Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκιπητάροι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκιπητάροι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 15 Αυγούστου 2021

Ο αληθής πόθος των Σκιπετάρων και πολλές ακόμη αλήθειες για την ταυτότητά τους

 Ολόκληρο το εθνικιστικό "ποίημα" του Ναήμ Φράσαρη 

Το εξώφυλλο της έκδοσης του 1903 στη Σόφια
με προμετωπίδα την ίδια της πρώτης έκδοσης:
έναν εμβληματικό στίχο του Ομήρου.
Ορατός δε, δια γυμνού οφθαλμού,
ο προγενέστερος, αυτού της Βόρειας Μακεδονίας,
σφετερισμός της αρχαίας ελληνικής ιστορίας.
 
[αντίτυπο στην "Ανέμη" 
ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης]


Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



Σε παλαιότερό μας κείμενο είχαμε παρουσιάσει τις απαρχέςτου εθνικισμού των Σκιπετάρων μέσα από τις μελέτες της Ναταλί Κλαϊέρ.

Εκεί επικεντρώναμε την προσοχή του αναγνώστη στα δέκα αυτά σημεία:


  1. Η συγγραφέας ευθύς εξαρχής συνδέει τον αλβανικό εθνικισμό με την υποχώρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στα πλαίσια της σύστασης των άλλων βαλκανικών κρατών.

  2. Αν και δεν τον θεωρεί όψιμο, δεν τον χρονολογεί ως παλαιότερο των μέσων του 19ου αιώνα.

  3. Τις αιτίες καθυστέρησής του τις αποδίδει α) στην περιορισμένη οικονομική ανάπτυξη β) στην απουσία διεισδυτικού επικοινωνιακού δικτύου γ) στο μεγάλο ποσοστό αναλφαβητισμού δ) στην ανεπαρκή παιδεία ε) στην απουσία κράτους που να καλλιεργεί τον εθνικισμό και τον αλυτρωτισμό.

  4. Ωστόσο παραδέχεται ότι, “η ανάπτυξη της αλβανικής εθνικής ταυτότητας οφείλει πολλά στην πολιτική της ΑυστροΟυγγαρίας και της Ιταλίας και ακόμη και στην πολιτική των βαλκανικών χωρών....Η πολιτική των οθωμανικών αρχών διαδραματίζει επίσης, έμμεσα ή άμεσα, ένα ρόλο στην επικύρωση της αλβανικότητας, ακόμη και αν ο αλβανικός εθνικισμός αποτελεί δίκοπο μαχαίρι για την Αυτοκρατορία στα Βαλκάνια”.

  5. Θεωρεί την διετία 1896-1897 ως τη σημαντικότερη καμπή του αλβανικού εθνικισμού και το σημαντικότερο ντοκουμέντο της το πολιτικό μανιφέστο του Σεμσεντίν Σάμι Φράσερι “Η Αλβανία όπως ήταν, είναι και θα είναι”(1899) και όχι τον “Σύνδεσμο της Πρισρένης”(1878).

  6. Θεωρεί ότι ο αλβανικός εθνικισμός δεν είναι μέσα στις αιτίες της κατάρρευσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά μέσα στις συνέπειες. Πράγμα πολύ σημαντικό για να κατανοηθούν οι μηχανισμοί που τον πυροδότησαν.

  7. Η ιδιοτυπία του βρίσκεται στο ότι “αναπτύσσεται γύρω από τη γλώσσα και όχι από τη θρησκεία”... “...η γλώσσα, λένε ( οι αλβανιστές) ότι είναι η «έννοια του έθνους»”. Πρώτο καθήκον τους είναι η διάπλαση “μιας πρότυπης, εκλαϊκευμένης, ξεκάθαρης και ευπρόσιτης στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, γλώσσας. Στη συνέχεια εργάζονται για την εκμάθησή της και κατά γενικότερο τρόπο για την ίδρυση σχολείων”. Η προσπάθεια αυτή όμως, λέει η Κλαϊέρ, παρουσιάζει περιορισμένο δυναμισμό και μόλις το 1972, από το κομμουνιστικό καθεστώς, έχουμε μια “τυποποίηση” που επιβάλλεται “εκ των άνω”. Ιδιαίτερα προβλήματα στην τυποποίηση δημιουργούν τα πολλαπλά αλφάβητα.

  8. Ο αλβανικός εθνικισμός έχει κοιτίδα τον μπεκτασισμό. Για τον λόγο αυτό ευδοκιμεί στο Νότο και όχι στον σουνιτικό βορρά (Γκέκηδες). Ωστόσο, επειδή υπάρχει πολυθρησκευτικότητα, καταφεύγουν, εκτός από τη γλώσσα, “στη γενική έννοια περί προγόνων, ή περί του κοινού αίματος, κοινών παραδόσεων και ενδεχομένως εδάφους”. «Ο Αλβανός είναι πάνω απ' όλα Αλβανός και μετά μουσουλμάνος, ορθόδοξος ή καθολικός», «η θρησκεία των Αλβανών είναι ο αλβανισμός» είναι τα συνθήματά τους. Ο “άθρησκος” αυτός εθνικισμός των μπεκτασίδων διαρκεί, λέει η Κλαϊέρ, και κυριαρχεί. Δεν αποκλείει όμως κι άλλες “θρησκευτικές” εκδοχές. “Σταδιακά, λέει η συγγραφέας, από ένα ετερόδοξο μυστικιστικό Ισλάμ που είναι ο μπεκτασισμός, διαμορφώνεται ένας εθνικός μπεκτασισμός”. «Έχουμε όλοι τον ίδιο Θεό», είναι μια φράση που ακούγεται ακόμη και σήμερα συχνά από τους Αλβανούς. Όμως οι εθνικιστές μπορούν επιπρόσθετα να υπενθυμίζουν στους αδελφούς τους ότι οι Αλβανοί στο παρελθόν ήταν όλοι τους μέλη της ίδιας θρησκευτικής κοινότητας. Ανάλογα με την τάση τους, ορισμένοι επικαλούνται την αρχαία θρησκεία των Πελασγών και άλλοι τη χριστιανική θρησκεία.

  9. Την αυτοχθονία και την καταγωγή από τους Πελασγούς («το αρχαιότερο έθνος της Ευρώπης») την αντιπαρατάσσουν στον κίνδυνο να υπαχθούν στην ανταλλαγή των πληθυσμών και να απωθηθούν στην Ασία.

  10. Πρωταρχική “πηγή” της σύγχρονης αλβανικότητας είναι οι Ουνίτες Αλβανοί της Ιταλίας, αφού εκεί η αλβανικότητα προηγείται χρονικά. Ουνίτες είναι οι καθολικοί που διατηρούν το ορθόδοξο τυπικό. “Αυτή όμως η συνάρτηση μεταξύ αλβανικότητας και ελληνικότητας, η συγγραφέας παραδέχεται, είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και μπορεί να κυμαίνεται από την συγχώνευση μέχρι την πλέον καθοριστική αντίθεση”.


Σήμερα θα δώσουμε στη ευρεία δημοσιότητα το πρώτο “ποίημα” του εθνικού ποιητή της Σκιπερίας Ναήμ Φράσαρη για να διαπιστώσει ο αναγνώστης α) την αλήθεια των παραπάνω β) την καταγωγή, την προέλευση, όλης της φιλοσκιπητάρικης προπαγάνδας που εκδηλώνεται από την πλευρά Ελλήνων αρβανιτολόγων, αρχής γενομένης από τον Αριστείδη Κόλλια.

Ο Φράσαρης γεννήθηκε στο Φράσαρι το 1846 (το πραγματικό του όνομα ήταν Ντακολλάρι) από ευκατάστατη οικογένεια μπέηδων. Είχε έξι αδέλφια. Ήταν μπεκτασής μουσουλμάνος, αφοσιωμένος στην θρησκεία του. Τα πρώτα του γράμματα τα μαθαίνει στο χωριού του από τον ιερέα. Συνεχίζει στα Γιάννενα (1865) στη Ζωσιμαία σχολή, όπου τον πήρε ο μεγάλος του αδελφός μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Εκεί διδάσκεται ελληνικά, αρχαία και νέα, όπως και ξένες γλώσσες. Γαλλικά και λατινικά. Από γνωστούς ιμάμηδες των Ιωαννίνων μαθαίνει αραβικά, περσικά και τουρκικά.

Το 1871 εγκαθίσταται για λίγο στην Κωνσταντινούπολη και εργάζεται ως υπάλληλος στην Διεύθυνση Τύπου. Μια ασθένεια των πνευμόνων τον αναγκάζει να επιστρέψει στα Γιάννενα το 1872 ενώ τον επόμενο χρόνο εργάζεται ως τελώνης στους Αγίους Σαράντα. Το 1876 ο αδελφός του Αμπντούλ εκλέγεται βουλευτής Ιωαννίνων και το 1878 μαζί με τον Ναήμ συγκαλούν συνέλευση για την ίδρυση του Συνδέσμου της Πρισρένης.

Μετά από μια περίοδο οικογενειακών τραγικών γεγονότων και δυσμένειας του καθεστώτος προς τον Ναήμ και τον αδελφό του, τον βρίσκουμε και πάλι στην Κωνσταντινούπολη όπου εργάζεται στο Τμήμα Λογοκρισίας του Υπουργείου Παιδείας. Το 1888 γίνεται διευθυντής του τμήματος. Ταυτόχρονα εκδίδει περιοδικά και διάφορα βιβλία γραμματικής. Ιδιαίτερη σημασία δίνει στο σκιπητάρικο αλφάβητο με αποτέλεσμα οι απόπειρες σκιπητάρικης λογοτεχνίας μετά τον Φράσαρι να γίνονται στο νέο ενιαίο αλφάβητο. Πριν γίνονταν στο ελληνικό, το τουρκικό, το λατινικό ή το ιταλικό.

Το 1895 χειροτερεύει η αρρώστια του και στις 19 Οκτωβρίου του 1900 πεθαίνει από φυματίωση.

Είναι δηλαδή, ένας τυπικός οθωμανός αξιωματούχος ο οποίος παρά τις αυτονομιστικές του τάσεις, ακόμη και το 1900, πάνω από 20 χρόνια μετά τον Σύνδεσμο της Πρισρένης, απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του καθεστώτος και μάλιστα σε έναν τόσο “ευαίσθητο” τομέα.

Τα ποιητικά του έργα αναφέρονται στη ζωή και τις ομορφιές της πατρίδας του αλλά και στις εθνικιστικές του αξιώσεις. Παρά τον εθνικισμό του όμως, σημαντικό χώρο στο έργο του καταλαμβάνει το ποίημα “Καρμπάλα”, για τη γνωστή ιερή πόλη των Σιιτών στο Ιράν.


“Ο αληθής πόθος των Σκυπετάρων”(1886) έχει ιδιαίτερη σημασία για πολλούς λόγους.


  1. Γιατί δεν είναι ποίημα αλλά εθνικιστική προκήρυξη.

  2. Γιατί είναι εθνικιστική προκήρυξη που δεν γράφεται στη γλώσσα του έθνους, του οποίου τα δικαιώματα προβάλλει, αλλά στη γλώσσα ενός από τα έθνη έναντι των οποίων θέλει να οριοθετηθεί. Ας σημειωθεί δε ότι υπάρχει κι άλλο ποίημα του Φράσαρη στην ελληνική γλώσσα, “Ο Έρως”.

  3. Γιατί ενώ το κεντρικό του πρόταγμα είναι η γλώσσα -η γλώσσα την οποία σύμφωνα με τον Φράσαρη μιλούσαν και οι θεοί του Ολύμπου(!)- ως βασικό στοιχείο της Σκιπετάρικης εθνικής ταυτότητας, η πρώτη γραφή του είναι η ελληνική και αργότερα μεταφράζεται στη σκιπετάρικη από άλλους ποιητές.

  4. Γιατί αποτελεί ορόσημο στη διαμόρφωση της λογοτεχνίας των Σκιπετάρων. Η μεταπτυχιακή φοιτήτρια του ΑΠΘ, Saimira Gjapi, στη διπλωματική της εργασία επισημαίνει: «Οι προσπάθειες για την ανάπτυξη της αλβανικής γλώσσας και λογοτεχνίας είχε αρχίσει πριν από τον Ναΐμ Φράσερι. Ο ποιητής όμως ήταν αυτός που πρώτος ανέπτυξε την αλβανική γλώσσα μέσα από την προφορική και γραπτή της πολυμορφία. Με τα έργα του έβαλε τα θεμέλια της εθνικής λογοτεχνικής γλώσσας και εμπλούτισε την αλβανική, (σ.σ. Η υπογράμμιση δική μας) όχι μόνο μέσα από τα έργα που μελέτησε, αλλά και από τις επαφές που είχε με ανθρώπους από διαφορετικές περιοχές στην Αλβανία και στην Κωνσταντινούπολη». Αμέσως παρακάτω δε δίνει μια πολύ σημαντική πτυχή της προσπάθειας αυτής: «Βασιζόμενος στο έργο του γλωσσολόγου της εποχής Κωνσταντίνου Χριστοφορίδη, ο λόγιος Φράσερι συνέλεξε ένα μεγάλο αριθμό λέξεων και ιδιωμάτων, τόσο από μελέτες όσο και από την ομιλούμενη γλώσσα του λαού, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον Shuteriqi, η έρευνα και η ανάπτυξη που έκανε στον τομέα της αλβανικής γλώσσας να σημαίνει ότι η αλβανική λογοτεχνία έχει τις βάσεις της στην λογοτεχνική γλώσσα του Ναΐμ Φράσερι»i.

  5. Για τις ίδιες τις θέσεις που διατυπώνει, τους εθνικιστικούς μύθους που κατασκευάζει και τα επιχειρήματα που επινοεί ανενδοίαστα προκειμένου να πείσει ότι οι Σκιπετάροι δεν είναι ούτε Έλληνες ούτε Τούρκοι αλλά κάτι μεγαλύτερο και βαθύτερο από όλους τους μεγάλους πολιτισμούς της Μεσογείου.

  6. Για την αυτούσια, ακόμα και με τις ίδιες λέξεις, αναπαραγωγή του εθνικιστικού αυτού παραληρήματος, στην Ελλάδα από τους διάφορους αρβανιτολόγους.

Συγκεκριμένα ο αναγνώστης θα μπορέσει να... απολαύσει πολλά μαργαριτάρια απ' αυτά που ακούει σήμερα και θα μπορέσει να κατανοήσει από που προέρχονται αυτά.

Ευθύς εξ αρχής προβάλλεται η ιδέα της αυτονόμησης τη στιγμή που η αυτοκρατορία έχει εξασθενήσει. Ενώ στη συνέχεια επισημαίνεται ότι οι Σκιπετάροι είναι τελευταίοι απ' όλους στα Βαλκάνια και ότι έχουν αργήσει. Επιβεβαιώνει έτσι τη θέση της Κλαϊέρ ότι ο Σκιπητάρικος εθνικισμός δεν είναι αιτία της κατάρρευσης της αυτοκρατορίας αλλά συνέπειά της.

Ενώ παραδέχεται ως προγόνους τους αρχαίους Έλληνες μετά βδελυγμίας δηλώνει ότι δεν είναι Έλληνας. Για να ξεπεράσει την αντίφαση... πολιτογραφεί τους αρχαίους Έλληνες ως... Αλβανούς(!). Από την όλη δε τοποθέτησή του φαίνεται ότι τέτοια συζήτηση υπήρχε τότε εν εξελίξει.


Τούρκοι ποσώς δεν είμεθα, και Έλληνες ουδόλως.

Ούτε και Σλάβοι είμεθα και ούτε άλλο έθνος.

Είμεθα μόνον Αλβανοί, γενναίοι Σκυπετάροι.

......

Είμεθα ημείς Έλληνες; όχι, με συγχωρείτε.

Είμεθα μόνον Αλβανοί, είμεθα Σκυπετάροι.



Ενώ παραδέχεται ότι πλήθος ομοεθνών του υπηρετούν την αυτοκρατορία, τους εξισώνει με τους Έλληνες Αρβανίτες αγωνιστές του '21. Εξισώνει δηλαδή, θύτες και θύματα ενώ ταυτόχρονα κατηγορεί τους δεύτερους για προδοσία.


Να έχης τόσους ήρωας, και εσύ ακόμη δούλη!

Να έχεις τον Μεχμέτ Αλή, αυτόν τον Ιπραχίμην,

Η Αίγυπτος να σώζηται, και συ να τυραννήσαι!

Ω πεπρωμένον άθλιον! Ω συμφορά μεγάλη!

Να έχεις Μάρκον Μπότσαρην, να έχεις Μιαούλην,

Τσαβέλαν και άλλους ήρωας, αυτήν την Μπουμπουλίναν,

Να μη φροντίζουν δια σε, αλλ' υπέρ των Ελλήνων.

Ω ήρωες αείμνηστοι! Ματαίως ο σκοπός σας,

Ηλευθερώθη η Ελλάς με το θείον σας αίμα,

Με τα ιερά όπλα σας, με την αγίαν γλώσσαν


Σαφώς τοποθετείται για το ζήτημα του ονόματος και δηλώνει ότι Σκιπερία είναι το όνομα της πατρίδας τους, αυτοί είναι Σκιπετάροι και όσοι δεν ξέρουν “μας λένε Αλβανούς”.


Θα μάθη πως [ανήκοσην] εις των ανδρών το γένος

Των Σκυπετάρων και αυτός ο Μέγας Κωνσταντίνος,

Όστις Δαρδάν το γένος ην φυλής των Σκυπετάρων.

Βασίλισσα των γυναικών σημείον της σοφίας,

Ουχί η Δώρα δ' Ίστρια γόνος της Σκυπερίας;

Ήτις ποτέ δεν λησμονεί πατρίδα των προγόνων,

Γράφει υπέρ των Αλβανών, ως λέγουσιν οι ξένοι

Το γνήσιόν των όνομα ως ξύνοι αγνοούντες.


Εκτός από την παλαιότερη ιστορία και μυθολογία σφετερίζεται, αυτός ο υπάλληλος και μπέης των Τούρκων, και τον αγώνα των Ελλήνων Αρβανιτών ενάντια στους Τούρκους. Για να μπορέσει να ισχυριστεί ότι οι Σκιπετάροι ποτέ δεν υπετάγησαν(!)

Επιτίθεται με μίσος κατά των Βυζαντινών και τους καθυβρίζει ως Τουρκοκόλακες(!) αυτός που έχει φτάσει μέχρι το μεδούλι της τουρκικότητας και των παραδόσεων (Περσικής και Αραβικής) που την συγκροτούν. Τους κατηγορεί για τζορμπατζήδες εκείνος που είναι μπέης και ευκατάστατος αξιωματούχος της Τουρκιάς.

Από τη μια σφετερίζεται τις νίκες των Ελλήνων κατά των Περσών που έσωσαν τη Δύση και από την άλλη είναι ο ίδιος φορέας της περσικότητας σ' όλες τις εκδοχές της. (Είπαμε ότι η “Καρμπάλα” είναι ένα από τα μεγαλύτερά του ποιήματα).

Πολιτεύεται δολίως με τη θρησκεία. Αποκρύπτοντας και παρακάμπτοντας τις ουσιώδεις μεταβολές που προκαλούν αυτές στην ταυτότητα, προσπαθεί να προβάλλει ως ενοποιητικό στοιχείο τη γλώσσα. Γενικά, επειδή δεν βρίσκονται άλλα τέτοια ενοποιητικά στοιχεία των Σκιπετάρων, τα οποία, ταυτόχρονα, να τους διαφοροποιούν από τους άλλους, επιμένει στη γλώσσα των Πελασγών και των θεών, με τη γνωστή κομπορρημοσύνη, περιαυτολογία και αλαζονεία.

Τέλος πολιτεύεται δολίως και με τους γείτονές του, κυρίως δε με τους Έλληνες. Αφού έχει σφετεριστεί την ιστορία, τον πολιτισμό, τη μυθολογία, ακόμη και τον υπέρ της ελευθερίας αγώνα τους, υποκριτικά προτείνει φιλικές σχέσεις αλληλοσεβασμού και αγάπης. Δεν παραλείπει, μάλιστα, να παραδώσει και μαθήματα για τον λόγο του Ιησού και των Ευαγγελίων.






Ο αληθής πόθος των Σκυπετάρων



Ναήμ Φράσαρης



Ω τέκνα της πατρίδος μου, γενναίοι πατριώται!

Περίφημοι πολεμισταί, και συνετοί συνάμα!

Όπως και πάντα ήμεθα άπαντες ηνωμένοι,

Πιστοί τη εθνικότητι και φίλοι της πατρίδος

Πρέπει και νυν και εσαεί να ήμεθα τοιούτοι.

Ήδη δε περισσότερον πρέπει να ενωθώμεν

Προς θείον τον σκοπόν ημών, χάριν ελευθερίας,

Αφού πλέον ο τύραννος έχασε τας δυνάμεις.

Ω γόνοι γενναιόκαρδοι Μεγάλου Αλεξάνδρου,

Του περιφήμου Πύρρου τε και των άλλων ηρώων,

Και παίδες του Σκενδέρμβεϋ πατρός ανδρειωμένου,

Όστις δεν είχε πώποτε όμοιον εν τω κόσμω

Ανδρείοι, θέρρος και ελπίς, ας ήνε οδηγοί μας

Σύμφωνοι και ομόφρονες ας πράττωμεν το δέον.

Πελασγοί εγεννήθημεν ημείς πριν της σελήνηςii

Ότε ακόμη ο Αδάμ ήτον ύδωρ και σκόνη.

Ουχί πατέρες των λαών ήσαν οι πρόγονοί μας,

Αλλά και των θεών αυτών αυτοί ήσαν πατέρες,

Η γλώσσα η αθάνατος ημών το πάλαι φίλους,

Θεούς εδημιούργησε με την αγνότητά της.

Την δόξαν των προγόνων μας κανείς δεν την αρνείται,

Η ιστορία μαρτυρεί τ' ανδραγαθήμετά των.

Ως τούτοι επέταξαν ποτέ εις την Ασίαν,

Και αναποδογύρισαν τον θρόνον του Δαρείου.

Τελείως καταστρέψαντες τους Πέρσες, τους βαρβάρους,

Έσωσαν τον πολιτισμόν εκ φοβερού κινδύνου.

Άλλοτε πάλιν όρμησαν ως λέοντες γενναίως,

Εις Ρώμην και ετρόμαξαν τους φοβερούς Ρωμαίους.

Τις ήτον ο ξύνος ανήρ, ο Μακεδών εκείνος;

Όστις τους Έλληνας ποτέ ενίκα κατακράτος;

Και τις ο μέγας άνθρωπος, δι' ων οι νικηθέντες

Ματαίως εκοπίασαν δυνάμει των γραμμάτων,

Θέλωντες να ποιήσωσιν Έλληνα παραλόγως;

Ότε δ' εσφάγη η φρουρά αδίκως παρά ξένων,

Τίνες Θήβας κατέσκαψαν και μόνον του Πινδάρου

Τον οίκον δεν επείραξαν σεβόμενοι τας Μούσας;

Αυτοί δεν ήσαν Έλληνες ποσώς, ουδέ και Σκύθαι,

Ήσαν οι πρόγονοι ημών οι ξένοι Μακεδόνες.

Ο Δημοσθένης μαρτυρεί, ο Πλούταρχος, ο Στράβων,

Καθώς και άλλοι συγγραφείς, όλοι ομολογούσι.

Ανέκαθεν το έθνος μας ήταν καθώς και τώρα,

Γενναίον μεγαλοπρεπές και ευγενές και θείον.

Αυτοί ήσαν όπως εμείς γνήσιοι Σκυπετάροι.

Έλαβε δε το όνομα αυτό Σκυπετάρος

Ότι εις την σημαίαν του είχε τον γύπα πάντα,

Σύμβολο της δυνάμεως της νίκης της ανδρείας.

Κατώκει πάντοτε ο Ζευς εντός της Σκυπερίας,

Και εις τον θείον Τόμαρον είχε ναόν ωραίον.

Όλοι εν γένει οι λαοί ήρχοντο ευσεβάστως,

Ελάτρευον δεν τον θεόν αυτής της Σκυπερίας.

Αν εξετάση, τις καλώς, δικαίως και σπουδαίως,

Και τον σοφότατον αυτόν, και τον Αριστοτέλη,

Και Πτολεμαίους και λοιπούς πολλούς εκ των σπουδαίων

Θα μάθη πως [ανήκοσην] εις των ανδρών το γένος

Των Σκυπετάρων και αυτός ο Μέγας Κωνσταντίνος,

Όστις Δαρδάν το γένος ην φυλής των Σκυπετάρων.

Βασίλισσα των γυναικών σημείον της σοφίας,

Ουχί η Δώρα δ' Ίστρια γόνος της Σκυπερίας;

Ήτις ποτέ δεν λησμονεί πατρίδα των προγόνων,

Γράφει υπέρ των Αλβανών, ως λέγουσιν οι ξένοι

Το γνήσιόν των όνομα ως ξύνοι αγνοούντες.

Και της φυλής ενδόμυχον αισθάνεται αγάπην,

Ής επαινεί τας αρετάς, δίδει χρηστάς ελπίδας.

Πόσα έθνη εχάθησαν, ως φύλλα φθινοπώρου,

Και πόσα εγεννήθησαν από τα λείψανά των.

Έθνος δε το Αλβανιτών ποτέ δεν μετεβλήθη,

Ο χαρακτήρ, τα έθιμα, η γλώσσα και τα πάντα

Μένουσιν αμετάβλητα προ τοσούτων αιώνων.

Ο Αλβανός είναι αυτός ο πρώτος καθώς ήτον.

Θεσπρωτοί τε και Μολοσσοί, Ιλλυριοί, Μακεδόνες,

Άπαντες ήσαν Αλβανοί καθώς είναι και τώρα.

Ποτέ δεν ηδυνήθησαν αι εισβολαί των ξένων

Να φθείρουσι τον έθνος μας ούτε ημών την γλώσσαν.

Δεν ήλλαξαν οι Αλβανοί την εθνικότητά των.

Δεν ήλλαξαν τα ήθη των, τα έθιμα, τον τρόπον.

Σιδηροφόροι πάντοτε γενναίοι εις τα μάχας,

Έτοιμοι δια θάνατον υπέρ της Αλβανίας.

Έλληνες, Σλάβοι και λοιποί, Κέλται, Σκύθαι, Ρωμαίοι,

Ενώπιον των Αλβανών πάντοτε ήσαν ξένοι.

Τα έθνη καθυπέταξαν εν γένει οι Ρωμαίοι.

Εις την δουλείαν έπεσαν όλα εις τον ζυγόν των,

Οι Αλβανοί μ' επιμονήν με θάρρος με ανδρείαν

Γενναίως επολέμησαν τα στίφη των Ρωμαίων

Πόσας [μάχας] αιματηράς; πόσους φρικτούς αγώνας;

Οι πρόγονοί μας έκαμαν μ' εκείνους τους βαρβάρους;

Έπεσαν όλοι μάρτυρες οι άνδρες οι γενναίοι,

Υπέρ Πατρίδος και τιμής και της ελευθερίας.

[Έπνιγα] εις τα αίματα Πατρίς η των ηρώων,

Και κατεστράφη παντελώς υπό εχθρών, αλλ' όμως

Δουλείαν δεν υπέφερεν ποτέ η Αλβανία.

Αυτόνομος ην πάντοτε, πάντοτε Ελευθέρα.

Ουδείς ποτέ τον Αλβανόν το ήρωα του κόσμου

Δεν ηδυνήθη παντελώς να τον υποδουλώση.

Είναι αρνί ο Αλβανός εν ώρα της ειρήνης,

Αλλ' είναι λέων φοβερός εις μάχας και πολέμους.

Όταν δε εξ Ανατολής στίφη αγρίων ζώων

Τον κόσμον καταστρέψαντες ερήμονον τας χώρας,

Τα έθνη, τα βασίλεια, ετρόμαξαν εν γένει.

Αυτοί δε οι Βυζαντινοί με την θρησκομανίαν

Δειλοί δε και ανίκανοι της θέσεως, ήν είχον,

Διόλου δεν αντέστησαν, έπεσαν, ανοήτως.

Εις πράγματα ελεεινά έχοντας τας ελπίδας.

Αιτία αυτοί έγειναν της μισαράς δουλείας.

Οι Τούρκοι δεν οι βάρβαροι τα άγρια θηρία,

Οι αιμοβόροι τύραννοι καταστροφείς του κόσμου,

Ως λύκοι κατεσπάραξαν τα σπλάχνα των ανθρώπων,

Η Δύσις όλη έτρεμεν εκ των φρικτών βαρβάρων.

Η Άρκτος εις τα χείρας των νενεκρωμένη ήτον.

Και τόλμην δεν είχε κανείς να μάχηται μ' εκείνους

Ενώ όμως υπέκυψαν όλοι εις τον ζυγόν των.

Εν έθνος μόνον τολμηρόν, γενναίον και ανδρείον,

Παραταχθέν ενώπιον των τοσούτων βαρβάρων,

Και αίφνης κατετρόμαξεν αυτούς τους αιμοβόρους,

Κ' εκ νέου πάλιν έσωσε από φρικτών κινδύνων

Την Δύσιν την αχάριστον, την ασεβή Ευρώπην.

Τις ήτον άραγε αυτός ο αρχηγός του έθνους;

Ο Ήρως ο ατρόμητος ο αετός εκείνος;

Ο Άρης ή η Αθηνά; ή αύτος ο Ζεύς ήτον;

Ω Μούσα, συ χρυσόστομος, η τ' αληθή γνωρίζεις,

Ειπέ το θείον όνομα το [...] και ωραίον.

Ψάλε, ω ευγενής θεά, τ' ανδραγαθήματά του.

Άφησον τον ταχύποδα, τους μύθους του Ομήρου,

Τον ευσεβή Αινείαν του, του Βιργιλίου μύθους.

Ο ήρως ο αληθινός πασιγνωστος τυγχάνει

Ο αρχηγός των Αλβανών Σκενδέρβεϋς ο Μέγας.

Χαίρε ψυχή αθάνατος! Καρδία θεία χαίρε!

Όνομα προσφιλέστατον, γλυκύτατον και θείον,

Κειμήλιον της αρετής, της δόξης, της ανδρείας,

Μνημείον πατριωτισμού, παράδειγμα αγάπης.

Ω τέκνον ευγενέστατον της δυστυχούς πατρίδος!

Εν γένει δε οι Αλβανοί δοξάζουν τ' όνομά σου,

Και το προφέρουν πάντοτε με δάκρυα αγάπης.

Γνωρίζοντες τα τρόπαια τα κατορθώματά σου.

Πότε θα έλθη ο καιρός άγαλμα να σου στήσουν;

Να πέσουν εις τους πόδας σου θερμώς να προσκυνήσουν;

Τα τρόπαιά σου, αρχηγέ, εμπνέουσιν ανδρείαν,

Ενθουσιάζουσιν ημάς τους απογόνους πάντας.

Απέθανες, μας άφησες πατρίδα ελευθέραν.

Αύθις δ' η Σκιπερία σου θα είναι ελευθέρα,

Και το άγιον μνήμα σου θα λάβη την τιμήν του.

Αιωνία η μνήμη σου, των αθανάτων έργων!

Σπεύσατε τοίνυν, σπεύσατε, ως φίλοι πατριώται,

Εμπρός όλοι μ' ένα σκοπόν υπέρ της Σκυπερίας,

Ω αδελφοί μου Αλβανοί, ω τέκνα της πατρίδος!

Είμεθα όλοι μια φυλή, εν έθνος και εν αίμα,

Έχομεν την αυτην ψυχήν, και την αυτήν καρδίαν,

Και τα αυτά αισθήματα, όλοι την αυτήν γλώσσαν.

Τούρκοι ποσώς δεν είμεθα, και Έλληνες ουδόλως.

Ούτε και Σλάβοι είμεθα και ούτε άλλο έθνος.

Είμεθα μόνον Αλβανοί, γενναίοι Σκυπετάροι.

Αυτό το θείον όνομα είναι τιμή και δόξα.

Είναι αισχρός, και ποταπός, και χαμερπής και ψεύτης,

Ο μη τιμών το έθνος του, αυτός είναι προδότης.

Αλλοίμονον τω δίδοντι φίλημα προδοσίας!

Τω έθνι, τη πατρίδι του, τω τέκνω του υψίστου.

Ως πότε, ω αγαπητοί φίλοι, αυτοί οι ξένοι

Να μας αποκτηνώσωσι με την ράβδον της Κύρκης;

Και δι άλλων συμφέροντα να φροντίσωμε όλοι;

Τόση ανδρεία, τόσος νους να ωφελήση άλλους;

Και τόση αυταπάρνησις υπέρ των ξένων; οίμοι!

Πόσα μεγάλα πράγματα ωφέλημα δι' άλλους

Κατώρθωσαν οι Αλβανοί, αλλοίμονον ματαίως!

Τους Τούρκους ωφελήσαμεν φευ! Τους Αλβανοκτόνους

Τα άγρια Μογγολικά κτήνη βλαβερά όντα.

Το αίμα το Αλβανικόν εχύθη, φίλοι, πάντα,

Α! υπέρ της υπάρξεως των Τούρκων των τεράτων,

Φρίκη! Να βοηθήση τις εχθρούς τους της πατρίδος!

Πόσοι άνδρες έπραξαν το τοιούτον!

Ποιοι δα έδωκαν ζωήν εις των Τούρκων το κράτος;

Οι Κυπρυλίδες και λοιποί εξ Αλβανίας όλοι.

Φιλτάτη Αλβανία μου! Ω προσφιλής πατρίς μου!

Να έχης τόσους ήρωας, και εσύ ακόμη δούλη!

Να έχεις τον Μεχμέτ Αλή, αυτόν τον Ιπραχίμην,

Η Αίγυπτος να σώζηται, και συ να τυραννήσαι!

Ω πεπρωμένον άθλιον! Ω συμφορά μεγάλη!

Να έχεις Μάρκον Μπότσαρην, να έχεις Μιαούλην,

Τσαβέλαν και άλλους ήρωας, αυτήν την Μπουμπουλίναν,

Να μη φροντίζουν δια σε, αλλ' υπέρ των Ελλήνων.

Ω ήρωες αείμνηστοι! Ματαίως ο σκοπός σας,

Ηλευθερώθη η Ελλάς με το θείον σας αίμα,

Με τα ιερά όπλα σας, με την αγίαν γλώσσαν

Υμείς επολεμήσατε με ζήλον και με ζέσιν,

Αλλ' άλλοι ωφελήθησαν, κατά κακήν μας τύχην,

Κ' αι θείαι αι ελπίδες σας εσβέσθησαν εκ νέου!

Εις χώραν, ήτις δι' υμών ηλευθερώθη τότε,

Ήλθαν οι Τουρκοκόλακες, Βυζαντινοί, Ρωμαίοι,

Καλαμαράδες άθλιοι πανούργοι Φαναριώται,

Το έθνος το ελεύθερον όλοι οι τσορμπατζήδες,

Ήγουν οι Έλληνες, αυτοί οι φίλοι οι καλοί μας,

Ξένους σας απεκήρυξαν, και παλιοαρβανίτας.

Φευ! Έσκαψαν τα μνήματα οι ασεβείς εκείνοι,

Και έρριψαν εις τας οδούς τα άγια οστά σας.

Άπαξ όμως επρόσφερον αλήθειαν τυχαίως,

Ως ξένοι είσθε πράγματι και Αλβανοί τωόντι.

Το φίδι το φαρμακερόν να τρέφης εις τον κόλπον,

Κι' αυτό πάντα να προσπαθή ίνα σε φαρμακώση,

Τι θέλετε, ω Έλληνες, από την Αλβανίαν;

Βεβαίως με τα ψέματα με [κέραμον] δολίαν.

Θέλετε να φονεύσητε και τα τέκνα του Πύρρου;

Αλλά το ψεύμα άκαρπον είναι βεβαίως πάντα.

Βούλγαροι πόσοι έγειναν Έλληνες μέχρι τούδε;

Θα ήναι ζώον άλογον ο θέλων να αλλάξη

Την εθνικότητα αυτού, την μητρικήν του γλώσσαν.

Και την πατρίδα ν' αρνηθή και τα αισθήματά του.

Πώς; το βλέπετε εύλογον, ως τέκνα του Σωκράτους;

Και είναι δυνατόν ποτέ, ολόκληρον εν έθνος,

Να λησμονή την γλώσσαν του, τα πάντα ν' απολέση;

Α! [λήθη] εις τους λόγους σας, κάτω το ψεύμα κάτω.

Μιλτιάδης, Θεμιστοκλής, Κίμων, Εμαμεινώνδας.

Είσαν ενώπιον υμών γενναίοι πατριώται.

Ο Παυσανίας ο αισχρός, ο φαύλος Εφιάλτης;

Και η μήτηρ δεν αγαπά το τέκνον, το οποίον

Προδίδει την πατρίδα του χάριν αισχροκερδίας.

Απ΄όλα δε τα αγαθά του κόσμου όσα είναι,

Από γονείς και συγγενείς, από φίλους και τέκνα,

Απ' όλους αυτούς, η πατρίς δεν είναι σεμνοτέρα;

Υπάρχει ευγενέστερον αίσθημα εν τω κόσμω;

Λέγω του πατριωτισμού και της ελεθερίας;

Είμεθα ημείς Έλληνες; όχι, με συγχωρείτε.

Είμεθα μόνον Αλβανοί, είμεθα Σκυπετάροι.

Παν άλλον είναι προσβολή, ύβρις και βλασφημία.

Το όνομα το εθνικόν, ν' αλλάξωμεν, ω πόποι!

Όπως είναι πολύτιμον υμίν η λέξις Έλλην,

Πολυτιμότατον εστί κι δι ημάς επίσης,

Αυτή η λέξις Αλβανός, η τιμαλφής και θεία.

Αν λέγετε πως Πελασγοί είσθε και σεις επίσης,

Ίσως, αλλά Πελασγικά είναι τοσαύτα έθνη,

Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί, οι Ισπανοί και άλλοι,

Λοιπόν σεις είσθε Ιταλοί; σας λέγουν ποτέ Γάλλους;

Είμεθα όλοι τέκνα ναι, του Αδάμ και της Εύας.

Άνθρωποι όμως έκαστος ανήκει εις εν έθνος,

Ένας δε μόνον οιωνός ειν' ιερός και θείος,

“Να μάχηται τις πάντοτε υπέρ αυτού πατρίδος”.

Χριστιαν' είσθε λέγετε, πολύ καλά και τούτο,

Λοιπόν και πας Χριστιανός πρέπει να είναι Έλλην;

Οι Ευρωπαίοι διατί Χριστιανοί όλ' όντες

Δεν είναι ποσώς Έλληνες, και ούτε Ελληνίζουν.

Δεν ήτο Έλλην ο Χριστός, ούτε οι μαθηταί του.

Το έθνος δε του Ιησού έκαστος το γνωρίζει.

Α! είσθε δα Ορθόδοξοι. Καλά, λοιπόν οι Ρώσσοι

Και όλοι οι πέριξ ημών Σλαύοι είναι επίσης

Ορθόδοξοι πιστώτεροι ίσως εις την θρησκείαν.

Μάλιστα δε η εύνοια, και τα όπλα των Σλαύων,

Ωφέλησαν τους Έλληνας εν πάσει περιστάσει,

Και τελευταίως έδωκαν αυτοίς, την Θεσσαλίαν.

Όμως οι Έλληνες αντί να είναι φιλοσλαύοι

Απεναντίας άσπονδοι εχθροί των Σλαύων είναι.

Διότι τρέμουν πάντοτε, μη τους κάμωσι Σλαύους.

Λοιπόν, φίλοι μου Έλληνες, καλοί χριστιανοί μου,

“ο συ μισείς ετέρω μη ποιής” ο Χριστός λέγει.

Αυτό, ο σεις φοβείσθε, μη σας κάμωσιν οι Σλαύοι,

Εκείνο εις τους Αλβανούς θέλετε επιμόνως

Να πράξητε με ψεύματα, με τας ραδιουργίας;

“Αγάπα τον πλησίον σου” προστάζει η θρησκεία.

Υμείς δε κατατρέχετε τους πάντας αιωνίως.

Υμείς έχετε Έλληνας ακόμη εις δουλείαν,

Και θέλετε να κάμητε τα άλλα έθνη δούλους;

Ποιον; Αυτόν τον Αλβανόν; τον ήρωα του κόσμου!

Εις ταύτην δεν την εποχήν! Εις τούτον τον αιώνα!

Θέλετε την φιλίαν μας; θέλετε την αγάπην;

Αφήστε τα σοφίσματα, τα ψεύματα, την πλάνην.

Ημείς είμεθα Αλβανοί, σεις δε Έλληνες είσθε,

Σεις την Ελλάδα έχετε, ημείς την Αλβανίαν.

Έχετε σεις την γλώσσαν σας, ημείς την ιδικήν μας.

Τοιουτοτρόπως δύναται να γείνη η φιλία.

Θέλομεν να διάγωμεν μεθ' όλων των γειτόνων,

Με Σλαύους και με Έλληνας εν πλήρη ομονοία,

Εν πλήρη αδελφότητι, εν τάξει κ' εν ειρήνη.

Αλλ' έκαστος να σέβεται το δίκαιον του άλλου.

Τώρα πλέον ο τύραννος τον θάνατον προσμένει,

Ας μη γινώμεθα εχθροί να αλληλομαχώμεν,

Αρκούσι τόσα βάσανα και τόσαι τυραννίαι.

Είναι καιρός ανέσεως, καιρός ελευθερίας.

Πρέπει φίλοι να είμεθα, σύμφωνοι αιωνίως.

Κάτω λοιπόν η ταραχή, Ζήτω η αδελφώτης.

Αν είναι τινές Έλληνες εντός της Αλβανίας,

Μήπως ολίγοι Αλβανοί εισίν εν τη Ελλάδι;

Και πάλιν μεταξύ ημών αν είναι τινές Σλαύοι,

Είναι και πολλοί Αλβανοί όπου οικούσι Σλαύοι.

Κάτω τα χείρας Σλαύοι, σεις μακράν της Αλβανίας.

Οι τόποι οι απέραντοι των Σλαύων δεν σας φθάνουν;

Η Αλβανία, φίλοι μου, τους Αλβανοίς ανήκει.

Ουδείς έχει δικαίωμα να είπη τουναντίον.

Αν θέλητε να έχομεν αγάπην μεταξύ μας,

Ως γείτονες να ζήσομεν πάντοτε εν ειρήνη,

Βεβαίως και ημείς αυτό λίαν επιθυμούμεν.

Αν όμως κατακτητικούς έχητε σκοπούς, τότε

Δεν είναι δα ο θάνατος το τέλος του ανθρώπου;

Φωτιά! Λοιπόν και ας καή ολόκληρος ο κόσμος,

Όταν να χάσωμεν ημείς πατρίδα μας φιλτάτην,

Ας πέση και ο ουρανός, και οι θεοί μαζί του.

Ω! θέλετε να λάβητε την χώραν των Γιγάντων,

Οίτινες ηδυνήθησαν θεούς να εκθρονίσουν.

Υμείς, ω γείτονες ημών, και συ διπλωματία,

Βεβαιθήτε θετικώς, άνευ αμφιβολίας,

Ότι ο Αλβανός ποτέ δεν δίδει την πατρίδα!

Ήδη εδοκιμάσατε τον πατριωτισμόν του,

Αυτόν δεν ηδυνήθησαν κράτη λίαν μεγάλα,

Ρωμαίοι, και Βυζαντινοί, και Βενετοί, και Τούρκοι,

Να τον υποδουλώσωσι, και σεις θέλετε τώρα!

Κάτω λοιπόν τας χείρας σας, ίνα είμεθα φίλοι.

Ω! ιδού βλέπω την εικών επί υψηλού όρους

Του ήρωος Σκενδέρβεϋ με ξίφος είς τας χείρας,

Ακούω και μίαν φωνήν βροντόδη και γενναίαν.

Πού είσθε, άνδρες Αλβανοί! ως παίδες μου! Πού είσθε!

Ω τέκνα μεγαλόψυχα της φιλτάτης Πατρίδος!

Ακόμη ξένοι με πατούν το μνήμα ου, ακόμη!

Ω! αίσχος! Αίσχος δ' ημάς να πάσχη η πατρίς σας.

Παντού φαίνεται η σκιά, βογγίζουσι τα όρη,

Εκ του Τομάρου δε ο Ζευς ρομφαίαν ρίπτει αίφνης,

Και ετοιμάζει όλεθρον δι' όλους τους κακούργους.

Τότε οιμί! Τετέλεσται! Χαίρε ελευθερία!

Σκεφθήτε, φίλοι, μου καλώς, να μη κάμωμεν λάθος.

Πιστεύω πως θα χάσωμεν όλην την σωτηρίαν.

Φώτισον, Θεέ, τους λαούς, και φέρε την ειρήνην.

Βοήθησον τους άπαντας εις την ελευθερίαν.

Μη προς θεού, ω Σολομών, μη προς θεού, μη κόψης,

Το βρέφος μου, το τέκνον μου, ακέραιον να ήναι.

Και σεις θεοί του ουρανού, της αγίας ειρήνης,

Δόσατε των ανήκοντι της έριδος το μήλονiii.

Ω αδελφοί μου, Αλβανοί, γενναίοι Σκυπετάροι!

Βλέπετε και το παρελθόν, και το παρόν επίσης,

Και πρέπει να φροντίζωμεν περί του μέλλοντός μας.

Περί της γλώσσης, της σπουδής και περί της προόδου,

Περί της σωτηρίας μας, περί δόξης του έθνους.

Διότι αυτός ο αιών, είναι αιών των φώτων,

Άνευ δε του πολιτισμού, άνευ της επιστήμης,

Άνευ γραμμάτων αρκετών, και άνευ της παιδείας.

Είναι τα πάντα μάταια σήμερον εν τω κόσμω,

Εμπρός, εμπρός! Ω αδελφοί, ιδού η σωτηρία,

Έχομεν έθνος έξυπνον, και ευφυές, και λίαν

Γενναίον, φιλοπρόοδον, σχεδόν αναπτυγμένον.

Και γλώσσαν επιδεκτικήν πάσης καλλιεργείας.

Η δε βελτίωσις ημών, είναι ευκολοτάτη.

Λοιπόν τι μάς χρειάζεται; ένωσις και αγάπη.

Φιλοπατρία, εθνισμός, ισότης, σωφροσύνη,

Προσπάθεια, ομόνοια, φιλία, αδελφότης.

Και αφοσίωσις αγνή, εις του έθνους τα έργα,

Πάσα φροντίς, ο,τι καλόν, πάσα ευεργεσία

Να γείνη παρά Αλβανών, υπέρ της Αλβανίας.

Όλοι εν έθνος είμεθα, μιάς πατρίδος τέκνα,

Εν σώμα, και μία ψυχή, μία φυλή, εν γένος.

Έχομεν και εν φρόνημα, μίαν καρδίαν όλοι,

Και γλώσσαν μίαν, κ' αίσθημα, και έθιμον, και ήθος,

Ομογενείς, ομόγλωσσοι, ομαίμονες και τέλος

Είμεθα πάντα σύμφωνοι, εις τον κοινόν συμφέρον.

Έχομεν τον αυτόν Θεόν, όλοι την αυτήν πίστιν,

Και ας λατρεύη έκαστος, το Θείον όπως θέλει.

Είναι μία και η αυτή των θρησκειών η βάσις,

Η βάσις δε της βάσεως, η ανθρωπότης είναι.

Μη δίδετε ακρόασιν, εις των εχθρών τους λόγους,

Οίτινες θέλουν πάντοτε να κάμουν την θρησκείαν

Μετά παντός της μισαράς μέσου ραδιουργίας,

Όργανον του φανατισμού, και της καταστροφής μας.

Θέλουν να μας χωρίσωσι δια συμφέροντά των.

Πρέπει να εθνικότης δα τα πάντα να νικήση.

Άλλοτε ήτο εποχή, καθ' ην η βαρβαρότης,

Το σκότος, η αμάθεια, και η θρησκομανία,

Είχαν πολλήν επιρροήν κατά τον μεσαιώνα.

Τότε επολεμήσαμεν ασκόπως δια ξένους.

Και δια τους εχθρούς ημών, του έθνους της πατρίδος.

Ματαίως όμως σήμερον κουράζονται οι ξένοι,

Ο ευφυής ο Αλβανός πλέον δεν απατάται.

Και πλέον δεν έχει καιρόν να προσπαθή δι άλλους.

Η δε θρησκεία σήμερον είναι εν συνειδήσει.

Η εποχή επέρασε τοιούτων ζητημάτων.

Θρησκεία δε της εποχής είναι η ανθρωπότης.

Το άπειρον διάστημα είναι ναός του Πλάστου.

Βιβλίον του το ιερόν είναι η φύσις όλη,

Σώματα τα ουράνια, είναι τα γράμματά του.

Και λειτουργός εν τω ναώ, είναι η επιστήμη.

Ήτις φέρει τον άνθρωπον πλησίον του Υψίστου.

Ο Κύριος είναι το παν, το παν είναι εκείνος,

Το φως, ο βλέπουμεν ημείς, είναι το πρόσωπόν του.

Τα μάλλα δε ο άνθρωπος είναι εικών εκείνου.

Η καθαρά καρδία του, ο θρόνος του Κυρίου,

Και συνείδησις αυτού είναι ο δικαστής του.

Αύτη δίδει ανταμοιβήν, την δε ποινήν η τύψις.

Εν τούτοις κάθε άνθρωπος οφείλει εν τω κόσμω,

Να σέβηται το δόγμα του, και του άλλου το δόγμα,

Να μη κάμη διάκρισιν μεταξύ των δογμάτων,

Είναι αξισέβαστον το σεβαστόν του άλλου,

Και μάλιστα του αδελφού του τέκνου της μητρός σου.

Όστις έχει την γλώσσαν σου, το αίμα, την ψυχήν σου,

Θείον εστί και ιερόν παν ο,τι αν πιστεύει.

Ο άνθρωπος, και είς λαός, και μία κοινωνία.

Ο άνθρωπος ο φρόνιμος, ο κάτοχος παιδείας.

Ελευθερόφρων με εστίν και ευσεβής επίσης,

Δεν είναι όμως [,....], θρησκομανής αυθάδης,

Αυτάρεσκος, υποκριτής, απαταιών, αγύρτης.

Όλος ο κόσμος μαρτυρεί των Αλβανών την Μπέσαν

Την μεταξύ ομόνοιαν, φιλίαν και αγάπην,

Την αδελφότητα ημών, την ανεξιθρησκείαν

Την κλίσιν προς τα γράμματα, προς την ελευθερίαν.

Τον εθνισμόν, τας αρετάς, την φρόνησιν, την τόλμην,

Και την φροντίδα πάντοτε υπέρ τιμής του έθνους.

Ώστε ο πας φιλόπτατρις εστί πλήρης ελπίδων.

Και ο Πανάγαθος Θεός, μεθ' ημών είναι πάντα.

Τα γράμματα της γλώσσαας μας είναι το φως της παιδείας

Την πρόοδον θα φέρωσι του ευγενούς μας έθνους,

Και δη την αδελφότητα και την ελευθερίαν,

Άπαντα δε τα αγαθά, όλας τα βελτιώσεις,

Και τον αιώνα τον χρυσούν, και την ευημερίαν,

Και πάντων τέλος ύπαρξιν ημών εντός του κόσμου.

Αυτά δε θα σκορπίσωσι εχθρούς τε και τυράννους,

Και θα υψώσωσιν ημάς εις την ακραίαν θέσιν.

Ζήτω λοιπόν η γλώσσα μας, Ζήτω η Σκυπερία!

Ζήτω το έθνος εσαεί! Ζήτω η αδελφότης!

Κάτω εχθροί και τύραννοι!Κάτω σκότος και έρις!

Ζήτω η Μπέσα! Και το φως, ζήτω ελευθερία!


Τέλος


[Σε αγκύλες λέξεις δυσανάγνωστες από το πρωτότυπο]


Σημειώσεις:

iSaimira Gjapi, “Εθνική ταυτότητα και εθνικοί ποιητές. Η ελληνική και η αλβανική εκδοχή”, ΑΠΘ, Φιλοσοφική Σχολή, τομέας μεσαιωνικών και νέων ελληνικών σπουδών.

iiΚατά τους αρχαίους μύθους οι Πελασγοί εγεννήθησαν πριν της σελήνης.

iii“μύλον” στο πρωτότυπο.

Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Βιβλιοπαρουσίαση: Πέτρος Αν. Φουρίκης – Ανάλεκτα


Επιμέλεια: Πέτρος Ι. Φιλίππου-Αγγέλου



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



[Το κείμενο αποτελεί μέρος της παρουσίασης του βιβλίου]


Μια φορά κι έναν καιρό, τα παλιά τα χρόνια, οι Έλληνες στην ηλικία μου, μπορεί να μην είχαν το προνόμιο της εγγραφής στα ΚΑΠΗ, είχαν όμως γύρω τους μια δυο δεκάδες εγγόνια και, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο καθένας  απ' αυτούς, ήταν ιδρυτής μιας ολόκληρης φάρας.
Το να πει, λοιπόν, ο παππούς ή η γιαγιά, ένα παραμύθι, ήταν μια ολόκληρη θεατρική παράσταση. Και η παράσταση αυτή χρειαζόταν μια εισαγωγή. Ξέρουμε τις γνωστές: “παραμύθι-μύθι-μύθι, το κουκί και το ρεβύθι”, “κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη” κοκ.
Σήμερα θα μάθουμε, χάρη στους δύο Πέτρους, πώς αρχίζανε τα παραμύθια στη Σαλαμίνα των Αρβανιτών.

«Κους τε φλιάς, τε πίπεζε
τε χάι μούν ι καλογρές
πράπα ντέρεσε τε βντες
σάτε, λιοπάτε, ντε κρύε τ' α'τία...»

«Όποιος μιλήσει, να βουβαθεί
να φάει το μούτι της καλογριάς
πίσω από την πόρτα να πεθάνει
τσάπες, φτιάρια, στο κεφάλι του.»

Νομίζω ότι καταλάβατε τι σημαίνει “μούτι”. Για λόγους ευπρεπείας θα το παραθέσω αμετάφραστο, ως “τεχνικό όρο”.

Συνεχίζω στα ελληνικά:

«Έρχεται ένα καράβι μεγάλο,
με ποντίκια, σκαθάρια, γάτες,
με σκυλιά, με γαϊδούρια, και με μούτι

Αλλά έρχεται κι ένα καράβι μικρό
με κουφέτα, με κουλούρια, με χαλβά,
με πράγματα, με θάματα,
και με όλα τα καλά.

Όποιος θα μιλήσει, θα φάει του καραβιού του μεγάλου το μούτι
Όποιος δεν θα μιλήσει, θα φάει του καραβιού του μικρού τα γλυκά!»


Μου θυμίζει μια ανάλογη σκηνή με ήρωα τον Μάρκο Μπότσαρη..
Μοίραζε φυσέκια πριν τη μάχη κι έλεγε:

«Όποιος έχει και παίρνει κι άλλα, να μη γυρίσει από κει που πάμε».

Το ίδιο μοτίβο αναπαράγεται και σε πολλές άλλες δραστηριότητες της κοινότητας.
Το ένα πρόσωπο και τα πολλά.
Ο παιδαγωγός και οι παιδαγωγούμενοι.
Η κοινωνία και τα μέλη της.
Θέλει κάτι να πετύχει αλλά δεν απειλεί, ούτε υπόσχεται απευθείας. Εύχεται και αφορίζει, και ταυτόχρονα, επικαλείται ένα τρίτο στοιχείο, έξω από τη σχέση των δύο πόλων, να τιμωρήσει ή να επιβραβεύσει, να επιδοκιμάσει ή να αποδοκιμάσει, να ενθαρρύνει ή ν' αποθαρρύνει, ανάλογα με την στάση του κάθε ατόμου.
Το άτομο εκπαιδεύεται να αναλάβει τις ευθύνες του!
Αν μιλήσει θα προκαλέσει την τιμωρία του, αν δεν μιλήσει θα προκαλέσει την επιβράβευσή του.
Αν κάνει το κακό, ένα μεγάλο καράβι με κακό θα έρθει.
Αν κάνει το καλό, ένα μικρό καράβι με καλό θα έρθει.
Ένα μικρό καράβι με καλά πράγματα είναι αξία υπέρτερη από ένα μεγάλο καράβι με κακά πράγματα! Σημασία έχει το φορτίο και όχι το μέγεθος.

Πότε ένας άνθρωπος κάνει το καλό;

α) όταν φοβάται την τιμωρία, το μεγάλο καράβι,

β) όταν προσδοκάει υλική ανταμοιβή, το μικρό καράβι, τα κουφέτα, τα κουλούρια, ενδεχομένως και τα θαύματα,

γ) όταν δεν τον ενδιαφέρει η όποια ανταμοιβή, μικρή ή μεγάλη και κάνει το σωστό και το ωραίο, γιατί “έτσι του αρέσει”, γιατί ελπίζει περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο στα θαύματα, ή, ακόμη, και γιατί “ανταμοιβή” του θεωρεί το καλό που προκαλεί στους άλλους.

Στην κοινωνία και στον καθένα μας, τα βρίσκουμε και τα τρία σε συνδυασμό, μέσα στα “φράκταλς” της ψυχής μας, και κολακευόμαστε ιδιαίτερα, εμείς οι Έλληνες, όταν κινούμαστε ανάμεσα στο (β) και στο (γ) από “φίλοτιμο”. Από την αγάπη για την τιμή....Τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών.

Ήδη, ο παππούς και η γιαγιά, έχουν εισαγάγει μια κεντρική αξία της καθ' ημάς οντολογίας στον “τρόπο αναπαραγωγής” της κοινωνίας, στη διαμόρφωση της ταυτότητάς της.
Μετά, όλη η κοινωνία, εν χορώ, το επαναλαμβάνει πανηγυρικά, στον “Πυλό” και όχι μόνο.
Η τριάδα του “δούλου, του μισθωτού και του ελεύθερου” ανάγεται στον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, [7ο μΧ αιώνας], ο οποίος, ολοκληρώνει, σε ένα ανώτερο επίπεδο, εκείνο που άρχισε ο Θουκυδίδης [5ο πΧ], “την τιμή, το δέος και την ωφέλεια”. [«υπό των μεγίστων νικηθέντες, τιμής-δέους και ωφελείας»]

Θα μπορούσα να εξαντλήσω τον χρόνο της ομιλίας μου μιλώντας για τη σημασία αυτής της συστοιχίας στίχων και νοημάτων. Θα σταματήσω εδώ και θα κάνω μια πρόταση:
Να τροποποιήσουμε τον αφορισμό και να το λέμε όταν μαζευόμαστε και συζητάμε...

«Όποιου χτυπήσει το σμάρτφον, θα φάει του καραβιού του μεγάλου το μούτι
Όποιου ΔΕΝ χτυπήσει το σμάρτφον, θα φάει του καραβιού του μικρού τα γλυκά!»......


.........................
Α

Τι να πρωτοπεί κανείς για το ερευνητικό έργο του Φουρίκη, πώς να το περιγράψει!
Εκατόν είκοσι σελίδες, μόνο στιχάκια. Εκατό σελίδας, μόνο παραμύθια. Και μετά κι άλλα στιχάκια κι άλλα παραμύθια, γιατροσόφια, ήθη κι έθιμα, γραμματική, ετυμολογία, ιστορία, θρύλοι... Όλο το βιβλίο, αποτυπώνει την αρβανίτικη παράδοση της Σαλαμίνας του 19ου αιώνα και επεκτείνεται κάμποσο και στην Αττική. Όπου δεν υπάρχει πρωτογενές υλικό, παρεμβάλλονται δικά του κείμενα, επιστολές, πανηγυρικοί, μελέτες.

Υπάρχουν τέσσερα λαμπρά πεδία φανέρωσης (δόξης) του τρόπου που ο Έλληνας ζει και πεθαίνει:

η γη
η θάλασσα
η αγορά (η πιάτσα)
ο πόλεμος

Αν μελετήσουμε τον τρόπο, με τον οποίο σχετίζεται μαζί τους ο κάθε άνθρωπος, θα καταλάβουμε τι λογής είναι η ταυτότητά του, το γένος του, το “τι άνθρωπος είναι αυτός”.
Ο Φουρίκης αυτό κάνει και μάλιστα, χωρίς πολλές θεωρίες.
Σιγά-σιγά, μέσα από αρβανίτικες κι ελληνικές λέξεις, αναδύονται οι μεγάλες ταυτοτητο-ποιητικές παραδόσεις που καθορίζουν το πώς σχετίζεται το πρόσωπο με τα παραπάνω πεδία που αναφέραμε.

Στην αρχή δώσαμε ένα παράδειγμα με το ποιηματάκι-αφορισμό. Αυτό το αστείο παιδικό τραγουδάκι, όπως και όλα τ' άλλα που αποτυπώνει ο Φουρίκης, αναδεικνύουν τις τρεις μεγάλες παραδόσεις που καθορίζουν την ταυτότητα: την Πολιτική, την Πίστη, και μια τρίτη που φροντίζει την αναπαραγωγή αυτής της ταυτότητας, την Παιδεία. Αυτά είναι τα τρία Πι του Τ(ρ)όπου μας. Τα λέμε και “Βουλευτήριο-Θυσιαστήριο-Σχολή”.

Οι τρεις παραδόσεις αυτές, είναι ο “κοινός ή ξυνός λόγος” του Ηράκλειτου, είναι τα “συμφωνημένα υπονοούμενα” του Σεφέρη, εκείνο το πνευματικό νέφος (κλάουντ στα νεο-αρβανίτικα) που μας καλεί από το “μη είναι” στο “είναι”, που μας κάνει «να έχουμε δική μας αντίληψη».

[Ηράκλειτος, Περί φύσεως: “Γι᾽ αυτό είναι αναγκαίο να ακολουθούμε το κοινό·..... παρόλο που ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν δική τους αντίληψη”].

Αυτή η μαστορική ανθρώπινων ψυχών, ή, η μαστορική ανθρώπων με ψυχή, που αποτυπώνει ο Φουρίκης, είναι μια υπόσταση της γενικότερης ελληνικής μαστορικής. Γι' αυτό, άλλοι Έλληνες, από άλλες μικρές πατρίδες, όταν την συναντούν αναπεπταμένη, σαγηνεύονται, συγ-κινούνται και θέλουν να την προσλάβουν.
Έχω δύο τέτοια χτυπητά παραδείγματα εκούσιας και εσκεμμένης αρβανιτοποίησης. Πρόκειται για δύο καπεταναίους. Ο ένας είναι της θάλασσας, ο Καπετάν Σταμάτης Κορδάς, του Αλ. Παπαδιαμάντη. Και ο άλλος είναι του πολέμου, ο Ορέστης, ο Ανδρέας Μούντριχας από τον Οξύλιθο της Εύβοιας.


Ο ένας, της θάλασσας, περιγράφεται στο διήγημα “Τα δύο τέρατα”.
[Άπαντα Αλ. Παπαδιαμάντη, τόμος 4, Δόμος]

  • Τώρα να ιδής, μου είπεν ο καπετάν Ρούσσος, άμα εξήλθομεν νύκτα εκ της οικίας του γερο-Αποστολίδη του πενθερού του` τώρα να ιδής τι θα πη καπετάν Σταμάτης Κορδάς. Ας τον έχης και μπάρμπα, δεν τον ξέρεις. Ημείς οι θαλασσινοί γνωριζόμεθα, βλέπεις, καλά. Με μανέλα το κεφάλι του δεν γυρίζει, με εργάτη, με βίντσι, με μάγγανο, με ό,τι θέλεις.
  • Τότε, τι πάμε; είπα εγώ.
  • Πάμε, γιατί μας έστειλαν, και για να ιδούμε τον μπαρμπα-Σταμάτη στο σπίτι του, στην χειμωνιάτικη την κάμαρα που έχει σχεδιασμένην μ’ ένα καραβόπανο. Θα ιδής τη σερβέτα, το σαρίκι που φορεί στο κεφάλι του, σαν Τούρκος. Θα ιδής τα μουστάκια του, που είναι σαν δύο χονδρά αγκίστρια, από κείνα που πιάνουν τους ορφούς. Τον τράχηλόν του, τα μπράτσα του, τα ποδάρια του, όλα γυμνά` και θ’ ακούσης πως σκέπτεται και πως μιλεί ο μπαρμπα-Σταμάτης. Όταν ήτον νέος, επήρε σύντροφον στο καΐκι έναν Ποριώτην ή Κρανιδιώτην, επίτηδες δια να εξαλβανισθή πλησίον του` και τώρα η γλώσσα του, ο τρόπος του, η συμπεριφορά του, όλα είναι αρβανίτικα.

Ο άλλος, ο καπετάνιος του πολέμου, περιγράφει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, αρχίζει μάλιστα και τελειώνει μ' αυτή, τη διαδικασία αρβανιτοποίησης, του ίδιου και των συνεργατών του, μόνιμοι αξιωματικοί οι περισσότεροι, αλλά και του ίδιου του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ, το αποκαλούμενο και “αρβανίτικο σύνταγμα”.
Εδώ θα ήθελα να παρεμβάλλω μια ερώτηση: Πήρε κανείς, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, σπίτι του ή στη δουλειά του, κάποιον “Αλβανό” για τον “αλβανοποιήσει”; Θέλει κανείς Αρβανίτης, σήμερα να “αλβανοποιηθεί”;





Β
Αυτά τα τόσο αδρά και τα τόσο κρυστάλλινα, που αποτελούν την ελληνική αντίληψη γι' αυτό που λέμε σήμερα “εθνική ταυτότητα”, έρχονται να τα συσκοτίσουν δύο, εξ Εσπερίας, θεωρίες για την ταυτότητα, για το τι είναι αυτό που μας κάνει να είμαστε ό,τι είμαστε.

Η μία είναι η Γερμανική, η άλλη είναι η Γαλλική.
Υπάρχει και τρίτη, υπάρχει και τέταρτη. Εμάς, όμως, αυτές οι δύο μας ταλανίζουν πρωτίστως.
Η Γερμανική, λέει ότι είμαστε αυτό που είμαστε , λόγω του αίματος και της γλώσσας.
Η Γαλλική, λέει ότι είμαστε ό, τι είμαστε, χάριν της συνείδησης.


Στην πρώτη περίπτωση, δεν θα χρειαζόμασταν τη συζήτηση και την προσπάθεια να πείσουμε αλλήλους. Θα έπρεπε να εμπιστευτούμε τον αυτόματο πιλότο του γενετικού προκαθορισμού και να περιμένουμε να φυτρώσουν Αρβανίτες, από μόνοι τους, όπως φυτρώνουν οι βρούβες και τα ραδίκια.

Στη δεύτερη περίπτωση, δεν θα επιτρεπόταν η συζήτηση αφού η συνείδηση πάει μαζί με το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό, το “είμαι ό,τι δηλώνω”. Όλοι οι άλλοι, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι, λαογράφοι, γενετιστές, αρβανιτολόγοι πρέπει να τα μαζέψουμε και να φύγουμε, να σωπάσουμε.

Τι θέλω να πω με τα παραπάνω; Ότι ακόμη κι εκείνοι που υιοθετούν τις παραπάνω απόψεις δεν πιστεύουν σ' αυτές. Ακριβώς γι' αυτό επιδίδονται σ' έναν αγώνα διαμόρφωσης της συνείδησης, “κατασκευής αφηγημάτων”.
Συγκλίνουν -από δύο αντίθετες, υποτίθεται, κατευθύνσεις- και εκβάλουν στον “εθνομηδενισμό”.
“Το αφήγημα δίνει ταξιδιωτικά έγγραφα”, λέει ο Αντώνης Λιάκος, εξωθώντας προς την τρίτη θεωρία, την Αγγλική, εκείνη που πρεσβεύει ότι, η ταυτότητα είναι σύμβαση, συμβόλαιο, κοντράτο, σύνταγμα, οπότε, όταν τα βρούμε με τα δικαιώματά μας και τις υποχρεώσεις μας στο πλαίσιο του “κράτους δικαίου”, και αφού “περάσουμε διαφωτισμό”, τότε ο Πακιστανός μπορεί να θεωρηθεί βέρος Λονδρέζος.


-Υπάρχει αφήγημα;
Δηλαδή, κατασκεύασμα και, άρα, κάτι το ευτελές, προορισμένο να καταστραφεί, αφού είναι προϊόν της Ιστορίας κι αφού έχει κίνητρα πολιτικές, οικονομικές και κάθε είδους δόλιες σκοπιμότητες;

-Ναι υπάρχει!
Ας πούμε ένα παράδειγμα: Αφήγημα είναι το Σκιπητάρικο “έθνος”.
Δεν το λέω εγώ. Το λέει η Ναταλί Κλαϊέρ στο ογκώδες πόνημά της Οι απαρχές του Αλβανικού Εθνικισμού, [Εκδ. Ισνάφι]

Αφηγητές” και συνδιαμορφωτές του αφηγήματος κατονομάζονται:
η ΑυστροΟυγγαρία,
η Ιταλία,
η Οθωμανική Αυτοκρατορία με την παρακμή της,
ο κίνδυνος της ανταλλαγής των πληθυσμών
και ο “εθνικισμός” των γειτονικών χωρών.
Θα προσέθετα, για τον εθνικισμό των γειτονικών χωρών, ότι συνδιαμορφώνει, τον Σκιπητάρικο εθνικισμό, είτε εξ αντιθέσεως είτε εκ συμπαθείας.
Ο Φουρίκης συνομιλεί με τους Σκιπητάρηδες, πριν κατασκευαστεί το κράτος τους αλλά και μετά. Αυτός είναι και ο λόγος που μεταβάλλει τον τρόπο της γραφής του από ελληνικό σε λατινικό. Έτσι εξηγείται το ότι γνωρίζει τη Σκιπητάρικη γλώσσα και τη χρησιμοποιεί κρυπτογραφικά στο γράμμα του προς τον Κυριάκο.



- Σε τι συνίσταται το αφήγημα;

α) στο λατινικό αλφάβητο. Επιβλήθηκε μετά από πάλη και την απόρριψη του ελληνικού και του αραβικού
β) στην καταγωγή από τους Πελασγούς
γ) στην αρχαία θρησκεία και τον Μπεκτασισμό.
Η αρχαία θρησκεία αποτελεί συμβιβασμό του Μπεκτασισμού και ο Μπεκτασισμός συμβιβασμό του Ισλαμισμού, όταν δεν μπορεί να περάσει σούπιτος στους πληθυσμούς που έχουν ως πολιτισμό υποβάθρου (όπως λέμε “ακτινοβολία υποβάθρου) τον Μεγάλο Ελληνικό Πολιτισμό. Κάτι ανάλογο είναι η Ουνία για τον Παπισμό. Οι δύο μεγάλοι “αντάπτορες-φαγάνες”, εκατέρωθεν, που αλλοτριώνουν και εξωθούν, τον προσωποκεντρικό πολιτισμό μας, στην υποστροφή προς τους αντίστοιχους απρόσωπους δεσποτισμούς.

- Στην Ελλάδα, υπάρχει αφήγημα;
- Ναι, υπάρχει! Αλλά υπάρχει και Παράδοση, με Πι κεφαλαίο, ο Κοινός Λόγος, που είπαμε!
Εκεί που ο Νίκος Βούτσης, ενστικτωδώς, συναντάει τον Αρχιεπίσκοπο!


Αφήγημα είναι η νεοελληνική, λεγόμενη, “ταυτότητα” που ισοπέδωσε τους Πόντιους, τους Βλάχους, τους Αρβανίτες, τους ΑρβανιτόΒλαχους, τους Τζάκωνες, τους Καραγκούνηδες, τους Σαρακατσάνους, τους Καπαδόκες, τους Σμυρνιούς, τους Καραμανλήδες, και τόσους άλλους, και τους έκανε ίδιους μεταξύ τους και έτσι ώστε να μοιάζουν με αυτό που φαντάστηκαν οι Ευρωπαίοι.

Αφήγημα είναι, αυτό που νομίζουν οι ξένοι, Άγγλοι-Γάλλοι-Γερμανοί, ότι είναι οι Έλληνες και η ελληνικότητα. Αυτό που μας περάσανε, μέσω της παιδείας και της ξενολαγνείας και μας έκαναν να το πιστέψουμε κι εμείς. Η “εναέρια γέφυρα” που τάχα μας συνδέει με τους παππούδες μας τους αρχαίους, περνώντας πάνω από τους πατεράδες μας, τους Ρωμηούς της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. (Παπαρηγόπουλος) Τους φαντάζονται, οι Ευρωπαίοι, τόσο σπουδαίους τους αρχαίους μας που ενώ δεν κατόρθωσαν να κάνουν παιδιά, έκαναν κατευθείαν εγγόνια και μάλιστα με την... μαιευτική τη δική τους(!)

Όταν λέμε “Παράδοση” ή “έθνος” ή “κοινός λόγος”, εννοούμε τη δομή, την συνύφανση καλύτερα, των τριών ελληνικών ταυτοτητο-ποιητικών παραδόσεων, την Πολιτική, την Πίστη και την Παιδεία.

Με άλλα λόγια, πρόκειται για τη μαστορική της διαχείρισης των τριών μορίων της ψυχής: του λογιστικού, του επιθυμητικού και του συναισθηματικού.

Μαστορική, ήτοι: τα σχέδια, τα εργαλεία, τα υλικά, οι μαστόροι. Στη Σαλαμίνα βλέπουμε καθαρά ότι, την μαστορική αυτή την κατέχει ολόκληρη η κοινωνία. Όπως γνέθουν και υφαίνουν στον αργαλειό, μαζί με την Κατερίνα [η οποία, ως γνωστόν,ρίχνει τρία μασούρια], έτσι “υφαίνουν” και “κεντάνε” τη μαστορική των ψυχών. Όλοι μαζί! Μέχρι τον πιο αγράμματο ψαρά, που κάθεται δίπλα του ο καθηγητής και μαθαίνει βιολογία, της θάλασσας.

Αυτό εννοούμε ελληνικό έθνος στη Νεωτερικότητα. Εν εκλείψει έθνος. Όχι, όμως, εν τάφω έθνος.
Εκείνο που το σκιάζει είναι το αφήγημα που είπαμε. Αρκεί να το παραμερίσουμε.
Αυτή είναι η δημιουργική δύναμη που συνέχει την κοινότητα στον χρόνο, την εγγράφει στον χώρο και την διαφοροποιεί από τις άλλες, συγκροτώντας τη βιοποικιλότητα της ελληνικότητας, σε αντίθεση με την νεωτερική και παγκοσμιοποιημένη δίσ-τροπη ομοιομορφία.

Όλα να εντάσσονται σε ένα πνεύμα και όλα να είναι μοναδικά κι ανεπανάληπτα.
Οι κυρίες, εδώ του Σάλεσι, που ασχολούνται με αυτά τα υπέροχα κεντήματα, θα καταλαβαίνουν, καλύτερα κι από μένα που το λέω, τι σημαίνει.
Ο Πέτρος Φουρίκης είναι ένας τέτοιος μάστορας και γι' αυτό μας γοητεύει όταν σκύβουμε πάνω στα έργα του και στους καρπούς της έρευνάς του. Έχουμε γευθεί αυτό το “πρωτόκτιστον κάλλος” αλλά δεν το έχουμε χορτάσει! Και μας λείπει αφάνταστα! Νιώθουμε “μισοί άνθρωποι” και “γυμνοί άνθρωποι”. Όταν το συναντούμε, το αναγνωρίζουμε και πέφτουμε πάνω σαν τις μέλισσες.

Ο Φουρίκης, έχει στο νου του, πώς να αναπαραγάγει αυτόν τον ανθρωπολογικό υδροβιό-τ(ρ)οπο, ώστε να συνεχίσουν να βγαίνουν εκεί τέτοιοι άνθρωποι, οι οποίοι, όπως λέει πιο πάνω ο Ηράκλειτος, “...παρόλο που ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν ως να είχαν δική τους αντίληψη”. Δεν είναι τυχαίο που μας αφήνει ως και παρτιτούρες. Γιατί, στη μουσική και στο χορό, όλοι μετέχουμε στο κοινό, πάντα όμως με τον ξεχωριστό προσωπικό μας τρόπο.

Ο Φουρίκης είναι εκπαιδευτικός. Παιδευτικός είναι ο λόγος που σώζει το ρητό μέρος του “κοινού λόγου” αποτυπώνοντάς το. Υπάρχει και άρρητο!
Και αυτό είναι που τον κάνει να επισημαίνει τις ετερότητες, ανάμεσα στους “Αλβανούς” και τους Αρβανίτες. Φαίνονται οι αντιλήψεις του στις απαντήσεις που δίνει στον Σκιπητάρη Γκέντσο Νάτσι, με τον οποίο έχει αλληλογραφία. Ο Φουρίκης διακονεί τη Σχολή που αναπαράγει την ελληνικότητα. Όχι τη σκιπηταρικότητα.
Ατυχώς, δεν έχει, ακόμη τότε, υπόψη του τον Κων. Σάθα, αν και κάπου οι ζωές τους συμπίπτουν χρονικά. Δεν έχει υπόψη του την εποποιία των Αρβανιτών Στρατιωτών. Δεν μπορεί να ερμηνεύσει πώς βρεθήκανε εδώ οι Αρβανίτες. Ωστόσο δηλώνει σαφώς και εξηγεί πλήρως ότι, το “Αλβανός” είναι όρος τεχνικός και τίποτα το εθνικό δεν σημαίνει.
Πράγματι, αν σήμαινε κάτι εθνικό, οι Σκιπητάροι δεν θα αυτοπροσδιοριζόντουσαν, “στα ταξιδιωτικά τους έγγραφα και στα συντάγματα”, ως Σκιπητάρηδες αλλά ως “Αλβανοί”. Και επειδή δεν σημαίνει τίποτα το εθνικό, οι Αρβανίτες αυτοπροσδιορίζονται ως Αρβανίτες.



Ο βάρδος της Αρβανιτιάς, τραγουδάει τον "Πηλό", αναγεννημένο, μέσα από τις σελίδες του αρχείου Π. Φουρίκη: