Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Παροράματα “Παράξενοι φτωχοί στρατιώτες”


Παροράματα

Παράξενοι φτωχοί στρατιώτες”


  1. Σελ. 18, 16η γραμμή: αντί του “φανοστάτη της Λαμίας” το “φανοστάτη των Τρικάλων”.
  2. Σελ. 35, 12η γραμμή: αντί του “με το άλλο πόδι τους στέρεα στις παραδόσεις” το “με το άλλο πόδι τους πατούν στέρεα στις παραδόσεις”.
  3. Σελ. 36, 18η γραμμή: αντί του Πέτρον Βουζίκη” το “Πέτρο Βουζίκη”.
  4. Σελ. 41, 1η γραμμή: αντί “της 20 Μαΐου” το “την 20η Μαΐου”.
  5. Σελ. 47, 13η γραμμή: αντί “εν πολεμώ” το “εν πολέμω”.
  6. Σελ. 54, 18η γραμμή: αντί “από Μεγάλο Συμβούλιο” το “από το Μεγάλο Συμβούλιο”.
  7. Σελ. 55, 4η από το τέλος: αντί “στον νου” το “στο νου”.
  8. Σελ. 59, 2η γραμμή: αντί “Γαλαξειδιώτης” το “Γαλαξιδιώτης”.
  9. Σελ. 60, 1η από το τέλος: αντί “ορθομένα αυτά” το “ορθωμένα αυτιά”.
  10. Σελ. 61, 7η γραμμή: αντί του “-ε σώνει” το “εσώνει”.
  11. Σελ. 62, 2η γραμμή: αντί του “πλανήτες” το “πλάνητες” και στην 21η γραμμή: αντί του “κακατακόκκινην” το “κατακόκκινην”.
  12. Σελ. 64, 21η γραμμή: αντί του “1322” το 1822 και στην 23η γραμμή: αντί του “μπαρμπαρίζονται” το “μπαρμπερίζονται”.
  13. Σελ. 76, 14η γραμμή: αντί του “Βαβαρών” το “Βαυαρών”.
  14. Σελ. 83, 11η γραμμή: αντί του “ήρυχος” το “ήσυχος”.
  15. Σελ. 84, 7η γραμμή: αντί του “οπισθέν” το “όπισθέν”.
  16. Σελ 89, 15η από το τέλος: αντί του “ελευθέσαν” τον “ελευθέραν”.
  17. Σελ. 113, 4 γραμμή: αντί του “Αλβανών” το “Αλβάνων”.
  18. Σελ. 127, 1η από το τέλος: αντί “αρχίνησουμε” το “αρχινήσουμε”.
  19. Σελ. 155, 7η γραμμή: αντί “πανω” το “πάνω”.
  20. Σελ. 158, 6η από το τέλος: αντί “ανυπερθέρωε” το “ανυπερθέτως”.
  21. Σελ. 163, 10η γραμμή: αντί “έπιαναν” το “έπιανε” και στην 7η από το τέλος: αντί “στατιώται” το “στρατιώται”.
  22. Σελ. 170, οι αριθμοί ως εξής: 7.200 δουκάτα, 41.503 δουκάτα, 91.400 μόδια.
  23. Σελ. 176, 5η από τέλος: αντί του “Ααβδάκου” το “Λαβδάκου”.
  24. Σελ. 178, 13η γραμμή: αντί του “κλίματα” το “κλήματα”.
  25. Σελ. 253, 1η γραμμή: αντί “βαδίσαν” το “βαδίσανε”.
  26. Σελ. 285, 19η γραμμή: αντί “λιγιωτάτους” το λογιωτάτους”.
  27. Σελ. 290, 17η γραμμή: αντί “μια μακράς” το “μιας μακράς”.
  28. Σελ. 293, 12η γραμμή: αντί “πατρίδας” το “πατρίδα”.
  29. Σελ. 342, στο τέλος του πίνακα ως εξής: Λεύκτρα= Παραπούγγια και Πλαταιές= Κόκλα.

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Το "γκούτσι", ένα ακόμη αρβανίτικο πολεμικό παιχνίδι

Αποτέλεσμα εικόνας για γκολφ μπαστούνια




Το "γκολφ" των Αρβανιτών- παίζεται με ειδικά μπαστούνια, είναι λίγο πιο... άγριο και δεν χρειάζεται ακριβές εγκαταστάσεις. 



«Γκούτσι» στα αρβανίτικα σημαίνει «γουρούνι». «Γκούτσι» λέγαμε και το τενεκεδάκι από κονσέρβα που χρησιμοποιούσαμε για το ομώνυμο ομαδικό παιχνίδι. Όριο στη συμμετοχή των παιδιών δεν υπήρχε. Έπαιζαν όσα παιδιά βρίσκονταν εκεί, και μάλιστα ήταν καλό να βρίσκονταν πολλά. Γι’ αυτό και παιζόταν περισσότερο στο σχολείο που ήταν όλα.

Το πεδίο δεν είχε εξωτερικά όρια και δεν ήταν απαραίτητο να είναι ομαλό. Ποια αλάνα άλλωστε ήταν τότε ομαλή; Όσα παιδιά ήταν, «μείον ένα», άνοιγαν λακκάκι με τη μέθοδο που προαναφέραμε: με το τακούνι του παπουτσιού. Σε διάφορα σημεία, ακανόνιστα και σε κάποια απόσταση το ένα από το άλλο. Δεν υπήρχαν κανόνες και σχήματα. Εκεί, μέσα στο λακκάκι, έβαζε ένα ραβδί σαν το μπαστούνι του γκολφ. Έμοιαζε και στο μήκος και στο ότι φρόντιζαν, τα παιδιά, στο κάτω μέρος να έχει έναν κόμπο ώστε να βαραίνει και το χτύπημα να αποκτάει δύναμη. Ήταν στην πραγματικότητα ένα μικρό ρόπαλο.

Το παιδί που έμενε χωρίς λακκάκι, από την πρώτη αλαλάζουσα έφοδο για την κατάληψή τους, ωθούσε το γκούτσι με μικρά χτυπήματα προς τα πόδια των παιδιών που είχαν λακκάκι στην κατοχή τους. Μερικές φορές επιχειρούσε, σκοπίμως, βίαια και δυνατά χτυπήματα. Όποιος την έτρωγε, εκτός από τον πόνο που ένιωθε, έχανε και το λακκάκι. Οι ρόλοι άλλαζαν. Τώρα αυτός έσπρωχνε το γκούτσι, προσπαθώντας να «κάψει» κάποιον για να πάρει το λακκάκι του.

Όσοι τώρα διέθεταν λακκάκι, προσπαθούσαν να έχουν μονίμως το μπαστούνι τους καρφωμένο σ’ αυτό. Αν το έβγαζαν, μπορούσε κάποιος άλλος από τους κατέχοντες, και φυσικά εκείνος που έσπρωχνε το γκούτσι, να προλάβαινε να βάλει το δικό του. Τότε εκείνος έμενε χωρίς λακκάκι, εκτός κι αν προλάβαινε να πιάσει κάποιου άλλου μέσα στην αναμπουμπούλα. Εκτός από αυτά τα απρόβλεπτα συμβάντα, πάγια επιδίωξη του κάτοχου ήταν να απομακρύνει το γκούτσι, με ένα δυνατό χτύπημα, όταν ζύγωνε κοντά στα πόδια του και υπήρχε ο κίνδυνος να τον ακουμπήσει και να «καεί». Εκείνη τη στιγμή που έβγαζε το ραβδί από την τρύπα για να εξοστρακίσει το γκούτσι το παιγνίδι αποκτούσε όλο του το ενδιαφέρον.


Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής, Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες-Θαυμαστά στοιχεία της Αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης των ελληνικών Κοινών, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2014, σελ. 341

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Το "καπιτώλι", ένα αρβανίτικο παιδικό παιγνίδι στρατηγικής, με βόλους

%cf%801

Το καπιτώλι –προφανώς από το Καπιτώλιο– παίζεται με βόλους. Είναι παιγνίδι για δύο τρία αγόρια (τα κορίτσια δεν έπαιζαν ποτέ). Στις γωνίες ενός νοητού τετραγώνου φτιάχνονται τέσσερα λακκουβάκια. Προσφιλής μέθοδος εκσκαφής ήταν η περιστροφή του τακουνιού του παπουτσιού. Στο σημείο που τέμνονται οι δύο νοητές διαγώνιες του τετραγώνου φτιαχνόταν το πέμπτο λακκουβάκι, που λεγόταν και «καπιτώλι». Εκείνο ήταν το σπουδαιότερης σημασίας λακκουβάκι.

Αφού στηνόταν το πεδίο της μάχης, τα παιδιά έριχαν, από μια νοητή πλευρά του τετραγώνου, τους βόλους τους στο «μπάσι» (=κεφάλι, τουρκ.), που ήταν συνήθως μια μεγάλη πέτρα. Όποιος βόλος ήταν πιο κοντά έδινε το δικαίωμα στο παιδί να παίξει πρώτο. Ξαναέριχνε λοιπόν τον βόλο του, αυτήν τη φορά από το μπάσι προς τα λακουβάκια. Επιδίωξη: ο βόλος να μπει με την πρώτη μέσα στο λακκουβάκι. Αν το κατάφερνε συνέχιζε στο επόμενο της επιλογής του. Οι άλλοι περίμεναν μέχρι να αποτύχει. Μόλις αποτύγχανε, μπαίνανε κι αυτοί στο παιγνίδι.

Μετά τη βολή από το μπάσι, η εκτόξευση των βόλων χρησιμοποιώντας δύο δάκτυλα, τον δείκτη και τον αντίχειρα, όπως για να περιστρέψουμε στον αέρα ένα κέρμα. Στα μεν περιμετρικά λακκουβάκια, σημείο εκτόξευσης ήταν τα «τέσσερα δάκτυλα» από τα χείλια του λάκκου· στο δε καπιτώλι, το σημείο εκτόξευσης ήταν η «μια πιθαμή». Η «μια πιθαμή» ίσχυε μόνο στην περίπτωση που είχες στην κατοχή σου τουλάχιστον ένα περιμετρικό λακκουβάκι. Στα ίδια αυτά όρια μπορούσες να «πιάσεις» τον βόλο του άλλου και να τον εξοστρακίσεις έξω από το πεδίο. Αν δηλαδή ο άλλος, προσπαθώντας να καταλάβει το δικό σου λακκουβάκι, ξέμενε από ορμή κοντά στα χείλη του, τότε μέτραγες ή τέσσερα δάκτυλα ή μια πιθαμή. Αν τον «έπιανες» μπορούσες να τον εξοστρακίσεις. Αν όχι, τότε αυτός ήταν σε πολύ πλεονεκτική θέση να καταλάβει το λακκάκι σου στην επόμενη βολή του.

Το «έξω» από το πεδίο καθορίζονταν από τα… μεγέθη των παπουτσιών. Ήταν δηλαδή διαφορετικό για το κάθε παιδί, αν βέβαια φόραγαν διαφορετικό νούμερο παπούτσια. Όλοι πάντως μέτραγαν δύο πέλματα, το ένα κολλητά με το άλλο, και μισό. Δηλαδή το τρίτο πέλμα τοποθετούνταν κάθετα στα δύο προηγούμενα. Είχες τρεις βολές να τον «τζανίσεις» έξω. Αν δεν τα κατάφερνες, τότε ήσουν σε μειονεκτική θέση, γιατί αυτός παρέμενε μέσα στο παιχνίδι, και μάλιστα κοντά σε ένα από λακκάκια σου. Αν τα κατάφερνες, τότε αυτός έβγαινε από το παιγνίδι και έπαιζε ξανά από το μπάσι. Ο εξοστρακισμός ήταν υποχρεωτικό να γίνει από το καπιτώλι, τότε και μόνο τότε – όταν το ένα παιδί δεν διέθετε περιμετρικό λακκάκι. Στην περίπτωση αυτή τα δικαιώματα του κεντρικού λάκκου άλλαζαν και η βολή δεν γινόταν από τη «μία πιθαμή», αλλά από τα «τέσσερα δάκτυλα». Αυτό ίσχυε είτε ήθελες να καταλάβεις ένα άλλο λακκάκι, είτε «έπιανες» τον άλλον, είτε ήθελες να τον εξοστρακίσεις. Βέβαια, όταν εξοστράκιζες τον άλλον από το κέντρο του πεδίου, είχες πιο πολλές πιθανότητες αποτυχίας.

Οι βολές ήταν πάντα τρεις, είτε έριχνες για να καταλάβεις λακκάκι είτε έριχνες για να εξοστρακίσεις. Εξαίρεση γινόταν μόνο στην περίπτωση που έπεφτε στην κατοχή σου το καπιτώλι από την πρώτη βολή (από το μπάσι). Τότε έριχνες μία βολή από τα χείλη του, προσπαθώντας να πετύχεις άλλο λακκάκι με τη μία. Το παιγνίδι τελείωνε μόνο όταν ο ένας καταλάμβανε όλα τα λακκάκια.



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής, Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες- Θαυμαστά στοιχεία της αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης των ελληνικών Κοινών, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2014, σελ. 340