Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Βιβλιοπαρουσίαση: Πέτρος Αν. Φουρίκης – Ανάλεκτα


Επιμέλεια: Πέτρος Ι. Φιλίππου-Αγγέλου



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



[Το κείμενο αποτελεί μέρος της παρουσίασης του βιβλίου]


Μια φορά κι έναν καιρό, τα παλιά τα χρόνια, οι Έλληνες στην ηλικία μου, μπορεί να μην είχαν το προνόμιο της εγγραφής στα ΚΑΠΗ, είχαν όμως γύρω τους μια δυο δεκάδες εγγόνια και, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο καθένας  απ' αυτούς, ήταν ιδρυτής μιας ολόκληρης φάρας.
Το να πει, λοιπόν, ο παππούς ή η γιαγιά, ένα παραμύθι, ήταν μια ολόκληρη θεατρική παράσταση. Και η παράσταση αυτή χρειαζόταν μια εισαγωγή. Ξέρουμε τις γνωστές: “παραμύθι-μύθι-μύθι, το κουκί και το ρεβύθι”, “κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη” κοκ.
Σήμερα θα μάθουμε, χάρη στους δύο Πέτρους, πώς αρχίζανε τα παραμύθια στη Σαλαμίνα των Αρβανιτών.

«Κους τε φλιάς, τε πίπεζε
τε χάι μούν ι καλογρές
πράπα ντέρεσε τε βντες
σάτε, λιοπάτε, ντε κρύε τ' α'τία...»

«Όποιος μιλήσει, να βουβαθεί
να φάει το μούτι της καλογριάς
πίσω από την πόρτα να πεθάνει
τσάπες, φτιάρια, στο κεφάλι του.»

Νομίζω ότι καταλάβατε τι σημαίνει “μούτι”. Για λόγους ευπρεπείας θα το παραθέσω αμετάφραστο, ως “τεχνικό όρο”.

Συνεχίζω στα ελληνικά:

«Έρχεται ένα καράβι μεγάλο,
με ποντίκια, σκαθάρια, γάτες,
με σκυλιά, με γαϊδούρια, και με μούτι

Αλλά έρχεται κι ένα καράβι μικρό
με κουφέτα, με κουλούρια, με χαλβά,
με πράγματα, με θάματα,
και με όλα τα καλά.

Όποιος θα μιλήσει, θα φάει του καραβιού του μεγάλου το μούτι
Όποιος δεν θα μιλήσει, θα φάει του καραβιού του μικρού τα γλυκά!»


Μου θυμίζει μια ανάλογη σκηνή με ήρωα τον Μάρκο Μπότσαρη..
Μοίραζε φυσέκια πριν τη μάχη κι έλεγε:

«Όποιος έχει και παίρνει κι άλλα, να μη γυρίσει από κει που πάμε».

Το ίδιο μοτίβο αναπαράγεται και σε πολλές άλλες δραστηριότητες της κοινότητας.
Το ένα πρόσωπο και τα πολλά.
Ο παιδαγωγός και οι παιδαγωγούμενοι.
Η κοινωνία και τα μέλη της.
Θέλει κάτι να πετύχει αλλά δεν απειλεί, ούτε υπόσχεται απευθείας. Εύχεται και αφορίζει, και ταυτόχρονα, επικαλείται ένα τρίτο στοιχείο, έξω από τη σχέση των δύο πόλων, να τιμωρήσει ή να επιβραβεύσει, να επιδοκιμάσει ή να αποδοκιμάσει, να ενθαρρύνει ή ν' αποθαρρύνει, ανάλογα με την στάση του κάθε ατόμου.
Το άτομο εκπαιδεύεται να αναλάβει τις ευθύνες του!
Αν μιλήσει θα προκαλέσει την τιμωρία του, αν δεν μιλήσει θα προκαλέσει την επιβράβευσή του.
Αν κάνει το κακό, ένα μεγάλο καράβι με κακό θα έρθει.
Αν κάνει το καλό, ένα μικρό καράβι με καλό θα έρθει.
Ένα μικρό καράβι με καλά πράγματα είναι αξία υπέρτερη από ένα μεγάλο καράβι με κακά πράγματα! Σημασία έχει το φορτίο και όχι το μέγεθος.

Πότε ένας άνθρωπος κάνει το καλό;

α) όταν φοβάται την τιμωρία, το μεγάλο καράβι,

β) όταν προσδοκάει υλική ανταμοιβή, το μικρό καράβι, τα κουφέτα, τα κουλούρια, ενδεχομένως και τα θαύματα,

γ) όταν δεν τον ενδιαφέρει η όποια ανταμοιβή, μικρή ή μεγάλη και κάνει το σωστό και το ωραίο, γιατί “έτσι του αρέσει”, γιατί ελπίζει περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο στα θαύματα, ή, ακόμη, και γιατί “ανταμοιβή” του θεωρεί το καλό που προκαλεί στους άλλους.

Στην κοινωνία και στον καθένα μας, τα βρίσκουμε και τα τρία σε συνδυασμό, μέσα στα “φράκταλς” της ψυχής μας, και κολακευόμαστε ιδιαίτερα, εμείς οι Έλληνες, όταν κινούμαστε ανάμεσα στο (β) και στο (γ) από “φίλοτιμο”. Από την αγάπη για την τιμή....Τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών.

Ήδη, ο παππούς και η γιαγιά, έχουν εισαγάγει μια κεντρική αξία της καθ' ημάς οντολογίας στον “τρόπο αναπαραγωγής” της κοινωνίας, στη διαμόρφωση της ταυτότητάς της.
Μετά, όλη η κοινωνία, εν χορώ, το επαναλαμβάνει πανηγυρικά, στον “Πυλό” και όχι μόνο.
Η τριάδα του “δούλου, του μισθωτού και του ελεύθερου” ανάγεται στον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, [7ο μΧ αιώνας], ο οποίος, ολοκληρώνει, σε ένα ανώτερο επίπεδο, εκείνο που άρχισε ο Θουκυδίδης [5ο πΧ], “την τιμή, το δέος και την ωφέλεια”. [«υπό των μεγίστων νικηθέντες, τιμής-δέους και ωφελείας»]

Θα μπορούσα να εξαντλήσω τον χρόνο της ομιλίας μου μιλώντας για τη σημασία αυτής της συστοιχίας στίχων και νοημάτων. Θα σταματήσω εδώ και θα κάνω μια πρόταση:
Να τροποποιήσουμε τον αφορισμό και να το λέμε όταν μαζευόμαστε και συζητάμε...

«Όποιου χτυπήσει το σμάρτφον, θα φάει του καραβιού του μεγάλου το μούτι
Όποιου ΔΕΝ χτυπήσει το σμάρτφον, θα φάει του καραβιού του μικρού τα γλυκά!»......


.........................
Α

Τι να πρωτοπεί κανείς για το ερευνητικό έργο του Φουρίκη, πώς να το περιγράψει!
Εκατόν είκοσι σελίδες, μόνο στιχάκια. Εκατό σελίδας, μόνο παραμύθια. Και μετά κι άλλα στιχάκια κι άλλα παραμύθια, γιατροσόφια, ήθη κι έθιμα, γραμματική, ετυμολογία, ιστορία, θρύλοι... Όλο το βιβλίο, αποτυπώνει την αρβανίτικη παράδοση της Σαλαμίνας του 19ου αιώνα και επεκτείνεται κάμποσο και στην Αττική. Όπου δεν υπάρχει πρωτογενές υλικό, παρεμβάλλονται δικά του κείμενα, επιστολές, πανηγυρικοί, μελέτες.

Υπάρχουν τέσσερα λαμπρά πεδία φανέρωσης (δόξης) του τρόπου που ο Έλληνας ζει και πεθαίνει:

η γη
η θάλασσα
η αγορά (η πιάτσα)
ο πόλεμος

Αν μελετήσουμε τον τρόπο, με τον οποίο σχετίζεται μαζί τους ο κάθε άνθρωπος, θα καταλάβουμε τι λογής είναι η ταυτότητά του, το γένος του, το “τι άνθρωπος είναι αυτός”.
Ο Φουρίκης αυτό κάνει και μάλιστα, χωρίς πολλές θεωρίες.
Σιγά-σιγά, μέσα από αρβανίτικες κι ελληνικές λέξεις, αναδύονται οι μεγάλες ταυτοτητο-ποιητικές παραδόσεις που καθορίζουν το πώς σχετίζεται το πρόσωπο με τα παραπάνω πεδία που αναφέραμε.

Στην αρχή δώσαμε ένα παράδειγμα με το ποιηματάκι-αφορισμό. Αυτό το αστείο παιδικό τραγουδάκι, όπως και όλα τ' άλλα που αποτυπώνει ο Φουρίκης, αναδεικνύουν τις τρεις μεγάλες παραδόσεις που καθορίζουν την ταυτότητα: την Πολιτική, την Πίστη, και μια τρίτη που φροντίζει την αναπαραγωγή αυτής της ταυτότητας, την Παιδεία. Αυτά είναι τα τρία Πι του Τ(ρ)όπου μας. Τα λέμε και “Βουλευτήριο-Θυσιαστήριο-Σχολή”.

Οι τρεις παραδόσεις αυτές, είναι ο “κοινός ή ξυνός λόγος” του Ηράκλειτου, είναι τα “συμφωνημένα υπονοούμενα” του Σεφέρη, εκείνο το πνευματικό νέφος (κλάουντ στα νεο-αρβανίτικα) που μας καλεί από το “μη είναι” στο “είναι”, που μας κάνει «να έχουμε δική μας αντίληψη».

[Ηράκλειτος, Περί φύσεως: “Γι᾽ αυτό είναι αναγκαίο να ακολουθούμε το κοινό·..... παρόλο που ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν δική τους αντίληψη”].

Αυτή η μαστορική ανθρώπινων ψυχών, ή, η μαστορική ανθρώπων με ψυχή, που αποτυπώνει ο Φουρίκης, είναι μια υπόσταση της γενικότερης ελληνικής μαστορικής. Γι' αυτό, άλλοι Έλληνες, από άλλες μικρές πατρίδες, όταν την συναντούν αναπεπταμένη, σαγηνεύονται, συγ-κινούνται και θέλουν να την προσλάβουν.
Έχω δύο τέτοια χτυπητά παραδείγματα εκούσιας και εσκεμμένης αρβανιτοποίησης. Πρόκειται για δύο καπεταναίους. Ο ένας είναι της θάλασσας, ο Καπετάν Σταμάτης Κορδάς, του Αλ. Παπαδιαμάντη. Και ο άλλος είναι του πολέμου, ο Ορέστης, ο Ανδρέας Μούντριχας από τον Οξύλιθο της Εύβοιας.


Ο ένας, της θάλασσας, περιγράφεται στο διήγημα “Τα δύο τέρατα”.
[Άπαντα Αλ. Παπαδιαμάντη, τόμος 4, Δόμος]

  • Τώρα να ιδής, μου είπεν ο καπετάν Ρούσσος, άμα εξήλθομεν νύκτα εκ της οικίας του γερο-Αποστολίδη του πενθερού του` τώρα να ιδής τι θα πη καπετάν Σταμάτης Κορδάς. Ας τον έχης και μπάρμπα, δεν τον ξέρεις. Ημείς οι θαλασσινοί γνωριζόμεθα, βλέπεις, καλά. Με μανέλα το κεφάλι του δεν γυρίζει, με εργάτη, με βίντσι, με μάγγανο, με ό,τι θέλεις.
  • Τότε, τι πάμε; είπα εγώ.
  • Πάμε, γιατί μας έστειλαν, και για να ιδούμε τον μπαρμπα-Σταμάτη στο σπίτι του, στην χειμωνιάτικη την κάμαρα που έχει σχεδιασμένην μ’ ένα καραβόπανο. Θα ιδής τη σερβέτα, το σαρίκι που φορεί στο κεφάλι του, σαν Τούρκος. Θα ιδής τα μουστάκια του, που είναι σαν δύο χονδρά αγκίστρια, από κείνα που πιάνουν τους ορφούς. Τον τράχηλόν του, τα μπράτσα του, τα ποδάρια του, όλα γυμνά` και θ’ ακούσης πως σκέπτεται και πως μιλεί ο μπαρμπα-Σταμάτης. Όταν ήτον νέος, επήρε σύντροφον στο καΐκι έναν Ποριώτην ή Κρανιδιώτην, επίτηδες δια να εξαλβανισθή πλησίον του` και τώρα η γλώσσα του, ο τρόπος του, η συμπεριφορά του, όλα είναι αρβανίτικα.

Ο άλλος, ο καπετάνιος του πολέμου, περιγράφει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, αρχίζει μάλιστα και τελειώνει μ' αυτή, τη διαδικασία αρβανιτοποίησης, του ίδιου και των συνεργατών του, μόνιμοι αξιωματικοί οι περισσότεροι, αλλά και του ίδιου του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ, το αποκαλούμενο και “αρβανίτικο σύνταγμα”.
Εδώ θα ήθελα να παρεμβάλλω μια ερώτηση: Πήρε κανείς, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, σπίτι του ή στη δουλειά του, κάποιον “Αλβανό” για τον “αλβανοποιήσει”; Θέλει κανείς Αρβανίτης, σήμερα να “αλβανοποιηθεί”;





Β
Αυτά τα τόσο αδρά και τα τόσο κρυστάλλινα, που αποτελούν την ελληνική αντίληψη γι' αυτό που λέμε σήμερα “εθνική ταυτότητα”, έρχονται να τα συσκοτίσουν δύο, εξ Εσπερίας, θεωρίες για την ταυτότητα, για το τι είναι αυτό που μας κάνει να είμαστε ό,τι είμαστε.

Η μία είναι η Γερμανική, η άλλη είναι η Γαλλική.
Υπάρχει και τρίτη, υπάρχει και τέταρτη. Εμάς, όμως, αυτές οι δύο μας ταλανίζουν πρωτίστως.
Η Γερμανική, λέει ότι είμαστε αυτό που είμαστε , λόγω του αίματος και της γλώσσας.
Η Γαλλική, λέει ότι είμαστε ό, τι είμαστε, χάριν της συνείδησης.


Στην πρώτη περίπτωση, δεν θα χρειαζόμασταν τη συζήτηση και την προσπάθεια να πείσουμε αλλήλους. Θα έπρεπε να εμπιστευτούμε τον αυτόματο πιλότο του γενετικού προκαθορισμού και να περιμένουμε να φυτρώσουν Αρβανίτες, από μόνοι τους, όπως φυτρώνουν οι βρούβες και τα ραδίκια.

Στη δεύτερη περίπτωση, δεν θα επιτρεπόταν η συζήτηση αφού η συνείδηση πάει μαζί με το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό, το “είμαι ό,τι δηλώνω”. Όλοι οι άλλοι, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι, λαογράφοι, γενετιστές, αρβανιτολόγοι πρέπει να τα μαζέψουμε και να φύγουμε, να σωπάσουμε.

Τι θέλω να πω με τα παραπάνω; Ότι ακόμη κι εκείνοι που υιοθετούν τις παραπάνω απόψεις δεν πιστεύουν σ' αυτές. Ακριβώς γι' αυτό επιδίδονται σ' έναν αγώνα διαμόρφωσης της συνείδησης, “κατασκευής αφηγημάτων”.
Συγκλίνουν -από δύο αντίθετες, υποτίθεται, κατευθύνσεις- και εκβάλουν στον “εθνομηδενισμό”.
“Το αφήγημα δίνει ταξιδιωτικά έγγραφα”, λέει ο Αντώνης Λιάκος, εξωθώντας προς την τρίτη θεωρία, την Αγγλική, εκείνη που πρεσβεύει ότι, η ταυτότητα είναι σύμβαση, συμβόλαιο, κοντράτο, σύνταγμα, οπότε, όταν τα βρούμε με τα δικαιώματά μας και τις υποχρεώσεις μας στο πλαίσιο του “κράτους δικαίου”, και αφού “περάσουμε διαφωτισμό”, τότε ο Πακιστανός μπορεί να θεωρηθεί βέρος Λονδρέζος.


-Υπάρχει αφήγημα;
Δηλαδή, κατασκεύασμα και, άρα, κάτι το ευτελές, προορισμένο να καταστραφεί, αφού είναι προϊόν της Ιστορίας κι αφού έχει κίνητρα πολιτικές, οικονομικές και κάθε είδους δόλιες σκοπιμότητες;

-Ναι υπάρχει!
Ας πούμε ένα παράδειγμα: Αφήγημα είναι το Σκιπητάρικο “έθνος”.
Δεν το λέω εγώ. Το λέει η Ναταλί Κλαϊέρ στο ογκώδες πόνημά της Οι απαρχές του Αλβανικού Εθνικισμού, [Εκδ. Ισνάφι]

Αφηγητές” και συνδιαμορφωτές του αφηγήματος κατονομάζονται:
η ΑυστροΟυγγαρία,
η Ιταλία,
η Οθωμανική Αυτοκρατορία με την παρακμή της,
ο κίνδυνος της ανταλλαγής των πληθυσμών
και ο “εθνικισμός” των γειτονικών χωρών.
Θα προσέθετα, για τον εθνικισμό των γειτονικών χωρών, ότι συνδιαμορφώνει, τον Σκιπητάρικο εθνικισμό, είτε εξ αντιθέσεως είτε εκ συμπαθείας.
Ο Φουρίκης συνομιλεί με τους Σκιπητάρηδες, πριν κατασκευαστεί το κράτος τους αλλά και μετά. Αυτός είναι και ο λόγος που μεταβάλλει τον τρόπο της γραφής του από ελληνικό σε λατινικό. Έτσι εξηγείται το ότι γνωρίζει τη Σκιπητάρικη γλώσσα και τη χρησιμοποιεί κρυπτογραφικά στο γράμμα του προς τον Κυριάκο.



- Σε τι συνίσταται το αφήγημα;

α) στο λατινικό αλφάβητο. Επιβλήθηκε μετά από πάλη και την απόρριψη του ελληνικού και του αραβικού
β) στην καταγωγή από τους Πελασγούς
γ) στην αρχαία θρησκεία και τον Μπεκτασισμό.
Η αρχαία θρησκεία αποτελεί συμβιβασμό του Μπεκτασισμού και ο Μπεκτασισμός συμβιβασμό του Ισλαμισμού, όταν δεν μπορεί να περάσει σούπιτος στους πληθυσμούς που έχουν ως πολιτισμό υποβάθρου (όπως λέμε “ακτινοβολία υποβάθρου) τον Μεγάλο Ελληνικό Πολιτισμό. Κάτι ανάλογο είναι η Ουνία για τον Παπισμό. Οι δύο μεγάλοι “αντάπτορες-φαγάνες”, εκατέρωθεν, που αλλοτριώνουν και εξωθούν, τον προσωποκεντρικό πολιτισμό μας, στην υποστροφή προς τους αντίστοιχους απρόσωπους δεσποτισμούς.

- Στην Ελλάδα, υπάρχει αφήγημα;
- Ναι, υπάρχει! Αλλά υπάρχει και Παράδοση, με Πι κεφαλαίο, ο Κοινός Λόγος, που είπαμε!
Εκεί που ο Νίκος Βούτσης, ενστικτωδώς, συναντάει τον Αρχιεπίσκοπο!


Αφήγημα είναι η νεοελληνική, λεγόμενη, “ταυτότητα” που ισοπέδωσε τους Πόντιους, τους Βλάχους, τους Αρβανίτες, τους ΑρβανιτόΒλαχους, τους Τζάκωνες, τους Καραγκούνηδες, τους Σαρακατσάνους, τους Καπαδόκες, τους Σμυρνιούς, τους Καραμανλήδες, και τόσους άλλους, και τους έκανε ίδιους μεταξύ τους και έτσι ώστε να μοιάζουν με αυτό που φαντάστηκαν οι Ευρωπαίοι.

Αφήγημα είναι, αυτό που νομίζουν οι ξένοι, Άγγλοι-Γάλλοι-Γερμανοί, ότι είναι οι Έλληνες και η ελληνικότητα. Αυτό που μας περάσανε, μέσω της παιδείας και της ξενολαγνείας και μας έκαναν να το πιστέψουμε κι εμείς. Η “εναέρια γέφυρα” που τάχα μας συνδέει με τους παππούδες μας τους αρχαίους, περνώντας πάνω από τους πατεράδες μας, τους Ρωμηούς της Ανατολικής Αυτοκρατορίας. (Παπαρηγόπουλος) Τους φαντάζονται, οι Ευρωπαίοι, τόσο σπουδαίους τους αρχαίους μας που ενώ δεν κατόρθωσαν να κάνουν παιδιά, έκαναν κατευθείαν εγγόνια και μάλιστα με την... μαιευτική τη δική τους(!)

Όταν λέμε “Παράδοση” ή “έθνος” ή “κοινός λόγος”, εννοούμε τη δομή, την συνύφανση καλύτερα, των τριών ελληνικών ταυτοτητο-ποιητικών παραδόσεων, την Πολιτική, την Πίστη και την Παιδεία.

Με άλλα λόγια, πρόκειται για τη μαστορική της διαχείρισης των τριών μορίων της ψυχής: του λογιστικού, του επιθυμητικού και του συναισθηματικού.

Μαστορική, ήτοι: τα σχέδια, τα εργαλεία, τα υλικά, οι μαστόροι. Στη Σαλαμίνα βλέπουμε καθαρά ότι, την μαστορική αυτή την κατέχει ολόκληρη η κοινωνία. Όπως γνέθουν και υφαίνουν στον αργαλειό, μαζί με την Κατερίνα [η οποία, ως γνωστόν,ρίχνει τρία μασούρια], έτσι “υφαίνουν” και “κεντάνε” τη μαστορική των ψυχών. Όλοι μαζί! Μέχρι τον πιο αγράμματο ψαρά, που κάθεται δίπλα του ο καθηγητής και μαθαίνει βιολογία, της θάλασσας.

Αυτό εννοούμε ελληνικό έθνος στη Νεωτερικότητα. Εν εκλείψει έθνος. Όχι, όμως, εν τάφω έθνος.
Εκείνο που το σκιάζει είναι το αφήγημα που είπαμε. Αρκεί να το παραμερίσουμε.
Αυτή είναι η δημιουργική δύναμη που συνέχει την κοινότητα στον χρόνο, την εγγράφει στον χώρο και την διαφοροποιεί από τις άλλες, συγκροτώντας τη βιοποικιλότητα της ελληνικότητας, σε αντίθεση με την νεωτερική και παγκοσμιοποιημένη δίσ-τροπη ομοιομορφία.

Όλα να εντάσσονται σε ένα πνεύμα και όλα να είναι μοναδικά κι ανεπανάληπτα.
Οι κυρίες, εδώ του Σάλεσι, που ασχολούνται με αυτά τα υπέροχα κεντήματα, θα καταλαβαίνουν, καλύτερα κι από μένα που το λέω, τι σημαίνει.
Ο Πέτρος Φουρίκης είναι ένας τέτοιος μάστορας και γι' αυτό μας γοητεύει όταν σκύβουμε πάνω στα έργα του και στους καρπούς της έρευνάς του. Έχουμε γευθεί αυτό το “πρωτόκτιστον κάλλος” αλλά δεν το έχουμε χορτάσει! Και μας λείπει αφάνταστα! Νιώθουμε “μισοί άνθρωποι” και “γυμνοί άνθρωποι”. Όταν το συναντούμε, το αναγνωρίζουμε και πέφτουμε πάνω σαν τις μέλισσες.

Ο Φουρίκης, έχει στο νου του, πώς να αναπαραγάγει αυτόν τον ανθρωπολογικό υδροβιό-τ(ρ)οπο, ώστε να συνεχίσουν να βγαίνουν εκεί τέτοιοι άνθρωποι, οι οποίοι, όπως λέει πιο πάνω ο Ηράκλειτος, “...παρόλο που ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν ως να είχαν δική τους αντίληψη”. Δεν είναι τυχαίο που μας αφήνει ως και παρτιτούρες. Γιατί, στη μουσική και στο χορό, όλοι μετέχουμε στο κοινό, πάντα όμως με τον ξεχωριστό προσωπικό μας τρόπο.

Ο Φουρίκης είναι εκπαιδευτικός. Παιδευτικός είναι ο λόγος που σώζει το ρητό μέρος του “κοινού λόγου” αποτυπώνοντάς το. Υπάρχει και άρρητο!
Και αυτό είναι που τον κάνει να επισημαίνει τις ετερότητες, ανάμεσα στους “Αλβανούς” και τους Αρβανίτες. Φαίνονται οι αντιλήψεις του στις απαντήσεις που δίνει στον Σκιπητάρη Γκέντσο Νάτσι, με τον οποίο έχει αλληλογραφία. Ο Φουρίκης διακονεί τη Σχολή που αναπαράγει την ελληνικότητα. Όχι τη σκιπηταρικότητα.
Ατυχώς, δεν έχει, ακόμη τότε, υπόψη του τον Κων. Σάθα, αν και κάπου οι ζωές τους συμπίπτουν χρονικά. Δεν έχει υπόψη του την εποποιία των Αρβανιτών Στρατιωτών. Δεν μπορεί να ερμηνεύσει πώς βρεθήκανε εδώ οι Αρβανίτες. Ωστόσο δηλώνει σαφώς και εξηγεί πλήρως ότι, το “Αλβανός” είναι όρος τεχνικός και τίποτα το εθνικό δεν σημαίνει.
Πράγματι, αν σήμαινε κάτι εθνικό, οι Σκιπητάροι δεν θα αυτοπροσδιοριζόντουσαν, “στα ταξιδιωτικά τους έγγραφα και στα συντάγματα”, ως Σκιπητάρηδες αλλά ως “Αλβανοί”. Και επειδή δεν σημαίνει τίποτα το εθνικό, οι Αρβανίτες αυτοπροσδιορίζονται ως Αρβανίτες.



Ο βάρδος της Αρβανιτιάς, τραγουδάει τον "Πηλό", αναγεννημένο, μέσα από τις σελίδες του αρχείου Π. Φουρίκη: