Τρεις φοβερές σκηνές από την Ελληνική Επανάσταση
Σε αυτό εδώ το μπλογκ συνεχίζουμε την προσπάθεια που ξεκίνησε με το βιβλίο Παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες - Θαυμαστά στοιχεία της Αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης των Ελληνικών Κοινών, να φωτίσουμε, μεταξύ πολλών άλλων πτυχών, την καταγωγή των Αρματολών και των Κλεφτών και να τεκμηριώσουμε την ύπαρξη ελληνικής στρατιωτικής παράδοσης.
Στα παρακάτω τρία μικρά κείμενα του υπασπιστού του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Φωτίου Χρυσανθοπούλου - Φωτάκου, φαίνεται η μακραίωνη αυτή παράδοση στον τρόπο που πολεμάνε οι Έλληνες. Μπορεί κανείς να τη συγκρίνει και να την ταυτίσει εύκολα με παρόμοια περιστατικά που γίνανε στο Μοριά και πάλι, τέσσερις αιώνες πριν από παράξενους φτωχούς Στρατιώτες που και τότε υπερασπίζονταν την πατρίδα τους έναντι των Τούρκων.
Απομνημονεύματα
περί της
Ελληνικής Επαναστάσεως
υπό
Φωτάκου
Πρώτου υπασπιστού
του
Θεοδώρου Κολοκοτρώνου
Αθήνησι
1858
Κείμενο 1ο
Πολιορκία των Πατρών
9 Μαρτίου 1822
«... διεδόθη αμέσως η είδησις
εις τους Έλληνας ότι έφθασεν ο Κολοκοτρώνης.
Εκύτταξε καλά τον τόπον,
εφώναξε τον σημαιοφόρον του Πλαπούτα
όπου ήτον εκεί κοντά τον Σουμάνην Αλβανόν
Τούρκον, ο οποίος είχεν, ως είπαμεν,
έβγει πριν της αλώσεως της Τριπολιτσάς
και έμεινε με τον Πλαπούταν ως σημαιοφόρος
του. Τότε ο αρχηγός του είπε, Σουμάνη,
θέλω να βάλης το μπαϊράκι σου εκεί όπου
είναι το Γιουρούς μπαϊράκι το Τούρκικο`
αυτός απεκρίθη πολλά καλά αρχηγέ και
εκίνησεν.
Άμα έφθασεν εις την θέσιν
όπου ήτο το Γιουρούς Μπαϊράκι, είπε του
μπαϊρακτάρι του Τούρκου να φύγη από
κει, διότι ο Σταυρός θα τον διώξη, είναι
ο τόπους του και νικά` σου το λέγω τούτο,
διότι είμαι κι εγώ Τούρκος και δεν
επιθυμώ να σε βαρέσω, θέλω να φύγης να
πας όθεν ήλθες. [οι
υπογραμμίσεις του συγγραφέα]
Εις την μέσην
των δύο σημαιοφόρων υπήρχε ξηρότοιχος,
και πίσω από αυτόν εκρύβοντο Τούρκοι
και Έλληνες και εκεί ήσαν κρυμμένοι και
ωμιλούσαν και οι δύο σημαιοφόροι.
Ο σημαιοφόρος
Τούρκος είπε του Σουμάνη, Άπιστε
πώς έγεινες ραγιάς και ευρίσεσαι με
τους απίστους! Ε, άφησε τώρα αυτά τα
λόγια, θα σου πάρω
το μπαϊράκι και χωρίς να χάση καιρόν
κτυπά την Τουρκικήν σημαίαν και την
ρίπτει χάμου και με το κοντάρι της
σημαίας κτυπά τον Τούρκον, ο οποίος
ευθύς έφυγε και ο Σουμάνης επήρε την
θέσιν του...»
Κείμενο 2ο
Φωτάκος: Ο υπασπιστής του
Γέρου, ο Τούρκος και τα κεφάλια των ηρώων
σελ. 249
Το περιστατικό γίνεται στην
περιοχή των Δερβενακίων, τέλη Νοεμβρίου
1822, λίγες ημέρες πριν παραδοθεί το
Ναύπλιο και καθώς ο Κολοκοτρώνης, μετά
τη συντριβή του Δράμαλη, το πολιορκεί
στενά και ταυτόχρονα με το κάστρο της
Κορίνθου.
Στην περιοχή των Δερβενακίων
είναι οχυρωμένοι πολλοί καπεταναίοι
και ελισσόμενοι στην περιοχή προσπαθούν
να εμποδίσουν τον εφοδιασμό του Ναυπλίου
από την Κόρινθο
«..Μετά τον ερχομόν αυτών των
δύο [του Δ. Τσόκρη και του Χατζη Χρήστου
απ' το Στεφάνι και Μετόχι] έγεινε πόλεμος
καλός και εστείλαμεν πολλούς Τούρκους
εις τον Άδην` τους επήραμεν μπροστά,
τους εκυνηγήσαμεν και τους ερρίξαμεν
κατά την Κουρτέσαν όπου είχε έλθει το
μεγάλο σώμα των Τούρκων και είχε βάλει
τα κανόνια του δια να κτυπήση τους
πύργους των Ελλήνων. Αλλά και αυτοί δεν
ημπόρεσαν να κάμουν τίποτε, τους επήραμεν
μπροστά και τους ερρίξαμεν όλους εις
τον κάμπον της Κουρτέσας. Τότε ο υπασπιστής
του Κολοκοτρώνη καβαλάρης εκυνήγησεν
ένα Τούρκον χωρίς να γνωρίζη ότι αυτός
είχε τα κεφάλια του Παππά Αρσένη και
του Σπανού, τον εξεκάμπισε και τον
εχώρισεν από τους άλλους Τούρκους
καβαλαραίους` και αφού αδείασε τα
πιστόλια του και δεν είχε πλέον τι να
ρίξη ετράβηξε το σπαθί του δια να τον
κόψη, τον εκτύπησεν, αλλά δεν ημπόρεσε
να του κάμη τίποτε.
Ο Τούρκος τότε δια να σωθή
άρχισε να πετά τα άρματά του, τα κεφάλια
και ό,τι άλλο είχε δια να τον χασομερήση
και ούτω εγλύτωσε και έπεσεν εις το σώμα
το μεγάλο των Τούρκων.
Έπειτα ο υπασπιστής του
αρχηγού επέστρεψε το πισάχναρο να ιδή
τι επέταγεν ο Τούρκος και ηύρε τα πιστόλια
του και τα δύο κεφάλια του Αρσένη και
του Σπανού από τα μαλλιά ζευγάρι δεμένα,
και χωρίς να καταβή έσκυψε και τα επήρε`
διότι οι Τούρκοι τον έφερναν κατόπιν
κυνηγώντες, τα δε πιστόλια του Τούρκου
τα άφησε και επροτίμησε τα κεφάλια των
ηρώων.
Τότε ήλθαν εις βοήθειάν του
ο Λιάκος Κοσμόπουλος, ο Κότσος Βούλγαρης
και ο Σπύρος Σπηλιωτόπουλος ο άλλος
υπασπιστής του αρχιστρατήγου και άλλοι
και τον εβοήθησαν και τον έσωσαν. Εκείθεν
επήγε τα κεφάλια εις τον Άγιον Σώστην,
όπου ήταν και τα σώματά των, και τους
έγεινεν ο ενταφιασμός ένδοξος...»
Κείμενο 3ο
Φωτάκος: Για τα λάφυρα των
πολέμων, την αμοιβή των Στρατιωτών και
το εθνικό ταμείο
σελ. 256
Αφού έχει απαντήσει στις
συκοφαντίες του Π.Π. Γερμανού και του
Σπ. Τρικούπη, που ισχυρίζονταν ότι τα
λάφυρα του Ναυπλίου τα ιδιοποιήθηκε ο
Κολοκοτρώνης, αναλύοντας διεξοδικά και
πειστικά πού ξοδέψανε τα πλούτη τους
οι Τούρκοι της πόλης και επομένως η
λαφυραγώγηση ήταν αναντίστοιχη της φήμης των θησαυρών, περνάει στο ζήτημα των
λαφύρων και του δικαιώματος αυτού των
Στρατιωτών και των Καπεταναίων.
«...Έπειτα από όλα ταύτα δια να
ομιλήσωμεν με την γλώσσαν και ελευθερίαν
εκείνης της εποχής όλοι όσοι έγραψαν
είτε Απομνημονεύματα, είτε Ιστορίας
της Ελλάδος φωνάζουν πολλάκις ότι τα
λάφυρα τα κατεχράσθησαν οι καπεταναίοι
και στρατιώται και δεν ωφελήθη ούτε
λεπτόν το Εθνικόν Ταμείον. Δεν μάς λέγουν
αυτοί οι κύριοι ποίον ήτον εις εκείνην
την εποχήν το έθνος; ποίοι οι ταμίαι
του; ποία τα στρατεύματά του και από πού
αυτά επληρώνοντο; Οι μισθοί των στρατιωτών
ήσαν τα λάφυρα και δια τούτο τους είδαμεν
να τα μοιράζουν μεταξύ των καθώς
εκυριεύσαμεν την Τριπολιτσάν, και εις
το Δερβενάκι βλέπομεν πάλι τους στρατιώτας
Λαστιώτας και Αλωνιστιώτας να μοιράζουν
με το φέσι τα φλωριά. Ο στρατιώτης της
επαναστάσεως όχι μόνον επήγαινεν ο
ίδιος με τα άρματά του και με το ψωμί
τους εις τον πόλεμον, αλλ' επλήρωνε και
φόρον από τα κτήματά του δια να τρέφωνται
και οι πολιτικοί` και έπειτα από όλα
αυτά είναι τόσον σκληρός ο Ιστορικός
μας [ο Σ. Τρικούπης] ώστε θέλει και την
παληογούνα του Αγά, και το άλογό του και
τα άρματά του τα βρεγμένα με τα αίματα
να τα δώση ο πτωχός στρατιώτης εις το
ανύπαρκτον εθνικόν Ταμείον. Τοιαύται
απαιτήσεις τότε ημπορούσαν να γείνουν
όταν υπήρχε κυβέρνησις και έτρεφε και
εμισθοδότει τους στρατιώτας, μολονότι
και τότε μετά κυρίευσιν φρουρίου οι
στρατιώται έχουσι πάντοτε πολλά
δικαιώματα δια τα λάφυρα...»