτες» είναι «έθνος εταίρων», δηλαδή ισοτίμων. Αν η ισοτιμία παραβιαστεί από τον αρχηγό το άτομο νομιμοποιείται να αποχωρήσει από την συλλογική σύμπραξη. β) Ασέβεια απέναντι στην άδικη εξουσία. γ) Φιλοτιμία: στόχος η δόξα-υστεροφημία επί αρετή-ανδρεία. δ) «Θνητά φρονείν» –όλοι θα πεθάνουμε. Το θέμα είναι να έχουμε έναν ένδοξο-έντιμο θάνατο. ε) Ο εχθρός δεν είναι χειρότερος από μας. στ) Ο φονιάς μπορεί να φάει ψωμί ακόμα και με τον πατέρα του σκοτωμένου εχθρού και να κλάψουν μαζί. ζ) Τέλος η Φιλία υπερβαίνει τη σχέση ατόμου-ομάδας. Είναι πάνω από τη συλλογική ταυτότητα! 

Κοντολογίς: Το άτομο και η τιμή του, είναι ο σκοπός της ιλιαδικής ομάδας. Σε αντίθεση με τους Τρώες (τους Σπαρτιάτες, τους Λατίνους, τους Τούρκους ή όποιους άλλους) όπου η ομάδα είναι αυτοσκοπός. 

Ό,τι διαφοροποιεί τους ιλιαδικούς Στρατιώτες, από τους μεσαιωνικούς Στρατιώτες, που παρελαύνουν στην πόλη των τεναγών και αύριο θα τσακίσουν τους Γάλλους ιππότες, είναι μόνο η «θρησκεία» και τα «έθιμά» τους. Για ανώτατο «αυθέντη» τους αναγνωρίζουν τον Άγιο Γεώργιο – τον τροπαιοφόρο και μεγαλομάρτυρα Στρατιώτη! Αν θέλουμε, λοιπόν, να ενσωματώσουμε τη θρησκευτική διαφορά θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Κ. Ζουράρι, ότι η ταυτότητα των εν λόγω πολεμιστών είναι «ιλιαδορωμέηκη»! 

Ο Στρατιώτης-Αρβανίτης, που στη θέση του Σταυρού θα βάλει την Ημισέληνο θα χάσει την ιλιαδορωμέηκη ταυτότητά του. Εδώ η πρόσβαση που μας παρέχει το βιβλίο, ώστε να κατανοήσουμε το φαινόμενο της ταυτοτικής μετάλλαξης, είναι ανεκτίμητη. Κάνει φανερό ότι η ατομική ελευθερία είναι ο βαθύτερος εσωτερικός δεσμός ανάμεσα στην ταυτότητα της κάτω πόλεως, την ιλιαδική-ελληνική του Κοινού και στην χριστιανική ταυτότητα της Άνω Πόλεως! Με τον εξισλαμισμό αυτή η ελευθερία έχει πλέον αναιρεθεί.

Αλλά ξεπέρασα την έκταση που αναλογεί σε έναν Πρόλογο. Ο αναγνώστης θα δει όλα αυτά τα εντυπωσιακά από μόνος του και στις χαρακτηριστικές τους λεπτομέρειες. Και προπαντός τεκμηριωμένα. Κλείνοντας, δράττομαι της ευκαιρίας, να ευχαριστήσω τον συγγραφέα, αφ’ ενός, για την τιμή που μου έκανε να προλογίσω το έργο του και αφ’ ετέρου, για το νέο παράθυρο που άνοιξε στην αυτογνωσία μας. 

*Πρόλογος από το βιβλίο του Γιώργου Μ. Σαλεμή Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες Θαυμαστά στοιχεία της αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης των ελληνικών κοινών εκδ. Αλφειός. 

πηγή: Aντίφωνο

Σάββατο 26 Μαΐου 2018

Αρβανίτες Στρατιώτες..."στρατιωτάκια"












 Πηγή

Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Ο ΧατζηΜιχάλης Νταλλιάνης με τους Αρβανίτες του στο Λίβανο & τη Συρία [1826]





Με τον ηρωικό Χατζημιχάλη Νταλλιάνη και τους "ξακουστούς Στραθιώτες" του, ασχολήθηκα λιτά και ουσιαστικά στους δικούς μου Παράξενους Φτωχούς Στρατιώτες, για να δείξω ότι η αρβανίτικη στρατιωτική παράδοση διέρχεται μέσα από την Επανάσταση του '21 και φτάνει, φθίνουσα, μέχρι τον Β' παγκόσμιο πόλεμο. 
Ο Χατζημιχάλης και οι εξακόσιοι ιππείς του, πέφτουν ηρωικά στο Φραγκοκάστελο των Σφακίων [1828] αλλά δεν παραδίδονται. Την ηρωική αυτή μάχη μάς την παρουσιάζει εμμέτρως, ως συνηθίζεται στα πολεμικά κατορθώματα των Ελλήνων από αρχαιοτάτων χρόνων, ο ανώνυμος κρητικός ραψωδός και την διασώζει στη βιογραφία του Χατζημιχάλη, ο Μητροπολίτης Ευάγγελος.

Ήταν τότε που διάβασα για την εκστρατεία του Χατζημιχάλη Νταλλιάνη στον Λίβανο και εντυπωσιάστηκα. Έψαξα να βρω βιβλιογραφία για το θέμα ή μια βιογραφία του μεγάλου αυτού πολέμαρχου του ιππικού της Επανάστασης του 1821. Δεν βρήκα παρά μόνο το προαναφερθέν σύγγραμμα του Ευαγγέλου, Μητροπολίτου Ερμουπόλεως (Αιγύπτου), τυπωμένο στην Αλεξάνδρεια, το 1950, κι αυτό εξαντλημένο και σπάνιο. Ήμουν όμως τυχερός και "με τα πολλά" βρήκα ένα αντίτυπο στα παλαιοπωλεία. Πανάκριβο όμως το πήρα. Ότι δεν αξιώθηκε ακόμη ο πολέμαρχος, επιστήμονα ιστορικό βιογράφο. 
Εκεί βρήκα και τις σελίδες που αφορούν την εκστρατεία στον Λίβανο. Σήμερα τις παραθέτω.

Εκεί, εσύ αναγνώστη, θα βρεις πολλές αντιστοιχίες του τότε με το σήμερα. "Συμπτώσεις", θα σου πουν μερικοί. Βγάλε τα συμπεράσματά σου.
Για μένα, το εντυπωσιακό του θέματος βρίσκεται σε δύο στοιχεία:

α) Στην αντίληψη που είχαν, ακόμη και τότε, ότι, τα συμφέροντα της Ελλάδας εκτείνονται σε όλη τη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή. Έτσι, επιχειρούν να δημιουργήσουν αντιπερισπασμό στον Ιμπραήμ κοντά στα χώματα της Αιγύπτου, κοντά στη φωλιά του, την ώρα της Πολιορκίας του Μεσολογγίου. Έχουμε κι άλλο ένα παρόμοιο, από στρατηγική άποψη, περιστατικό, αν και πολύ μικρότερης κλίμακας. Είναι το εγχείρημα του Κανάρη να κάψει την  Αρμάδα της Αιγύπτου μέσα στην Αλεξάνδρεια. 

β)  Στην οργάνωση και στην εκτέλεση της εκστρατεία ανεξάρτητα από το μηδαμινό αποτέλεσμα στην επίτευξη του αντικειμενικού σκοπό της. Ο Χατζήμιχάλης, μισθώνει [πάει να πει, καλύπτει τα έξοδα σαν να ήταν το κράτος], δεκαοκτώ (18) Σπετσιώτικα καράβια και βάζει μέσα δυο χιλιάδες (2.000) άνδρες. "Βορειοηπειρώτες", τούς λέει ο Ευάγγελος κι ας είναι μέσα αρχηγοί σαν τον Βάσο Μαυροβουνιώτη και τον Νικόλαο Κριεζώτη. "Λιάπηδες" τούς λέει ο Ι.Ν.Ψύλλας στην ιστορία του για την Κέα, όπου τους βρίσκει ελλιμενισμένους πριν την εξόρμηση. Ο Ευάγγελος τους λέει "Βορειοηπειρώτες" γιατί ήδη έχουν βγάλει κακή φήμη οι ΤουρκΑρβανίτες. Οι Αρβανίτες αποποιούνται το όνομα, είτε ονομάζοντας εαυτούς σκέτο "Έλληνες" είτε επιτρέποντας στους άλλους να τους ονομάζουν "Λιάπηδες". Μερικοί καταχωρούνται με αυτή την "επαγγελματική" ιδιότητα ως επίθετο, στην ιστορία αλλά και στα μητρώα του νεαρού κράτους. Χίλιοι τέτοιοι "Λιάπηδες" βρίσκονται και στα Ψαρρά, στην ηρωική άμυνα του νησιού, 4 χρόνια πριν (Ιούνιο του 1824).  
Δεν πρέπει να μας διαφύγει της προσοχής μας και το άλλο εξίσου σημαντικό, ίσως  το σημαντικότερο. Την μεγάλη στρατηγική αξία του να υπάρχει και να περιπολεί μια τέτοια "αμφίβια", "πεζοναυτική", δύναμη στο Αιγαίο. Αρχαία κι αυτή εμπειρία στην ελληνική πολεμική παράδοση, που κρατάει από τους Αχαιούς, τους Αθηναίους, τους Ρωμιούς του Βυζαντίου, τους Αρβανίτες του "Ενετού" Κοριολανού Κίππικο, τον Νικοτσάρα και τέλος τον Χατζημιχάλη. Ύπαρχούσης μιας τέτοιας δυνάμεως στο κεντρικό Αιγαίο, όλο και κάτι μπορεί να αποκομίσει κανείς. Έτσι, σώζεται ο Φαβιέρος από το κάστρο της Καρύστου όπου είναι μπλοκαρισμένος και έτοιμος να παραδοθεί.

Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Μέγα  Σάββατο
7 Απριλίου 2018














Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Το "καπιτώλι", ένα αρβανίτικο παιδικό παιγνίδι στρατηγικής, με βόλους

%cf%801

Το καπιτώλι –προφανώς από το Καπιτώλιο– παίζεται με βόλους. Είναι παιγνίδι για δύο τρία αγόρια (τα κορίτσια δεν έπαιζαν ποτέ). Στις γωνίες ενός νοητού τετραγώνου φτιάχνονται τέσσερα λακκουβάκια. Προσφιλής μέθοδος εκσκαφής ήταν η περιστροφή του τακουνιού του παπουτσιού. Στο σημείο που τέμνονται οι δύο νοητές διαγώνιες του τετραγώνου φτιαχνόταν το πέμπτο λακκουβάκι, που λεγόταν και «καπιτώλι». Εκείνο ήταν το σπουδαιότερης σημασίας λακκουβάκι.

Αφού στηνόταν το πεδίο της μάχης, τα παιδιά έριχαν, από μια νοητή πλευρά του τετραγώνου, τους βόλους τους στο «μπάσι» (=κεφάλι, τουρκ.), που ήταν συνήθως μια μεγάλη πέτρα. Όποιος βόλος ήταν πιο κοντά έδινε το δικαίωμα στο παιδί να παίξει πρώτο. Ξαναέριχνε λοιπόν τον βόλο του, αυτήν τη φορά από το μπάσι προς τα λακουβάκια. Επιδίωξη: ο βόλος να μπει με την πρώτη μέσα στο λακκουβάκι. Αν το κατάφερνε συνέχιζε στο επόμενο της επιλογής του. Οι άλλοι περίμεναν μέχρι να αποτύχει. Μόλις αποτύγχανε, μπαίνανε κι αυτοί στο παιγνίδι.

Μετά τη βολή από το μπάσι, η εκτόξευση των βόλων χρησιμοποιώντας δύο δάκτυλα, τον δείκτη και τον αντίχειρα, όπως για να περιστρέψουμε στον αέρα ένα κέρμα. Στα μεν περιμετρικά λακκουβάκια, σημείο εκτόξευσης ήταν τα «τέσσερα δάκτυλα» από τα χείλια του λάκκου· στο δε καπιτώλι, το σημείο εκτόξευσης ήταν η «μια πιθαμή». Η «μια πιθαμή» ίσχυε μόνο στην περίπτωση που είχες στην κατοχή σου τουλάχιστον ένα περιμετρικό λακκουβάκι. Στα ίδια αυτά όρια μπορούσες να «πιάσεις» τον βόλο του άλλου και να τον εξοστρακίσεις έξω από το πεδίο. Αν δηλαδή ο άλλος, προσπαθώντας να καταλάβει το δικό σου λακκουβάκι, ξέμενε από ορμή κοντά στα χείλη του, τότε μέτραγες ή τέσσερα δάκτυλα ή μια πιθαμή. Αν τον «έπιανες» μπορούσες να τον εξοστρακίσεις. Αν όχι, τότε αυτός ήταν σε πολύ πλεονεκτική θέση να καταλάβει το λακκάκι σου στην επόμενη βολή του.

Το «έξω» από το πεδίο καθορίζονταν από τα… μεγέθη των παπουτσιών. Ήταν δηλαδή διαφορετικό για το κάθε παιδί, αν βέβαια φόραγαν διαφορετικό νούμερο παπούτσια. Όλοι πάντως μέτραγαν δύο πέλματα, το ένα κολλητά με το άλλο, και μισό. Δηλαδή το τρίτο πέλμα τοποθετούνταν κάθετα στα δύο προηγούμενα. Είχες τρεις βολές να τον «τζανίσεις» έξω. Αν δεν τα κατάφερνες, τότε ήσουν σε μειονεκτική θέση, γιατί αυτός παρέμενε μέσα στο παιχνίδι, και μάλιστα κοντά σε ένα από λακκάκια σου. Αν τα κατάφερνες, τότε αυτός έβγαινε από το παιγνίδι και έπαιζε ξανά από το μπάσι. Ο εξοστρακισμός ήταν υποχρεωτικό να γίνει από το καπιτώλι, τότε και μόνο τότε – όταν το ένα παιδί δεν διέθετε περιμετρικό λακκάκι. Στην περίπτωση αυτή τα δικαιώματα του κεντρικού λάκκου άλλαζαν και η βολή δεν γινόταν από τη «μία πιθαμή», αλλά από τα «τέσσερα δάκτυλα». Αυτό ίσχυε είτε ήθελες να καταλάβεις ένα άλλο λακκάκι, είτε «έπιανες» τον άλλον, είτε ήθελες να τον εξοστρακίσεις. Βέβαια, όταν εξοστράκιζες τον άλλον από το κέντρο του πεδίου, είχες πιο πολλές πιθανότητες αποτυχίας.

Οι βολές ήταν πάντα τρεις, είτε έριχνες για να καταλάβεις λακκάκι είτε έριχνες για να εξοστρακίσεις. Εξαίρεση γινόταν μόνο στην περίπτωση που έπεφτε στην κατοχή σου το καπιτώλι από την πρώτη βολή (από το μπάσι). Τότε έριχνες μία βολή από τα χείλη του, προσπαθώντας να πετύχεις άλλο λακκάκι με τη μία. Το παιγνίδι τελείωνε μόνο όταν ο ένας καταλάμβανε όλα τα λακκάκια.



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής, Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες- Θαυμαστά στοιχεία της αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης των ελληνικών Κοινών, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2014, σελ. 340